24 MEDIA CREATIVE TEAM

ΠΟΤΕ ΕΓΙΝΕ ΤΟΣΟ ΒΑΡΕΤΗ ΠΟΛΗ Η ΑΘΗΝΑ;

Από «πόλη που δεν κοιμάται ποτέ» σε «πρωτεύουσα που κοιμάσαι παντού», ένας υπερτουρισμός δρόμος.

Ξέρετε πώς πάει αυτό. 

Υπάρχει αυτή η περίοδος, της πρώτης ή της δεύτερη νιότης, που όλα μοιάζουν ζωντανά. Τραγανά. Πρωτότυπα. Κάθε νύχτα μπορεί να μη μοιάζει με τις προηγούμενες, κάθε νύχτα μπορεί να μην ξέρεις τι σου επιφυλάσσει, υπάρχουν ακόμα πολλές «πρώτες φορές». Και κάθε πρώτη φορά είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα.

Υπάρχει και η επόμενη περίοδος. Της τρίτης νιότης ή των πρώτων γεραμάτων. Όλα σου φαίνονται ότι επαναλαμβάνονται, όλα έχουν ξαναγίνει, «τα κάναμε αυτά». Τίποτα δε σε εντυπωσιάζει. Κάθε νύχτα (μπορεί να) μοιάζει ακριβώς με τις προηγούμενες. Όχι άσχετο το τελευταίο με τις αντοχές σου που βαίνουν μειούμενες στην απορρόφηση συγκινήσεων (…ξενυχτιού κι αλκοόλ). 

Προφανώς, δεν ισχύει στο απόλυτο ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Η αλήθεια βρίσκεται πάντα στη μέση, δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο…μπορώ να εξαντλήσω τις κοινοτοπίες για να προστατεύσω το πνεύμα το σημερινού σημειώματος, αλλά το συμπέρασμα παραμένει το ίδιο:

Η Αθήνα έχει γίνει μια βαρετή πόλη. 

Το πόσο, πολύ ή λίγο, είναι κάτι που μάλλον εξαρτάται από την ηλικία που λέγαμε παραπάνω. Το πότε, από την άλλη πλευρά, είναι που έχει περισσότερο ζουμί για κουβέντα. 

Στα 80s ο πλούτος, ας πούμε ότι, αναδιανέμεται, η κοινωνική αναρρίχηση γίνεται πιο εφικτή από ποτέ, ακόμα κι αν αυτό μεταφράζεται σε σπάσιμο πιάτων κι εκδημοκρατικοποίηση των μπουζουκιών, ενώ τα φρικιά είναι ακόμα στο περιθώριο. Στα 90s, ιδιωτικά κανάλια και lifestyle περιοδικά φτιάχνουν (με καθυστέρηση λίγων χρόνων από τον υπόλοιπο κόσμο), το δικό μας καταναλωτικό/ματιριαλιστικό πρότυπο. Αλλά παράλληλα μειώνεται η απόσταση από το εξωτερικό και υπάρχει όρεξη. Και πολλή περιέργεια. Και πολλή επιθυμία. Πάνω στην οποία ανθίζει και μια άτσαλη, αλλά ρομαντική, εγχώρια ερμηνεία στις διεθνείς υποκουλτούρες – ρέιβερς, γκοθάδες, σκεϊτάδες, μεταλλάδες, νεοπάνκηδες κτλ. φτιάχνουν στρατόπεδα-αναχώματα στην επέλαση του Βαρελάδικου, κάπως σαν το πατροπαράδοτο «ροκάδες-καρεκλάδες-λαϊκοί» να αποκτά επιμέρους κεφάλαια. Είσαι αυτό που ακούς κι αυτό που φοράς (…που συνήθως προκύπτει από αυτό που ακούς). Στα 00s, ζούμε το «ελληνικό όνειρο» που χαλαρώνει τις διαχωριστικές γραμμές, μέχρι να σκάσουν δύο βόμβες: εκείνη των σόσιαλ μίντια κι εκείνη της κρίσης. 

Οι νέες κοινότητες είναι ψηφιακές. Όλοι έχουν πρόσβαση σε όλα, πληροφοριακά όχι βιωματικά. Όλοι γίνονται σιγά σιγά απ’ όλα. Όλοι γίνονται χίψτερ – όλα γίνονται χίψτερ. «Το νόημα του στυλ» σιγά σιγά χάνεται κι ο Ντικ Χέμπντιτζ εξορίζεται στην Αγία Βαρβάρα της Καλιφόρνιας, ο Πιέρ Μπουρντιέ πεθαίνει περίπου ταυτόχρονα με την έναρξη της Συνθήκης του Σένγκεν και δεν βλέπει το «πολιτισμικό κεφάλαιο» που εισηγήθηκε να μη χρειάζεται διαβατήριο για να ταξιδέψει. 

Από το 2010 και μετά, η Αθήνα γίνεται η πόλη της κρίσης. Η αναβίωση του κέντρου της, στα χρόνια γύρω από τους Ολυμπιακούς, δίνει τη θέση της στο σκοτάδι. Λουκέτα και gentrification, υποβάθμιση και θεωρίες συνωμοσίας για τα αίτιά της. Τα διεθνή media ανακηρύσσουν την Αθήνα σε «πόλη των ταραχών» και συγκεντρώνουν πάνω της ηδονοβλεπτικά βλέμματα. Το γνωστό κλισέ (αν ποτέ το είπε ο Τσόρτσιλ) μετατρέπεται σε «οι ήρωες κάνουν μπάχαλα σαν Έλληνες», η πολιτιστική πυξίδα δείχνει κινηματογράφο και εικαστικά, Greek Weird Wave και documenta. Μέσα στη γενική κατάρρευση γινόμαστε «νέο Βερολίνο», μοιράζουμε golden visas, βάζουμε στη ζωή μας το Airbnb. Τα φθηνά ενοίκια, το ένα πράγμα που φρέναρε κάπως το κόστος ζωής, είναι πια ένα ρομαντικό παραμύθι του παρελθόντος. (Η Gen Z θα αμφιβάλλει αν ποτέ υπήρξαν.)

Ο υπερτουρισμός σκότωσε κι αυτήν την πόλη. Ή μάλλον την σκοτώνει σιγά σιγά, στρέφοντας την οικονομία της στο πορτοφόλι των επισκεπτών. Στους οποίους το αβοκάντο στα σουβλάκια φαίνεται εξωτικό, θα το πληρώσουν και 5 ευρώ. Στους οποίους δε φαίνεται εξωφρενικό να κάτσουν σε μια «νέα άφιξη» για γύρο και να να φύγουν με ένα 50ρικο το κεφάλι. 

Η Αθήνα γίνεται κι αυτή πόλη-αλγόριθμος. Μπραντσάδικα που ανοίγουν με τυμπανοκρουσίες και κλείνουν με στοκ από σος ολαντέζ. Παντού ζυμάρια και τσιμεντοκονίες για να ακούγονται δυνατότερα οι νότες της ποικιλίας από τη Γουατεμάλα. Παντού βινύλια, γιατί όλα τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος απευθύνται πια σε audiophiles, ακόμα κι αν ο δύσμοιρος που τα αλλάζει ελίσσεται μεταξύ μπουφετζή και λαντζέρη. Παραπολύσεξι afro house, παραπολύσκληρό techno, παραπολύς νταλκάς με Βίκυ Μοσχολιού στα νεοεντεχνοελληνάδικα. Μην παρεξηγηθώ, ωραία είναι όλα αυτά ή τουλάχιστον αυτά αναζητάμε κι εμείς όταν έρχεται η σειρά μας να παίξουμε τους ενοχλητικούς τουρίστες του ύστερου καπιταλισμού στο εξωτερικό (εντάξει, ίσως όχι «Τα τρένα που ‘φύγαν»). Αλλά παραδομένες σε αυτό το άγριο είδος, είναι που έχασαν οι σύγχρονες πόλεις την ψυχή τους. Ή την πούλησαν στο διάβολο ενός ακόμα μπουτίκ χοτέλ ή μιας «πολυκατοικίας βραχυχρόνιας μίσθωσης». Στην Αθήνα, αν θέλετε, το ενοχλητικό κερασάκι είναι εκείνοι οι ηδονοβλεψίες της κρίσης που με τα χρόνια έγιναν pop-up απικοικιοκράτες της εστίασης/διασκέδασης. 

Αν αντέξατε ως εδώ τον γέρο που φωνάζει κάτω από το σύννεφο, θα ανταμειφθείτε. Στην πρωτεύουσα της «ομορφότερης χώρας στον κόσμο» διατηρούμε ακόμα ένα πλεονέκτημα. Βρισκόμαστε. Αυτή η πόλη όσο κι αν δεν είναι user friendly, όσο κι αν νιώθεις πια ότι συχνά σε απορρίπτει, ευνοεί ακόμα τις διαπροσωπικές σχέσεις. Γιατί, όπως σίγουρα θα είχατε κι εσείς αυτές τις μέρες την ίδια στιγμή επιφάνειας, υπάρχει το αττικό φως. Αυτό το απίθανο real life ινσταγκραμικό φίλτρο που διαρκεί τουλάχιστον 7-8 μήνες τον χρόνο, το περνάς στη διάθεσή σου και ξεχνάς όλα τα προηγούμενα. 

Δεν είναι και λίγο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα