ΤΟ “ΣΕΜΝΑ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΑ” ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΜΠΗ ΔΕΝ ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΕΛΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ…
Η κυβέρνηση με σημαία τα βίντεο που βρέθηκαν «συμπτωματικά» βγήκε στην επικοινωνιακή αντεπίθεση. Εμπνέοντας εκ νέου επιθέσεις στις οικογένειες και τη Μαρία Καρυστιανού και προωθώντας μια συζήτηση για τη γνησιότητα του οπτικού υλικού που είναι για την ώρα «θέατρο του παραλόγου».
Όλοι είδαμε την αναδίπλωση της κυβέρνησης μετά τις εντυπωσιακές συγκεντρώσεις της 26ης Ιανουαρίου. Πιο χαμηλοί τόνοι, μερικό σιωπητήριο στα πιο εκφραστικά (sic) στελέχη, στοπ στις επιθέσεις σε οικογένειες και συγγενείς των θυμάτων. Αποκορύφωμα, φυσικά, η τηλεοπτική συνέντευξη του Πρωθυπουργού στην οποία, μεταξύ άλλων, είπε για τυχόν παράνομο φορτίο της εμπορευματικής, ότι «αυτό που έμοιαζε τότε απίθανο σενάριο, σήμερα είναι ίσως πιθανό». Πετώντας, όχι ακριβώς με επιτυχία, από πάνω του τα συμπεράσματα στα οποία είχε προβεί 20 μέρες μετά το δυστύχημα και τα οποία επανέλαβε αρκετές φορές αυτά τα δύο χρόνια μιλώντας επανειλημμένα για «τερατουργίες» και θεωρίες συνωμοσίας.
Είπε πολλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε εκείνη τη συνέντευξη, το πιο σημαντικό ήταν άλλο. Ήταν εκείνο το προαίσθημα που είχε ότι «ποιος σας είπε ότι δεν υπάρχει άλλο βίντεο; (…) θα ήλπιζα πράγματι -και δεν το ξέρω- στον φάκελο του εφέτη ανακριτή να υπήρχε επιτέλους ένα βίντεο από αυτό το τρένο για να βλέπαμε στο κάτω-κάτω της γραφής αν στα ανοιχτά βαγόνια μετέφερε λαμαρίνες».
Η διαίσθησή του δικαιώθηκε.
Με τα βίντεο που ανακάλυψε, σχεδόν δύο χρόνια μετά, η εταιρεία security Interstar και «παρέδωσε αυτοβούλως στον ανακριτή» ο νομικός της εκπρόσωπος, Βασίλης Καπερνάρος. Βίντεο που, όπως λέει, «ανακτήθηκαν συμπτωματικά». Στην ερώτηση γιατί ανακτήθηκαν τώρα (ενώ αυτό που ξέραμε είναι ότι κάθε 15 μέρες γίνεται επανεγγραφή νέου υλικού πάνω τους), η απάντηση στην πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΪ ήταν η εξής: «Κρατήθηκε μια κάποια στιγμή ό,τι κρατήθηκε και λέμε τώρα που έγινε αυτό το θέμα μήπως να ξαναψάξουμε ενδελεχέστατα τι έχουμε, τι μπορούμε να βρούμε…διότι ή πιθανόν να μη ζητήθηκε ή πιθανόν να μην το ξέραμε ούτε εμείς». Απάντηση που θύμισε αντιπρόεδρο Εδεσσαϊκού, και όπως είναι λογικό γεννά περισσότερες απορίες από αυτές που λύνει. Ας πούμε: γιατί κρατήθηκε υλικό από κάμερες το οποίο δεν ζήτησε ο ανακριτής; Υπάρχει κι άλλο;
Εκεί λοιπόν που είχε φανεί ότι η επικοινωνιακή/«υπερασπιστική» γραμμή της κυβέρνησης έφευγε από το «ανθρώπινο λάθος» του σταθμάρχη και μετατοπιζόταν στην Hellenic Train (π.χ. έλεγχος του πρώην CEO της, Μαουρίτσιο Καποτόρτο, για το αδίκημα της ψευδούς κατάθεσης ενώπιον της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής) και ίσως στην πυροσβεστική, προέκυψαν τα βίντεο.
Και η στρατηγική άλλαξε. Το «σεμνά και ταπεινά» για τα Τέμπη δεν κράτησε τελικά και πολύ.
Οι εθνικοί μας fact checkers αναφώνησαν με κεφαλαία γράμματα κάτι σαν «Τέμπη τέλος» (Άραγε αυτό θα πάει το ίδιο καλά όσο κι εκείνο το ιστορικό πρωτοσέλιδο «υποκλοπές τέλος»;) Η ορχήστρα των αρθρογράφων που σε καθημερινή βάση ασκεί το λειτούργημα της κυβερνητικής προστασίας έφτασε σε κρεσέντο υποστηρίζοντας ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι συγκεντρώσεις είναι πολιτικά υποκινούμενες (Κάτι αφενός μεν απόλυτα ανακριβές για όποιον βρέθηκε στις βουβές πλατείες κι αφετέρου δε χωρίς απάντηση στο ποιος τις υποκινεί; Το ΠΑΣΟΚ που, όπως φάνηκε και στην τακτική του για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν μπορεί να δέσει τα αντιπολιτευτικά του κορδόνια ή ο απαξιωμένος από το ριάλιτι της τελευταίας διετίας ΣΥΡΙΖΑ;) Οι επιθέσεις, στους συγγενείς γενικά και στην Μαρία Καρυστιανού ειδικά, εντάθηκαν. («Μήπως το έχει παρακάνει;»: το μεγάλο χιτ της εβδομάδας, όχι μόνο σε μία εκτέλεση.). Κι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης να επιτίθεται σε δημοσιογράφους που κάνουν ενοχλητικές ερωτήσεις στην ενημέρωση όπως π.χ. στον Χρήστο Αβραμίδη που εύλογα ρώτησε αν λειτουργεί σήμερα το σύστημα ασφαλείας ECTS. (Ή είμαστε ακόμα στο «πάμε κι όπου βγει»;)
Σκληρή η μάχη, αλλά είχαμε νικητή. Ο βουλευτής Καβάλας της ΝΔ, Μακάριος Λαζαρίδης, αναφώνησε σε πρωινό τηλεοπτικό πάνελ, ίσως και με τον υπερβάλλοντα ζήλο του ανασχηματισμού που έρχεται: «τα βίντεο είναι game changer». Χοντροκομμένη, τουλάχιστον άκομψη διατύπωση, που δείχνει όμως πολύ καλά το πνεύμα της επικοινωνιακής αντεπίθεσης της κυβέρνησης. Οι πονηροί του καφενείου λένε για να δημιουργηθεί ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση κι αμφιβολία στον κόσμο (που είναι ήδη φορτωμένος με πάρα πολλή πληροφορία), να πέσει η βελόνα του θυμού και, βοηθούντος του τριημέρου της Καθαρής Δευτέρας, να μη γεμίσουν οι πλατείες στις 28/2. Κάποιοι άλλοι (πιο πονηροί ή πιο ρεαλιστές;) συμπεραίνουν ότι η κυβέρνηση μετρά καθημερινά και διαπιστώνει ότι η ήττα της στην αντίληψη της κοινής γνώμης για τα Τέμπη είναι μη αναστρέψιμη. Ανεβάζει λοιπόν η ίδια την ένταση της πόλωσης κι απευθύνεται αποκλειστικά στο δικό της κοινό για να το επανασυσπειρώσει ενόψει πρόωρων εκλογών που πιθανόν να είναι αναπόφευκτες αν δεν φτάσει η θυσία μόνο μιας Ιφιγένειας (τυχαίο τag: Χρήστος Τριαντόπουλος).
Όμως, η ιστορία με τα βίντεο της εταιρείας security είναι το απόλυτο «θέατρο του παραλόγου». Αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση και δεν προσφέρουν τίποτα μέχρι τώρα επί της ουσίας.
Γιατί:
– Η διερεύνηση του βιντεοσκοπικού υλικού ανατέθηκε στους κυρίους Βασιλάκο και Μπατζόπουλο (μηχανολόγο μηχανικό και ηλεκτρολόγο μηχανικό, αντίστοιχα) που έχουν ήδη δεχθεί μηνύσεις από συγγενείς θυμάτων για το συμπέρασμα προηγούμενης έκθεσής τους ότι δεν υπήρχε έκρηξη αλλά φωτιά από τα έλαια σιλικόνης. Κάτι που απορρίπτεται από όλα τα πορίσματα ως τώρα. Χωρίς να αμφισβητεί κανείς την επιστημονική επάρκειά τους, είναι οξύμωρο ότι κλήθηκαν να διαπιστώσουν μέσω των βίντεο αν υπήρχε ή όχι εύφλεκτο υλικό στην εμπορευματική αμαξοστοιχία, άρα κι ενδεχομένως να διαψεύσουν τους εαυτούς τους.
– Η πολυσυζητημένη έκθεση που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη, παρότι για κάποιες ώρες παρερμηνεύθηκε βάναυσα από την πλειοψηφία των ηλεκτρονικών media, καταλήγει σε τρεις διαπιστώσεις: ταυτοποιεί ότι το εικονιζόμενο τρένο είναι οντως το εμπορικό 63503, δεν διαπιστώνει οποιοδήποτε άλλο φορτίο πλην όσων αναγράφονται στην επίσημη λίστα φόρτωσης και δεν πιστοποιεί τη γνησιότητα του βιντεοληπτικού υλικού.
Δε λέει λοιπόν ότι είναι «γνήσια τα βίντεο», όπως βιάστηκαν να γράψουν οι περισσότεροι. Κάτι μάλλον λογικό αφού δε συνάδει με την επιστημονική αρμοδιότητα εκείνων που συνέταξαν την έκθεση. Γεννιέται όμως εδώ το εξής ερώτημα: τι αξία έχουν τα δύο πρώτα συμπεράσματα (περί ταυτοποίησης και φορτίου) εφόσον δεν ξέρουμε ακόμα αν τα βίντεο είναι γνήσια ή όχι;
Τα βίντεο βρίσκονται, διαβάζουμε, στα εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. που θα αποφανθεί τελικά για την γνησιότητά τους. Κι έστω ότι αυτή πιστοποιείται, όπως είναι εξαιρετικά πιθανό. Τι απαντήσεις θα έχουμε για την έκρηξη; Καμία. Πάλι στο μηδέν είμαστε για κάτι που είναι κομβικό όσον αφορά την αναζήτηση της αλήθειας, πόσο μάλλον όταν τα πορίσματα τεχνικών συμβούλων κι εμπειρογνωμόνων συγκλίνουν στο ότι υπήρχαν επιβάτες που δεν πέθαναν από την σύγκρουση αλλά κάηκαν ζωντανοί. (Οι τεχνικοί σύμβουλοι διαφωνούν ως προς τον αριθμό π.χ. ο Κοκοτσάκης τους προσδιορίζει σε 27, ο Λακαφώσης σε τουλάχιστον 5 – πάντως έστω κι ένα από τα θύματα να κατέληξε έτσι, είναι κεφαλαιώδες να μάθουμε πώς συνέβη αυτό.)
Κι όσο η κουβέντα, σκόπιμα ή όχι, μας έχει μετατρέψει σε ένα έθνος 11 εκατομμυρίων ντετέκτιβ που δεν πιστεύουν πια τίποτα και κανέναν ενώ σκέφτονται όλους τους πιθανούς συνδυασμούς των λέξεων «λαθρεμπόριο», «διαπλοκή» και «συγκάλυψη», ίσως χάνουμε το δάσος. Το δυστύχημα των Τεμπών συνέβη γιατί δεν ολοκληρώθηκε η σύμβαση 717. Αν είχε ολοκληρωθεί, θα είχαμε σύστημα τηλεδιοίκησης και σηματοδότηση. Θα άναβε έστω ένα αναθεματισμένο κόκκινο φανάρι κι ένα από τα δύο τρένα θα σταματούσε. 57 άνθρωποι θα ήταν ζωντανοί. Καμία αλήθεια δε θα βρεθεί και καμία συλλογική λύτρωση δε θα συμβεί, αν δεν αναζητηθούν αυτές οι ποινικές ευθύνες.