“ΠΟΤΕ ΜΗ ΦΕΡΕΙΣ ΤΟΝ ΞΑΝΘΟ…”
Πώς έμοιαζε ο Γιάννης Ιωαννίδης στα μάτια των αντιπάλων του;
Μάιος 1999. ΣΕΦ, 5ο τελικός του πρωταθλήματος της Α1. Ο Ολυμπιακός του Ίβκοβιτς θέλει να κάνει «πράσινη παρένθεση» το πρωτάθλημα της προηγούμενης σεζόν. Κι ο Παναθηναϊκός του Σούμποτιτς ξέρει ότι αυτό είναι το ματς που θα σβήσει πραγματικά τα τραυματικά 90s. Ούτε το πρώτο ευρωπαϊκό», ούτε το πρωτάθλημα του ‘98, ούτε τίποτα άλλο – εκείνη η βραδιά, μέσα στο σπίτι του αιώνιου αντιπάλου.
Ο Παναθηναϊκός κερδίζει. Παίρνει το πρωτάθλημα. Είναι καλύτερος εκείνη την χρονιά, μάλλον θα έπρεπε να το είχε πάρει ευκολότερα. Ο Οικονόμου βάζει το καθοριστικό τρίποντο και γνέφει στην κερκίδα «να με θυμάστε», είναι το τελευταίο του παιχνίδι με την πράσινη φανέλα (δύο χρόνια μετά θα φορέσει εκείνη του Ολυμπιακού). Ο Σούμποτιτς ανάβει πούρο (τρία χρόνια μετά θα κάτσει στον πάγκο του Ολυμπιακού). Ο Ράτζα ανεβαίνει στο τραπέζι της γραμματείας, ανεβαίνει στις διαφημιστικές πινακίδες, ανεβαίνει όπου μπορεί τέλος πάντων για να αποθεωθεί αυτοκρατορικά (δύο χρόνια μετά θα υπογράψει κι εκείνος στον Ολυμπιακό). Ο Μποντιρόγκα πανηγυρίζει λίγο πιο συνεσταλμένα (τρία χρόνια μετά θα παίξει τις ιστορικές μπουνιές με τον Τόμιτς). Στη φυσούνα πέφτουν μερικές ψιλές μεταξύ των παικτών. Έτσι πάει, συμβαίνουν αυτά στο ελληνικό clasico που, φυσικά, τότε δεν το λέγαμε έτσι.
Περίπου 3.500 οπαδοί του Παναθηναϊκού βρίσκονται σε έκσταση στο ΣΕΦ. (Ναι, ακόμα επιτρέπονταν οι μετακινήσεις.) Το «οε, οε πρωτάθλημα μες στο Παλέ», που τους στοίχειωνε σχεδόν μια δεκαετία, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα. Κι όμως 6-7 λεπτά μετά τη λήξη του αγώνα, άλλο είναι το σύνθημα που δονεί την πράσινη κερκίδα και δεν έχει καμία σχέση με ό,τι προηγήθηκε στο παρκέ.
«Ποτέ μη φέρεις τον ξανθό, αυτό μονάχα σου ζητώ/ Φέρε όποιον άλλο θες, και μην ξεχνάς το χθες…», τραγουδάει ο κόσμος, μαζί με διάφορα άλλα που δεν γράφονται. Στο περιθώριο των τελικών, κι ενώ είναι σίγουρο ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος ο Σούμποτιτς θα φύγει αφού έχει σκοτωθεί με (όλους) τους Γιαννακόπουλους, η φήμη ότι ο Ιωαννίδης έχει συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό μέρα με τη μέρα πλησιάζει προς τη βεβαιότητα. Πρόκειται για την απόλυτη «βουνό με βουνό δεν σμίγει» εξέλιξη, πιο απίθανη κι από την πρώτη φορά του Μπάγεβιτς στον Ολυμπιακό. Μην κοιτάτε σήμερα που τα έχουμε δει όλα και καμία μετακίνηση δεν αποτελεί casus belli.
Και οι οπαδοί του Παναθηναϊκού λοιπόν, σε ένα οπαδικό-μιντιακό-κοινωνικό τοπίο εντελώς διαφορετικό από το σημερινό, μετατρέπουν τα πλέι-οφ του 1999 σε μια καμπάνια αποδοκιμασίας του «Ξανθού». Δείχνουν σε κάθε ματς στον Ιωαννίδη ότι είναι ανεπιθύμητος. Όχι μόνο με ευρηματικές ρίμες αλλά και με μερικά από τα πιο χυδαία συνθήματα που έχουν ακουστεί ποτέ. Όλα επιτρέπονται, έτσι δεν είπαμε ότι πάει; Βαλκάνια αφού.
Ήμουν στο ΣΕΦ εκείνο το βράδυ. Πανηγύρισα, ξόρκισα την κατάρα, και φώναξα, με όλη την ψυχή ενός 18χρονου που δίνει σε αυτά τα πράγματα πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ όσο έχουν στην πραγματικότητα, ποιος δεν θα ήθελα να είναι στον πάγκο της ομάδας μου την επόμενη σεζόν. Κι αυτές τις μέρες που ο Γιάννης Ιωαννίδης είναι παντού προκαλώντας τόσο μεγάλη συγκίνηση με τον θάνατό του στα 78 του χρόνια, σκέφτομαι διαρκώς ότι η ιστορία του έχει σημασία να ειπωθεί κι από την πλευρά των αντιπάλων του. Η κόντρα ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητάς του. Άλλωστε, σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, αντίπαλοι ήταν εκείνοι που τον αποθέωναν χθες και φίλοι αυτοί που θα τον αποκήρυτταν αύριο.
Τέτοιος ήταν ο κόουτς. Γεννημένος σταρ. Προκαλούσε (όχι έντονα αλλά) οριακά συναισθήματα, ακριβώς γιατί αυτό ήταν το καύσιμό του. Να είναι στο επίκεντρο. Στρατηλάτης, λαοπλάνος, ένας Μουρίνιο πριν τον Special One, ένας «Πατ Ράιλι των φτωχών» που τελικά δεν βρήκε στην πολιτική τη δική του Φλόριντα (όπως ο Πατ στο Μαϊάμι) για να γεράσει ως σοφός δημογέροντας.
Δεν τον πρόλαβα στη δουλειά. Ξεκίνησα περίπου όταν σταμάτησε από τους πάγκους. Έχω ακούσει δεκάδες φορές σε δημοσιογραφικά πηγαδάκια τις ιστορίες, στα όρια του μύθου, που τον αφορούν (Κι εδώ έχει πολλές, κι απολαυστικές από ανθρώπους που τον έζησαν από πάρα πολύ κοντά.) Ήμουν πάντα στην απέναντι πλευρά. Γεωγραφικά, αθλητικά, πολιτικά. Κάτι που μάλλον ισχύει για πολύ κόσμο.
Στα πυρετικά Άρης-ΠΑΟΚ (πρώτες αθλητικές εικόνες της ζωής μου), πάντα με τον ΠΑΟΚ – λίγο ο Μπάνε, λίγο η γοητεία του αουτσάιντερ. Στην εξωφρενική αντιπαλότητα με τον Ολυμπιακό (που αφορούσε πολύ περισσότερο κόσμο σε σχέση με το σήμερα αλλά μοιάζει -ίσως να φταίει κι ο χρόνος- πολύ πιο αθώα), ο Ιωαννίδης ήταν για μας ο Βελζεβούλ. Ο απόλυτος εχθρός που «μισούσαμε», με το νόημα που παίρνουν οι λέξεις στο οπαδικό context. Αν δεν έχετε πάει ποτέ σε γήπεδο, σταματήστε να διαβάζετε – δεν σας βγάζουν νόημα αυτά που γράφω. Αν έχετε πάει, σκεφτείτε το σαν την άλλη πλευρά του νομίσματος «ήμουν ερωτευμένος με τον Ξανθό» που διατύπωσε ο Καίσαρης στο τελευταίο επεισόδιο του Ζοσιμάρ.
(Εμείς θεωρούσαμε ότι) Μας προκαλούσε, μας έκλεβε, μας πίκαρε ρίχνοντας με τον δικό του μοναδικό τρόπο αλάτι στην πληγή. Ο Βράνκοβιτς φορτωνόταν πάντα γρηγορα με φάουλ, οι διαιτητές κάτι πάθαιναν στα μάτια τους κι άλλαζαν την ημέρα του αγώνα, το τελευταίο σουτ έβρισκε στεφάνι κι εκείνος μας έστελνε φιλάκια. Φωνάζαμε «και ο Ξανθός από την πολυθρόνα απονομή θα δει…», εκείνος έβαζε προπόνηση την ώρα του δικού μας ευρωπαϊκού τελικού κι έπαιρνε τη ρεβάνς του λίγες εβδομάδες μετά με το ιστορικό 73-38 (…που δεν άντεξα να το δω ολόκληρο). Ήταν ένα σίριαλ με διαρκώς νέα επεισόδια -οι πανηγυρισμοί Αλβέρτη-Οικονόμου στο Τελ Αβίβ, η «ανταλλαγή» Ζάρκο-Βολκόφ, τα νερά της ΤΣΣΚΑ, η τάπα του Στόγιαν στο Παρίσι, το «σέρβικο λόμπι»- που διαρκώς έδινε για μια πενταετία κι έσβηνε σταδιακά μέχρι ο Ξανθός να γυρίσει ξανά στον Ολυμπιακό. Σε μια κάπως θλιβερή για εκείνον χρονιά που όμως και πάλι μας έσπασε το αήττητο μέσα στο ΟΑΚΑ κι έφυγε με τα χέρια ψηλά. Νομίζω ότι όλα αυτά τα χρόνια, οκ υπήρξε και μια νικηφόρα σειρά με την ΑΕΚ αλλά, η πραγματική (η μόνη) νίκη των Παναθηναϊκών επί του Ιωαννίδη ήταν ότι απέτρεψαν τον ερχομό του στην ομάδα τους. (Συνυπολογίζοντας ότι εκεί ξεκίνησε και η χρυσή εποχή Ομπράντοβιτς.)
Νομίζω ότι όλα αυτά τα χρόνια, οκ υπήρξε και μια νικηφόρα σειρά με την ΑΕΚ αλλά, η πραγματική (η μόνη) νίκη των Παναθηναϊκών επί του Ιωαννίδη ήταν ότι απέτρεψαν τον ερχομό του στην ομάδα τους
Πολιτικά, δε θέλει και πολύ ανάλυση. Αν κάποιος είναι μακριά από τον χώρο της λαϊκής δεξιάς, ήταν πολύ μακριά κι από τον Ιωαννίδη. Πόσο μάλλον όταν κι εκείνος δεν αντιστεκόταν στην «μακεδονομαχία», στα εθνικιστικά κηρύγματα και τις θεωρίες συνωμοσίας. Όμως κανένας άνθρωπος δεν είναι μόνο κάτι, δεν είναι μόνο ένα. Αυτός ο τύπος που τα έβαζε με θεούς και δαίμονες, είτε έπαιζε σε μια εχθρική έδρα στην Ελλάδα είτε στην Γιουγκοσλαβία του εμφυλίου με ένοπλους εντός αγωνιστικού χώρου, είχε και μια άλλη πλευρά. Του συλλέκτη έργων τέχνης, για τα οποία μπορούσε να μιλάει ώρες όταν υποδεχόταν κάποιον στο σπίτι του. Και, κυρίως, ενός ανθρώπου που είχε κρυφό, δηλαδή ουσιαστικό, φιλανθρωπικό έργο για το οποίο ξέρουν λίγοι λίγα.
Όπως συμβαίνει με όλους τους χαρισματικούς, το legacy του είναι ένα πινγκ πονγκ τρανταχτών αντιφάσεων. Η πιο σημαντική, κατά τη γνώμη μου: Ήταν ο άνθρωπος που μπορούσε να πείσει τους παίκτες του ότι μπορούσαν να κερδίσουν τον οποιονδήποτε και τους οπαδούς ότι είναι ΟΚ να κερδίζουν με οποιονδήποτε τρόπο.
Θα τον θυμόμαστε ως τον απόλυτο ήρωα μιας άλλης, ούτε καν dial up, Ελλάδας που έβγαζε ακόμα εθνικούς σταρ, πιστόλιαζε τα χρέη της στα Βαρελάδικα, αναστέναζε στα κλειστά με τα μοντέλα πρώτη σειρά να τραβούν τα φλας ενώ κοιτούν τα αγόρια τους να παίζουν και, τελικά, ήταν τόσο ανέμελη που συχνά τα βραδινά δελτία της ξεκινούσαν με το μπάσκετ πρώτη είδηση.