ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ / 24 MEDIA LAB

Ο ΤΣΑΝΤΛΕΡ ΚΑΙ ΟΙ MILLI VANILLI: Η ΣΟΟΥ ΜΠΙΖ ΩΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

Ο χαμός του Μάθιου Πέρι, του πιο αγαπημένου ήρωα μιας ολόκληρης εποχής κι ένα νέο ντοκιμαντέρ για το συγκρότημα-απάτη μας έβαλαν να σκεφτούμε άλλη μια φορά τι υπάρχει πίσω από τη λάμψη.

Περίεργο το πρωινό ξύπνημα μετά την αλλαγή της ώρας. Αυτή η έξτρα ξεκούραση εκπλήσσει ευχάριστα το κορμί σου, το αναπόφευκτο πρωινό σκρολ με μισόκλειστα μάτια γίνεται σχεδόν υπνωτικά. Και οι ειδήσεις δε χωνεύονται αμέσως, πόσο μάλλον οι δυσάρεστες. Κάπως έτσι μάθαμε όλοι για τον θάνατο του Μάθιου Πέρι, του αγαπημένου Τσάντλερ από τα Φιλαράκια. Με λίγο περισσότερο φως να μπαίνει από τα παράθυρα, με αρκετή -αφύσικη για την εποχή- ζέστη, με αυτήν την περίεργη -μα αληθινή- στενοχώρια που νιώθουμε για ανθρώπους που δε γνωρίσαμε ποτέ αλλά κάπως, κάπου, κάποτε δεθήκαμε με την περσόνα (ή την εικόνα) τους.

Κι έχει μια μακάβρια φωτεινή πλευρά αυτό το διαδικτυακό πένθος, εκείνες τις ελάχιστες φορές που δεν είναι «υποχρεωτικό» αλλά αυθεντικό. Για λίγα 24ωρα, με σκηνές, τραγούδια, αποσπάσματα κι ωραία κείμενα, ο θάνατος ενός ανθρώπου ενώνει σε ένα μέρος, τα σόσιαλ μίντια, που οριστικά πια «διχάζει, άρα υπάρχει». (Ναι, ξέρω, υπήρξαν και οι «δεν βλέπω Φιλαράκια», άλλη μια μικροσκοπική μειοψηφία που της δίνει υπόσταση η απέναντι πλευρά επειδή…σόσιαλ.)

Στην περίπτωση του Μάθιου Πέρι, δηλαδή του Τσάντλερ Μπίνγκ (sad but true, αλλά για τον ήρωα όχι τον άνθρωπο μοιραία θρήνησε όλος ο πλανήτης), δεν υπήρξε καμία επιτελεστικότητα. Ο κόσμος έχασε ένα icon. Εκείνο που του συστήθηκε, μέσα από το κείμενο των Friends, με την ατάκα «Γεια, είμαι ο Τσάντλερ. Κάνω αστεία όταν νιώθω άβολα» κι εξέφρασε κάτι περισσότερο από μία, δύο ή όσες τέλος πάντων γενιές έχουν περάσει από το 1994 που προβλήθηκε το πρώτο επεισόδιο: εξέφρασε μια εποχή και ίσως μια κουλτούρα όταν στην πορεία δεν περάσαμε απλά στον 21ο αιώνα αλλά αποκτήσαμε, εκτός από τον αληθινό, κι έναν ψηφιακό εαυτό.

Το χιούμορ ως αμυντικός μηχανισμός δεν ανακαλύφθηκε στα Φιλαράκια. Το χιούμορ του Τσάντλερ όμως – κυνικό, (αυτο)σαρκαστικό, ανέκφραστο και offbeat – ήταν το υπερόπλο που ανέπτυξε η Gen X (γεννημένοι στα late 60s-early 70s) και τελειοποιήσαμε οι επόμενοι, οι σημερινοί 40ρηδες millennials. Δυο γενιές που, είτε το καταλάβαιναν είτε όχι, μεγάλωναν ενώ γύρω τους όλα τελείωναν: άκουγαν για το τέλος της Ιστορίας, το τέλος των ιδεολογιών, το τέλος της ουτοπίας. Κι αφού όλα τελείωναν κι αναιρούνταν, αφού εξαφανίζονταν τα διαθέσιμα ιδανικά για να παλέψουν γι’ αυτά, αποφάσισαν ότι η στάση τους θα ήταν η εξής μία: η ειρωνεία. Απέναντι σε όλα. Αν δεν πιστεύεις σε τίποτα, αν αποστασιοποιείσαι από τα πάντα, δεν απογοητεύεσαι κι από τίποτα. Γράφτηκε κατά κόρον ότι ο Τσάντλερ επηρέασε το χιούμορ μιας ολόκληρης εποχής. Μάλλον ναι, αλλά μάλλον ήταν και ο πιο αντιπροσωπευτικός αντικατοπτρισμός της.

Τοποθετημένος στην ασφαλή «ροζ φούσκα» της παρέας των 6. Με τα νεοϋρκέζικα δίδυμα διαμερίσματά τους, με τις χρωματιστές μεγάλες κούπες για τον καφέ τους, με τα προβλήματα επιβίωσης που λύνονταν ως δια μαγείας και τα συναισθηματικά αδιέξοδα που γεννούσαν σπαρταριστές παρεξηγήσεις. Μια απόλυτα λευκή, απόλυτα ετεροκανονική κι απόλυτα μη ρεαλιστική συνθήκη, στην οποία εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο είδαν να συμβαίνει το «οι φίλοι είναι η νέα οικογένεια». Αν δεν είναι αυτό η, επίσης απόλυτη, προοικονομία των bubbles που φτιάξαμε στα σόσιαλ για να απλοποιούμε μέχρι αηδίας την καθημερινότητα, τότε τι είναι;

Η συνταγή όχι απλά πέτυχε, αλλά κάτι πολύ παραπάνω. Ακόμα κι αν η σειρά διολίσθησε προς τη σαπουνόπερα στις τελευταίες σεζόν, απέκτησε μια πρωτοφανή (δι)αχρονικότητα. Δεν είχε ποτέ καμία σημασία ποιο ήταν το προηγούμενο και ποιο το επόμενο επεισόδιο – σημασία είχε αυτό που βλέπαμε κουλουριασμένοι σε έναν καναπέ Σαββατοκύριακο μεσημέρι με το χανγκόβερ να ακούγεται μέσα μας σαν τις μουσικές του Ρος ή αυτό που βάζουμε να παίξει στο τέλος μιας ακόμα σκατένιας μέρας που απλά θές να ξεπλύνεις το μυαλό σου και να γελάσεις με το ίδιο αστείο από τον ίδιο αγαπημένο χαρακτήρα.

Σχεδόν είκοσι χρόνια από την προβολή του τελευταίου επεισοδίου, το Friends παραμένει ακόμα “the most watched TV show” με περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια λεπτά θέασης τον χρόνο, δικαιώματα που αποκτήθηκαν από τo HBO Max για 425 εκατομμύρια δολάρια το 2020 κι έναν καινούριο όρο που περιγράφει ακριβώς αυτό το παραπάνω συναίσθημα: “comfort TV” – το τηλεοπτικό ισότοπο ενός γεμάτου πιάτου μακαρόνια με κιμά.

Πίσω απ’ όλα αυτά κι ενώ βίωνε σε ζωντανή μετάδοση ένα ποπ φαινόμενο να δημιουργείται και να εξελίσσεται μέσα σε τρεις δεκαετίες, ο Μάθιου Πέρι έδινε τη δική του μάχη με τον εθισμό. Είχε φτάσει να παίρνει 55 vicodin σε μια μέρα, υπολόγισε ότι είχε παρακολουθήσει σχεδόν 6000 συναντήσεις ανώνυμων αλκοολικών, ξεκίνησε αποτοξίνωση 65 φορές, έκανε 14 εγχειρήσεις για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έφεραν οι καταχρήσεις στην υγεία του. Για όλα αυτά, από ένα σημείο και μετά μιλούσε με μεγάλη γενναιότητα δημοσίως, τα έγραψε άλλωστε στο βιβλίο του. Ήταν επίσης ο πιο ειλικρινής, ευάλωτος, άρα και συμπαθής, σε αυτό το άβολο reunion των Friends, ένα σόου που δεν πρόδωσε ποτέ.

Όπως είχε πει κι ο ίδιος: «Δεν ήθελα με τίποτα να διακινδυνεύσω την επιτυχία μας. Αγαπούσα τα σενάρια, αγαπούσα τους συμπρωταγωνιστές μου, αλλά την ίδια στιγμή πάλευα κι αισθανόμουν όλο και μεγαλύτερη ντροπή». ΟΚ, υπήρχαν και μερικά εκατομμύρια δολάρια στη μέση, αλλά νομίζω ότι αγαπούσε κι όλους αυτούς που έβαλαν να δουν ένα επεισόδιο στη μνήμη του αυτήν την εβδομάδα. Ούτε κι αυτούς, εμάς δηλαδή, τελικά μας πρόδωσε ποτέ.

                                                       ***

 

Το προηγούμενο απόγευμα η οθόνη έδειχνε Milli Vanilli, το ολοκαίνουριο ντοκιμαντέρ για τη μεγαλύτερη απάτη στην πρόσφατη ποπ ιστορία – «10 εκατομμύρια δίσκοι, 1 επικό ψέμα» διαβάζουμε στο πόστερ της ταινίας.

Σύντομη περίληψη για όσους δεν έχουν προλάβει το MTV να παίζει και μουσική εκτός από ριάλιτι: οι Milli Vanilli, δηλαδή ο Fab (Morvan) κι ο Rob (Pilatus) ήταν ένα δροσερό pop-RnB ντουέτο που εμφανίστηκε από το πουθενά στα τέλη των 80s. Συναντήθηκαν ως τυχοδιώκτες στο Μόναχο, δήλωναν χορευτές και προσπαθούσαν να βρουν μια θέση στον ήλιο, μέχρι που τράβηξαν την προσοχή του μουσικού παραγωγού Φρανκ Φάριαν. Εκείνοι ήταν νέοι, πανέμορφοι και φιλόδοξοι – εκείνος ήταν μια παλιά καραβάνα που μύρισε αίμα έχοντας στο ενεργητικό του εμπορικούς θριάμβους όπως οι -δικής του σύλληψης- Boney M (“Rasputin”, “Daddy Cool” κι όλο το θλιβερό σάουντρακ χιλιάδων γαμήλιων πάρτι εδώ και 45 χρόνια).

Το πρώτο σινγκλ “Girl you know it’s true” κυκλοφόρησε δειλά, αλλά έφτασε στο νο.2 του Billboard τσαρτ. Τα επόμενα τρία έπιασαν κορυφή. Το ντεμπούτο άλμπουμ All or Nothing, φυσικά, ήταν θρίαμβος. Τράβηξε την προσοχή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού κι εκεί που θα ήταν επιτυχημένο με μερικές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα, έφτασε να πουλήσει δεκάδες εκατομμύρια.

Στο success story, όπως όλοι γνωρίζουμε σήμερα, υπήρχε μια κάπως σημαντική τρύπα: ο Φαμπ κι ο Ρομπ δεν τραγουδούσαν. Έκαναν playback υποκρινόμενοι τις φωνές session ερμηνευτών που ακούγονταν στους δίσκους. Το έκαναν παντού, από τις τηλεοπτικές εμφανίσεις μέχρι τις παγκόσμιες περιοδείες που μοιραία ήρθαν, σε μια υπόθεση που έμεινε στην ιστορία. Ως χοντρή φάρσα, αν αναλογιστεί κανείς πόσοι πολλοί fans εξαπατήθηκαν. Ή ως καλοσκηνοθετημένη απάτη, αν σκεφτεί κανείς πόσοι ήταν οι συνένοχοι. Γιατί από ένα σημείο και μετά όλοι ήξεραν. Αλλά το γκρουπ είχε γίνει too big to fail. (Όπως, ας πούμε, και η παραγωγή στα Φιλαράκια έπρεπε να διαχειριστεί τον εθισμό του Πέρι, υπήρχαν περίοδοι ποι οι λιμουζίνες τον πήγαιναν από την κλινική αποτοξίνωσης στο πλατό και πίσω.)

Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι στο ντοκιμαντέρ του Λουκ Κόρεμ: η συνενοχή στην ψευδαίσθηση. Τα δύο μέλη του συγκροτήματος θαμπωμένα από τη φήμη και το χρήμα έκαναν γρήγορα πέρα τις αρχικές αντιρρήσεις τους, έφτασαν σε σημείο αλαζονείας να σνομπάρουν τον Πολ Μακάρτνεϊ. Ο μεγαλοπαραγωγός που το είχε ξανακάνει στο παρελθόν (ναι, με τους Boney M), τρανό παράδειγμα προτεσταντικής υποκρισίας απέναντι στους μιγάδες nobodies. Τα στελέχη των δισκογραφικών που απλά ήθελαν να μεγαλώνουν τα τσεκ τους και μετά σήκωσαν αδιάφορα τους ώμους. Ακόμα ακόμα και τα ίδια τα Grammys που, με το αζημίωτο, όχι μόνο τους έδωσαν βραβείο αλλά και τους άφησαν να κάνουν playback στην τελετή. Ίσως και το ίδιο το κοινό, το κανάλι των Milli Vanilli έχει σήμερα 750.000 subscribers που επιτρέπουν στη νοσταλγία να σβήσει την εξαπάτηση.

Δεν υπάρχει κανένα σπουδαίο ηθικό δίδαγμα, καμία βαθύτερη σύνδεση ανάμεσα στις δύο ιστορίες. Μόνο τα θύματα που αφήνει πίσω της η σόου μπιζ ως ψευδαίσθηση και η ψευδαίσθηση ως σόου μπιζ. (Αν δεν ήταν έτσι, βέβαια, δε θα μας γοήτευε είναι η σκληρή αλήθεια.) Pop will eat itself: Η ποπ κουλτούρα τρώει τις σάρκες της. Ο Μάθιου Πέρι έφυγε στα 54 του προκαλώντας παγκόσμιο θρήνο – ο Ρομπ Πιλάτους μόλις στα 33 του, ξεχασμένος και παραδομένος στο αλκοόλ και τις ουσίες μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου…

 

Τα Φιλαράκια προβάλλονται στο STAR κάθε ΣΚ στις 15.30 και στριμάρουν στο Netflix.
Το Φιλαράκια, Εραστές και το Μεγάλο Φριχτό Πράγμα του Μάθου Πέρι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Aθens Bookstore
Το ντοκιμαντέρ Milli Vanilli στριμάρει στο Paramount+

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα