ΓΑΜΟΣ ΟΜΟΦΥΛΩΝ: ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΒΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΖΑΡΙ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ
Τι μάθαμε από τον τρόπο που χειρίστηκαν πολιτικό σύστημα, media και κοινωνία το επικείμενο νομοσχέδιο για το γάμο ομοφύλων;
Θυμίζει ένα παιχνίδι που παίζαμε μικροί, μια παραλλαγή του κρυφτού. Όταν πλησίαζες να βρεις το κρυμμένο αντικείμενο, η ομάδα σε ενθάρρυνε φωνάζοντας «πορτοκάλι». Όταν απομακρυνόσουν, άκουγες «λεμόνι» και το έπαιρνες αλλιώς. Έτσι τέσταρε τα νερά για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εδώ και κάμποσο καιρό, πριν και μετά το 41% του περασμένου Ιουνίου.
«Πορτοκάλι» με εδώ κι εκεί δηλώσεις του Πρωθυπουργού για μια «κίνηση που πρέπει να γίνει», αλλά την «κατάλληλη στιγμή» όταν «η κοινωνία θα είναι έτοιμη», συνήθως ακολουθώντας δημόσιες τοποθετήσεις του ανοιχτά γκέι, στενού του σύμβουλου, Αλέξη Πατέλη. «Λεμόνι» κάθε φορά που προσωπικότητες της συντηρητικής παράταξης (όπως ο πρώην Πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς) και στελέχη της κυβέρνησης (όπως ο υπουργός Επικρατείας, Μάκης Βορίδης) δήλωναν τη σαφή πρόθεσή τους να μην ψηφίσουν το νόμο ή εκκλησιαστικοί παράγοντες εξέφραζαν χριστιανικά κι εμφατικά την αποδοκιμασία τους.
Αυτή η ιδιότυπη σφυγμομέτρηση μάλλον έφτασε στο τέλος της. Ο Πρωθυπουργός με συνέντευξη του στη δημόσια τηλεόραση διακήρυξε επίσημα την πρόθεση της κυβέρνησης να «νομοθετήσει την ισότητα στον γάμο», επιτρέποντας την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι δε θα τους επιτρέπεται η απόκτηση παιδιού μέσω παρένθετης μητέρας. Αυτό που δεν ξεκαθάρισε είναι το πότε, παίζοντας σε επανάληψη το σύνηθες «όταν ωριμάσει η κοινωνία». Το ρεπορτάζ των ημερών πάντως μιλάει για νομοσχέδιο μέσα στον Φλεβάρη, κάτι που δεν διέψευσε τηλεοπτικά ο υπουργός Επικρατείας, Άρης Σκέρτσος.
Η στιγμή είναι ιστορική. Είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά, πέρα από πολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογικές περιχαρακώσεις. Ό,τι κι αν πιστεύει ο καθένας και η καθεμία, όπως κι αν οραματίζεται την κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις, ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών είναι πριν και πάνω απ’ όλα ζήτημα δικαιωμάτων, κατάργησης μιας θεμελιώδους διάκρισης, ισότητας μεταξύ των ελλήνων πολιτών. Κι η δυνατότητα τεκνοθεσίας διακηρύχθηκε, κατά τραγική ειρωνεία, σε μια εβδομάδα γεμάτη φρικιαστικές ενδοοικογενειακές ειδήσεις που αποδεικνύουν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο ότι καθόλου δεν είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός των γονέων εκείνος ο παράγοντας που διασφαλίζει ότι τα παιδιά μεγαλώνουν σωστά. Είναι, προφανώς, η καταλληλότητα των ανθρώπων, η ποιότητά τους. Σοφόν το σαφές, θα μου πείτε, αλλά τι διαφορετικό είναι όλο αυτό το debate εκτός από μία συζήτηση πάνω σε αυτά που το 2024 θα θέλαμε (και θα έπρεπε) να θεωρούνται αυτονόητα;
Οι ρεαλιστές, ιδίως τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, θα σταθούν στα παραπάνω. Στο γεγονός, στο δια ταύτα. Η Ελλάδα κάνει το βήμα κι έρχεται να προστεθεί στις 35 χώρες που επιτρέπεται ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών (20 από αυτές στην Ευρώπη, 15 εντός ΕΕ). Ό,τι κι αν προηγήθηκε, όσος μισανθρωπικός οχετός κι αν έχει πεταχτεί στο παρελθόν ή αυτές τις μέρες που έχει ξαναφουντώσει, η συζήτηση, όσος πολιτικός καιροσκοπισμός κι αν κρύβεται ή παραμονεύει ένθεν κακείθεν, είναι τέτοιος ο σκοπός που αγιάζει τα μέσα. Δεν είναι ούτε too little, ούτε too late.
Οι δικαιωματιστές θα σταθούν, και δικαίως, στο ζήτημα της τεκνοθεσίας. Στην απαγόρευση της απόκτησης παιδιού μέσω παρένθετης μητέρας (βασική διαφορά με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ), περιορισμός που δεν υπάρχει για τα ετερόφυλα ζευγάρια. Με τον Πρωθυπουργό, μάλιστα, να αναπαράγει την -το λιγότερο- ατυχή ρητορική περί «γυναικών-μηχανών αναπαραγωγής», αναφέροντας επίσης «δε θα γίνουμε εργοστάσιο πειραμάτων στην Ελλάδα». Η Ελλάδα, στο μεταξύ, είναι μια χώρα που η υιοθεσία είναι τρομερή δύσκολη διαδικασία, μια χώρα που έχει χαρακτηριστεί στο παρελθόν «El Dorado της παρένθετης μητρότητας» (επειδή επιτρέπεται σε αλλοδαπούς να συμμετέχουν στη διαδικασία όταν βρίσκονται στην Ελλάδα), κι επίσης μια χώρα που πολλά ομόφυλα ζευγάρια μεγαλώνουν παιδιά χωρίς καμία νομική κάλυψη (αφού πάντα η ζωή προχωρά και δείχνει τον δρόμο ανεξαρτήτως νομοσχεδίων). Το ερώτημα, λοιπόν, αν η τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια -ακόμα κι αν ψηφιστεί- θα είναι στην ουσία εφικτή, είναι μάλλον εύλογο.
Οι σκεπτικιστές θα τονίσουν το μεγάλο παζάρι μέχρι την εξαγγελία, αν τελικά ενίσχυσε αντί να βάλει στο mute τις φωνές της συντήρησης. Αν τελικά τους έδωσε περισσότερο χώρο και χρόνο να βρουν το ακροατήριό τους. Η κυβέρνηση της ΝΔ, η πιο ισχυρή κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης, ανήγαγε απροκάλυπτα ένα ζήτημα δικαιωμάτων σε άσκηση πολιτικού κόστους και τώρα που βρήκε το σθένος να φέρει το νομοσχέδιο στη Βουλή δε θα απαιτήσει κομματική πειθαρχία, όπως είπε ο Πρωθυπουργός, (όχι κλείνοντας το μάτι αλλά) δίνοντας απλόχερα σε υπουργούς και βουλευτές του την επιλογή της αποχής, προκαλώντας μάλιστα κι έκρηξη Σαμαρά. Άρα, το νομοσχέδιο βασίζεται (και) στην ιδεολογική συνέπεια των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. (Όταν πέρασε το σύμφωνο συμβίωσης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τον Δεκέμβριο του 2015, το 75% των βουλευτών της ΝΔ είχε καταψηφίσει ή απέχει από τη διαδικασία.)
Αλλά, ακόμα κι αυτή η αντιπολίτευση, είμαστε σίγουροι ότι είναι προοδευτική; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκμεταλλεύτηκε τον πανίσχυρο συμβολισμό του Στέφανου Κασσελάκη ως πρώτου ανοιχτά γκέι πολιτικού αρχηγού στην ελληνική πολιτική ιστορία για να θέσει ατζέντα – στα πολυσυζητημένα σόσιαλ του αρχηγού του μπορεί να δει κανείς βίντεο-τοποθετήσεις για φορολογία, βία στα γήπεδα ή «ατζέντα Ισλαμαμπάντ», αλλά όχι για τον γάμο ομοφύλων. Κι έπειτα ήρθε το απερίγραπτο αλαλούμ με την κομματική πειθαρχία: ο Κασσελάκης την προανήγγειλε υπέρ του ΝΑΙ, ο Πολάκης την ακύρωσε, η εκπρόσωπος Τύπου είπε ότι δε θα διαγραφεί όποιος καταψηφίσει, ακολούθησαν αναρτήσεις-αναδιατυπώσεις-ανακυβιστήσεις μηδενικής πολιτικής σοβαρότητας, από τις οποίες προκύπτει και το ερώτημα αν το συγκεκριμένο είναι όντως ζήτημα αρχής για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ παρακολουθεί, υποθέτουμε, τις εξελίξεις χωρίς να δείχνει κάποια φοβερά μαχητική διάθεση, ανταλλάσσοντας ευφυολογήματα με την κυβέρνηση για το ποιος δένει τα κορδόνια ποιου, ενώ είναι μάλλον δύσκολο να εξηγήσει κανείς την αρνητική στάση του ΚΚΕ χωρίς να ταξιδέψει στη μαγευτική χώρα της οπισθοδρομικής ασυναρτησίας.
Μπορούμε, ίσως οφείλουμε κιόλας, να είμαστε και τα τρία – ρεαλιστές, δικαιωματιστές και σκεπτικιστές. Γιατί ακόμα και αναμφισβήτητα προοδευτικό αφήνει μια επίγευση επιφύλαξης. Όχι μόνο γιατί για λίγο η δημόσια διαβούλευση επί του θέματος κατάντησε να γίνεται μεταξύ Λιάγκα, Νίνο και Οικονομόπουλου. Αλλά και γιατί διαπιστώσαμε άλλη μια φορά πώς…
Τα πολιτικά κόμματα (και, προφανώς, τα πολιτικά πρόσωπα που τα εκφράζουν) έχουν επιλέξει να απευθύνονται, να συνομιλούν, να «λογοδοτούν» κατά μια έννοια σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας. Το πλέον οπισθοδρομικό, αντιδραστικό και φοβικό ως προς τις αλλαγές. Φοβάμαι, όχι γιατί αυτή είναι στην πραγματικότητα η κοινωνική πλειοψηφία, αλλά γιατί σιγά σιγά γίνονται η πλειοψηφία όσων ακόμα πάνε στην κάλπη και δεν έχουν επιλέξει τον δρόμο της παραίτησης…