Γιώργος Γεωργίου INTIME NEWS/ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ/ 24 MEDIA LAB

“ΤΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΣΑΒΒΑΤΟ, ΤΙ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ, ΔΕΥΤΕΡΑ ΘΑ ΣΕ ΘΑΨΟΥΝΕ…”

Καλτ, αμφιλεγόμενος, σύμβολο μιας εποχής αλλά και ξεπερασμένος από μια άλλη, μέλος του κλαμπ «δεν τους φτιάχνουν πια έτσι». Δυστυχώς ή ευτυχώς…

Η ατάκα είναι all time classic. Επαναλαμβανόμενο σουξέ. Κανείς δε θυμάται την πρώτη φορά που ειπώθηκε, όμως όλοι ξέρουμε το πλαίσιο. Φουριόζος ακροατής έχει πάρει τηλέφωνο και ξεκινά να πιλατεύει τον Γεωργίου. Εκείνος, στην αρχή συγκαταβατικός. «Πες τη μαλακία σου…». Ο ακροατής παίρνει θάρρος. Κι αρχίζει την κουβέντα που ήταν η πεμπτουσία του Καφενείου των Φιλάθλων σε όλες του τις εκδοχές. «Ναι, ρε Γιώργο, αλλά αν είχε βάλει εκείνον…κι αν δεν είχε χτυπήσει ο άλλος…κι αν μας είχε δώσει το πέναλτι…κι αν είχε μπει το δοκάρι», ο φίλος έχει πάρει φόρα και ξαναγράφει την ιστορία, όχι του τρέχοντος αλλά, ολόκληρου του επαγγελματικού πρωταθλήματος. Ο Γεωργίου το μυρίζεται αμέσως κι εγκαταλείπει νωρίς. Βρίσκει ένα κενό στο ντελίριο του ακροατή, εκρήγνυται όπως πάντα θεατρικά, τινάζοντας τα χέρια προς τα πίσω κι αποκαλύπτοντας το σταυρόλεξο της οδοντοστοιχίας του. Και σφάζει τη συνομιλία στο γόνατο. «Εντάξει ρε φίλε…αν το ένα κι αν το άλλο…Κι αν το πουλί μου είχε νύχι, θα ταν δάχτυλο».

Mic drops.

Έχω δει, διαβάσει κι ακούσει πολύ περισσότερο Γεωργίου απ’ όσο μάλλον είναι πολιτικά ορθό να παραδέχεσαι σήμερα, αν κρίνω από τις δικαιολογημένες -μα κι όψιμες- αντιδράσεις του σόσιαλ αντι-πένθους. Εχω χειραγωγηθεί από τον αλγόριθμο της «επόμενης γραμμής» πολύ περισσότερο από όσο αντέχει να παραδεχτεί ο ορθολογισμός μου. Κι όσα περισσότερα ακούω και διαβάζω τις τελευταίες ώρες, κολλάω όλο και πιο πολύ σε αυτήν την ατάκα: «Αν το πουλί μου είχε νύχι, θα ταν δάχτυλο». Ποιος μπορεί να την σκέφτηκε; Μάλλον όχι ο ίδιος, θα την ξεσήκωσε σε κανά μπαρμπούτι, πάνω στη μίρλα της χασούρας. Τι σημαίνει; Μάλλον τίποτα. (Μ’αρέσει που γράφω και «μάλλον».) Γιατί διπλώνομαι κάθε, μα κάθε, φορά που την ακούω ή κάθε φορά που τη θυμόμαστε με κάποιον άλλον μύστη του Γεωργίου; Έλα ντε, ανεξήγητο.

Δεν ήταν το μόνο. Δεν έβγαζες ακριβώς άκρη με τον Γεωργίου. Τι ήταν αυτό που σε τράβαγε; Που βρισκόταν η γοητεία του; Ένας άνθρωπος που τον γνώριζε καλά, ο Αργύρης Παγαρτάνης από τον Φιλάθλο, στον συγκινητικά ακριβή αποχαιρετισμό του στα σόσιαλ το έγραψε στα ίσια: «Μπάλα, από τεχνική άποψη, δεν ήξερε». Κι ας νόμιζε ότι, μεταφέροντας τις αναλύσεις του Αλέφαντου ή του Αναστόπουλου, μας τα εξηγούσε όμορφα. Κι ας περηφανευόταν ότι «αυτός είχε κάνει τον Βαμβακούλα λίμπερο», δήθεν με την επιρροή του στο ξεκίνημά του ως ρεπόρτερ Ολυμπιακού.

Οι αστοχίες του, άλλωστε, ήταν μνημειώδεις. Οι κωλοτούμπες του, επίσης. Η πιο χαρακτηριστική ήταν φυσικά το EURO 2004. Είχε πει τόσα το στόμα του, είχε χύσει τόσο περίτεχνα χολή για τον Ρεχάγκελ και την Εθνική που δεν μπορούσε με τίποτα να το μαζέψει μετά την εποποιία της Πορτογαλίας. Ο κόσμος του έκανε καζούρα, εκείνος ψιλοψέλλιζε κάτι ψευτο-mea culpa και τα ανακάτευε, καταφευγοντας στο πιο παλιό κόλπο που μοιραζόταν με το κοινό του: στη συνωμοσιολογία. (Όπως τότε που, σχετικά άσημος ακόμα, έλεγε φόρα παρτίδα «ντοπαρισμένη» την Πατουλίδου ή όπως όλα όσα έλεγε κατά καιρούς για το οργανωμένο σχέδιο «μπασκέτες σε κάθε σχολείο» που είχε επιβληθεί έναντι του ποδοσφαίρου.) Το EURO, τελικά, αν δεν το ξέρετε, το πήραμε επειδή διοργανώσαμε τους Ολυμπιακούς το «γαλάζιο καλοκαίρι» του 2004. Βγάζει νόημα; Όχι. Ακούγεται «ξυπνητζίδικο»; Ναι, τουλάχιστον για να φρενάρει στιγμιαία εκείνος που είχε στην άλλη άκρη της γραμμής. «Γεωργίου speaking», σου λέει. «Πάμε στον επόμενο φίλο».

Ναι, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά στο τέλος της ημέρας δεν σε πείραζε. Ούτε η βαθιά αντιφατικότητα της ίδιας της ποδοσφαιρικής περσόνας του. Ήταν ένας τύπος που -υποτίθεται- σου αποκάλυπτε το παρασκήνιο, με τον τρόπο που κανείς δεν έκανε ποτέ πριν τον Φιλάθλο, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως αντίλαλος (και ρεκλάμα) του… ίδιου του παρασκηνίου. Σου μιλούσε για την «παράγκα», όχι πατώντας σε κάποιο αδιάφθορο ρεπορτάζ αλλά, παπαγαλιζοντας τα ψίχουλα που είχαν πέσει από το τραπέζι του ίδιου του Θωμά σε ρόλο Λόγκαν Ρόι της λεωφόρου Καβάλας για να ξεχειλώσω όσο δεν πάει την Succession μεταφορά. Ο Γεωργίου το έπαιζε λίγο «χωροφύλακας» της ποδοσφαιρικής διαφθοράς, αλλά ήταν πιο πολύ βαποράκι της. Και περιστασιακός χρήστης. Η ιστορία με «τα έξι ματς που έδωσε ο Θωμάς σε εκείνον και τον Καίσαρη για να ποντάρουν στο πρωτάθλημα του 2000» είναι όλος ο Γεωργίου σε λίγα λεπτά. Φυσικά, τα μισά που λέει είναι μούφα. Το καταλαβαίνεις με ένα fact checking μισού γκουγκλαρίσματος. Αλλά, ποιος έκανε περισσότερο από εκείνον καριέρα με το «μην αφήνεις την πραγματικότητα να σου χαλάσει μια ωραία ιστορία»; (Καλά…πολλοί, αλλά συνεννοηθήκαμε, ελπίζω.)

Εντάξει, ήταν και η γλώσσα. Κουτσαβάκικα, πεζοδρομιακά, viral πριν καν μάθουμε τι σημαίνει ο όρος “viral”. «Όχι άλλα πλυντήρια», «βλέπεις μπάλα, φίλε», «αβαβά», «ήμουν ο πρώτος εν Ελλάδι που την άλειφε με λάδι», «πολύ κλο κλο κι απ’ αβγό τίποτα», «έλα Γιώργο, η 16χρονη καβλιάρα είμαι», «…και τέζα ο καμπούρης», «ο πίνων μεθά κι ο παίζων χάνει», «ο φρεσκοΈλληνας Μπάγεβιτς», «-Πώς σε λένε; -Σάββα… -Τ’ αρχίδια μου τράβα»., «ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας». Και φυσικά το μάντρα του, «ήμαρτον». Όλα τους στο μπλέντερ της Ισχυρής Ελλάδας, λίγο από εκείνον λίγο από τον Μητσικώστα, μπήκαν στο λεξιλόγιο των πολλών, τα καφενεία των Πετραλώνων βρήκαν τελικά τη θέση τους στην νεοελληνική ποπ κουλτούρα.

Ο Γεωργίου κάπου εκεί έγινε σταρ. Μάλλον εν γνώσει του απέκτησε (για λίγο) θέση πρωταγωνιστή στο απέραντο freakshow της ελληνικής τηλεόρασης. Τον αντιμετώπισαν ως εξωτικό πουλί κι εκείνος τους πήγε «ταξίδι στην άκρη του λούμπεν». Καίγοντας σιγά σιγά την αυθεντικότητά του μέσα από την υπερπροβολή τη δεκαετία του 2000 που όπως ο ίδιος έλεγε «πήγε καλά οικονομικά». Τότε που μέσα στην περιρρέουσα παραζάλη σε όλα τα επίπεδα, βρέθηκε ακριβοπληρωμένος σχολιαστής στην συνδρομητική τηλεόραση. Καλεσμένος σε πρωινάδικα να «μην τους κρύβει ότι, στον στρατό, τον είχε παίξει για πάρτη της Ζωής Λάσκαρη». Πήρε τα πανω του, αλλά όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις έγινε αιχμάλωτος αυτής της εικόνας. Κι άφησε ελεύθερο, σχεδόν αχαλίνωτο τον χειρότερο εαυτό του – άλλωστε το περιβάλλον των εκπομπών που τον φιλοξενούσαν αυτό τον παρότρυνε να κάνει. Δεν τον αθωώνω. Έχει πει τέρατα. Άθλια ομοφοβικά/σεξιστικά/ρατσιστικά τέρατα που δε δικαιολογούνται με τίποτα και καλώς υπενθυμίζονται. Κι ας κρυβόταν, ίσως, από πίσω τους ο σταυρός που κουβαλούσε με την αρρώστια του γιου του. Κοινωνιολογικά, κάποιος ίσως έλεγε ότι η ίδια του η παρουσία ήταν απόδειξη πόσο συγκοινωνούντα δοχεία είναι καμιά φορά η λαϊκότητα με τη συντήρηση.

Πάντως, αυτή είναι η απάντηση. Η γοητεία του Γεωργίου ήταν ο ρόλος που υποδυόταν στο δεύτερο μισό της ζωής του που ήταν δημόσιο πρόσωπο. Ένας hustler, βγαλμένος από το σύμπαν του Σκορσέζε σε κουτί ελληνικής 80s βιντεοκασέτας. Κι ένας performer που στο peak του τα έδινε κάθε βράδυ όλα, είτε στο καφενείο, είτε στο στούντιο, είτε στη ζωή. Όπως εδώ, στα 5 καλύτερα λεπτά επιθεώρησης των τελευταίων-όσων-θέλετε χρόνων. Ή όταν έπαιρνε μαύρα μεσάνυχτα τηλέφωνο τον Μπαζίνα ζητώντας ιατρικές συμβουλές γιατί, ως τυπικά υποχόνδριος, ήταν αδιάθετος και νόμιζε ότι πεθαίνει. Ή όταν κόμπαζε για τo μουσικό του γούστο, μιλώντας για το Ράδιο Λουξεμβούργο και τον Μικ Τζάγκερ «μια κόμπρα πάνω στην σκηνή». Ή όταν τον έπαιρνες τηλέφωνο για θέμα «Πετράλωνα», κι αφού τον έβρισκες μετά από τέσσερις μέρες και δέκα-δεκαπέντε «πάρε με σε λίγο», μπορούσε να σου μιλάει δύο ώρες για τα καφενεία της γειτονιάς του.

«Τι να πεθάνεις Σάββατο, τι Κυριακή πρωί; Δευτέρα θα σε θάψουνε», ήταν μια ακόμα κλασική ατάκα του. Τετάρτη του έμελλε. Θα τον έκανε κέφι όλον αυτόν τον ντόρο μετά την είδηση του θανάτου του στα 71. Θα του άρεσε που δεν έφυγε απαρατήρητος. Άλλωστε, στα χρόνια της μεγάλης αναγνωρισιμότητας, τον έχω ακούσει να απευθύνεται σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο της ΑΣΟΕΕ με το «άλλοι μεγάλωσαν με Διακογιάννη, εσείς είστε η γενιά που μεγάλωσε με Γεωργίου». Μεταξύ μας, δεν είχε και πολύ άδικο. Το μόνο σίγουρο, υπήρξε κλασική περίπτωση «δεν τους φτιάχνουν πια έτσι». Δυστυχώς ή ευτυχώς…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα