“ΜΑΝΩΛΗΣ”- ΕΝΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΚΟΜΙΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Ο Αλέν Γλυκός μας παρουσιάζει το οδοιπορικό του Μανώλη, του πρόσφυγα πατέρα του, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με τελικό προορισμό τη Γαλλία.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Αλέν Γλυκός μας παρουσιάζει το οδοιπορικό του Μανώλη, του πρόσφυγα πατέρα του, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, με τελικό προορισμό τη Γαλλία! Ένα graphic novel που ζωντανεύει ένα από τα οδυνηρότερα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας.
Το βιβλίο προλογίζει με εισαγωγικό σημείωμα, ο Soloup! Οι εκδόσεις Μικρός Ήρως μας παραχώρησαν ευγενικά το κείμενο και κάποια stills.
“Ο Μανώλης απ’ τα Βουρλά. Ο Ηλίας απ’ το Αϊβαλί. Η Μαρία απ’ τη Σμύρνη. Η Τασίτσα απ’ το Τσανταρλί. Ένας άλλος Μανώλης απ’ τον Κιρκιντζέ… Ονόματα συνηθισμένα, καθημερινά, γι’ ανθρώπους άγνωστους. Ζωές ξεχασμένες σε τόπους που δύσκολα συλλαβίζεις πια στους σημερινούς χάρτες. Ξεριζωμός. Απώλεια. Και η μνήμη;
Τι είναι η μνήμη, η νοσταλγία, η επιστροφή, η αναζήτηση ταυτότητας; Τι απομένει στο μυαλό ενός επτάχρονου παιδιού μετά από μια τέτοια καταστροφή; «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» έγραφε ένας Γιώργος —ο Γεώργιος Σεφεριάδης, ο ποιητής Σεφέρης— κι εκείνος παιδί κάποτε στα Βουρλά. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, εκατοντάδες χιλιάδες μνήμες. Στην καλύτερη περίπτωση έγιναν αφηγήσεις. Ιστορίες που άκουσαν κόρες, γιοι κι εγγόνια. Λιγοστές γράφτηκαν στο χαρτί. Έγιναν ιστορίες σε βιβλία, ποιήματα. Οι άλλες, οι πολλές, χάθηκαν. Εξατμίστηκαν στον αέρα ανάμεσα σ’ ένα πικραμένο στόμα και κάποια παιδικά αφτιά. Όμως κι από τούτες στο τέλος κάτι απόμεινε. Μυρωδιές ξανακερδισμένες: «Πορτοκαλανθός, βασιλικός και ρίγανη»!
Λέξεις, εικόνες ξαναπλασμένες που σκάλωσαν —άλλοτε σαν εκείνους τους αρχαίους μύθους, άλλοτε σαν παραμύθια— στη φαντασία μικρών ακροατών. Ένας μικρός ακροατής, κάποτε, κι ο Allain Glykos, συγγραφέας αυτού του συγκινητικού βιβλίου. Ο Μανώλης απ’ τα Βουρλά, ο πατέρας του. Η ιστορία του ένας ακόμα ξεριζωμός. Σκόρπιες αφηγήσεις που έπλασαν στο μυαλό του Allain μια χαμένη μυθική Ανατολή. Μα και σ’ αυτόν ακόμα τον θολό φανταστικό χώρο, προέκυπταν διαρκώς τόσα ερωτήματα. Τόσες σκέψεις που έψαχναν να βρουν απαντήσεις σε παύσεις, βλέμματα και αποσιωπήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Λένε πως σε κάθε οικογένεια υπάρχει κάποιος που αποφασίζει να κρατήσει το φανάρι της μνήμης. Ο Allain έπιασε αυτό το φανάρι.
Πληγές, χαρακιές στον αέρα από κουβέντες του πατέρα του σε ανύποπτο χρόνο, έγιναν ενήλικη επιθυμία μιας όψιμης επιστροφής στα βουνά της Κρήτης, στη θάλασσα του Αιγαίου, στις Σειρήνες του μύθου. Ένα παζλ η αναζήτηση. Σκόρπιες πληροφορίες που ζητούσαν να ξαναμπούν στη σειρά, να δώσουν όγκο και μορφή —όπως κάνουν μ’ εκείνα τα σωσμένα θραύσματα των αρχαίων αγγείων— στην ιστορία του Μανώλη. Όχι την ιστορία του 1922 στο μεγάλο κάδρο. Η «Μεγάλη Ιστορία» έχει γραφτεί σε μυριάδες βιβλία. Μάχες, αριθμοί, συμμαχίες και συμφωνίες. Ο Allain γύρεψε τα χνάρια του πατέρα του, ίδια μ’ εκείνα χιλιάδων ανθρώπων, που σαν γυρίζει ο τροχός, η «Μεγάλη Ιστορία» τα πατά με μπότες στρατιωτικές και σκάβει με κανόνια το διάβα τους. Κανόνια που γέμισαν τότε τον αέρα στα Βουρλά με βροντές αλλιώτικες σ’ έναν ουρανό ανέφελο. «Οι κρότοι πλησίαζαν. Ώστε δεν ήταν καταιγίδα;». Διαβάζοντας την αφήγηση του Allain στον Μανώλη, ένιωσα τα δικά μου συναισθήματα, τη δική μου ανάγκη για «επιστροφή», καθώς περπατούσα για πρώτη φορά στα σοκάκια του Αϊβαλίκ.
Ξαναζωντάνευαν εκείνο το πρωινό οι αφηγήσεις της γιαγιάς Μαρίας για τότε, το 1922, που ριχνόταν στ’ ανάκατα νερά στην προκυμαία της Σμύρνης, να σωθεί ή να πνιγεί. Θυμήθηκα τις ιστορίες του παππού Αντώνη στον Τσεσμέ καθώς τους φώναζαν. Παρόμοια τα λόγια της Εμινέ στη γιαγιά του Μανώλη εκείνο το πρωινό στα Βουρλά: «Τρέξτε να σωθείτε, έρχονται οι Τσέτες». Κι έφυγαν λέει, έτσι όπως ήταν, μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Χωρίς τίποτα.
Στη συνέχεια γύρεψα να μάθω και για άλλες ιστορίες. Εκείνες της Διδώς Σωτηρίου, του Ηλία Βενέζη, του Φώτη Κόντογλου, του Στρατή Δούκα, του Κοσμά Πολίτη, τις τόσες μαρτυρίες που σώθηκαν στ’ αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Ν’ ακούσω ακόμα τους αντίλαλους και της άλλης πλευράς. Τις φωνές εκείνες των Τούρκων προσφύγων, του Χασανάκη, του Αχμέτ Γιορουλμάζ. Κάπως έτσι γεννήθηκε το graphic novel Αϊβαλί, από έναν εγγονό. Ίδια, όπως γεννήθηκε εδώ ο Μανώλης από έναν γιο. Σκόρπιες αφηγήσεις, μνήμες, λέξεις, που στοίχισε στο χαρτί ο Allain Glykos και τις έκανε εικόνες —αυτά τα όμορφα, λιτά, καλοδουλεμένα ασπρόμαυρα σκίτσα— ο Antonin Dubuisson. Το βιβλίο που κρατάτε.
Τρία τα στάδια στην ψυχολογία της προσφυγιάς, όπως τα περιγράφει η Λίμπυ Τατά Αρσέλ —προσφυγογενής δεύτερης γενιάς σαν τον Allain— στο εξαιρετικό της βιβλίο Με το Διωγμό στην Ψυχή (Κέδρος). Στην αρχική, πρώτη φάση της προσφυγιάς, υπερισχύει η ετοιμότητα για επιστροφή. Η άρνηση του πρόσφυγα ν’ αποδεχτεί τη «μοίρα» ενός ξεριζωμού για πάντα. Ν’ αποχωριστεί τη Γενέθλια Γη από τη μια, τους παιδικούς του φίλους, τους τάφους των προγόνων. Ν’ αναμετρηθεί από την άλλη με την αποξένωση και την αποστροφή των ανθρώπων στον ξένο τόπο.
Στη δεύτερη φάση έρχεται ο συμβιβασμός και η προσαρμογή. Η συνειδητοποίηση ότι σε αυτόν τον νέο τόπο που βρέθηκε, πρέπει να παλέψει, να ξαναχτίσει καινούργιους όρους επιβίωσης, να διεκδικήσει αξιοπρέπεια.
Τέλος, στην τρίτη φάση, έρχεται η αποδοχή του αποχωρισμού. Η συνειδητοποίηση πως δεν υπάρχει επιστροφή σ’ εκείνη τη ζωή που άφησε πίσω στον χρόνο. Μπορεί όμως κάτι άλλο. Να επιστρέφει σε αυτήν ως μνήμη και συναίσθημα. Σ’ εκείνο το χαμένο σπίτι, το χαμένο παιχνίδι. Η «χαμένη πατρίδα» του ανήκει και της ανήκει. Τον διαμορφώνουν, είναι η προσωπική του ταυτότητα. Η τότε αλλά και η τώρα, στο σήμερα, σε έναν τόσο διαφορετικό κόσμο από εκείνον που γεννήθηκε.
Τα τρία παραπάνω στάδια της μνήμης ενός πρόσφυγα, του Μανώλη απ’ τα Βουρλά, αποδίδονται ιδιαίτερα ανάγλυφα στην αφήγηση του Allain και τα σχέδια του Antonin. Παιδικές μνήμες, μυρωδιές, παιχνίδια, φιλίες του Μανώλη που καταρρέουν απότομα καθώς ο κόσμος γύρω τους φλέγεται. Χαμένος παράδεισος.
Η πραγματικότητα ενός προσφυγόπουλου σκληρή. Ένας άλλος κόσμος ξημερώνει βίαια. Μια απότομη ενηλικίωση. Ευθύνες δυσβάσταχτες για τους μικρούς παιδικούς ώμους. Δεν υπάρχει επιστροφή. Ο δρόμος τραβάει μόνο μπροστά. Επιβίωση. Στο τέλος, τα πόδια πατούν ξανά γερά, αποφασιστικά στη γη. Παίρνουν δύναμη, φωτιά, και τρέχουν να διεκδικήσουν μια νέα ζωή. «Λευκό μου σεντονάκι, λάμπα μου τρελή, ποια αγάπη τάχα μας φυσάει…». Δυο θρησκείες, δυο έθνη, δυο γλώσσες, Έλληνες και Τούρκοι, μα ένας ο καραγκιόζης. Οι άνθρωποι μπορούν αν θέλουν να ζουν ειρηνικά. Ειδικά τα παιδιά. Ξέρουν να παίζουν τα ίδια παιχνίδια, να βλέπουν το ίδιο θέατρο, να στεριώνουν φιλίες, να ερωτεύονται. Αυτές είναι οι μνήμες που πονούν τον μικρό Μανώλη, αυτές και του Γιώργου απ’ τη χαμένη τους πατρίδα, τα Βουρλά.
Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα κι απ’ όλες τις πλευρές, για να ξεκινήσει ο πόλεμος. Τα πιστεύεις. Καλοστημένες δικαιολογίες που κρύβουν επιδιώξεις και συμφέροντα σ’ ένα άλλο, τρομακτικό, Θέατρο Σκιών. Επιχειρήματα που τρέφουν μια πλαστή λογική για έναν πόλεμο πάντα παράλογο, τόσο μακριά απ’ τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Και ξανακούγονται, σήμερα στην Ουκρανία, προχθές αλλού, πριν εκατό χρόνια στη Μικρά Ασία, τα ίδια λόγια που άκουσε ο μικρός Μανώλης στα Βουρλά, ο μικρός Αντώνης στον Τσεσμέ. «Τρέξτε να σωθείτε!». Γιατί; Για ποιον λόγο να σταματήσει έτσι απότομα το παιχνίδι ανάμεσα στον Μανώλη και τον φίλο του τον Ισμέτ; Γιατί να είναι τόσο δύσκολο, ενήλικες πια, να μιμηθούμε τα παιδιά; Μπορεί ν’ απαντήσει κάποιος σοβαρά σ’ ετούτη την παιδική απορία; Μπορεί να μας διδάξει επιτέλους κάτι μια παιδική αφήγηση;”