Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου και Νίκος Νικολαΐδης

ΜΑΡΙ ΛΟΥΙΖ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ: Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Η επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες σύζυγος και συνοδοιπόρος του στην αξεπέραστη κινηματογραφική του πορεία, μιλάει στο Magazine για τα έργα και τις ημέρες του σπουδαίου σκηνοθέτη με αφορμή την επικείμενη συμπλήρωση δεκαπέντε χρόνων από το θάνατό του.

Δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο, στις 5 Σεπτεμβρίου 2007, του Νίκου Νικολαΐδη, η επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες σύζυγός του (γνωρίστηκαν το 1966, παντρεύτηκαν το 1970, έμειναν μαζί ως το τέλος) αλλά και συνοδοιπόρος του στην αξεπέραστη κινηματογραφική του πορεία (έχοντας τιμηθεί με Κρατικά Βραβεία Σκηνογραφίας-Ενδυματολογίας για τις ταινίες «Ευριδίκη ΒΑ 2037», «Γλυκιά Συμμορία», «Πρωινή Περίπολος» και «Singapore Sling») εξακολουθεί να του μιλάει και μάλιστα πολλές φορές.

«Νιώθω ότι είναι κοντά μου και με προστατεύει» λέει η Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου στο Magazine, έχοντας και η ίδια αφιερώσει ένα μεγάλο, αν όχι το μεγαλύτερο, κομμάτι της ζωής της στην προστασία και την ανάδειξη του έργου του σπουδαίου κινηματογραφιστή, του μόνου Έλληνα σκηνοθέτη που τιμήθηκε πέντε φορές με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, χωρίς να πάρει ποτέ το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας.

Έχει λοιπόν -κατόπιν ειδικής επεξεργασίας με τον Συμεών Νικολαΐδη- ανεβάσει σε HD ανάλυση τις κινηματογραφικές αλλά και αρκετές από τις διαφημιστικές ταινίες του εκλιπόντα στο YouTube όπου διατίθενται δωρεάν, έχει επανεκδώσει τα τέσσερα βιβλία του, «τρέχει» το nikosnikolaidis.com, με έναν εντυπωσιακό όγκο οπτικοακουστικών πληροφοριών, και διαχειρίζεται το facebook group «Οι πολιτισμικοί κληρονόμοι του Νίκου Νικολαΐδη».

Εκεί, τέσσερις μέρες αφότου με υποδέχτηκε στο σπίτι της για να μιλήσουμε για τη ζωή της με τον Νίκο Νικολαΐδη, ανέβασε μία χαρακτηριστική εικόνα από «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα», με λεζάντα την αποστροφή του σεναρίου που τη συνόδευε στην ταινία: «Δε φαντάζομαι να μου τη βγεις ως διανοούμενος τώρα, ε; Γιατί εγώ ξέρεις… Τον τελευταίο καιρό πολύ αντιδραστικός. Σε στιλ, παπαού μάου μάου και τέτοια να πούμε… Μέσα; Τι γίνεται φίλε μου; Δεν την βγάζουμε με τίποτα, ε;». Έτσι αποχαιρέτησε τον Κωνσταντίνο Τζούμα ανήμερα του θανάτου του στις 25 Ιουνίου – ο τρίτος, μετά τον Τάκη Μόσχο και τον Τάκη Σπυριδάκη, εμβληματικός πρωταγωνιστής του Νικολαΐδη που έχει μέχρι σήμερα φύγει από τη ζωή. Λίγες μέρες αργότερα «πόσταρε» ένα από τα πιο δημοφιλή αποσπάσματα της «Γλυκιάς Συμμορίας», με αφορμή την προβολή της ταινίας στο πλαίσιο της ρετροσπεκτίβας «Νίκος Νικολαΐδης: 15 χρόνια μετά» που συνεχίζεται στον κινηματογράφο Στέλλα ως τις 25 Ιουλίου.

«Τι γίνεται Σοφία, πώς πάει η επανάσταση;» ρωτάει ο μπριόζος Τζούμας καθώς ανοίγει την πόρτα και υποδέχεται τον Μόσχο και τη Δέσποινα Τομαζάνη.

«Γαμιέται» απαντάει εκείνη με ηδυπάθεια.

«Άψογη η κυρία. Καμιά άλλη ανωμαλάρα; Τίποτα…» της λέει και κλείνει την πόρτα.

Τέλος σκηνής.

Από τους τρεις εκλιπόντες, Μόσχο, Σπυριδάκη και Τζούμα με ποιον τα πήγαινε καλύτερα ο σύζυγός σας;
Με τον Σπυριδάκη, ήταν οικογένεια ο Τάκης. Με τον Μόσχο χαθήκαμε κάποια στιγμή, έμπλεξε κι αυτός με τα δικά του… Με τον Κωνσταντίνο βρισκόμασταν μια στο τόσο. Υπήρχε όμως πάντα αγάπη με όλους.

Κωνσταντίνος Τζούμας, Τάκης Σπυριδάκης και Τάκης Μόσχος Αρχείο Ν. Νικολαΐδη.


Ποιο είναι για εσάς το κυρίαρχο συναίσθημα τώρα που διοργανώνεται άλλο ένα αφιέρωμα για το έργο του Νίκου Νικολαΐδη;
Χαίρομαι για τα νέα παιδιά που βλέπω να έρχονται γιατί τον γνωρίζουν, τον ακολουθούν. Αυτό είναι το όραμα μου για τον Νίκο. Νομίζω θα του άρεσε γιατί αγαπούσε πολύ τα νέα παιδιά, είχε πολύ καλή επαφή μαζί τους, από βοηθούς μέχρι νέους ηθοποιούς μιλούσε μαζί τους με τις ώρες. Περνούσαμε βράδια ολόκληρα βλέποντας ταινίες, ταινίες, ταινίες. Ενώ βλέπαμε, σταματούσε, στοπ καρέ, και ρωτούσε: Βλέπεις αυτό; Ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, για παράδειγμα, έχει να το λέει, ότι ο Νικολαΐδης του έμαθε σινεμά.

Έβλεπε όλων των ειδών τις ταινίες;
Ναι, όλα τα έργα, ακόμα και «σκουπίδια» ήθελε να βλέπει. Του άρεσαν όμως ειδικά τα B movies, όπως και φιλμ νουάρ πάρα πολύ.

Ελληνικό σινεμά έβλεπε;
Αν εννοείς παλιό ελληνικό, δηλαδή ταινίες με Χατζηχρήστο και Βέγγο, ναι, του άρεσε πάρα πολύ. Όχι Βουγιουκλάκη όμως, ούτε για αστείο. Η Βουγιουκλάκη, έλεγε, έχει καταστρέψει γενιές και γενιές. Εννοείται ότι έβλεπε και ταινίες από το λεγόμενο «Νέο Ελληνικό Σινεμά». Πηγαίναμε άλλωστε και στο Φεστιβάλ. Θυμάμαι μια χρονιά που εμείς είχαμε την «Ευρυδίκη Β.Α. 2037» και ο Αγγελόπουλος τον «Θίασο». Καθόμαστε λοιπόν στο φουαγιέ πριν παιχτούν οι ταινίες και κάποια στιγμή πάω πάνω από τον Αγγελόπουλο και του λέω: Θόδωρε, η μόνη τρίχα που σου έχει μείνει, θα πέσει και αυτή μόλις δεις την «Ευριδίκη». Έγινε κάτασπρος! Έκανα τέτοια αστειάκια γιατί ήμουν λίγο πειραχτήρι. Όπως και με τα «Κουρέλια», είχαμε βγάλει αυτοκόλλητα και πάω μια μέρα και κολλάω ένα στην πλάτη του Ραφαηλίδη. Είχε γράψει πολύ κακή κριτική για την ταινία, αλλά κυκλοφορούσε με τα «Κουρέλια» στην πλάτη. Ώσπου πάει μια σκηνοθέτης, ας μην πω καλύτερα το όνομα της και του λέει: Κύριε Ραφαηλίδη, σας έχουν κολλήσει κάτι στην πλάτη. Χιούμορ μηδέν.

Ο Ραφαηλίδης, ξέρεις, με τον Νίκο ήταν φίλοι από παιδιά. Ο μπαμπάς του Νίκου έδινε βιβλία στον Ραφαηλίδη και διάβαζε, του άνοιξε δηλαδή τα μάτια. Έκαναν παρέα. Πήγαν μαζί να σπουδάσουν σκηνοθεσία στη σχολή Σταυράκου. Ο Νίκος έγινε όντως σκηνοθέτης. Ο Ραφαηλίδης το παράτησε, έγινε ό,τι έγινε και ήταν σαν είχε μίσος για τον Νίκο, έγινε μοχθηρός. Για το «Singapore Sling» θυμάται να γράφει ότι ο Νίκος χρειάζεται ψυχίατρο. Εμείς γελάγαμε με αυτά. Ο Νίκος έπαιρνε πάντα τις αρνητικές κριτικές και τις κρατούσε σαν θετικές.

Κάθε φορά που είχε έτοιμο ένα νέο έργο αδημονούσε για τις κριτικές;
Όχι, δεν αδημονούσε. Εγώ τις έφερνα και τις διαβάζαμε. Δεν τον πείραζαν πάντως καθόλου οι αρνητικές. Ίσα ίσα που γελούσε πολύ. Προφανώς ήταν σίγουρος για τον εαυτό του, ήξερε τι έκανε και δεν τον ενδιέφερε η κρίση πχ του Δανίκα, που όλοι ξέρουμε ποιος ήταν και ποιος είναι. Ο Νίκος γενικά δεν τους είχε ανάγκη, φαινόταν ότι μπορεί μόνος του να κάνει ό,τι θέλει, δεν θα πήγαινε δηλαδή ποτέ να γλείψει, να παρακαλέσει, να κάνει δημόσιες σχέσεις, να καλέσει δημοσιογράφους στο σπίτι. Ποτέ δεν το κάναμε αυτό. Εκτός από τον Τιμογιαννάκη που ήταν παιδικός φίλος, και τη Ροζίτα Σώκου που την αγαπούσαμε και αγαπούσε κι εκείνη τον Νίκο από την πρώτη του ταινία, δεν είχαμε καμία σχέση με δημοσιογράφους. Όπως έλεγε ο Νίκος, κάθε τέσσερα χρόνια έβγαινε, έριχνε μια ταινία σαν βόμβα, πάθαιναν όλοι πλάκα κι έφευγε, εξαφανιζόταν. Του έκαναν όμως φοβερό πόλεμο.

Λέτε ότι γελούσε με τις κακές κριτικές. Στους επαίνους πώς αντιδρούσε;
Πιο πολύ χαιρόταν όταν μια ταινία του άρεσε σε νέα παιδιά. Αυτό ήθελε, να συζητάει με νέους. Όταν έγραφε σενάριο, φερόταν πολύ έξυπνα. Το έδινε και σε φίλους και σε εχθρούς να το διαβάσουν και να πουν τη γνώμη τους. Δεν ήταν δηλαδή άνθρωπος του στιλ αυτό θέλω, πάει και τελείωσε, εκτός από κάποιες περιπτώσεις. Άκουγε.

Ως σύντροφος δεν ήταν ζόρικος, κάθε άλλο. Μπορώ να πω ότι εγώ ήμουν πιο ζόρικη. Ο Νίκος είχε φοβερό χιούμορ και αυτό έσωζε οποιαδήποτε κατάσταση.


Πόσο απέχει από την πραγματικότητα η φήμη ότι ο Νίκος Νικολαΐδης ήταν ζόρικος και δύσκολος άνθρωπος;
Ως σύντροφος ή ως κινηματογραφιστής;

Και τα δύο.
Ως σύντροφος δεν ήταν ζόρικος, κάθε άλλο. Μπορώ να πω ότι εγώ ήμουν πιο ζόρικη. Ο Νίκος είχε φοβερό χιούμορ και αυτό έσωζε οποιαδήποτε κατάσταση. Μπορεί δηλαδή να με θύμωνε για κάποιο λόγο, μετά όμως θα πετούσε μια ατάκα και του έλεγα: Ρε Νικολαΐδη, αυτό το χιούμορ σου σε σώζει, αλλιώς θα την είχα κάνει. Με τους συνεργάτες έκανε πολλές πρόβες. Στο «Singapore Sling» για παράδειγμα έκανε ένα χρόνο με τη Μέρεντιθ (σ.σ. Μέρεντιθ Χέρολντ) που δεν ήταν ηθοποιός. Στις πρόβες έπεφταν γέλια, φαγητά, κρασιά, το σπίτι μας γινόταν κοινόβιο. Αλλά τη στιγμή που άρχιζε το γύρισμα, γινόταν πολύ αυστηρός, άλλος άνθρωπος. Αυτό λένε όλοι όσοι έχουν παίξει στις ταινίες του, από τον Αγγελάκα μέχρι τον Μόσχο. Είχε απαιτήσεις. Πώς να μην έχεις όμως όταν κάνεις τόσο καιρό πρόβες; Το κάθε μέτρο φιλμ τότε κόστιζε, όπως έλεγε, όσο μια γραβάτα. Ήταν πανάκριβο. Δεν είναι δηλαδή όπως τώρα που τα παιδιά παίρνουν μια ψηφιακή κάμερα και κάνουν μια ταινία. Τότε ήταν αλλιώς. Και ποτέ δεν βρίσκαμε πολλά λεφτά. Του έκαναν πάντα πόλεμο. Ακόμα και με τη «Συμμορία» έγιναν πάρα πολλές αναποδιές. Τότε το Κέντρο Κινηματογράφου θα έδινε τέσσερα εκατομμύρια δραχμές και η ΕΡΤ άλλα τρία. Ο Παύλος Ζάννας που ήταν πρόεδρος στο Κέντρο έστειλε μια επιστολή στον Γιώργο Ρωμαίο που ήταν διευθυντής στην ΕΡΤ, λέγοντας του να μη δώσει λεφτά στον Νικολαΐδη γιατί η ταινία του δεν είναι κατάλληλη να τη δει το ελληνικό κοινό. Το μάθαμε στη μέση της ταινίας. Όπως καταλαβαίνεις, χωρίς τα τρία εκατομμύρια της ΕΡΤ δεν μπορούσε να τελειώσει η ταινία, που ούτως ή άλλως είχε πολύ χαμηλό budget, όπως όλες του Νίκου. Πήγαμε λοιπόν στο Κέντρο και κάναμε τον καλό και κακό μπάτσο. Δηλαδή ο Νίκος ήταν ευγενής κι εγώ ήμουν η κακιά.

Τη στιγμή που άρχιζε το γύρισμα, γινόταν πολύ αυστηρός, άλλος άνθρωπος. Αυτό λένε όλοι όσοι έχουν παίξει στις ταινίες του, από τον Αγγελάκα μέχρι τον Μόσχο. Είχε απαιτήσεις. Πώς να μην έχεις όμως όταν κάνεις τόσο καιρό πρόβες;

Γιατί θέλατε να προστατέψετε τον σύντροφο σας.
Ναι, το ’χω αυτό, δηλαδή όταν θέλω να προστατέψω αυτούς που αγαπάω, γίνομαι λύκαινα. Άρχισα λοιπόν να φωνάζω. Μου λέει ο Νίκος: Σταμάτα, θα πάθει εγκεφαλικό. Δεν με ενδιαφέρει, του λέω. Τελικά τηλεφωνεί ο Ζάννας στον Ρωμαίο και του λέει εντάξει, δώστε τα λεφτά. Και πάλι όμως δεν έδωσαν τα συμφωνημένα, αλλά μόνο ενάμιση εκατομμύριο. Ευτυχώς βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος, η μητέρα μου, με την οποία δεν είχα ποτέ πολύ καλές σχέσεις λόγω της ζωής μου και του Νίκου και όλα αυτά. Με είδε μια μέρα χάλια, μου δάνεισε λεφτά -τα οποία της έδωσα αργότερα πίσω- κι έτσι τελειώσαμε την ταινία. Κάποια στιγμή θα τα γράψω αναλυτικά όλα αυτά. Σχεδιάζω να βγάλω σε βιβλίο κάθε σενάριο του Νίκου, μαζί με την ιστορία του. Έχω ήδη ξεκινήσει με το «Singapore», είναι σχεδόν έτοιμο.

Έχετε αφιερώσει ένα ομολογουμένως πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής σας στην ανάδειξη του έργου του Νικολαϊδη.
Ναι, ίσως όλη μου τη ζωή.

Με το χέρι στην καρδιά για ποιο λόγο το κάνετε; Είναι γιατί θέλετε να κρατήσετε ζωντανή τη μνήμη του Νίκου μέσα σας;
Το βρίσκω φυσικό ίσως γιατί έζησα 37 χρόνια μαζί του. Μέχρι να «φύγει» δηλαδή ήταν σχεδόν όλη μου η ζωή. Δεν έχω ζήσει δηλαδή άλλες ζωές για να έχω να θυμάμαι. Νιώθω καλά κάνοντας το, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Πάω βόλτα το σκύλο, στα σκουπίδια βλέπω πράγματα που έχουν πετάξει κι επειδή στο «Zero Years» έκανα τα σκηνικά με πράγματα που είχα βρει πεταμένα, συνέχεια σκέφτομαι ότι είναι ωραία props για ταινία. Δηλαδή είμαι εκεί, χωρίς πίεση. Είναι η ζωή μου. Δεν υπάρχει μια μέρα που να μην περάσει όχι ο Νίκος σαν νοσταλγία -αυτό εννοείται συνέβαινε τα πρώτα χρόνια- αλλά σαν κάτι του στιλ αχ τι ωραία που θα ήταν να κάναμε μία ταινία στο τάδε σπίτι. Η κόρη μου πήγε στα Γιάννενα και μου έστειλε φωτογραφίες. Αμέσως σκέφτηκα τι ωραία που θα ήταν όλα αυτά τα παλιά σπίτια σε μια ταινία. Εκτός αυτού όμως θέλω να μάθουν το έργο του και τα νέα παιδιά. Νομίζω ότι ο Νίκος ήταν πολύ μπροστά σε πολλά πράγματα. Να, αυτό τον καιρό ένα νέο παιδί προσπαθεί να πείσει το πανεπιστήμιο του στην Αμερική ώστε η διατριβή του να είναι πάνω στον Νικολαΐδη. Άλλοι μου λένε ότι πρέπει να κάνω ένα ίδρυμα Νικολαΐδη.

Είναι πολλά τα κείμενα που άφησε πίσω του;
Ναι, πολλά και καταπληκτικά. Θυμάμαι ας πούμε ένα σενάριο που το είχε πάει στο Κέντρο Κινηματογράφου. Θα γυριζόταν όλο στη Μάνη. Του έδιναν τότε τέσσερα εκατομμύρια δραχμές, την ίδια χρονιά που έδωσαν τέσσερα σε έναν άλλο σκηνοθέτη για να γυρίσει μια ταινία μέσα σε ένα σπίτι. Δηλαδή ήταν σαν να λένε στον Νίκο: Eντάξει, πάρε μερικά λεφτά αλλά ξέρουμε ότι δεν φτάνουν. Έβρισκαν τρόπους για να μην μπορέσει να κάνει αυτό που θέλει. Τον «Βαλκάνιο» («Ο Οργισμένος Βαλκάνιος», το δεύτερο μυθιστόρημα του Νίκου Νικολαΐδη), που θα γινόταν υπέροχη ταινία, τον πήγαμε στο Κέντρο. Φέρε σενάριο, του λένε. Μα έτοιμο σενάριο είναι αυτό το βιβλίο, διαβάστε το, λέει ο Νίκος. Όχι, του λένε, θέλουμε σενάριο. Εντάξει, λέει ο Νίκος, πληρώστε με να το γράψω. Εννοείται δεν του έδωσαν ποτέ τίποτα. Ίσως από κόντρα λοιπόν κι εγώ τώρα θέλω να βγαίνει το έργο του συνέχεια προς τα έξω. Γιατί δεν μπόρεσαν τελικά να τον πατήσουν κάτω.

Από το γύρισμα της "Πρωινής Περιπόλου"


Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η καλύτερη ταινία του;
Δεν ξέρω αν είναι η καλύτερη, αλλά αγαπώ πολύ την «Πρωινή Περίπολο». Και γενικά αυτή την ατμόσφαιρα που υπάρχει σε «Περίπολο», «Ευριδίκη», «Zero Years». Είμαι περισσότερο προς αυτή τη μεριά του έργου του -και όχι στο ροκ της «Συμμορίας» κλπ-, με αντιπροσωπεύει πιο πολύ. Είναι περίεργο το πώς μετά από τόσα χρόνια από την «Περίπολο» γυρίστηκαν ταινίες όπως «Ο Δρόμος» ή «Τα Παιδιά των Ανθρώπων» που στην τελευταία σκηνή είναι εκείνη η μαυρούλα που της δείχνουν πώς να κρατάει το μωρό στην αγκαλιά. Θυμάσαι στο «Zero Years» που η μία δείχνει στην άλλη πώς να κρατάει το μωρό; Έπαθα πλάκα όταν το είδα. Προφανώς ο σκηνοθέτης δεν είχε δει την ταινία του Νίκου. Κάποια μυαλά όμως συντονίζονται.

Είχε ινδάλματα ο Νικολαΐδης;
Του άρεσαν κάποιοι παλιοί, όπως ο Ότο Πρέμινγκερ, ο Τζιν Γουάιλντερ, ο Όρσον Γουέλς, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Του άρεσε επίσης ο Λαρς φον Τρίερ στα πρώτα του βήματα. Με τον γιο μου τον Συμεών ξαναφτιάχνουμε τις ταινίες του Νίκου σε 4K ανάλυση κλπ, φροντίζουμε δηλαδή το έργο του να είναι τέλειο. Τις ξαναβλέπω και διακρίνω αναφορές σε παλιές ταινίες. Για παράδειγμα στο τέλος της «Συμμορίας» το μπαλάκι που πέφτει από το φλιπεράκι μου θύμισε Όρσον Ουέλς.

Ο Νίκος Νικολαΐδης σε γύρισμα διαφημιστικού.


Κάποιος που δεν έχει δει μέχρι σήμερα καμία ταινία του και απλώς γνωρίζει εγκυκλοπαιδικά την ιστορία του, από πού θα έπρεπε να ξεκινήσει;
Νομίζω από τη «Συμμορία». Το λέω αυτό γιατί μου έχουν πει πολλά νέα παιδιά το πόσο τους άλλαξε τη ζωή και μάλιστα ριζικά. Τα «Κουρέλια» και η «Συμμορία» είναι συγγενικές ταινίες, οι πιο νεανικές του, έχουν αυτό το ροκ στοιχείο. Κυρίως όμως έχουν το στοιχείο της παρέας, της συντροφικότητας, της τρυφερότητας, κάτι που λείπει στην εποχή μας.

Θυμάμαι να μου λέει πριν χρόνια ο Τάκης Σπυριδάκης το εξής: «Μας κοιτούσαν με το ένα μάτι κλειστό, καχύποπτα. Αυτό με ενοχλούσε. Πάνω στο Φεστιβάλ όταν μου έδιναν το βραβείο για τη “Γλυκιά Συμμορία”, τους έκοβα να αναρωτιούνται ‘είναι ηθοποιός αυτός ή κάνα ρεμάλι που το βρήκε στο δρόμο”; Ήταν πολυ υποτιμητικό, τα είχα πάρει στο κρανίο”.
Έτσι ήταν. Και με τα «Κουρέλια» συνέβαινε το ίδιο. Γιατί νομίζεις δεν δώσανε βραβείο πχ στον Άλκη Παναγιωτίδη; Τους είχαν για αλήτες, λάθος πρότυπα για τη νεολαία.

Κατά κάποιο τρόπο λοιπόν υπήρχε και κυριολεκτικά μια αίσθηση κλειστού κύκλου που κινούταν στις παρυφές του κινηματογραφικού συστήματος.
Ναι, κάπως έτσι ήταν γιατί με όλα τα παιδιά, τους ηθοποιούς κλπ, γινόμασταν οικογένεια και στη ζωή. Φυσικά όταν κάνεις τέτοιες δουλειές δεν γίνεται να μην έχεις ανάλογη αισθητική, να μη σου αρέσουν τα ίδια πράγματα, να μην έχεις τα ίδια γούστα. Δηλαδή ο Νίκος δεν θα μπορούσε να κάνει με άλλους αυτές τις ταινίες. Άλλωστε είχε δοκιμάσει, δηλαδή είχε ξεκινήσει τη «Συμμορία» με άλλους ηθοποιούς, οι οποίοι όμως τελικά έφυγαν γιατί ήθελε ο ένας να μπει το όνομα του πάνω από των άλλων. Καταλαβαίνεις δηλαδή ότι για αυτούς άλλη σημασία είχαν οι συγκεκριμένοι ρόλοι και άλλη για τον Σπυριδάκη, τον Μόσχο και τα υπόλοιπα παιδιά που έδωσαν τον εαυτό τους όλο.

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1975.


Σε μια συνάντηση με τον Τάκη Μόσχο με αφορμή το ρόλο του στους «Αισθηματίες» του Νίκου Τριανταφυλλίδη, μου είπε κάτι συγκινητικό: «Μερικές φορές κάθομαι και λέω “έκανες πριν από 30 μια ταινία κι από τότε δε μπόρεσες να κάνεις κάτι ανάλογο”. Αλλά μετά σκέφτομαι ότι όχι, δεν έτυχε κάτι ανάλογο. Τι να κάνουμε; Τόσα χρόνια, η “Γλυκιά Συμμορία” μου δίνει ψωμί».
Ήταν γνήσιες ταινίες, αληθινές, από την καρδιά τους, δεν είχαν τίποτα ψεύτικο. Αντιπροσώπευαν ακριβώς αυτό που είχαν όλοι οι συντελεστές μέσα τους – και έχουν ακόμη, όσοι ζουν.

Υπήρξε κάποια στιγμή που ο Νίκος Νικολαΐδης να ένιωσε εγκλωβισμένος μέσα στη φήμη του σκοτεινού, ασυμβίμαστου σκηνοθέτη που τον ακολουθούσε;
Μα δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς μετά τη «Συμμορία» έκανε την «Περίπολο» ακριβώς γιατί δεν ήθελε να μπει αυτή η στάμπα. Κάποια στιγμή άλλωστε το είχε πει: «Περνούσα από τα σινεμά και έβλεπα “Νίκος Νικολαΐδης – Γλυκιά Συμμορία” κι ένιωθα εκτεθειμένος, δεν μου άρεσε καθόλου». Κάποιοι μάλιστα του έλεγαν ότι κακώς έκανε τότε την «Περίπολο», μια ταινία τόσο διαφορετική. Μετά από πολλά χρόνια τον ρώτησα αν είχε μετανιώσει. Δεν ξέρω, μου είπε, δεν νομίζω. Ναι, θα μπορούσε να κάνει κάτι πάνω στον δρόμο των «Κουρελιών» και της «Συμμορίας», να τον ανοίξει ακόμη περισσότερο. Αλλά δεν ήθελε. Σκέψου ότι το σενάριο του «Singapore Sling» το είχε γράψει το ’75, αμέσως μετά την «Ευριδίκη», και το γύρισε το ’90 γιατί δεν μπορούσε να βρει ηθοποιούς.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο στερεότυπο που κακώς δεν λέει να σπάσει μέχρι σήμερα για τον Νικολαΐδης;
Τι έχεις ακούσει εσύ;

Όπως είπα πριν, ότι ήταν δύσκολος.
Και απαιτητικός και τελειομανής – όλα αυτά που είναι και ο γιος του σήμερα. Ναι, ήταν και έκανε κάτι μόνο αν πραγματικά μπορούσε να το κάνει όπως ήθελε, αλλιώς δεν θα έμπαινε καν στον κόπο.

Σύμφωνα με τον Σπυριδάκη «είχε το ελάττωμα να πιστεύει ότι θα περάσει από το μπαρ που καθόμαστε τώρα και θα δει τον κύριο που δεν είχε σκεφτεί ποτέ του να γίνει ηθοποιός και θα πει “αυτόν θέλω”. Ε, δε γίνεται εύκολα αυτό. Αποτέλεσμα ήταν ότι με τους ηθοποιούς που επέλεξε που δεν ήταν ηθοποιοί, συνεννοήθηκε δύσκολα. Με τους ηθοποιούς που το έπιαναν γρήγορα τα πήγαινε πολύ καλά, ούτε καν πρόβες δε ζητούσε. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος της βλοσυρότητας».
Αυτό που έκανε ήταν να ξεκινάει αμέσως πρόβες. Για παράδειγμα τη Μέρεντιθ, η οποία πήρε και βραβείο τελικά για το «Singapore Sling», τη γνωρίσαμε σε ένα από τα διαφημιστικά που γύριζε τότε ο Νίκος. Της πρότεινε το ρόλο για την ταινία, εκείνη δέχθηκε γιατί ως «αμερικανάκι» δεν είχε τις αναστολές που είχαν ακόμη τότε κάποιες Ελληνίδες να μη φανεί το στήθος τους ή κάτι άλλο. Ερχόταν λοιπόν στο σπίτι για πρόβες και φώναζε: “Is anybody home?” Κι ο Νίκος έλεγε: «Παναγία μου, αυτή θα παίξει τη Λάουρα»; Στην κυριολεξία έκαναν ένα χρόνο πρόβες για να βγει αυτό που βγήκε. Τελικά ήταν καταπληκτική.

Νίκος Νικολαΐδης και Γιάννης Αγγελάκας στα γυρίσματα του "Ο χαμένος τα παίρνει όλα".


Κι ο Αγγελάκας, που λίγο πολύ έπαιξε τον εαυτό του, έχει πει ότι στις πρόβες πέρασε ωραία αλλά με το που ξεκίνησε το γύρισμα είδε έναν άλλο Νικολαϊδη. Ναι λοιπόν, ήταν απαιτητικός. Γιατί του άρεσε να χρησιμοποιεί πολλά άγνωστα πρόσωπα. Τον Σπυριδάκη πραγματικά σε μια τόση δα φωτογραφία τον είδε και αμέσως τον μυρίστηκε, είπε ότι τον θέλει. Είχε φοβερό ένστικτο. Ήταν φοβερά διαισθητικός. Και ήθελε να συνεργάζεται με ανθρώπους με τους οποίους είχε χημεία. Έρχονταν όλοι στο σπίτι, τρώγαμε μαζί, μέναμε μαζί, δεν ήταν μόνο επαγγελματικό το ζήτημα.

Όταν έκλειναν οι κάμερες πώς αποσυμπιεζόταν;
“Μαράκι άντε πάμε σπίτι” έλεγε. Ήταν κουρασμένος. Δεν πολυμιλούσε.

Σε ποιο στάδιο της όλης διαδικασίας, από το γράψιμο του σεναρίου μέχρι την ολοκλήρωση μιας ταινίας, ήταν πιο χαρούμενος;
Νομίζω ότι περνούσε καλύτερα όταν έγραφε και όταν έκανε πρόβες. Τα γυρίσματα είναι το πιο βαρετό πράγμα, έλεγε. Του άρεσε πολύ και το μοντάζ. Όπως και μένα που ήμουν πάντα δίπλα του. Είναι φοβερό το πώς μπορείς να φτιάξεις ή να χαλάσεις μια ταινία στο μοντάζ. Αλλά ναι, για τον Νίκο όλη η χαρά της δημιουργίας ήταν στις πρόβες, γιατί δοκιμάζαμε πράγματα, φέρναμε ρούχα, props, ώστε όταν θα γυρίσουμε να είναι όλα έτοιμα, να μη λείπει ούτε μια καρφίτσα. Υπήρχε πολύ μεγάλη προετοιμασία. Γι’ αυτό θύμωνε αν οι ηθοποιοί κολλούσαν στα γυρίσματα, κάτι που συνέβαινε σπάνια ακόμη κι αν ήταν πρωτοεμφανιζόμενοι. Ο Μόσχος, για παράδειγμα, για ένα κομπαρσιλίκι προοριζόταν, ήταν να παίξει ο Άρης Ρέτσος το ρόλο του στη «Γλυκιά Συμμορία». Κάποια στιγμή, το θυμάμαι σαν τώρα, λέει ο Ρέτσος στο τηλέφωνο ότι δεν θα το κάνει. Το περίμενε ο Νίκος. Πάμε στην επόμενη πρόβα, μαζεμένα όλα τα παιδιά για να διαβάσουμε τα σενάριο και λέει ο Νίκος στον Μόσχο: Δικός σου ο ρόλος. Αποδείχτηκε εξαιρετικός.

«Ο Νίκος είχε πει κάποια στιγμή ότι στη δικιά μας παρέα, των “Κουρελιών”, όχι της “Συμμορίας”, έκανε ένα καλό, γιατί μας πρόβαλε, αλλά μας έκανε και ένα κακό. Μας “χαρακτήρισε”. Ότι μέσω της ταινίας μας βγήκε το όνομα, ότι είμαστε “επικίνδυνοι”. Ο Σμαραγδής, για παράδειγμα, που έχει κάνει αυτές τις επικές μαλακίες, μου έλεγε: “Είσαι πολύ καλός αλλά τί να κάνεις σε μένα”; Πολλοί λοιπόν, και μέσα από το χώρο της δουλειάς, μάς κοιτούσαν διαφορετικά. Κακό του κεφαλιού τους”. Τάδε έφη Άλκης Παναγιωτίδης ένα απόγευμα στο Φίλιον.
Αλήθεια είναι. Πολλοί έλεγαν: «Αυτός είναι του Νικολαΐδη, δεν τον παίρνω». Ο Νίκος πάνω απ’ όλα ήταν πολύ καλός δάσκαλος. Θα μπορούσε, που λέει ο λόγος, να πάρει και ένα σκυλί και να το κάνει ηθοποιό.

Παρατηρήσεις δεχόταν από εσάς;
Ναι, συχνά με άκουγε. Ήμουν πολύ αυστηρή, κάπως σε ρόλο παραγωγού, πέρα από σκηνικά και κοστούμια που έκανα. Αλλά ήμουν αντικειμενική. Θυμάμαι ας πούμε ότι μετά το «Singapore Sling» είχε δύο σενάρια έτοιμα: «Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα» και «Θα σε Δω στην Κόλαση Αγάπη , μου». Εννιά χρόνια μετά το «Singapore Sling» του έλεγα ότι ήταν προτιμότερο να κάνει τον «Χαμένο». Δεν άλλαζε γνώμη με τίποτα, επέμενε να γυρίσει την «Κόλαση». Αν είχε όμως διαλέξει την άλλη ταινία, μπορεί να είχαν εξελιχθεί κάπως αλλιώς τα πράγματα στο τελευταίο στάδιο της πορείας του.

Ηθελε γενικά να συνεργαστεί με τον Αγγελάκα ή του γεννήθηκε η επιθυμία όταν έγραφε τον «Χαμένο»;
Ο Νίκος έγραψε τον «Χαμένο» για τον Αγγελάκα και τον γιο του, τον Συμεών. Κάναμε παρέα με τον Αγγελάκα, είχαμε πάει και στο Λονδίνο τότε που είχαν παίξει οι Τρύπες. Εκεί γνωρίσαμε και τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, ο οποίος ήταν σαν παιδί μας, μεγάλωσε στο σπίτι μας.

Θεωρούσε πνευματικό του πατέρα τον Νίκο Νικολαϊδη.
Τον αγαπούσε πολύ. Κι εμείς τον αγαπούσαμε. Ήταν πολύ καλό παιδί. Κάποια στιγμή μάλιστα ήταν να συνεργαστούμε και με τον Χάρυ Κλυν. Άλλο ένα σενάριο που δεν γυρίστηκε τελικά. Κάποια στιγμή είπα στον Συμεών να βγάλουμε ένα βιβλίο με τίτλο «Οι ταινίες που δεν έγιναν». Τελικά δεν το κάναμε, μην τυχόν κάποιος κλέψει ιδέες. Όμως όλοι δεν κλέβουν από παντού; Τέλος πάντων, ίσως κάποια στιγμή γίνει. Τα ολοκληρωμένα σενάρια που δεν έγιναν ταινίες είναι έξι. Ανάμεσά τους και ένα γραμμένο στα αγγλικά, προορισμένο για την Αμερική, όπου είχαμε πάει την εποχή του «Singapore Sling». Η ταινία κυκλοφορεί χρόνια εκεί μέσω ενός παραγωγού, κι ας μην έχουμε πάρει ποτέ ένα δολάριο. Τέλος πάντων εκείνος ο παραγωγός παρήγγειλε από τον Νίκο ένα σενάριο που να έχει στον πρωταγωνιστικό ρόλο όχι ένα λυκάνθρωπο, αλλά μια γυναίκα-λύκαινα. Άλλο που δεν ήθελε ο Νικολαΐδης. Είναι κι άλλο ένα σενάριο βασισμένο στο «Θολάμι» του Κάσδαγλη με ένα τρομοκράτη πόλης. Είχε ενδιαφερθεί να το χρηματοδοτήσει ο Γαβράς. Του είχαμε στείλει το σενάριο μεταφρασμένο. Έλα στο Παρίσι να συζητήσουμε, λέει κάποια στιγμή. Εντάξει, λέει ο Νικολαΐδης, στείλε μου το εισιτήριο και θα έρθω. Η γυναίκα του Γαβρά όμως ήθελε να πληρώσει μόνος του το εισιτήριο και ο Νίκος δεν πήγε τελικά, ήταν θέμα αρχής. Ποιος άλλος στη θέση του θα το έκανε αυτό; Κατάλαβες τι εννοώ; Πιστεύεις ότι ο Αγγελόπουλος δεν θα πήγαινε με κάθε τρόπο;

Άρεσαν στον σύζυγό σας οι ταινίες του Αγγελόπουλου;
Του άρεσαν κομμάτια τους. Κυρίως όμως του άρεσε η πρώτη του, η «Αναπαράσταση».

"Ήταν πολύ ρομαντικός με τις παρέες, τα συναισθήματα, όλα αυτά που χάνονται. Αν και βαθιά μέσα του ήταν μοναχικός, την έβρισκε μόνος του. Περνούσε καλά με τον εαυτό του. Είχε πολλά πράγματα στο κεφάλι του, πάρα πολλά."


Για το σημερινό ελληνικό σινεμά τι θα έλεγε;
Νομίζω ότι θα του άρεσαν πολύ ταινίες σαν τα «Μπάσταρδα» του Πάστρα ή το «Digger» του Τζωρτζάκη. Θα χαιρόταν με τα νέα παιδιά. Πάντα του άρεσαν τα νέα παιδιά, όπως παλιότερα ο Πάνος Κούτρας. Από τη δική μας γενιά ξεχώριζε τον Γιώργο Πανουσόπουλο, έλεγε ότι είναι ο καλύτερος κινηματογραφιστής και το «Ταξίδι του μέλιτος» ένα παρολίγον αριστούργημα. Και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο εκτιμούσε πολύ για τις πρώτες δύο ταινίες του.

Αν ζούσε θα συνέχιζε να κάνει ταινίες;
Δεν νομίζω ότι θα έκανε πια σινεμά. Ήδη πριν «φύγει» είχε πει ότι έφτανε στο τέλος του ως σκηνοθέτης, αν και δεν πιστεύω ότι το εννοούσε ακόμη τότε. Ίσως σήμερα να ασχολούνταν με τη μουσική, γιατί και ο γιος του είναι μουσικός.

Δηλαδή δεν θα απολάμβανε ένα status ιερής αγελάδας που θα του επέτρεπε να κάνει ταινίες και με μεγάλα budget;
Όχι, δεν νομίζω, δεν του άρεσαν αυτά. Να πω την αλήθεια, αν και εννοείται ότι ήθελε μεγαλύτερα budget, πάντα ήταν home-made οι ταινίες του, οπότε δεν ξέρω κιόλας αν θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε περισσότερα χρήματα, γιατί εμείς ελέγχαμε τα πάντα. Ήταν τελειομανής, ήθελε να είναι δικό του όλο το έργο. Ίσως με κάποιον μεγάλο παραγωγό από πάνω του, να μην μπορούσε να το κάνει.

Υπάρχει κάποιο ηθικό δίδαγμα που να διατρέχει το έργο που άφησε πίσω του ο Νίκος Νικολαϊδης;
Νομίζω ότι η συντροφικότητα και η αγάπη είναι πάνω απ’ όλα. Ήταν πολύ ρομαντικός με τις παρέες, τα συναισθήματα, όλα αυτά που χάνονται. Αν και βαθιά μέσα του ήταν μοναχικός, την έβρισκε μόνος του. Περνούσε καλά με τον εαυτό του. Είχε πολλά πράγματα στο κεφάλι του, πάρα πολλά. Δυστυχώς βγήκε μόνο το 1% απ’ ό,τι είχε. Μπαίνουν στη μέση η ζωή, οι υποχρεώσεις, όλα αυτά.

Μπορείτε σήμερα να διαλέξετε μόνο μία λέξη για να τον περιγράψετε;
Ίσως να διάλεγα τη λέξη παραμυθάς. Γιατί όντως ήταν πολύ καλός παραμυθάς. Ακόμη του μιλάω, ξέρεις, πολλές φορές. Νιώθω ότι είναι κοντά μου και με προστατεύει. Ακόμη κι αν κάνω μια βλακεία με το αμάξι, του λέω: Ωχ, αγάπη μου, δες τι έκανα.

Νίκος Νικολαΐδης 15 Χρόνια Μετά | Κινηματογράφος Στέλλα (Τενέδου 34, Κυψέλη, 210- 8657200). Επόμενες προβολές: «Ο Χαμένος τα Παίρνει Όλα» και «The Zero Years» τη Δευτέρα 11 Ιουλίου. «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα» και «Το Κορίτσι με τις Βαλίτσες» τη Δευτέρα 25 Ιουλίου. Οι φωτογραφίες είναι ευγενική παραχώρηση της Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα