“Με φάρο το φεγγάρι” είναι η παράσταση-αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο που παρουσιάζουν στο Θέατρο Ακροπόλ (μετά από τις παραστάσεις στην Κύπρο) η Μαργαρίτα Ζορμπαλά και Απόστολος Ρίζος.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΖΟΡΜΠΑΛΑ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΥΠΗΡΞΑΝ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΚΑΝ ΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΩ”

Από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι και τώρα στον Λοΐζο. Η Μαργαρίτα Ζορμπαλά εξηγεί στο Magazine πού… χάθηκε τόσα χρόνια.

Η Μαργαρίτα Ζορμπαλά δεν κάνει συχνές εμφανίσεις. Το αντίθετο θα έλεγε κάποιος και αυτό γίνεται από δική της επιλογή. Όταν το αποφασίζει είναι γιατί έχει κάτι ουσιαστικό να τραγουδήσει και σίγουρα είναι η στιγμή που δεν αντέχει άλλο να μείνει μακριά από τη σκηνή. Μια περίεργη διαχείριση… ντοπαμίνης, που έχει σαν αποκορύφωμα το απόλυτο ψυχικό “δόσιμο” πάνω στη σκηνή. Όταν εμφανιστεί!

Η τραγουδίστρια, που ξεκίνησε την καριέρα της σε ηλικία 17 ετών, όταν την επέλεξε ο Μίκης Θεοδωράκης για να ερμηνεύσει τα τραγούδια του σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη στον δίσκο “Μπαλάντες” (1975), ζει μόνιμα εδώ και 30 χρόνια σε ένα μικρό χωριό της Κύπρου. Όταν της λείπει το επάγγελμα επιστρέφει στη σκηνή. Αυτή τη φορά το κάνει για να ερμηνεύσει τραγούδια ενός σπουδαίου δημιουργού που από πάντα εκτιμούσε, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να μελετήσει στο παρελθόν.

Με φάρο το φεγγάρι” είναι η παράσταση-αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο που παρουσιάζουν στο Θέατρο Ακροπόλ (μετά από τις παραστάσεις στην Κύπρο) η Μαργαρίτα Ζορμπαλά και Απόστολος Ρίζος. Ο Μάνος Λοΐζος πέθανε πριν από 40 χρόνια, στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 στη Μόσχα, αφήνοντας το ισχυρό αποτύπωμά του στο ελληνικό τραγούδι. “Διαμάντια” από το ανεκτίμητο ρεπερτόριό του, που εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό και να γράφει νέες ιστορίες, θα ακούσουμε στο Ακροπόλ στις 22 Οκτωβρίου, ημέρα που συμπίπτει με την επέτειο της γέννησής του.

Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Ακροπόλ, μας υποδέχθηκε στο σπίτι του αδερφού της στην Κηφισιά, για να συζητήσουμε τις αναμνήσεις της από τον Μίκη Θεοδωράκη, “Τα κόκκινα πατίνια” των 80ς, το θρυλικό πάρτι στη Βουλιαγμένη, αλλά και την απόφασή της να τραγουδήσει με χαρά στα… “γενέθλια” του Λοΐζου.

Γεννηθήκατε στην Τασκένδη, από γονείς πολιτικούς πρόσφυγες και μεγαλώσατε στη Μόσχα. Ήταν η μητέρα σας ο πρώτος άνθρωπος που σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με το τραγούδι; Τι αναμνήσεις έχετε από εκείνα τα χρόνια;
Η μητέρα μου θα ήταν καλλιτέχνης, όπου και να ζούσε. Είχε μία πάρα πολύ ωραία φωνή και ήταν γενικά καλλιτεχνική φύση. Ήταν και ηθοποιός και έπαιζε στο θέατρο. Από τη μητέρα μου πήρα το χάρισμα της φωνής και η μαμά μου το πήρε από τη γιαγιά μου τη Γλυκερία. Αλλά και κάποιες αδελφές της γιαγιάς μου επίσης τραγουδούσαν πάρα πολύ ωραία. Και έτσι από τη “γυναικεία πλευρά” της οικογένειας συνεχίστηκε το να μεταδίδουν οι γυναίκες το ταλέντο τους παρακάτω. Είμαι πολύ περήφανη που κατάφερα να υλοποιήσω αυτά τα “θέλω” των γυναικών, των “προκατόχων” της οικογένειάς μου, της γιαγιάς μου και της μητέρας μου.

"Επειδή συνέχεια μιλάμε για Θεοδωράκη και Χατζιδάκι δεν σημαίνει ότι δεν αγαπώ τα κομμάτια που επέλεξα να ερμηνεύσω στα 80s"

Οι γονείς μου πάντα ήθελαν να γυρίσουμε στην Ελλάδα και πάντα αυτό ήταν το μότο που επαναλαμβανόταν στο σπίτι μας. Όπως το leitmotif στην όπερα. “Μην ξεχνάτε, είμαστε Έλληνες, εδώ μας φιλοξενούν, κάποια στιγμή θα γυρίσουμε στην πατρίδα μας”. Όταν μας επιτραπεί, γιατί δεν μας επιτρεπόταν και για αυτό δεν γυρίζαμε. Ο πατέρας μου ήρθε το 1975 και η υπόλοιπη οικογένεια το 1976 πια μόνιμα. Εγώ επέστρεψα για λίγο για να ηχογραφήσω τον πρώτο μου δίσκο με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένα σχολείο

Κομβικό πρόσωπο στη ζωή σας ο Θεοδωράκης. Πώς σας διαμόρφωσε η επιρροή του σε τόσο νεαρή ηλικία;
Ήταν φίλος της οικογένειας και ερχόταν κάθε τόσο στο σπίτι μας στη Μόσχα. Τον πρωτοείδα όταν ήμουν 8 ετών. Οι γονείς μου έλειπαν και ο Μίκης χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματός μας, λέγοντάς μου ότι ήταν φίλος μας και αν γινόταν να έμπαινε για να μην περιμένει έξω. Είδα έναν γίγαντα μπροστά μου, ένα “θηρίο” να κοντεύει τα δύο μέτρα. Παιδάκι εγώ, καταλαβαίνετε τι ύψος είχα. Εντυπωσιάστηκα. Ερχόταν συχνά στο σπίτι μας στη Μόσχα και μου άρεσε γιατί μου μιλούσε και ελληνικά. Αλλά τότε ήμουν μικρή και είχα το νου μου στο παιχνίδι, δε μου φάνηκε ότι ήταν κάποιος σημαντικός.

Βέβαια μεγαλώνοντας και επειδή η μητέρα μου συνέχεια τραγουδούσε τραγούδια του Μίκη και επειδή ακουγόταν στο σπίτι μας συνεχώς η μουσική του, άρχισα και εγώ να τραγουδάω και να αντιλαμβάνομαι το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου.

Μέχρι που στα 17 μου – που ήξερα πολύ καλά ποιος είναι ο Μίκης Θεοδωράκης – με άκουσε να τραγουδάω “Το τρένο φεύγει στις οκτώ” σε ένα οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι μας. Εκεί ξεκίνησαν τα πάντα.

Αφού με άκουσε μου είπε ότι έχει κάτι τραγούδια τα οποία δεν είχε κάνει ακόμα δίσκο γιατί έψαχνε μια γυναικεία φωνή και ακούγοντάς με τότε αποφάσισε ότι αυτά τα τραγούδια θα τα πω εγώ. Ξαφνικά, 17 ετών κοριτσάκι, βρέθηκα από το πουθενά να τραγουδάω το 1975 τις Μπαλάντες σε ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν τεράστιο δώρο για μένα, καταπληκτική αρχή για οποιονδήποτε και τύχη μεγάλη.

Ο Μίκης ήταν ένα μεγάλο σχολείο για μένα, με διαμόρφωσε σαν καλλιτέχνη, αλλά και σαν προσωπικότητα. Έβαλε μία σφραγίδα πάνω μου και στις επιλογές μου. Με έμαθε να αντιμετωπίζω τη μουσική και την τέχνη με μία συγκεκριμένη αισθητική. Να μην κάνω εκπτώσεις. Κάπου σε “αναγκάζει” και από μόνο του, τραγουδώντας αυτά τα τραγούδια. Όταν σε διδάσκει ο Θεοδωράκης και μετά ο Χατζιδάκις και έρχεσαι σε επαφή με πολύ μεγάλες προσωπικότητες, αναγκαστικά διαμορφώνεσαι. Έτσι κι αλλιώς ήμουν αρκετά σοβαρό παιδί και δεν μου άρεσαν τα εύκολα, τα ελαφρά. Ήταν η “μαγιά” μου τέτοια και μετά ήρθε όλη αυτή η σχολή, που πέρασα δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους, και έγινα αυτό που είμαι σήμερα.

Νιώσατε κάποια στιγμή ανασφάλεια; Ότι είστε πολύ νέα ή άπειρη τότε για να ερμηνεύετε τραγούδια με τέτοιο “ειδικό βάρος”;
Στα 17 μου όταν ερμήνευσα και ηχογράφησα τις Μπαλάντες, η αλήθεια να λέγεται, δεν καταλάβαινα… τι έλεγα. Ένα κορίτσι από τελείως άλλη χώρα. Η φωνή μου δεν ήταν διαμορφωμένη. Τα ελληνικά μου δεν ήταν καλά γιατί δεν πήγα σε ελληνικό σχολείο, αν και οι γονείς μου επέμεναν να μιλάμε ελληνικά στο σπίτι. Δεν ξέρω πραγματικά πώς έβγαινε αυτή η ωριμότητα – όπως έλεγαν – στη φωνή μου. Ήταν και η μεταδοτικότητα του Μίκη, αλλά ήταν ότι σοβαρεύτηκα και εγώ. Έκανα πάρα πολλές πρόβες και ο Μίκης ασχολήθηκε ακούραστα με την προετοιμασία μου.

Τότε είχα άγνοια κινδύνου. Δεν φοβόμουν τότε, μετά φοβήθηκα. Σιγά-σιγά μέσα στα χρόνια κατάλαβα τι συνέβη, τι “ήρθε καταπάνω” μου. Επειδή ήμουνα μικρή “έμπαινα μέσα”, ορμούσα, αλλά τα επόμενα χρόνια άρχισα να φοβάμαι και έκανα πίσω πολλές φορές. Όταν ξεκινάς με αυτά τα “θηρία” δίπλα σου έρχεται μία στιγμή που λες “Μετά τι κάνω”; Όταν άρχισα να ωριμάζω και να αντιλαμβάνομαι τι έχω κάνει και με ποιους ανθρώπους έχω συνεργαστεί, εκεί ήταν το δύσκολο σημείο. Εκεί φοβήθηκα πολλές φορές και οπισθοχώρησα, μην ξέροντας πώς να διαλέξω το επόμενο βήμα. Τα είχα χαμένα κάποιες στιγμές. Έφτασε και η στιγμή που δεν ήθελα καν να τραγουδάω. Μετακόμισα στην Κύπρο και για τέσσερα χρόνια δεν ήθελα να ανέβω στη σκηνή.

"Εφτασε μία στιγμή που είπα απλά “δεν θέλω να τραγουδάω”. Ήταν λίγο από όλα. Δεν μου άρεσαν οι συνθήκες. Δεν μου άρεσε ο τρόπος που άρχισα να βγαίνω στη σκηνή, ο οποίος είχε κάποιους αυτοματισμούς"

 

Πώς προέκυψαν οι σπουδές στο Εθνικό Θέατρο; Υπήρχε η σκέψη να στραφείτε στην εξ ολοκλήρου στην ηθοποιία;
Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Θυμάμαι πολύ έντονα ότι αυτό που σκέφτηκα εκείνη την εποχή – που ήμουν 21 και είχα ήδη κάνει τέσσερις πέντε δίσκους – είναι να πάω στη δραματική σχολή για να με βοηθήσει να “λυθώ πάνω στη σκηνή”. Δεν μου άρεσε να στέκομαι απλώς μπροστά σε ένα μικρόφωνο και να τραγουδάω. Αυτό το κάναμε κατά κόρον με τον Μίκη. Εκείνος ήταν μπροστά, μας διηύθυνε με τα χέρια τα πελώρια ανοικτά, και εμείς έπρεπε να είμαστε αυστηρά ακούνητοι. Να είμαστε το όργανό του. Αλλά εμένα άρχισε να μη μου φτάνει αυτό και καθώς είμαι και υπερκινητικό άτομο, ήθελα κάτι άλλο.

Θεώρησα λοιπόν ότι η Σχολή του Εθνικού θα με βοηθήσει στο να μπορώ να κινούμαι πιο άνετα πάνω στη σκηνή. Επίσης, σκέφτηκα ότι θα τελειοποιήσω τα ελληνικά μου, γιατί θα έρθω σε επαφή με μεγάλα κείμενα, αρχαία τραγωδία και κλασικά έργα, και θα μάθω καλύτερα τη γλώσσα. Για αυτό πήγα στη δραματική και όντως με βοήθησε πάρα πολύ. Είχα πολύ καλούς καθηγητές, υπέροχους ανθρώπους που με στήριξαν. Ήμουν ήδη όνομα και κάποιοι με διευκόλυναν τις φορές που έπρεπε να λείψω για να τραγουδήσω και να βγει και το μεροκάματο. Με συμβούλευαν, με αγαπούσαν και ένιωθα πολύ ωραία εκείνη την εποχή.

Δεν έγινα ηθοποιός τελικά, παρέμεινα στο τραγούδι, αλλά πιστεύω ότι κατά κάποιο τρόπο τα συνδυάζω. Ποτέ δεν λέω ότι κάνω μία “συναυλία”, προτιμώ τον όρο “παράσταση” – θεατρικά τελείως. Κάνω κάτι που διηγείται ιστορίες και με τα σκηνικά και με την ορχήστρα. Γι αυτό και μου αρέσει να τραγουδάω σε θεατρικές σκηνές, γιατί εκεί βρίσκω τον εαυτό μου και μπορώ να δώσω το 100% των δυνατοτήτων μου.

Όπως λέω συχνά, σε ένα κέντρο διασκέδασης πρέπει να τραβήξεις την προσοχή του ανθρώπου που είναι από κάτω, γιατί μπορεί να τρώει, να πίνει, να αγκαλιάζει την κοπέλα του, να καπνίζει. Εμένα μου αρέσει αυτή τη μιάμιση ώρα που θα έρθει ο άλλος να με ακούσει, να ασχοληθεί μαζί μου. Να μου χαρίσει την προσοχή του και εγώ να δώσω ό,τι υπάρχει μέσα μου.

Κι εγώ πηγαίνω και διασκεδάζω σε αυτά τα κέντρα και στις μουσικές σκηνές με τους συναδέλφους και ξέρω ότι είναι και ένας κυρίαρχος τρόπος διασκέδασης στην Ελλάδα. Εγώ, όμως, διαλέγω αυτό που “μου πάει” και ας έχει κόστος εμπορικό. Δεν με νοιάζει.

Η δική μου η γενιά, πάντως, τραγούδησε πολύ και τα “Περιμένω σινιάλο”, “Τα Κόκκινα Πατίνια” και “Στο Γαλάτσι”…
Επειδή συνέχεια μιλάμε για Θεοδωράκη και Χατζιδάκι δεν σημαίνει ότι δεν αγαπώ τα κομμάτια που επέλεξα να ερμηνεύσω στα 80s. Τα θεωρώ και αυτά ουσιαστικά. Τα Κόκκινα Πατίνια, Το Γαλάτσι, όλα. Μερικές φορές ξαφνιάζομαι που τα βλέπω στο YouTube, με την τότε αισθητική, αλλά μου αρέσουν… εγώ τα είπα και αυτά. Όλοι με ρωτάνε για τον Θεοδωράκη, αλλά και τα 80ς ήταν μία πολύ ωραία εποχή, τη λατρεύω. Γιατί μέχρι τότε συνεργαζόμουν με ανθρώπους που ήταν πολύ μεγαλύτεροι από μένα, δεν ήταν η γενιά μου. Τότε μου δημιουργήθηκε μία μεγάλη ανάγκη να συναναστραφώ με ανθρώπους της δικής μου ηλικίας. Να πω τα τραγούδια εκείνης της εποχής, ακόμα και να χορέψω. Καμάρι τους έχω και αυτούς τους δίσκους και από εκεί έμαθα πράγματα. Έμαθα έναν άλλον τρόπο ερμηνείας, με βοήθησαν να “λυθώ” στη σκηνή.

Πώς φτάσατε στο σημείο να μην θέλετε να ξανατραγουδήσετε; Τι συνέβη;
Εφτασε μία στιγμή που είπα απλά “δεν θέλω να τραγουδάω”. Ήταν λίγο από όλα. Δεν μου άρεσαν οι συνθήκες. Δεν μου άρεσε ο τρόπος που άρχισα να βγαίνω στη σκηνή, ο οποίος είχε κάποιους αυτοματισμούς. Δεν είχα αυτή την όρεξη, αυτό το κέφι, αυτές τις επιλογές που θα ήθελα εγώ να κάνω. Είχα μπει σε ένα δρόμο και πήγαινα. Και αυτός ο δρόμος από κάποια στιγμή άρχισε να μη μου αρέσει, γιατί ήταν τα πράγματα κάπως “κανονισμένα”. Αυτά “πρέπει να κάνεις” και εγώ τα έκανα και όλοι… τα έκαναν. Μέχρι που κάποια στιγμή είπα εγώ “δεν θέλω να δουλεύω έτσι”. Για να κάνεις τον επαναστάτη έπρεπε να βγεις από το επάγγελμα και αυτό έκανα. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία, πλέον, με την έννοια αυτή που δίνουμε σε αυτή τη λέξη αυτή τη στιγμή.

Πηγαίνοντας στην Κύπρο δεν ήθελα να τραγουδάω. Μόνο στις παρέες. Μετά ηρέμησα, καθάρισε το κεφάλι μου και “είδα την εικόνα” από την αρχή. Πλέον όμως όχι υπό το πρίσμα του “επαγγέλματος”.

Τραγουδάω 4-5 φορές το χρόνο και περισσότερο στην Κύπρο. Στην Αθήνα έρχομαι πολύ λίγο. Μπορεί να απέχω και έναν ολόκληρο χρόνο, σκεπτόμενη “τι θέλω τώρα να κάνω το επόμενο χρονικό διάστημα”. Ποια ιδέα θέλω να υλοποιήσω. Βαριέμαι να τραγουδάω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, θέλω να αλλάζω. Μου βγαίνει και η θεατρική παιδεία. Η αγάπη μου προς το θέατρο.

Η ζωή στην Κύπρο είναι ένας άλλος… κόσμος;
Η Κύπρος είναι μία άλλη ζωή, μια άλλη “χώρα”. Εκεί τα πράγματα άλλαξαν τελείως. Γνώρισα έναν άνθρωπο -που είναι σύντροφός μου 30 χρόνια τώρα – και συνέπεσε με την απόφαση που είχα πάρει να σταματήσω να τραγουδάω. Απλώς ήρθε η ευκαιρία και έδεσε. Μένω σε ένα μικρό χωριό έξω από τη Λεμεσό, στην εξοχή. Αν και δεν μπορώ να φυτέψω ούτε ένα δεντράκι, δεν το ‘χω, μου αρέσει να βγαίνω το πρωί και να πατάω το χώμα. Να γειώνομαι. Με είχε κουράσει αυτό το να “αιωρούμαστε” σε κάποιο όροφο πολυκατοικίας. Και στη Μόσχα μέναμε σε πολυκατοικία σε κάποιον όροφο. Ποτέ δεν είχα ζήσει πάνω στη γη. Αυτό το να βγαίνεις έξω μόλις ξυπνάς και να υπάρχει χορτάρι. Απολαμβάνω την ηρεμία και τη φύση.

Επαγγελματικά αρχικά δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Μετά όμως βρέθηκε ένας υπέροχος παραγωγός, ο Μάριος Παπαδόπουλος, που εκπλήρωσε και εκπληρώνει όλες μου τις τρέλες και όλα μου τα όνειρα. Πηγαίνω στο γραφείο του και λέω “θέλω να κάνω αυτό” για να πάρω την απάντηση “ωραία πάμε”. Χωρίς να σκεφτεί τι θα γίνει, τι θα κοστίσει, αν θα έχει επιτυχία. Πλέον με στηρίζει και ο κόσμος της Κύπρου γιατί κάνω εμφανίσεις επί πολλά χρόνια. Και κάθε χρόνο κάνω κάτι διαφορετικό. Σαν άνθρωπος θέλω να εξελίσσομαι. Θέλω να μαθαίνω συνεχώς κάτι καινούργιο. Σε αυτό το πλαίσιο επέλεξα και την παράσταση για τον Λοΐζο.

"Σαν άνθρωπος θέλω να εξελίσσομαι. Θέλω να μαθαίνω συνεχώς κάτι καινούργιο. Σε αυτό το πλαίσιο επέλεξα και την παράσταση για τον Λοΐζο" μας είπε η Μαργαρίτα Ζορμπαλά.

 

Στην Κύπρο ήρθα σε επαφή έντονα και με το θέμα της “προσφυγιάς”. Δεν έζησα φυσικά την εισβολή, όμως πολλοί φίλοι και γνωστοί μου έζησαν τον πόλεμο και πολύ έντονα. Οι άνθρωποι από τον κύκλο μου έχουν να πουν άγριες ιστορίες για εκείνες τις ημέρες, οπότε δεν είμαι τόσο μακριά από αυτή την υπόθεση. Βεβαίως τώρα με τα τραγικά γεγονότα που βλέπουμε αντιλαμβανόμαστε ότι δυστυχώς η ανθρωπότητα συνέχεια γυρίζει στο ίδιο σημείο. Στο να γίνονται πόλεμοι, στο να δημιουργούνται πρόσφυγες, στο να μετακινούνται πληθυσμοί από το ένα σημείο του πλανήτη στο άλλο.

Το έχει αυτό η ιστορία του ανθρώπου από καταβολής και δυστυχώς, αν και θεωρούμαστε πολιτισμένη κοινωνία, δεν καταφέραμε να το αλλάξουμε. Για μένα είναι τραγικός και ο πόλεμος και η προσφυγιά. Το να ξενιτεύεσαι και να πηγαίνεις σε άλλο τόπο, να μην έχεις σπίτι, να μην έχεις που να γείρεις το κεφάλι σου! Νομίζω και για όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους, ο πόλεμος είναι κάτι δύσκολο να το αποδεχτούμε.

Θα τιμήσουμε και την ημέρα που γεννήθηκε ο Λοΐζος – 22 Οκτωβρίου

«Με φάρο το φεγγάρι»Μιλήστε μας για το αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο και τη συνεργασία με τον Απόστολο Ρίζο
Το Λοΐζο τον αγαπούσα πάντα. Θυμάμαι να αγοράζω δίσκους του όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα. Είχα αγοράσει και τους δέκα. Μου άρεσαν οι μελωδίες και οι στίχοι, οι δικοί του και των φίλων του που έγραφαν για εκείνον. Αλλά ποτέ δεν καταπιάστηκα να κάνω κάτι ολοκληρωμένο για εκείνον. Έμπαιναν κατά καιρούς στις παραστάσεις μου κάποια τραγούδια του Λοΐζου, αλλά όχι πάντα.

Τραγουδούσα τον Λοΐζο πολύ στις παρέες, γιατί έχει γράψει υπέροχα τραγούδια για να “ενώνουν” τις παρέες. Αλλά αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι έχεις μελετήσει έναν συνθετη ή ότι ειδικεύεται σε ένα ρεπερτόριο, όπως ειδικεύομαι στο Θεοδωράκη και κατά ένα μεγάλο μέρος και στον Χατζιδάκι.

Μία φίλη μου το 2021 μου θύμισε ότι την επόμενη χρονιά είναι τα 40 χρόνια από το θάνατο του Λοΐζου – και μου φάνηκε σαν να ήταν προχθες. Αποφάσισα να κάνω ένα αφιέρωμα και να το παρουσιάσω αρχικά στην Κύπρο, μιας και η καταγωγή του από την πλευρά του πατέρα του ήταν από την Κύπρο, από το χωριό Άγιοι Βαβατσινιάς κοντά στη Λάρνακα. Αμέσως μετά αποφάσισα να πάρω τον Απόστολο Ρίζο, ο οποίος έχει ειδικευτεί στο ρεπερτόριο του Λοΐζου. Είναι ειδήμων, έχει ασχοληθεί με προσήλωση και αγάπη. Είναι έρωτας ο Λοΐζος για τον Απόστολο.

Τον ήξερα από παλιά, αλλά δεν είχαμε συνεργαστεί. Τον Απόστολο τον είχα γνωρίσει φοιτητή και μου άρεσε πάρα πολύ η χροιά της φωνής του. Από τότε συνεχίζει να μου αρέσει όχι μόνο η φωνή του αλλά και το πώς “περπατάει” στο επάγγελμα. Κάτι που είναι δύσκολο σε αυτές τις εποχές. Να κρατήσεις μία “καθαρή” στάση, πιστή στο χαρακτήρα σου. Ακολούθησε η ιδέα του μαέστρου και ενορχηστρωτή Νεοκλή Νεοφυτίδη, που κατάγεται και από την Κύπρο και τον οποίο γνωρίζω από παλιά. Είχαμε συνεργαστεί και στο Θέατρο Τέχνης σε μία μουσική παράσταση με τίτλο “Θέλω να σας πω”.

Άρχισα να ακούω τραγούδια του Λοΐζου και ο Απόστολος να μου στέλνει προτάσεις με… sms! Δουλεύοντας πάνω στα κομμάτια “έπεσα επάνω” στο “Με φάρο το φεγγάρι” ένα από τα λιγότερο γνωστά κομμάτια του. Το έχει τραγουδήσει η Χάρις Αλεξίου και εγώ προσωπικά δεν το ήξερα. Το ακούω και το ερωτεύομαι. Αρχίζω και το μαθαίνω και το ερωτεύομαι ακόμη περισσότερο. Και τελικά το επέλεξα για τίτλο της παράστασης γιατί ταιριάζει πάρα πολύ στον Λοΐζο και είναι και θεατράλε.

Πιστεύω, όμως, ότι το πιο σημαντικό – και συμβολικό – είναι ότι διαλέξαμε η παράσταση να γίνει στις 22 Οκτωβρίου και αυτή δεν είναι μία τυχαία ημερομηνία. Είναι η ημέρα γέννησης του Μάνου Λοΐζου (22 Οκτωβρίου του 1937) και αν ζούσε θα γινόταν 85 ετών. Θα τιμήσουμε λοιπόν τη γενέθλια ημέρα του και για μένα θα είναι μια χαρούμενη μέρα. Η κόρη του Μυρσίνη είχε έρθει στην Κύπρο και της άρεσε πάρα πολύ η συναυλία μας. “Να το παρουσιάσετε και στην Αθήνα και θα ήθελα στα γενέθλια του μπαμπά μου” μας είπε και μου φάνηκε πολύ συγκινητικό.

Στην Αθήνα θα φιλοξενηθούμε σε έναν ιστορικό χώρο, στο Θέατρο Ακροπόλ. Θυμάμαι αυτό το θέατρο πολύ έντονα όταν είχα πρωτοέρθει στην Ελλάδα. Είχα πάει μόνη μου και είχα δει μια παράσταση με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Από τότε είχε γίνει ο αγαπημένος μου κωμικός ηθοποιός. Με τη φινέτσα του, τον κωμικό του χαρακτήρα, το εκλεπτυσμένο πνεύμα του, τη μιμική του τέχνη. Τον λάτρευα και αυτό το θέατρο έχει ταυτιστεί με αυτή την ευχάριστη ανάμνηση.

Η Μαργαρίτα Ζορμπαλά μας είπε για τον Απόστολο Ρίζο: "Μου αρέσει όχι μόνο η φωνή του αλλά και το πώς περπατάει στο επάγγελμα. Κάτι που είναι δύσκολο σε αυτές τις εποχές. Να κρατήσεις μία “καθαρή” στάση, πιστή στο χαρακτήρα σου.

 

Οι διασκευές παλιών τραγουδιών έχουν γίνει… μόδα; Τις ακούτε με θετική διάθεση; Επανεκτελέσεις παλιών κομματιών έχετε κάνει και εσείς.
Γενικά είμαι πολύ καχύποπτη με τις διασκευές και έχουν γίνει κατά καιρούς πολλές “κακοποιήσεις” τραγουδιών, που παραλλάζουν την ουσία τελείως. Καμιά φορά ακούω στο ραδιόφωνο κάποια αποτυχημένη -κατά την άποψή μου- διασκευή και λέω “βρε παιδί μου γράψε ένα δικό σου τραγούδι, τι θες και το αλλάζεις αυτό τόσο πολύ, γιατί πρέπει να αλλάξεις στις 10 νότες τις 5 και να το πας αλλού εντελώς”.

Δεν είμαι εναντίον της διασκευής, είμαι εναντίον της κακής διασκευής. Και στη δική μας την παράσταση τα τραγούδια του Λοΐζου είναι με έναν άλλον αέρα δοσμένα από τον Απόστολο και από εμένα και από τον ενορχηστρωτή τον Νεοκλή Νεοφυτίδη.

Πολύ παλιότερα όταν έκανα τον δίσκο “Πάμε Σαν Άλλοτε” με τις ρετρό επανεκτελέσεις, έκανα πολλή δουλειά. Τα άκουσα όλα τα παλιά για να μπορέσω να τα ερμηνεύσω. Αττίκ, Γιαννίδης, Μουζάκης, Χαιρόπουλος, Σουγιούλ, Τραϊφόρος, Σακελλάριος. Βεβαίως μεταφράζοντάς τα στην ηλικία μου και στο πώς τραγουδούσαμε το ‘80, όταν έγινε ο δίσκος. Το “Πάμε σαν άλλοτε” επιμελήθηκε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και το “Ο εξαίρετος κύριος Γιαννίδης”, ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Υπέροχο παράδειγμα, σήμερα, είναι το άλμπουμ “Μάνος Λοΐζος – Μετά” που κυκλοφόρησε πρόσφατα με διασκευές από πολύ νέους ανθρώπους, άλλη οπτική. Μου άρεσε πάρα πολύ. Καιρό είχα να ακούσω σερί δύο δίσκους με 30 τραγούδια του ίδιου συνθέτη και να μου αρέσουν όλα. Και είναι πολύ ενδιαφέρον και πώς το βλέπει ο κάθε ερμηνευτής, γιατί κάθε τραγούδι είναι διαφορετικό στιλ, άλλο ύφος. Εγώ συγκινήθηκα. Χαίρομαι πάρα πολύ που “τα πιάνουν” αυτά τα τραγούδια, τα νέα παιδιά. Πώς αλλιώς θα συνεχίσουν να ζουν, αν δεν τα τραγουδήσουν οι νέοι;

Ήμουν κι εγώ στο θρυλικό πάρτι στη Βουλιαγμένη το 1983

Στην αναφορά του ονόματος “Λουκιανός Κηλαηδόνης” ένα χαμόγελο που φέρνουν ευχάριστες αναμνήσεις εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Μαργαρίτας Ζορμπαλά. Με τα μάτια της να φωτίζουν μας μίλησε για εκείνη τη Δευτέρα με πανσέληνο, 25 Ιουλίου του 1983, στην πλαζ της Βουλιαγμένης…

“Ήμουν και στο περίφημο πάρτι της Βουλιαγμένης με τον Λουκιανό. Εντάξει ήταν υπέροχα και ισχύουν όλα όσα είχαν κυκλοφορήσει για τις ουρές στην παραλιακή και τους ανθρώπους που διασκέδασαν μέχρι το πρωί μέσα στη θάλασσα. Όταν αποφάσισε ο Λουκιανός να κάνει αυτό το πάρτι στον συγκεκριμένο χώρο, πηγαινοερχόταν και μέτραγε για μήνες. Εκρινε λοιπόν ότι χωράνε 25.000 άνθρωποι. Και για αυτούς ετοίμασε όλη αυτή τη φιέστα στη Βουλιαγμένη. Αντί για 25 όμως ήρθαν 100.000 και μάλιστα δεν μπορούμε να υπολογίζουμε και όσους δεν πλήρωσαν εισιτήριο και όσους δεν κατάφεραν να φτάσουν ποτέ και εγκλωβίστηκαν στη διαδρομή. Χιλιάδες δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν.

Το διαφορετικό στο πάρτι στη Βουλιαγμένη είναι ότι ο κόσμος ένιωθε ελπίδα, ένιωθε ότι βγαίνει στο φως. “Πάμε για τα ωραία”, “πάμε μπροστά” αυτό έβγαινε σε εκείνο το πάρτι. Και ο Λουκιανός υπέροχος, γλυκός, ευγενικός, “στα καλύτερα του”, ένας κούκλος πάνω στη σκηνή.

Ήταν κάτι το απίστευτο και είμαι πάρα πολύ τυχερή που έζησα αυτή την εμπειρία. Κάτι βαρκάκια μας πήγαιναν στην εξέδρα, που ήταν πλωτή και κουνιόμασταν. Εγώ φορούσα και κάτι πεδιλάκια με λίγο τακούνι και δεν μπορούσα να ισορροπήσω. Έβγαλα τα παπούτσια μου και τραγούδησα ξυπόλητη με ένα κίτρινο μίνι φορεματάκι. Η ενέργεια ήταν αξέχαστη. Πάρα πολύς κόσμος τραγουδούσε μαζί μας, μεθυσμένος όχι από το ποτό, αλλά από τη χαρά. Από την ελπίδα.

Αυτό ήταν το διαφορετικό σε αυτή τη συναυλία. Ο κόσμος ένιωθε ελπίδα, ένιωθε ότι βγαίνει στο φως. “Πάμε για τα ωραία”, “πάμε μπροστά” αυτό έβγαινε σε εκείνο το πάρτι. Και ο Λουκιανός υπέροχος, γλυκός, ευγενικός, “στα καλύτερα του”, ένας κούκλος πάνω στη σκηνή. Θυμάμαι ότι ενώ είχαμε πάει αφιλοκερδώς όταν τελείωσα ήρθε κοντά μου και μου έδωσε ένα πουγκάκι και μέσα είχε μια ολόχρυση αλυσίδα με διαμαντάκια. Δηλαδή η αμοιβή μου θα ήταν πολύ λιγότερη από αυτό που μου χάρισε, είναι σίγουρο. Το έχω μέχρι σήμερα και μου θυμίζει εκείνον και τη βραδιά στη Βουλιαγμένη. Αυτός ήταν ο Λουκιανός, ένας ευγενής πρίγκιπας!

Επιστρέφοντας στα νέα παιδιά, τι προκλήσεις αντιμετωπίζουν, σήμερα που σίγουρα δεν νιώθουμε ότι “πάμε για τα ωραία”!
Δύσκολη εποχή για τους νέους. Τα λυπάμαι τα νέα παιδιά, κυρίως τα “σωστά” παιδιά όχι αυτά που ξεπουλιούνται για τις ανάγκες της τηλεόρασης, της ακροαματικότητας, του lifestyle και της εύκολης, γρήγορης αναγνωρισιμότητας. Της εικόνας. Εγώ για παράδειγμα όταν ξεκίνησα να τραγουδάω δεν ήξεραν πως είμαι εμφανισιακά. Είχα κάνει τέσσερις-πέντε δίσκους και το πρόσωπό μου δεν το ήξερε ο κόσμος. Μετά έκανα την πρώτη μου συνέντευξη και στην τηλεόραση βγήκα μετά από 5 χρόνια. Φαντάζονταν – από τη φωνή μου – μία “τεράστια” γυναίκα κάποιας ηλικίας και είδαν ένα σαμιαμίδι με παιδική φάτσα. Σήμερα, πρώτα βγαίνει η εικόνα και το πρόσωπο και μετά ακούμε τη φωνή και τη δουλειά. Ευτυχώς υπάρχουν παιδιά σαν τον Απόστολο Ρίζο και σαν τα παιδιά που είπαμε πριν στον δίσκο “Μάνος Λοΐζος – Μετά”, που είναι εξαιρετικά.

Και εν τέλει, θα λέγατε ότι καλώς καμωμένα και στη ζωή και στην καριέρα;
Καριέρα και ζωή πάνε μαζί για μένα, αν και όπως είπα δεν θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία πλέον. Νιώθω πλήρης, γιατί όντως η ζωή μου η προσωπική είναι “ένα” με το τραγούδι. Αφήνω μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις φορές που τραγουδάω, ώστε να βγαίνω με τεράστια χαρά στη σκηνή, γιατί όντως μου έχει λείψει. Έχω αυθεντικό κέφι και όρεξη να ερμηνεύσω τραγούδια που με αγγίζουν συναισθηματικά και είναι πολύ κοντά μου.

Δεν θα άλλαζα τίποτα στη ζωή μου, έτσι θα “το πήγαινα” και νομίζω ότι από τα λάθη μας – όσο τετριμμένο κι αν ακούγεται – μαθαίνουμε. Και καλά έφτασα εδώ που έφτασα. Από τις δυσκολίες “σπρωχνόμαστε” να κάνουμε βήματα προόδου. Από τον καναπέ και το κρεβάτι κοιτάζοντας το ταβάνι δεν μαθαίνουμε τη ζωή. Οι δυσκολίες σε “ξυπνάνε” και σε ταρακουνάνε να πας μπροστά.

Απόκτημα των τελευταίων ετών της ωριμότητας είναι η απόφαση όταν κάνω κάτι, να είμαι καλά με τον εαυτό μου. Γιατί κατάλαβα ότι όταν είμαι καλά, περνάει και ο κόσμος καλύτερα. Δεν θέλω να βγάζω τον πόνο μου και τη στεναχώρια μου πάνω στη σκηνή. Θέλω να βγάζω τη χαρά της συνάντησης, να γινόμαστε “ένα” και να τραγουδάμε μαζί. Τρελαίνομαι όταν τραγουδάει ο κόσμος από κάτω. Αυτή η στιγμή που ξεκινάει ένα σιγανό μουρμουρητό και δυναμώνει, εκεί λιώνω. Αυτός ο ήχος του κόσμου με τρελαίνει, εκείνη την ώρα κάνε με ό,τι θες.

Info: Σάββατο 22 Οκτωβρίου, Ώρα έναρξης: 21.00, Θέατρο Ακροπόλ, Ιπποκράτους 9-11, 10679, Αθήνα, (Σταθμός Μετρό Πανεπιστήμιο), [email protected]. Εισιτήρια στο Viva.gr.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα