“ΜΑΜΑ, ΚΟΙΤΑ, ΧΩΡΙΣ ΧΕΡΙΑ!”- ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, είναι αυτοβιογραφικό και μιλά για τον τρόπο που αντιμετώπισε η Έλενα Ακρίτα την κατάθλιψη.
“«Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια!» φώναξε το κοριτσάκι κι έπεσε από το ποδήλατο. Ξανασηκώθηκε κι έπεσε ξανά. Και ξανά και ξανά. Μέχρι που πέταξε τις βοηθητικές ρόδες και συνέχισε τον δρόμο του.
Έτσι έζησα.
Με γρατζουνισμένα γόνατα πορεύτηκα, μεγάλωσα, πένθησα τους αγαπημένους μου, ερωτεύτηκα, γέλασα πολύ, αγάπησα πολύ, δούλεψα σκληρά, πάλεψα χρόνια ολόκληρα με τους δαίμονές μου. Οι απώλειες των παιδικών χρόνων, ο πρόωρος θάνατος του πατέρα μου, η φυλάκιση της μάνας μου στη Χούντα, τα κλάματα και τα τραύματα των παιδικών μου χρόνων με οδήγησαν στην κατάθλιψη, στις άγρυπνες νύχτες και στα υπνωτικά χάπια.
Το βιβλίο αυτό ξεδιπλώνει τις σκοτεινές σελίδες πίσω από μια φαινομενικά λαμπερή ζωή. Πολλές φορές ξεκίνησα κι άλλες τόσες σταμάτησα να το γράφω. Ή θα τα πω όλα ή τίποτα – αποφάσισα. Όσα έκρυψα, όσα φοβήθηκα, για όσα ντράπηκα, θα τα εξομολογηθώ όλα.
«Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια!» Έτσι συνεχίζω και σήμερα πάνω στο ξεβαμμένο μου ποδήλατο. Κι όπου με βγάλει… Δεν ξέρω αν κρατάτε στα χέρια σας ένα καλό ή ένα κακό βιβλίο. Ξέρω μονάχα πως αυτή η εξομολόγηση είναι ό,τι πιο γενναίο έχω κάνει στην ασήμαντη ζωή μου.”
Αυτά τα λόγια θα διαβάσετε όταν θα κρατήσετε το νέο βιβλίο της Έλενας Ακρίτα. Αυτοβιογραφικό, ειλικρινές μιλά για την κατάθλιψη μιας “φαινομενικά λαμπερής ζωής”. Μια πρώτη ιδέα μπορείτε να πάρετε από το απόσπασμα που μας παραχώρησε η Έλενα Ακρίτα και οι εκδόσεις Διόπτρα.
ΕΜΕΊΣ ΤΑ ΥΠΝΩΤΙΚΆ χάπια τα καταπίναμε σαν στραγάλια. Ιδέα δεν είχαμε τότε για εθισμούς, για παρενέργειες, για την εξάρτηση που θα αποκτούσαμε με τον καιρό σε ένα φάρμακο που ναι μεν αντιμετώπιζε αποτελεσματικά την αϋπνία, όμως σε παραφύλαγε στη γωνία για να σου προκαλέσει εθισμό. Στα φαρμακεία χωρίς συνταγή τα αγοράζαμε, να φανταστείς. Στα παλιά τα φαρμακεία της δεκαετίας του ’80, στου κυρίου Μάριου συγκεκριμένα, στη Φιλοθέη, που του είχαμε τυφλή εμπιστοσύνη, «σαν γιατρός ένα πράγμα» έλεγαν οι γείτονες, και μόνο εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς που δεν σου έκανε.
Ο κύριος Μάριος είχε μεγάλο φαρμακείο και σε μια γωνιά είχε βάλει δυο τραπεζάκια καφενείου για τους συνταξιούχους που έρχονταν να περάσουν εκεί τις ώρες της μοναξιάς τους. Χαράς ευαγγέλια έκαναν τα γεροντάκια όταν έμπαινε μέσα πελάτης και συζητούσαν μαζί του φάρμακα, δοσολογίες και θεραπείες. Ήξεραν, τα πάντα ήξεραν. Για το ζάχαρο, για την ουρία, για τον θυρεοειδή, τον αιματοκρίτη, τα πάντα όλα. Ποιος γιατρός είναι καλός, ποιος κακός, ποιος έπαιρνε φακελάκια, ποιος είχε γιο που «του βγήκε αδελφή του καημένου, κρίμα τόσο χρυσός άνθρωπος».
Λατρεμένη φράση όταν ξεκινούσε το φλερτ ανάμεσα στον συνταξιούχο και στη χήρα: «Κι αν επιτρέπεται, πόσο πήγε η ουρία σας, κυρία Καλλιόπη;» Έμπαινες, που λες, στο φαρμακείο του κι αγόραζες τα χαπάκια σου χωρίς συνταγές ούτε ερωτήσεις ούτε τίποτα. «Κύριε Μάριε, ασπιρίνες, ένα κουτί ΑΛΓΚΟΝ ΧΡΩΠΕΙ, τσίχλες, οδοντόβουρτσα και χαρτομάντιλα».Και υπνωτικά.Τόσο απλά.
Τίποτα δεν προμήνυε τον εθισμό. Τίποτα απολύτως. Για εμάς τους αφελείς κι ανέμελους χρήστες, θα περνούσαν χρόνια μέχρι να συνειδητοποιήσουμε πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η εξαρτησιογόνος ουσία και σε ποια σκοτεινά μονοπάτια θα μας οδηγούσε. Στην αρχή, όπως όλοι οι εθισμοί, έτσι κι αυτός βάζει τα γιορτινά του και σε καλωσορίζει στον κόσμο του με ανοιχτές αγκάλες. Όλα είναι ωραία, επιτέλους κοιμάσαι, επιτέλους ξεκουράζεσαι, επιτέλους βρίσκεις τη δύναμη να αντιμετωπίσεις την καινούρια μέρα με δυναμισμό και καλή διάθεση.
Πού ήταν κρυμμένο αυτό το μικρό πράσινο χαπάκι τόσα χρόνια αϋπνίας; Τόσες νύχτες που έβλεπες τις σκιές στο ταβάνι, τόσες νύχτες που στριφογύριζες και ίδρωνες και σηκωνόσουν και ξάπλωνες ξανά, κι αναστέναζες και φοβόσουν και περνούσαν οι ώρες, κι έμπαινε το χάραμα από τις γρίλιες κι εσύ έπρεπε να σηκωθείς, έπρεπε να πας στη δουλειά, έπρεπε να συρθείς πτώμα στα πατώματα μέχρι να φτάσεις το χερούλι της εξώπορτας.
Κακόυπνο ήμουν από τόσο δα παιδάκι. Εκείνη η υποχρεωτική στην εποχή μας μεσημεριανή σιέστα ήταν ένα μαρτύριο για μένα από την πρώτη στιγμή ως την τελευταία. Θυμάμαι έξι χρόνων με είχαν στείλει οι δικοί μου στην κατασκήνωση της ΕΣΗΕΑ για παιδιά δημοσιογράφων. Τα μεσημέρια, που λες, μας έβαζαν να ξαπλώσουμε στα ράντζα για δύο ολόκληρες ώρες. Δύο ώρες ήταν δύο αιώνες για ένα παιδάκι που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ενώ γύρω του τα υπόλοιπα κατασκηνωτάκια είχαν εναγκαλιστεί τον σαγηνευτικό Μορφέα.
Εκείνη τη μέρα δεν θα την ξεχάσω όσο ζω. Και δεν θα με ξεχάσει όσο ζει κι εκείνη. Γιατί η εμπειρία που βίωσα καταγράφηκε στο υποσυνείδητό μου ως σήμερα. Οι αρχηγοί της κατασκήνωσης έκαναν επιθεώρηση στις σκηνές για να ελέγξουν ότι όλα είναι οκέι. Η ομαδάρχισσα –τι ομαδάρχισσα δηλαδή, κάτι σκατόπαιδα στην προεφηβεία τους έβαζαν να μας κάνουν κουμάντο– άκουσε τα βήματά τους και σφύριξε σαν το φιδάκι.
«Όποιος είναι ξύπνιος να κλείσει τα μάτια του και να κάνει ότι κοιμάται». Τα έκλεισα κι εγώ το κακόμοιρο, τα διπλοσφάλισα σφιχτά σφιχτά κι έκατσα ακίνητη, ζήτημα, λέμε, αν ανέπνεα καν. Έλα όμως που τα παιδικά ματάκια σε προδίδουν και σε ξεμπροστιάζουν. Μια σκύλα αρχηγάρα της κατασκήνωσης και καλά με πλησίασε, με έδειξε με το βρομοδάχτυλό της και ξεφώνισε, μπας και δεν την ακούσει όλη η κατασκήνωση.
«ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ».
Με μίσος το είπε, χολή έσταζε το στόμα της άνευ λόγου και αιτίας. Ένα παιδάκι δεν κοιμάται. Και; Και; Και τι έγινε δηλαδή; Έπεσε ο κόσμος να μας πλακώσει; Καταστράφηκε το σύμπαν – τι; Αλλά τι ακριβώς; Η ανήλικη Κρουέλα ντε Βιλ το επανέλαβε σε περίπτωση που δεν την άκουσαν τα γύρω χωριά.
«ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΚΟΙΜΑΤΑΙ! ΤΡΕΜΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ!»
Ξύπνησαν τα άλλα παιδάκια, τινάχτηκαν στα ράντζα τους για να δουν αυτό το αποτρόπαιο θέαμα. Αυτή την εξάχρονη κακούργα, που με την ανατρεπτική της ενέργεια διατάρασσε τη γαλήνη της καθεστηκυίας τάξης σε μια βίντατζ κατασκήνωση του σωτήριου έτους 1961. Κούρνιασα στη γωνιά μου έντρομη για τις συνέπειες, οι οποίες δεν άργησαν να έρθουν.
ΣΤΟΝ ΧΏΡΟ ΠΟΥ κινούμουν κάπου εκεί στις δεκαετίες 1980-90, μεταξύ θεάτρου και δημοσιογραφίας δηλαδή, τα υπνωτικά έδιναν κι έπαιρναν. Νομιμότατα. Κανείς μας δεν φανταζόταν τότε τις συνέπειες της πολύχρονης χρήσης. Ζούσαμε ευτυχείς μέσα στην άγνοιά μας. Τα παίρναμε και κοιμόμασταν– τι ωραιότερο.
Είχα φίλους, στο θέατρο κυρίως, αυτή την ανάλγητη δουλειά του ξενυχτιού, που έφταναν να παίρνουν έως και τέσσερα χάπια τη βραδιά για να μπορέσουν να κοιμηθούν.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Φρέντυ Γερμανός ήταν δυο φίλοι που υπέφεραν ακριβώς όπως εγώ. Το μαρτύριο της αϋπνίας ακολούθησε σε όλη τη ζωή τους δυο άτομα ταλαντούχα, δραστήρια, που τις μέρες δημιουργούσαν υπέροχα πράγματα και τις νύχτες ξιφουλκούσαν με την αγρύπνια. Η Αλίκη μιλούσε ώρες στο τηλέφωνο μέχρι να την πάρει ο ύπνος κι ο Φρέντυ κοιμόταν χαράματα. Συχνά, όταν ξεμέναμε, παίρναμε χάπια ο ένας από τον άλλον για να βγάλουμε τη νύχτα. Είπαμε. Νομιμότατο.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, στη δική μου περίπτωση τουλάχιστον η ζημιά του εθισμού είχε γίνει και κανένα άλλοθι άγνοιας δεν με προστάτευε πια από την αλήθεια. Ήξερα τι έπαιρνα, ήξερα πόσο κακό μου έκανε κι όμως συνέχιζα. Κάθε βράδυ αυτό. Κάθε βράδυ μετρούσα τα χάπια, κάθε βράδυ προσπαθούσα να μην αυξήσω τη δόση, κάθε βράδυ η ίδια μάχη, η ίδια αγωνία, ο ίδιος αγώνας.
Είχα φίλους, στο θέατρο κυρίως, αυτή την ανάλγητη δουλειά του ξενυχτιού, που έφταναν να παίρνουν έως και τέσσερα χάπια τη βραδιά για να μπορέσουν να κοιμηθούν. Μιλάμε για τρελή δόση, θηριώδη. Πολύ νέα ξεκίνησα τους πειραματισμούς μου με αυτό το φαινομενικά άκακο χάπι που σε έπαιρνε στη στοργική αγκαλιά του και σε νανούριζε τρυφερά. Τα πρώτα χρόνια το χρησιμοποιούσα σποραδικά. Όταν είχα να δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, όταν έπρεπε να αντιμετωπίσω ένα σοβαρό εμπόδιο, μια δυσκολία που μου φαινόταν ανυπέρβλητη, μια στις τόσες δηλαδή.
Υπό έλεγχο, λοιπόν.
Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1993, που με πήρε και με σήκωσε. Ήμουν τότε παντρεμένη με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Κώστα Αρζόγλου. Τη σεζόν 1992-1993, ο Κώστας είχε κλείσει να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει στο πλευρό της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην κωμωδία Miss Πέπσι, που θα έκανε τουρνέ σε όλη την Ελλάδα.Ήμασταν ήδη πέντε χρόνια παντρεμένοι και ταπράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά ανάμεσά μας.