ΜΑΙΛΣ ΝΤΕΙΒΙΣ, ΕΝΑΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τον θάνατό του, το Magazine παρουσιάζει ένα μικρό αφιέρωμα στην πορεία του μεγάλου μουσικού. Η cool-jazz, η funk-jazz, το αριστουργηματικό "Kind of Blue", η jazz-rock, ο Γκιλέσπι, ο Πάρκερ, ο Κολτρέιν, ο Χάνκοκ, ο ΜακΛάφλιν, ο Κορία. Οι φόρμες, τα στιλ και η διαρκής αναζήτηση του "Πικάσο της τζαζ".
Η ιδιοφυΐα του Μάιλς Ντέιβις σημάδεψε τη σύγχρονη τζαζ, κατοχυρώνοντας ένα προσωπικό ύφος, ρευστό και δυναμικό. Εισήγαγε μια άλλη, καινούργια αντίληψη, δίνοντας στις νότες όχι απαραίτητα μόνο μια μορφή, αλλά και μια δύναμη, πάντα γόνιμη και γενναιόδωρη. Λυρικός ρεαλισμός, συγχρόνως “θερμός” και “ψυχρός”, με κολάζ και μοντάζ, αλλά και ανατρεπτική αποδόμηση, αυτές υπήρξαν οι επιλογές του, ο δικός του δρόμος στην αναζήτηση μιας έντασης χωρίς προηγούμενο, που μας πρόσφερε την περιπέτεια της μουσικής του στο απελευθερωτικό της περιεχόμενο. Σήμερα, 30 χρόνια μετά τον θάνατό του (28/9/1991), το Magazine επιχειρεί να προσεγγίσει το έργο ενός από τους σημαντικότερους ήρωες της εποχής του, ενός από τους προφήτες της τζαζ.
Ο Ντέιβις γεννήθηκε το 1926 στο Άλτον του Ιλινόις και μεγάλωσε στο Ανατολικό Σεντ Λούις, δίπλα στον Μισσισσιππή, την ίδια εποχή που στο προσκήνιο αναδύονταν δυο μεγάλες μορφές της ιστορίας της τζαζ, ο Λούις Άρμστρονγκ και ο Ντιούκ Έλινγκτον, τρομπετίστας ο πρώτος, πιανίστας ο δεύτερος. Τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους, διαμόρφωσαν – ειδικά ο δεύτερος – σε τεράστιο βαθμό τις βάσεις του σύγχρονου χαρακτήρα της τζαζ, που είχε τις ρίζες της στις “πρωτόγονες” μορφές της μαύρης ταυτότητας. Παράλληλα όμως, μια άλλη τάση, που εκφράστηκε κυρίως στη δεκαετία του ’30 μέσα από μεγάλες ορχήστρες, όπως εκείνες του Μπένι Γκούντμαν και του Γκλεν Μίλερ, παρουσίασε την τζαζ ως χορευτική μουσική.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ BE-BOP
Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι μαύροι βρίσκονταν πλέον στο επίκεντρο της καταστολής και της αποθάρρυνσης, εμφανίστηκε το be-bop ως μια επανάσταση ξεκάθαρα ιδεολογική και ως μια βίαιη αντίδραση κατά του σουίνγκ και της μουσικής-θεάματος που είχε δημιουργηθεί αποκλειστικά για τους λευκούς, προτείνοντας μια καινούργια άποψη, σαφώς αβανγκάρντ και αυτόνομη, που έδινε και μια καινούργια εικόνα του μαύρου μουσικού, που πλέον ήταν συνειδητοποιημένος καλλιτέχνης και όχι “διασκεδαστής”. Κυριότεροι εκπρόσωποι του κινήματος του μπι-μποπ, ήταν οι πιανίστες Τελόνιους Μονκ και Μπαντ Πάουελ, ο σαξοφωνίστας Τσάρλι Πάρκερ και ο τρομπετίστας Ντίζι Γκιλέσπι.
Το μπι-μποπ ήταν πολύπλοκο, βασισμένο σε περίπλοκες ρυθμικές δομές, μέσα στις οποίες “απελευθερώθηκε” ξανά ο σχεδόν εξαφανισμένος στις μεγάλες ορχήστρες αυτοσχεδιασμός, ο οποίος πήρε και πάλι τον πρωταγωνιστικό ρόλο του, ξεπερνώντας αρκετά συχνά ακόμα και τα ίδια του τα “όρια”. Μια μουσική άποψη πυρετώδης, απελπισμένη, έως και “αυτοκαταστροφική”, εκδηλωτική και οργιώδης, σύγχρονη των πρώτων κινημάτων των μαύρων μουσουλμάνων, όπως εκείνα του Ελάιζα Μουχάμαντ και του Μάλκολμ Χ. Ο νεαρός τότε Ντέιβις, φοιτητής στην ξακουστή σχολή Juilliard της Νέας Υόρκης και μαγεμένος από τον Γκιλέσπι, τον οποίο είχε δει σε ηλικία 15 χρονών σε μια συναυλία στο Σεντ Λούις, έγινε μέλος στο κουιντέτο του Τσάρλι Πάρκερ από το 1944 μέχρι το 1948.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΪΒΙΣ ΜΕ ΤΗΝ COOL-JAZZ
Όμως η ανήσυχη φαντασία του έψαχνε δημιουργικές διεξόδους, θέλοντας να εκφράσει την εσωστρέφεια και την αισθητική του μέτρου μέσα στο πεντάγραμμο. Στη διάρκεια του 1949 και του 1950, πραγματοποίησε μια ιστορική ηχογράφηση αποτελούμενη από έντεκα συνθέσεις του, που κυκλοφόρησε ως LP το 1957 με τον τίτλο “Birth of the Cool” και αποτέλεσε το σημαντικότερο δείγμα post-bebop τζαζ, καθιερώνοντας ένα νέο μουσικό στιλ, αυτό της cool-jazz ή τζαζ της Δυτικής Ακτής. Επηρεασμένος από τεχνικές της κλασικής μουσικής, όπως η πολυφωνία, άφησε διάφορες μελωδικές γραμμές να σχηματίσουν ένα μαγικό πολυγραμμικό αποτέλεσμα, εκτελεσμένο άψογα από το νονέτο του (ορχήστρα με εννέα μέλη), σε μια ονειρική ηχητική τονικότητα.
Η cool-jazz, που ακουγόταν κυρίως στην ηδονιστική ατμόσφαιρα της δυτικής ακτής, σε αντίθεση με τα ιστορικά κλαμπ του μπι-μποπ που στεγάζονταν στο αστικό περιβάλλον της 52ης οδού της Νέας Υόρκης, οδήγησε στις ρίζες της τζαζ, στην ίδια την ακατέργαστη ενέργειά της, με άμεσο αποτέλεσμα τη “μετατροπή” της σε μια μορφή τέχνης που πλέον δεν ανήκε αποκλειστικά στους μαύρους, αλλά άνοιγε τις πόρτες της σε ένα πραγματικό εργαστήρι πειραματισμού, στο οποίο ήταν ευπρόσδεκτοι όλοι όσοι μπορούσαν να αντιληφθούν τον “πανικό” της, την αρχέγονη μορφή της, τη μάχη της απέναντι σε κάθε αντιδραστικό στερεότυπο και κάθε μορφή ρατσιστικής καταπίεσης, τη σύνδεσή της με την πολιτικοποίηση και την “ανοχή” της σε διαφορετικές τεχνοτροπίες.
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΖ ΚΑΙ ΤΟ R&B
Απόδειξη αυτού, ήταν το γεγονός ότι ενώ ο Ντέιβις ήταν μαύρος, οι περισσότεροι – και κύριοι – πρωταγωνιστές εκείνης της “περιπέτειας” ήταν λευκοί, όπως για παράδειγμα ο Τζέρι Μάλιγκαν (βαρύτονο σαξόφωνο), ο Λι Κόνιτζ (άλτο σαξόφωνο), ο Τζιλ Έβανς (πιάνο), ο Τζον Λιούις (πιάνο) και ο Τζο Σούλμαν (μπάσο), όλοι μέλη του νονέτου του “Birth of the Cool”. Στην ουσία, δεν ήταν η cool jazz εκείνη που “δέχτηκε” τους λευκούς, αλλά ο ίδιος ο Ντέιβις που άνοιξε τα στεγανά, θέλοντας να καταργήσει τη διάκριση ανάμεσα στους μαύρους τζαζίστες και τους λευκούς μουσικούς που απασχολούνταν κυρίως στις μεγάλες ορχήστρες. Όμως εκείνο ήταν μόνο η αρχή, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως γέννημα θρέμμα του Μισσισσιππή, στις φλέβες του κυλούσε η παράδοση του μπλουζ.
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50, είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του – γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία – το rhythm and blues. Με πολλά στοιχεία από το be-bop, αλλά και την cool jazz, παρά το ότι κινήθηκε σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση, το R&B επανέφερε στην επιφάνεια τον “βρώμικο” ήχο, τη ρυθμική ενέργεια, το γρέζι στα φωνητικά, τα “ουρλιαχτά” στα πνευστά, τις δωρικές “βροντές” του κοντραμπάσου. Πάνω στο σύνολο αυτών των μουσικών “αποτυπωμάτων”, που στηρίζονταν στις βαθιές αρχέγονες δυνάμεις του μπλουζ, δημιουργήθηκε η hard-bop, που κατά κάποιο τρόπο ήταν η απάντηση των μαύρων μουσικών στη λευκή κυριαρχία της cool jazz. Και σε αυτή την πρόκληση, ο Μάιλς Ντέιβις υπήρξε πρωτοπόρος.
ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ “KIND OF BLUE”
Το 1955 και ενώ βρισκόταν σε περίοδο αποτοξίνωσης από την ηρωίνη, δημιούργησε το κουιντέτο του, με τον Ρεντ Γκάρλαντ στο πιάνο, τον Φίλι Τζο Τζόουνς στα τύμπανα, τον Πολ Τσέιμπερς στο κοντραμπάσο και τον Τζον Κολτρέιν στο τενόρο σαξόφωνο. Είτε με αυτούς, είτε με άλλους session μουσικούς, εργάστηκε πάνω στην hard-bop και την παραλλαγή της, την funk-jazz, υιοθετώντας στοιχεία από τα γκόσπελ, τη soul και φυσικά το R&B, φτιάχνοντας μια ατμόσφαιρα τόσο θρησκευτική, όσο και εξεγερτική, μια μουσική – για μια ακόμα φορά – διαμαρτυρίας. Μαζί με τον νεώτατο τότε Σόνι Ρόλινς στο τενόρο σαξόφωνο – πριν τον αντικαταστήσει με τον Κολτρέιν – ο Ντέιβις αναζωογόνησε και πάλι την τζαζ, σμίγοντας με τις πιο “μαύρες” ρίζες της.
Η δεκαετία του ’50 ολοκληρώθηκε με το απόλυτο αριστούργημα του Ντέιβις, το LP “Kind of Blue”, το οποίο κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1959 και αποτελεί μέχρι σήμερα ένα ορόσημο στην ιστορία της τζαζ, αλλά και το τελειότερο ίσως δείγμα ενός καινούργιου στιλ, της modal jazz. Απελευθερώνοντας τους μουσικούς από το να βασίζονται υποχρεωτικά σε μια τονική οδό με συγκεκριμένα ακόρντα, τα οποία θα έφτιαχναν ένα background-μοτίβο πάνω στο οποίο θα “χτιζόταν” κάθε σόλο, ο Ντέιβις επεξεργάστηκε διαφορετικούς μουσικούς τρόπους που διαμόρφωσαν ένα άλλο μοτίβο, σαφώς πιο “ανοιχτό” στη βάση του, με στόχο να συνοδεύει τις συγχορδίες και όχι να εξαρτάται από αυτές.
Η ΜΑΓΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ MODAL-JAZZ
Μέσα στις μόλις πέντε συνθέσεις του άλμπουμ, ο Ντέιβις και το σεξτέτο του, με την παρουσία δυο σαξόφωνων, του “ριψοκίνδυνου” Κολτρέιν και του μελωδικού Κάνονμπολ Άντερλεϊ, επαναλαμβάνουν ακούραστα ένα ή δύο ακόρντα που μοιάζουν να διευρύνονται αδιάκοπα, ανοίγοντας καινούργιους δρόμους στην αποτύπωση μιας νέας αντίληψης περί διάρκειας, μέσα στην οποία ατελείωτοι αυτοσχεδιασμοί ξεχειλίζουν από μια ακούραστη ευφορία, ακόμα και στις πιο μελαγχολικές στιγμές τους. Η ικανότητα όμως του Ντέιβις για ρήξη απέναντι σε ό,τι προϋπήρχε, μέσα από την τρελή αναζήτηση του ήχου και της συνεχούς “αναπνοής”, που δεν ήθελαν να ενταχθούν σε μια και μόνο κατηγορία, μας προσέφερε νέα γόνιμα πεδία προς εξερεύνηση, μέσα από συνεχείς πειραματισμούς.
Το 1963 δημιούργησε καινούργια μπάντα, με τους Τζορτζ Κόλμαν (σαξόφωνο), Ρον Κάρτερ (κοντραμπάσο), Χέρμπι Χάνκοκ (πιάνο) και τον 17χρονο Τόνι Γουίλιαμς στα τύμπανα. Το κουιντέτο ξεκίνησε περιοδείες, παίζοντας κυρίως έργα του Ντέιβις από την be-bop εποχή, με διαφορετικές όμως ενορχηστρώσεις και με ιλιγγιώδεις σε ταχύτητα ρυθμούς. Την ίδια εποχή, η free jazz είχε κάνει την εμφάνισή της στο προσκήνιο, με πιονέρους τον Ορνέτ Κόλμαν και βέβαια τον κυρίαρχο του κοντραμπάσου, Τσαρλς Μίνγκους. Ο Ντέιβις “πέρασε” μέσα και από εκείνη την εμπειρία, όμως δεν έμεινε εκεί. Τα 60ties τού είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον, κυρίως όμως ο ηλεκτρικός ήχος της soul και των μπλουζ.
ΑΠΟ ΤΗΝ JAZZ-FUSION ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ JAZZ-ROCK
Άκουγε άλμπουμ των Byrds, της Αρίθα Φράνκλιν, του Τζέιμς Μπράουν, των Sly and the Family Stone, ενώ είχε εντυπωσιαστεί από το LP “Electric Ladyland” του Τζίμι Χέντριξ, την εποχή (1968) που ο ίδιος ηχογραφούσε το δικό του LP, “Filles de Kilimanjaro”, ένα από τα πρώτα του, στα οποία συναντάμε έντονη την παρουσία της jazz-fusion, αρμονίες δηλαδή και αυτοσχεδιασμούς της τζαζ, μαζί με στοιχεία από το ροκ, τη funk, τη soul και το R&B. Στο “Filles de Kilimanjaro”, με τους Τσικ Κορία και Χέρμπι Χάνκοκ στο ηλεκτρικό πιάνο, ο Ντέιβις έδειξε και πάλι τη μοναδική του ικανότητα να προσαρμόζει το ηχόχρωμά του στις επιθυμίες του, διαμορφώνοντας συνεχώς καινούργιες φόρμες, το αποτέλεσμα των οποίων εντυπωσίαζε και καθήλωνε τον ακροατή.
Ακούγοντας ολοένα και περισσότερο τις συνθέσεις του Τζίμι Χέντριξ, το οριστικό πέρασμα στην jazz-fusion έγινε φανερό στο επόμενο LP του, το “Bitches Brew” (1969), εκεί όπου για πρώτη φορά εγκατέλειψε σχεδόν τελείως το παραδοσιακό swing beat της τζαζ, επιλέγοντας στη θέση του έναν ρυθμό ροκ εν ρολ, με “φωναχτό” ηλεκτρικό μπάσο σε τελείως “άγνωστες” για τη τζαζ μουσική μπασογραμμές. Στην ουσία, ο Ντέιβις έφτιαξε ένα “μείγμα” από free-jazz με ηλεκτρονικά keyboards, κιθάρες και μιξαρισμένα κρουστά, ενώ ο ίδιος έπαιζε την τρομπέτα του σαν ηλεκτρική κιθάρα, συνδεδεμένη με πετάλια και παραμορφωτές! Ήταν ίσως ο πρώτος καθαρόαιμος τζαζίστας που είχε “τολμήσει” και μάλιστα με τεράστια επιτυχία, να κάνει το βήμα προς την jazz-rock.
Η ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΡΟΚ ΚΑΙ ΤΗ SOUL
Σε αυτό το μαγικό ηχητικό αποτέλεσμα είχε συμβάλλει και μια στρατιά μουσικών, που ο καθένας έβαλε τη σφραγίδα του σε αυτό το καταπληκτικό διπλό άλμπουμ, το οποίο ηχογραφήθηκε μέσα σε τρεις μέρες, χωρίς να έχει γίνει καμία πρόβα πριν. Ενδεικτικά να αναφέρουμε τον Τζον ΜακΛάφλιν στην ηλεκτρική κιθάρα, φυσικά τον Τσικ Κορία στο ηλεκτρικό πιάνο, τον Ντέιβ Χόλαντ στο κοντραμπάσο, τον Μπίλι Κόμπαμ στα τύμπανα, τον Χάρβεϊ Μπρουκς στο ηλεκτρικό μπάσο και τον Γουέιν Σόρτερ στο σοπράνο σαξόφωνο. Από τους μουσικούς που έπαιξαν σε εκείνη την ηχογράφηση, “γεννήθηκαν” αργότερα δυο από τις σημαντικότερες jazz-rock/jazz-fusion μπάντες, οι Weather Report και η Mahavishnu Orchestra.
Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70, ήταν πλέον προφανές ότι ο Ντέιβις είχε αρνηθεί να ασπαστεί τα βασικά “αναρχικά” αξιώματα της free-jazz και βλέποντας ότι η γενικότερη επιρροή της τζαζ είχε αρχίσει να παρακμάζει, αποφάσισε να στραφεί στο ροκ και τη soul. Έχοντας συνεχώς στο μυαλό του μια αρχιτεκτονική σύλληψη της μουσικής, κατάφερε να συναντήσει την “ελευθερία” της free-jazz με τον δικό του, πρωτότυπο τρόπο, επινοώντας με τη βοήθεια του ηλεκτρισμού την jazz-rock. Ο Ντέιβις είχε αντιληφθεί πολύ γρήγορα ότι η προσπάθεια της free-jazz να μεταμορφώσει ριζικά την τζαζ, ήταν μια ουτοπία, το δικό του ταλέντο όμως μπόρεσε να γεφυρώσει τα διαφορετικά ηχοχρώματα και να αναζωογονήσει τον μουσικό αυτοσχεδιασμό.
ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ ΜΕ ΦΟΡΜΕΣ ΚΑΙ ΗΧΟΥΣ
Παρά την τεράστια επιτυχία του “Bitches Brew” (μόνο μέσα στο 1970 πούλησε 400.000 αντίτυπα), αρκετοί μουσικοκριτικοί κατηγόρησαν τον Ντέιβις ότι είχε προδώσει την ουσία της τζαζ με τη χρήση ηλεκτρικών οργάνων και ροκ ρυθμών, αφού θεωρούσαν τη ροκ μουσική λιγότερο εκλεπτυσμένη και περισσότερο εμπορική από την τζαζ. Η απάντηση του Μάιλς ήρθε μόλις έναν χρόνο μετά, όταν το 1971 κυκλοφόρησε το άλμπουμ “Jack Johnson”, το οποίο θεωρείται μέχρι σήμερα ως το κορυφαίο LP ηλεκτρικής τζαζ στην ιστορία, με στοιχεία από jazz-rock, funk και hard rock, αλλά και πολύτιμους – για μια ακόμα φορά – συνοδοιπόρους, τους ΜακΛάφλιν, Κορία και Κόμπαμ, αλλά και τον απολαυστικό Στιβ Γκρόσμαν στο σοπράνο σαξόφωνο.
Μέχρι τα μέσα των 70ties, ο Ντέιβις συνέχισε ακούραστος την περιπλάνησή του στη μουσική, εξερευνώντας συνεχώς καινούργιες φόρμες και προσθέτοντας σε αυτές το προσωπικό του στιλ: jazz-funk, avant-garde, psychedelic-funk, post-bop, ambient, όλα αξιοποιήθηκαν στο έπακρο μέσα στο στούντιο και πάνω στη σκηνή, προσφέροντας στο ακροατήριο όλο και περισσότερες επιλογές, έξω από κάθε συμβατικό πλαίσιο. Έτοιμος να κατακτήσει απρόσιτες κορυφές, χωρίς ποτέ να χάσει το προσωπικό του “χρώμα”, δε δίστασε στιγμή να ριψοκινδυνεύσει στα πιο “φλογερά”, αλλά και στα πιο “ασκητικά” μέρη της μουσικής, πάντα όμως με την ίδια εσωτερική διαύγεια, ξετυλίγοντας τις νότες με τον δικό του, αυθεντικό τρόπο.
ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, ο Ντέιβις παραδόθηκε για μια ακόμα φορά στα πάθη του: αλκοόλ, κοκαΐνη και γυναίκες, τον ανάγκασαν να δηλώσει ότι “το σεξ και τα ναρκωτικά πήραν εκείνη την περίοδο τη θέση που είχε στη ζωή μου η μουσική”. Παράλληλα, άρχισαν να τον ταλαιπωρούν και σοβαρά θέματα υγείας: πρόβλημα στο ισχίο του που χρειάστηκε επέμβαση, συνεχόμενες βρογχοπνευμονίες που επηρέασαν το αναπνευστικό του, άρα και το παίξιμό του στην τρομπέτα, την οποία εγκατέλειψε για μια τριετία, μαζί και κάθε μουσική δραστηριότητα, είτε σε στούντιο, είτε σε ζωντανές εμφανίσεις. Το 1982 υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η προσωρινή παράλυση του δεξιού του χεριού.
Ακολουθώντας τις εντολές των γιατρών, κατάφερε να απομακρυνθεί από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, ενώ ξεκίνησε να ζωγραφίζει, μετά από προτροπή της συζύγου του, Σίσελι Τάισον. Εκείνα τα χρόνια είχε αρχίσει να παίζει πλήκτρα (πιάνο και ηλεκτρικό όργανο), αλλά σιγά-σιγά συνήλθε και μπόρεσε να ξαναπιάσει την αγαπημένη του τρομπέτα, ενθουσιάζοντας τους θαυμαστές του. Μπήκε και πάλι στο στούντιο, ηχογραφώντας με διάφορα σχήματα, ενώ συνέχισε να πειραματίζεται με όλο και περισσότερες μουσικές φόρμες. Στις ήδη αγαπημένες του jazz-fusion και jazz-funk, προστέθηκαν το worldbeat, η psychedelic soul, η pop-jazz, η ηλεκτρονική ποπ, η acid-jazz και η τελευταία του μεγάλη προσφορά, η jazz-rap, κάτι που κανείς δεν είχε τολμήσει μέχρι τότε.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Στις 8 Ιουλίου του 1991 παρουσίασε μια ρετροσπεκτίβα των έργων του στο Jazz Festival του Μοντρέ, με ορχήστρα και μαέστρο τον Κουίνσι Τζόουνς, ενώ δύο μέρες αργότερα έδωσε μια μεγάλη συναυλία στο Παρίσι, με guest μουσικούς, παλιούς του συνεργάτες, όπως ο ΜακΛάφλιν και ο Χάνκοκ. Εκεί, ο υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας, Ζακ Λανγκ, τον αναγόρευσε Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής, προσφωνώντας τον “Πικάσο της τζαζ”. Ο Ντέιβις έδωσε την τελευταία του συναυλία τον Αύγουστο του 1991 στο Λος Άντζελες. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι γιατροί του συνέστησαν την τοποθέτηση τραχειακού σωλήνα, όμως το ξέσπασμά του στο άκουσμα αυτής της συμβουλής, ήταν τόσο έντονο, που του προκάλεσε εγκεφαλική αιμορραγία.
Ο Ντέιβις ακολούθως έπεσε σε κώμα και μετά από αρκετές ημέρες με μηχανική υποστήριξη, τα μηχανήματα αποσυνδέθηκαν και επήλθε ο θάνατος στις 28 Σεπτεμβρίου. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στις 5 Οκτωβρίου στο Woodlawn Cemetery του Μπρονξ στη Νέα Υόρκη. Τάφηκε μαζί με μια από τις τρομπέτες του, πολύ κοντά στο μνήμα του Ντιούκ Έλινγκτον. Κάπως έτσι ο Μάιλς Ντέιβις πέρασε στην αθανασία, όμως ήταν ήδη μέρος της μυθολογίας της τζαζ πολύ πριν πεθάνει. Δίκαια υπήρξε ο μοναδικός τζαζίστας που μπορούσε – εύκολα – να ανταγωνιστεί τους αστέρες της soul και του ροκ. Πέτυχε να μεταμορφώσει ριζικά την τζαζ, αλλάζοντας συνεχώς επίπεδα και σηματοδοτώντας νέες περιόδους μέσα στο συγκεκριμένο μουσικό κίνημα.
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΪΛΣ ΝΤΕΪΒΙΣ
Για σχεδόν μισό αιώνα, το φαινόμενο Μάιλς Ντέιβις πυροδότησε την ανάπτυξη νέων ιδεών συνολικά στη σύγχρονη μουσική, θέτοντας ερωτήματα και δίνοντας ο ίδιος τις απαντήσεις με έναν τρόπο πάντοτε ριζοσπαστικό και αυθεντικό. Υπήρξε ο απόλυτος κυρίαρχος του “παιχνιδιού” μέσα από μια πολύπλοκη γραφή, επαναπροσδιορίζοντας “περιγράμματα” και χαράζοντας καινούργιους δρόμους σε ένα πλέγμα εντάσεων, που ξεκινούσε πάντα από τους ήχους της παράδοσης, για να καταλήξει σε ένα ιδιοφυές υλικό φτιαγμένο από μια μοναδικής αισθητικής έμπνευση. Η μουσική της έκρηξης, του πάθους, του ρίσκου, της μελαγχολίας, η τέχνη του αυτοσχεδιασμού, η απροσδόκητη διανόηση, η “παρανομία” και το ένστικτο μαζί.
Συναντήθηκε με την τζαζ αμέσως μετά τα περίφημα “roaring twenties”, την πέτυχε στο τέλος της “εφηβείας” της και βοήθησε όσο κανείς άλλος στην ενηλικίωσή της, δίνοντάς της πολλαπλές ταυτότητες και φέρνοντάς την σε επαφή με άλλα μουσικά “ιδιώματα”, από την κλασική μουσική, τη soul και το R&B, μέχρι το ηλεκτρικό blues, το funk και το ροκ. Ριζοσπαστικός, δημιουργικός, επαναστατικός, πολιτικοποιημένος, “έχτισε” τις τεχνοτροπίες του αντιδρώντας σε κάθε πιθανό “στερεότυπο” και απεγκλώβισε την τζαζ από φορμαλιστικά και επιτηδευμένα αδιέξοδα, κάθε φορά που εκείνη κινδύνευε να παγιδευτεί. Οι ρυθμικές και αρμονικές εμπνεύσεις του, έδωσαν στη μουσική μια υπόσχεση για ελευθερία χωρίς όρια. Και αυτή την υπόσχεση, ο Μάιλς Ντέιβις την τήρησε σε όλη του τη ζωή.
* Βίντεο: Το “Kind of Blue” θεωρείται το αριστούργημα του Μάιλς Ντέιβις, το κορυφαίο τζαζ άλμπουμ όλων των εποχών και ένα από τα καλύτερα στην ιστορία της μουσικής.