Γρηγόρης Κολλάρος/24 MEDIA LAB

ΤΑ ΕΝΟΙΚΙΑ ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Το παράδειγμα της αυστριακής πρωτεύουσας που έγινε «ουτοπία για τους ενοικιαστές» και τα ελληνικά κόμματα που συζήτησαν προεκλογικά για όλα, εκτός από το πού και πώς θα ζούμε.

Στην, ας την πούμε πιο «ποπ», λίστα του Monocle με «τις καλύτερες πόλεις για να ζεις το 2022», η Βιέννη βρίσκεται στη θέση νο.7. Στην αντίστοιχη, ας την πούμε πιο «σοβαρή», του Economist ανεβαίνει στην 1η θέση, σκοράροντας το απόλυτο 100αρι σε «σταθερότητα», «πρόνοια», «εκπαίδευση» και «υποδομές», ενώ μένει λίγο πιο κάτω (96.3) στην κατηγορία «πολιτισμός και περιβάλλον». Η κεντροευρωπαϊκή πρωτεύουσα του 1.9 εκατομμυρίου κατοίκων έχει αλλάξει πρόσωπο και πρόσληψη. Δεν απαντά πια στο στερεότυπο «σνίτσελ, Μότσαρτ και βιενουά πλακόστρωτα», αλλά είναι μια πόλη-πρότυπο ως προς τη βιωσιμότητα και την πρόσβαση. Μια πόλη που, σε αντίθεση με τη νόρμα του 21ου αιώνα στην ανεπτυγμένη Δύση, δεν απομακρύνει τους κατοίκους εκτοξεύοντας το κόστος ζωής και υποβαθμίζοντας την ποιότητά της.

Ο βασικός λόγος γι αυτό είναι το Gemeindebauten”.

Έτσι λέγεται το πρόγραμμα κοινωνικής στέγασης της Βιέννης, οι ρίζες του οποίου βρίσκονται στην στεγαστική μεταρρύθμιση που συνέβη έναν αιώνα πριν, στα 1920s. Τότε που χτίστηκαν 64.000 διαμερίσματα σε 400 νέα οικοδομικά συγκροτήματα, ανεβάζοντας το στεγαστικό απόθεμα της πόλης κατά 10%. Πρόκειται για τεράστια οικιστικά μπλοκ, χαρακτηριστικά δείγματα του αρχιτεκτονικού μοντερνισμού του 20ου αιώνα, με πολλούς κοινόχρηστους χώρους όπως οι ανοιχτές αυλές στο εσωτερικό τους και τα κλασικά κόκκινα γράμματα στις επιγραφές των προσόψεών τους.

Το Gemeindebauten επιβίωσε ανά τις δεκαετίες, συνεχίστηκε ακόμα και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και σε αντίθεση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν υπέκυψε στην πίεση του νεοφιλελευθερισμού των 80s και 90s. Δε χαρίστηκε δηλαδή στην ιδιωτική αγορά. Αντίθετα, τα συγκροτήματα εκσυγχρονίστηκαν, κι απέκτησαν έξτρα ανέσεις όπως παιδικές χαρές, κοινόχρηστες κουζίνες, ακόμα κι εσωτερικές πισίνες (ή πισίνες στις ταράτσες τους). Το σημαντικό είναι ότι παρέμειναν βιώσιμα και λειτουργικά. Χωρίς να απωλέσουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους.

Κάπως έτσι, σήμερα, σε μια περίοδο παγκόσμιας στεγαστικής κρίσης, η Βιέννη αποτελεί μια «ουτοπία για τους ενοικιαστές» (έτσι την αποκάλεσαν οι NY Times στο εκτενές ρεπορτάζ που δημοσίευσαν πριν λίγες μέρες, από το οποίο αντλούνται και τα περισσότερα στοιχεία της στήλης). Οι Times εστίασαν στην περίπτωση της οικογένειας Σάσινγκερ (δασκάλα και λογιστής σε δημόσια υπηρεσία, σήμερα συνταξιούχοι) που ενοικίαζαν ένα διαμέρισμα 68 τετραγωνικών για 44 χρόνια (ως το 2015, όταν κι αγόρασαν δικό τους). Σε όλη αυτήν την μακρά περίοδο, το ενοίκιό τους πενταπλασιάστηκε, ενώ ο μισθός τους έγινε 20 φορές μεγαλύτερος. Έφτασαν, συνεπώς, όταν βγήκαν στη σύνταξη να πληρώνουν για νοίκι μόλις το 3.6% του συνολικού εισοδήματός τους (όσα οι Αμερικάνοι πληρώνουν μονο για «γεύματα», λιγότερα από όσα ξοδεύουν για «ψυχαγωγία-διασκέδαση»).

Οι αντίστοιχοι Σάσινγκερ του 2023, όσοι και όσες δηλαδή κάνουν σήμερα αίτηση στη Βιέννη, χρειάζεται να περιμένουν περίπου δύο χρόνια. Τόσο είναι ο μέσος όρος της λίστας αναμονής που αριθμεί περίπου 12.000 άτομα, εκ των οποίων κάθε χρόνο τα 10.000 βρίσκουν λύση στέγασης. Για ένα τριάρι, λοιπόν, πληρώνουν 542 ευρώ το μήνα. Το συμβόλαιό τους δε λήγει ποτέ και το ύψος του ενοικίου αυξάνεται μόνο ανάλογα με τον πληθωρισμό, και σε καμία περίπτωση δε συνδέεται με το πόσο πλουσιότερο γίνεται με τα χρόνια το νοικοκυριό.

24 MEDIA LAB

Το μοντέλο της κοινωνικής στέγης στη Βιέννη, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, βασίζεται στην προσφορά κι όχι στη ζήτηση. Το 43% των κατοικιών είναι «μονωμένο» από την αγορά, κάτι που σημαίνει ότι προστατεύεται από το δήθεν «αόρατο χέρι» της. Όλοι οι ενοικιαστές έχουν προστασίες έξωσης, ακόμα κι αν υπάρχει αιτία που να τη δικαιολογεί. Όπως είναι λογικό, το 80% των κατοίκων της Βιέννης, ζει στο νοίκι.

Το ενδιαφέρον (και ταυτόχρονα κρίσιμο και πολύτιμο) είναι ότι το “Gemeindebauten” δεν κουβαλά κανενός είδους «κοινωνικό στίγμα». Το 80% των Βιεννέζων (όσοι βγάζουν κάτω από 70.000 τον χρόνο – το μέσο εισόδημα ενός νοικοκυριού είναι 57.700) πληροί τα κριτήρια της αίτησης για να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα, άρα μιλάμε για μια δομή που απευθύνεται κατ΄εξοχήν στη μεσαία τάξη όχι μόνο στους «φτωχούς». (Τα δημοτικά συγκροτήματα, οι «εργατικές πολυκατοικίες» της Βιέννης, με αυτόν τον τρόπο δεν αυτοεκπληρώνονται ως «γκέτο» καταρρίπτοντας κι αυτό το στερεότυπο.) Το Gemeindebauten, λοιπόν, παίζει και ρυθμιστικό ρόλο: συγκρατεί τις τιμές και στην ιδιωτική αγορά του real estate.

Το αποτέλεσμα; Το 2021 οι Βιεννέζοι πλήρωναν το 22% του μετά-τους-φόρους εισοδήματος τους στο ενοίκιο, αν ήταν ενταγμένοι στα προγράμματα κοινωνικής στέγασης – το ποσοστό ανεβαίνει στο 26% για όσους νοικιάζουν στην ιδιωτική αγορά. Για να συγκρίνουμε: στις ΗΠΑ ο μισός πληθυσμός πληρώνει στο νοίκι πάνω από το 30% των ετήσιων απολαβών τους προ φόρων (στη Νέα Υόρκη το ποσοστό φτάνει ακόμα και στο 36%). Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, τα νοικοκυριά που δεν ιδιοκατοικούν πληρώνουν περίπου 37%.για στέγαση το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους μεταξύ των χωρών της ΕΕ.

24 MEDIA LAB

Ο σημερινός δήμαρχος της Βιέννης είναι ο Μίκαελ Λούντβιγκ, εξέχουσα μορφή των Σοσιαλδημοκρατών του SPO. Στο ίδιο κόμμα ανήκε κι ο προκάτοχός του, Μίκαελ Χοπλ, που ήταν μάλιστα στο τιμόνι της πόλης για 24 ολόκληρα χρόνια (από το 1994 ως το 2018). Είναι προφανές ότι το μυστικό για τη βιεννέζικη στεγαστική ουτοπία είναι το γεγονός ότι μεταπολεμικά όλοι μα όλοι οι δήμαρχοί της ήταν σοσιαλιστές ή σοσιαλδημοκράτες. [Όχι πάντα σε αρμονία με την πολιτική καταγωγή του Προέδρου ή του Καγκελάριου της χώρας που τα τελευταία χρόνια, ας πούμε, προκύπτουν από συνεργασία Χριστιανοδημοκρατών και Πρασίνων, βλέπε πριν λίγα χρόνια τον αμφιλεγόμενο (sic) Σεμπάστιαν Κουρτς.] Κι αυτό είναι σημαντικό, γιατί το ζήτημα της στέγασης, απόλυτα επικαιρο στις συνθήκες που δημιουργεί η τρέχουσα Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, είναι καθαρά θέμα πολιτικής ατζέντας πώς θα επιλυθεί.

Σε όλον τον κόσμο, φυσικά και στην Ελλάδα.

Η στεγαστική κρίση στη χώρα μας απασχολεί όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Εκατοντάδες άρθρα και ρεπορτάζ έχουν δημοσιευθεί, πολλές έρευνες (εξαιρετικές του ETERON και της διαΝΕΟσις) έχουν διεξαχθεί, όλοι συμφωνούν ότι η ανάγκη για μια νέα στεγαστική πολιτική είναι επιτακτική. Μα πάνω απ’ όλα συμφωνεί η καθημερινότητα, ο μήνας που δεν βγαίνει και το απογοητευτικό 29.6 – ο μέσος όρος ηλικίας που οι νέοι-νέες στην Ελλάδα φεύγουν από τη γονεϊκή εστία, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2020 (28.3 το 2010, στην Ευρώπη φεύγουν στα 26.4).

Υπάρχουν κι άλλα πολλά νούμερα και στοιχεία για να υπογραμμίσει κανείς το θέμα. Ακολουθούν μόνο μερικά: Τη δεκαετία 2011-20 τα ενοίκια αυξήθηκαν 11%, ενώ το εισόδημα μειώθηκε κατά 20% // την τριετία 2019-2021 στο κέντρο της Αθήνας σημειώθηκε 30% αύξηση των τιμών στα ενοίκια // τα 2/3 των των κατοικιών που βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας έχουν μίσθωμα πάνω από 600 ευρώ. Τα κενά διαμερίσματα μόνο στον Δήμο Αθηναίων υπολογίζονται σε πάνω από 100.000, αλλά οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης διαθέτουν μόνο 1120 διαμερίσματα σε όλη την Ελλάδα. Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, επίσης, καταργήθηκε με το δεύτερο μνημόνιο.

Στα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων υπήρξαν εξαγγελίες. Η ΝΔ υποσχέθηκε «ανέγερση 2.500 κοινωνικών κατοικιών και ανακαίνιση 4.000 κενών κατοικιών, ιδιοκτησίας του Δημοσίου (…) το πρόγραμμα “Σπίτι μου” για προσιτή ΣΤΕΓΗ για νέους έως 39 ετών» – δε μας λέει βέβαια τι έκανε 4 χρόνια που κυβέρνησε. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήκωσε ψηλά την αναστολή πλειστηριασμών, αλλά δε μίλησε όσο θα περίμενε κανείς με βάση το κοινό του για την «Τράπεζα Στέγης και την επιδότηση ενοικίου για 150.000 νοικοκυριά και 400.000 μέλη» που υπάρχει στη σελ. 31 του προγράμματός του. Το ΠΑΣΟΚ, στο νο.8 από τα 12 σημεία της πρότασής του, αφιέρωσε λίγες λέξεις περί «δημιουργίας δεξαμενής 150.000 κατοικιών». Το ΚΚΕ δεν παιδέυτηκε για τη λύση, στις διαχρονικές θέσεις του διαβάζουμε «κοινωνικοποιείται η γη (…) καταργείται η ατομική ιδιοκτησία».

Πόσο συζητήθηκαν όλα αυτά στην προεκλογική περίοδο; Λίγο, ελάχιστα, καθόλου. Περίπου τόσο όσο μεταξύ μας πιστεύουμε ότι θα δούμε αλλαγές και παρεμβάσεις. Το στεγαστικό είναι ακραιφνώς προγραμματικό ζήτημα. Θέλει γνώση, δουλειά, όραμα, πιθανώς συναινέσεις. Δεν είναι ένα ακόμα θέμα που υποβιβάστηκε επειδή δήθεν δεν απασχολεί όπως π.χ. οι υποκλοπές. Είναι το κατ’ εξοχήν θεμα που απασχολεί.

Είναι το πού και πώς θα ζούμε.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα