ΜΑΡΙΟ ΜΠΑΝΟΥΣΙ ΣΤΟ NEWS 24/7: Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΤΟΥ “ΕΙΣΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ” ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Ο 24χρονος Μάριο Μπανούσι σκηνοθετεί το "Goodbye, Lindita" και μας μιλάει για τη δική του όμορφη Αλβανία που χάθηκε.
Μιλάει για την τέχνη και τα μάτια του φωτίζονται… Ο Μάριο Μπανούσι (Mario Banushi), σκηνοθέτης και performer, είναι μόλις 24 χρόνων και έχει αυτή την ανεπιτήδευτη φρεσκάδα της νεότητας, που όταν συναντήσει το ταλέντο, δημιουργείται ένας εκρηκτικός συνδυασμός.
Γεννήθηκε το 1998 και μέχρι την ηλικία των έξι μεγάλωσε στην Αλβανία, για να εγκατασταθεί αργότερα μόνιμα στην Ελλάδα, όπου σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Στο ευρύ κοινό συστήθηκε με το έργο του “RAGADA” που ήταν αφιερωμένο στη μητρότητα και παρουσιάστηκε σε έναν απρόβλεπτο χώρο στην Ηλιούπολη.
Αυτό το διάστημα σκηνοθετεί το “Goodbye, Lindita”, μια παράσταση με κέντρο την απώλεια, που παρουσιάζεται στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου.
Το “Goodbye, Lindita” εμπνέεται από το παρελθόν των Βαλκανίων, από ταφικά έθιμα και παραδόσεις πολλών χωρών, και μετουσιώνεται σε μια μια παράσταση με κέντρο την απώλεια· μια παραβολή για τη ζωή μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου.
Ο Μάριο αποφοίτησε από το Ωδείο Αθηνών το 2020 και με την πρώτη του ταινία μικρού μήκους με τίτλο “Pranvera” συμμετείχε το φθινόπωρο του 2021 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου TIFF. Το 2017 βρέθηκε δίπλα στον Ευριπίδη Λασκαρίδη ως βοηθός του στην performance THIRIO, που έλαβε μέρος στην Μπιενάλε της Αθήνας. Από το 2020 είναι ενεργός στον χώρο των παραστατικών τεχνών και το 2022 συνεργάστηκε με τους Nova Melancholia στο έργο “Marcel Duchamp”.
Η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά είναι η performance “RAGADA” όπου παρουσίασε ένα κομμάτι της στο Φεστιβάλ ROOMS2022 σε διοργάνωση του Γεράσιμου Καππάτου και ύστερα φιλοξενήθηκε στο Θέατρο Στη Σάλα.
Τον συναντήσαμε με την ευκαιρία ενός “Αντίο στην Lindita” και ήπιαμε καφέ και χυμό στον ήλιο, μια ημέρα μετά την 25η Μαρτίου. Οι παρελάσεις και οι επέτειοι δεν τον δονούν, έχει όμως μία ιδιαίτερη μνήμη που σχετίζεται με την παρέλαση και μου τη λέει γεμάτος νοσταλγία. Η αγαπημένη του στιγμή ήταν ο ήλιος και το οικογενειακό φαγητό μετά την παρέλαση. Πρόσφατα η μητέρα του του αποκάλυψε ότι το μεσημεριανό φαγητό που είχε γραφτεί τόσο όμορφα στη μνήμη του δεν ήταν παρά ένα απλό σουβλάκι στο χέρι, στο δρόμο για το σπίτι, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα για κάτι περισσότερο. Ο Μάριο ήταν από πάντα αποφασισμένος να βλέπει, με έναν τρόπο, τις δικές του εικόνες και η απαισιοδοξία –όπως λέει ο ίδιος – σίγουρα δεν είναι στοιχείο του χαρακτήρα του,
Τον ρωτώ αν αισθάνεται περισσότερο Έλληνας ή Αλβανός και μπλέκει σφιχτά τα δάκτυλα και των δύο χεριών του, δείχνοντας πόσο δεμένα και αδιαίρετα είναι μέσα του αυτά τα δύο. Χαμογελάει όταν τον ρωτάω για την Αλβανία στην οποία έζησε για λίγο και η οποία ταυτίζεται με τη φιγούρα της γιαγιάς του, μίας από τις γυναίκες που έχουν παίξει βαθύ και ουσιαστικό ρόλο στη ζωή του.
Γεννήθηκες στην Ελλάδα, αλλά για κάποια χρόνια έζησες στην Αλβανία, από όπου κατάγεσαι. Τι εικόνες έχεις από εκείνη την περίοδο;
Γεννήθηκα το 1998 στο “Αλεξάνδρας” και ήμουν μόλις μηνών όταν η μητέρα μου με έστειλε στην Αλβανία για να ζήσω με τη γιαγιά μου. Έμεινα μαζί της μέχρι πεντέμισι-έξι ετών και μετά ήρθα πλέον μόνιμα στην Ελλάδα. Για μένα η περίοδος που ζούσα εκεί στο χωριό είναι από τις πιο ωραίες της ζωής μου, σαν βγαλμένη από παραμύθι.
Έβλεπαν τα μάτια μου πολλά πράγματα, τα οποία σήμερα θεωρώ ότι ήταν δώρο για ένα παιδί να τα έχει ζήσει. Και συνήθως όταν τα διηγούμαι σε Έλληνες ταυτίζονται τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και καταλήγουμε να μιλάμε για τα παιδικά μας χρόνια σαν να είναι τα ίδια! Ότι κάποιες φορές βράζαμε το νερό για να κάνουμε μπάνιο ή τραβούσαμε το καλώδιο της τηλεόρασης και μαζευόμασταν όλοι γύρω της να δούμε ότι έπαιζε ή ότι έπεφτε το ρεύμα και χρειαζόμασταν κεριά. Οι εικόνες που έχω από τη ζωή μου στην επαρχία της Αλβανίας “γλιστρούν” με έναν τρόπο μέσα στις παραστάσεις μου και πίσω από κάθε μία υπάρχει μία ιδιαίτερη ιστορία.
Υπήρχε κάποια υπόνοια σε εκείνη τη φάση ότι θα στραφείς στο καλλιτεχνικό κομμάτι;
Δε θυμάμαι να το σκέφτομαι με σαφήνεια, αλλά από αυτά που μου λένε οι συγγενείς μου ήταν τελικά ξεκάθαρο ότι θα ακολουθήσω έναν καλλιτεχνικό δρόμο. Από μικρός, ας πούμε, έστηνα ολόκληρες παραστάσεις. Η αυλή της γιαγιάς μου ήταν μεγάλη και είχε ένα περβάζι όπου μάζευα όλους τους συγγενείς μου, 10-15 άτομα, που ζούσαμε όλοι στην ίδια γειτονιά.
Έφτιαχνα χαρτιά με κείμενο, που ήταν οι προσκλήσεις για το τι θα δουν το βράδυ στην παράστασή μου, και έστελνα τα ξαδέρφια μου να τα μοιράσουν σε όλα τα σπίτια. Μαζεύονταν λοιπόν όλοι οι συγγενείς μου, έβγαζα έξω φώτα, έβαζα κεριά, έφτιαχνα μια κατάσταση με σεντόνια, έπαιρνα κούκλες που είχε η γιαγιά μου και έπαιζα με τα χέρια μου… τους συγγενείς μου. Και εκείνοι από κάτω γελούσαν. Έκανα τη γιαγιά μου που ήταν η γραφική φιγούρα, έκανα τον θείο μου που έπινε λίγο παραπάνω. Έδειχνα τους χαρακτήρες των συγγενών μου. Μου άρεσε πολύ το σόου. Το να μαζέψω κόσμο, να στήσω μια κατάσταση και να δω αντιδράσεις. Οπότε θα μπορούσες να πεις ότι έκανα θέατρο από τόσο μικρός.
Πρόσφατα μιλούσα στο τηλέφωνο με μια θεία μου, που ζει πλέον στην Αγγλία, και μου έλεγε ότι κάθε μέρα που με πήγαινε στο δημοτικό – όταν είχα πλέον έρθει στην Ελλάδα -με ρωτούσε τι θα γίνω όταν μεγαλώσω και εγώ της έλεγα “ηθοποιός”. Οι συγγενείς μου δεν ξαφνιάστηκαν καθόλου, όταν μπήκα στη δραματική, όλοι ήξεραν ότι αυτό ήταν που θα κάνω.
Πώς ήταν η γιαγιά σου σαν χαρακτήρας και με ποιους τρόπους νιώθεις ότι σε έχει επηρεάσει;
Η γιαγιά μου (η μητέρα της μητέρας του) ήταν πρακτικά η μητέρα μου και τη φώναζα “μαμά” μέχρι το γυμνάσιο. Μετά ήρθα στην Ελλάδα και άρχισα σιγά σιγά να τη φωνάζω “γιαγιά”. Είναι η αγάπη μου και εγώ είμαι με έναν τρόπο ο αγαπημένος της, ανάμεσα σε πάρα πολλά εγγόνια. Φαντάσου ότι κάθε θείος μου και θεία μου έχει 7-8 παιδιά και τα ξαδέρφια μου έχουν αποκτήσει και αυτά παιδιά. Με πρόσεχε λίγο παραπάνω από τα άλλα εγγόνια γιατί δεν είχα τους γονείς μου στην Αλβανία. Παρά το ότι έχει ζήσει μια πολύ δύσκολη ζωή, σαν χαρακτήρας ήταν ήρεμη, μαλακή, πολύ ήσυχη, χωρίς πολλά-πολλά.
Δε μιλούσε πολύ. Και επειδή στα έργα μου συχνά οι αναφορές μου είναι από τα βιώματά μου στην Αλβανία, πολλές φορές νιώθω ότι αυτή η αίσθηση της δικής της “σιωπής” είναι ο λόγος που δεν βάζω κείμενο στις παραστάσεις μου. Ήταν τόσο σιωπηλά τα πράγματα μαζί της και ήσυχα – ακόμη και ένα παραμύθι που μπορεί να μας έλεγε είχε λίγα λόγια.
Είχα φτιάξει ένα παραμύθι για την Αλβανία που όμως μετά άρχισε να σβήνει. Σχεδόν όλα τα ξαδέρφια μου έφυγαν στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής κατάστασης στη χώρα. Όλα άλλαξαν και αυτό με στεναχώρησε πάρα πολύ. Πόσο κρίμα που όλο αυτό που θυμάμαι δεν υπάρχει πιά.
Ξυπνούσε από τις πεντέμισι, έξι το πρωί για να ξεκινήσει τις δουλειές και τελείωνε το βράδυ αργά και εγώ θυμάμαι να την ακολουθώ από πίσω. Μια φορά την εβδομάδα έστρωνε ένα σεντόνι στην αυλή και άνοιγε με τα χέρια το βαμβάκι από τα μαξιλάρια για να είναι αφράτα, φουσκωτά. Τώρα φαντάσου για μένα ένα παιδάκι που τη βοηθούσα και έβλεπα το απλωμένο βαμβάκι να μοιάζει σαν ένα τεράστιο ονειρικό σύννεφο. Μετά πήγαινε να μαζέψει ή να φυτέψει τα λαχανικά, να ταΐσει στις κότες, να μαζέψει φρούτα που είχαμε μια μεγάλη αυλή και μπαξέ. Ήταν αργή με ωραίο τρόπο και απολάμβανε τα πράγματα που έκανε. Μαζί της και εγώ απολάμβανα αυτή την “άργητα”. Και δεν αργούσε επειδή δεν μπορούσε να κάνει πιο γρήγορα. Ίσα ίσα ήταν πολύ δυναμική. Είχαμε και τις στιγμές που καθόμασταν μαζί στην αυλή. Μπορεί να μη μιλούσαμε. Έχασε το πρώτο της παιδί, μία κόρη στην ηλικία των 7 ετών, και αυτό ήταν μια μεγάλη πληγή για εκείνη. Κάθε φορά μια συγκεκριμένη ώρα το μεσημέρι βυθιζόταν πάντα σε αυτή την ανάμνηση. Ακόμα κάθεται εκείνη την ώρα στο περβάζι και κοιτάει το υπερπέραν, ίσως έναν δικό της κόσμο.
Γενικά υπάρχουν πολλές γυναικείες φιγούρες που παίζουν κομβικό ρόλο στην εξέλιξή σου, αλλά και στις παραστάσεις σου.
Ναι υπάρχει έντονα η γυναικεία φιγούρα στη ζωή μου, γιατί η αντρική φιγούρα απουσίαζε. Πάντα ήμουν πολύ πιο κοντά στις γυναίκες και με έχει επηρεάσει και στη δουλειά μου. Απολαμβάνω να συνεργάζομαι με γυναίκες. Νιώθω πολύ οικεία γιατί και στην Ελλάδα που γύρισα, όλη η οικογένειά μου ήταν γυναίκες.
Πώς ήταν η “επιστροφή” σου στην Ελλάδα;
Ήρθα στην Ελλάδα στην Ηλιούπολη, μια πολύ ωραία περιοχή. Στην αρχή δυσκολεύτηκα και θυμάμαι ότι συνέχεια ήθελα να φύγω. Νοσταλγούσα πάρα πολύ την Αλβανία. Ακόμα και μέχρι το Λύκειο ανυπομονούσα να κλείσουν τα σχολεία, ώστε ακριβώς την επόμενη μέρα να φύγω για Αλβανία. Το εξαντλούσα το καλοκαίρι μου, και τα Χριστούγεννα και το Πάσχα πήγαινα στο χωριό. Παρέσυρα ως και την αδερφή μου -που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή μου και έχει μεγαλώσει εδώ – να νοσταλγεί την Αλβανία και της έλεγα πόσο όμορφα είναι. Θυμάμαι έντονα μία συγκεκριμένη στιγμή, κάθε φορά που το πούλμαν έφτανε σε ένα μακρύ στενό δρόμο λίγο πριν τη γειτονιά μου. Πάντα λαχταρούσα όταν φτάναμε σε εκείνο το στενό, που ήταν κατάφυτο με άγριες βατομουριές, γιατί σήμαινε ότι είχαμε πλέον φτάσει!
Είχα φτιάξει ένα παραμύθι για την Αλβανία που όμως μετά άρχισε να σβήνει. Σχεδόν όλα τα ξαδέρφια μου έφυγαν στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής κατάστασης στη χώρα. Όλοι μετανάστευσαν, έκλεισε η ταβέρνα του πατέρα μου, έφυγαν και οι θείες και οι θείοι μου και τώρα αν πας μένουν ελάχιστοι συγγενείς στη γειτονιά. Και στο σπίτι της γιαγιάς μου, που άλλοτε μέναμε τόσοι συγγενείς, τώρα μένει μόνο η γιαγιά μου, με τον θείο μου και τη θεία μου. Αποφεύγω τώρα να πηγαίνω γιατί μου χαλάει όλη αυτή την όμορφη κατάσταση που είχα φτιάξει στο μυαλό μου. Το καλοκαίρι που πήγα ήταν πολύ μίζερα τα πράγματα. Όλα άλλαξαν και αυτό με στεναχώρησε πάρα πολύ. Πόσο κρίμα που όλο αυτό που θυμάμαι δεν υπάρχει πιά.
Η αλλαγή της εποχής μοιάζει με έναν “θάνατο”;
Ναι, και το οποίο επιβεβαιώνει την πολύ δύσκολη κοινωνική κατάσταση στην Αλβανία. Όχι ότι στην Ελλάδα δεν είναι δύσκολα τα πράγματα, αλλά εκεί είναι τραγικά. Το λέω σε φίλους και γνωστούς και μου απαντούν “έλα μωρέ η Αλβανία είναι σαν την Ελλάδα” και δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Υπάρχει πολλή υποβάθμιση στο κομμάτι το οικονομικό και στο πώς φέρονται στους ανθρώπους. Η Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με αυτό, εδώ είμαστε προνομιούχοι. Ας πούμε στις τέχνες, ντρέπομαι που το λέω, αλλά η Αλβανία είναι πάρα πολύ πίσω. Έχω επικοινωνία με κάποιους καλλιτέχνες εκεί και κάπως θεωρούν ότι αρχίζει και αλλάζει το σκηνικό. Όντως κάτι ‘μετακινείται’, πχ αρχίζουν οι καλλιτέχνες να ταξιδεύουν για να δείξουν τη δουλειά τους, αλλά ακόμα μιλάμε για πολύ οπισθοδρομικές καταστάσεις.
Υπήρχε υπόκωφα αυτό το “είσαι από την Αλβανία”. Και επειδή δεν ήμουν ο καλύτερος μαθητής του σχολείου, αυτό ενίσχυε την αρνητική αντιμετώπιση. Έλεγαν “είναι κακός μαθητής, είναι και από την Αλβανία”. Υπήρχε αυτό το στίγμα.
Εσύ έχεις βιώσει ρατσιστικές συμπεριφορές στην Ελλάδα; Ας πούμε στο σχολείο, που είναι ένας χώρος που ακούγονται συχνά φαινόμενα εκφοβισμού;
Κοίταξε, εγώ άρχισα να προσαρμόζομαι στο δημοτικό. Γνώρισα την αδερφή μου λίγο περισσότερο, έκανα παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς και μετά την αγάπησα πάρα πολύ την Ελλάδα. Όταν πήγαινα στο χωριό με ρωτούσαν οι συγγενείς μου “Τι αγαπάς πιο πολύ την Αλβανία ή την Ελλάδα” και εγώ τους έλεγα την Ελλάδα. Και μετά με ρωτούσαν το ίδιο εδώ και έλεγα την Αλβανία, επίτηδες, επειδή υπήρχε ρατσισμός.
Αν και δεν τον βίωσα πολύ έντονα όπως άλλοι, ένιωθα ότι υπήρχε κάτι ενδιάμεσο. Από τη μία, ένα πολύ γλυκό περιβάλλον από ανθρώπους μέσα στο οποίο δεν υπήρχε τίποτα ρατσιστικό. Από την άλλη, παράλληλα, υπήρχε υπόκωφα από δασκάλους και καθηγητές αυτό το “είσαι από την Αλβανία”. Πάντα υπήρχε αυτό. Και επειδή δεν ήμουν ο καλύτερος μαθητής του σχολείου, αυτό ενίσχυε την αρνητική αντιμετώπιση. Ας πούμε η αδερφή μου που ήταν πολύ καλή μαθήτρια δεν το αντιμετώπιζε τόσο. Για εμένα έλεγαν “είναι κακός μαθητής, είναι και από την Αλβανία”. Υπήρχε αυτό το στίγμα.
Βλέπεις ότι σήμερα έχει αλλάξει η κατάσταση κοινωνικά;
Ναι, πιστεύω ότι έχει αρχίσει και αλλάζει, βέβαια εγώ κινούμαι και σε έναν κύκλο καλλιτεχνών που έχουν προοδευτική σκέψη. Αλλά έχω για παράδειγμα έναν ξάδερφο που είναι στο Γυμνάσιο και μου λέει ότι προτιμάει να κρύψει ότι είναι από την Αλβανία. Ναι μεν φαίνεται να αλλάζουν τα πράγματα, αλλά να άλλο ένα παιδί που ντρέπεται και δεν λέει την εθνικότητά του. Και για αυτό τον λόγο έχει εξελληνίσει και το επίθετό του.
Νομίζω όμως ότι ο ρατσισμός “είσαι από την Αλβανία” δεν υπάρχει στην τέχνη. Τουλάχιστον εγώ προσωπικά δεν έχω βιώσει κάτι τέτοιο. Έχει τύχει μια φορά να ακούσω πικρόχολο σχόλιο από στόμα σε στόμα. Έχει τύχει να ακούσω ότι κάποιος καλλιτέχνης που είναι στα πράγματα είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου: “είδες έχει αρχίσει ο Αλβανός να κάνει πράγματα”. Γενικά όμως δεν αντιμετωπίζω τέτοια σχόλια και θεωρώ ότι ελεύθερα πλέον επιλέγονται Αλβανοί καλλιτέχνες σε παραστάσεις, χωρίς να υπάρχει κάποιο θέμα με την καταγωγή τους.
Θα είχε ενδιαφέρον να ανεβάσεις μια παράσταση στα αλβανικά στην Ελλάδα;
Η αλήθεια είναι ότι το έχω σκεφτεί. Αν κάποια στιγμή μπω στη διαδικασία να κάνω μία παράσταση με λόγο – με κείμενο – που δεν το αποκλείω, θα με ενδιέφερε να κάνω μία παράσταση στα αλβανικά με Αλβανούς ηθοποιούς. Πιστεύω θα είχε ανταπόκριση και στο ελληνικό κοινό και στο αλβανικό. Μου φαίνεται ωραία ιδέα γιατί μπορεί και κόσμος που είναι από την Αλβανία και δεν πηγαίνει να βλέπει ελληνικές παραστάσεις, όταν μάθει ότι μια παράσταση παίζεται στην αλβανική γλώσσα, ίσως να θελήσει να τη δει.
Πιστεύεις ότι έχει ανοίξει αρκετά το τοπίο στα καλλιτεχνικά και δίνονται ευκαιρίες σε νέους καλλιτέχνες – όχι μόνο Έλληνες – να παρουσιάσουν τη δουλειά τους;
Ναι το πιστεύω πολύ. Δίνονται ευκαιρίες, ίσως όχι όσες θα έπρεπε, αλλά είναι φανερό ότι αρχίζουν να κινούνται τα πράγματα και αυτό είναι πολύ ωραίο. Υπάρχουν νέοι χορογράφοι, σκηνοθέτες, εικαστικοί που έχουν πολλά να δείξουν. Και όχι μόνο Έλληνες. Και ελπίζω η επιλογή να μην γίνεται βάσει πχ εθνικότητας και να μην απασχολεί κανέναν αυτό. Κι εγώ δε θα ήθελα να με επιλέγουν επειδή είμαι από την Αλβανία και έχω ζήσει δύσκολη ζωή και νομίζω ότι εν τέλει δεν με επιλέγουν γι αυτό.
Μήπως μου δίνονται ευκαιρίες επειδή πουλάει το να είσαι Αλβανός και να βγαίνεις σε παράσταση να λες: “Εγώ έχω ζήσει δύσκολα, η μάνα μου που ήρθε από τα βουνά με τα πόδια”; Αυτό που κάνω δεν έχει καμία σχέση με τη δυσκολία του να είσαι ξένος. Δεν με επιλέγουν για αυτό.
Γιατί δεν νιώθω ότι στη δουλειά μου κάποιος θα δει την ταλαιπωρία που έχω ζήσει. Καμία σχέση. Αν η δουλειά μου γενικά ήταν “ντοκουμέντο” και είχε προσωπική κατάθεση μπορεί να υποψιαζόμουν κάτι τέτοιο. Μήπως μου δίνονται ευκαιρίες επειδή πουλάει το να είσαι Αλβανός και να βγαίνεις σε παράσταση να λες: “Εγώ έχω ζήσει δύσκολα, η μάνα μου που ήρθε από τα βουνά με τα πόδια”. Αν έκανα αυτό ίσως υποψιαζόμουν ότι μπορεί να με παίρνουν γι αυτό, αλλά αυτό που θα δεις να κάνω δεν έχει καμία σχέση με τη δυσκολία. Ναι μεν το έργο μου έχει πολύ προσωπική εμπλοκή, αλλά δεν έχει να κάνει με το τι κακό έχω βιώσει σαν ξένος, οπότε αυτό με καθησυχάζει.
Από το σχολείο και το “διάβαζε Μάριε” κατευθείαν βρέθηκες να είσαι σπουδαστής στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών ανάμεσα σε σπουδαίους δασκάλους. Πόσο γόνιμα ήταν τα χρόνια των σπουδών;
Τέλη Δευτέρας Λυκείου έψαχνα τι θέλω να κάνω. Σκεφτόμουν να δώσω στην Καλών Τεχνών γιατί μου άρεσε πάρα πολύ η ζωγραφική, μάλιστα στο σπίτι της μητέρας μου υπάρχει ένα ολόκληρο δωμάτιο γεμάτο με πίνακες που έκανα όσο ζούσαμε μαζί. Κάπως ανακάλυψα τέλος της δευτέρας Λυκείου την ύπαρξη της δραματικής σχολής, ενός χώρου τελοσπάντων που κάνουν μαθήματα θεάτρου, υποκριτικής κλπ. Την επόμενη χρονιά προετοιμάστηκα, μπήκα και σε μια θεατρική ομάδα και στα 18 μου έδωσα εξετάσεις στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, όπου πέρασα μέχρι τη δεύτερη φάση, αλλά δεν ήθελα να πάω Θεσσαλονίκη. Έδωσα στο Εθνικό θέατρο και στο Ωδείο Αθηνών. Στο Εθνικό μου είπαν ότι ήμουν πολύ μικρός – τότε όντως φαινόμουν 15 χρόνων. Με στεναχώρησε, αλλά τελικά με δέχτηκαν στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου έζησα τέσσερα απίστευτα “γεμάτα” χρόνια και πήρα εφόδια από καθηγητές που θαυμάζω απεριόριστα.
Πήγαινα στα μαθήματα και έμενα κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό. Ξαφνικά από τον Ιούνιο που ήμουν στο σχολείο σε φάση “Μάριε δεν διαβάζεις, είσαι κακός μαθητής” βρέθηκα τον Οκτώβρη να είμαι καθημερινά στο Ωδείο με τον Χρήστο Παπαδόπουλο, με την Αμάλια Μπένετ, με την Ιώ Βουλγαράκη να βλέπουμε βίντεο περφόρμανς, Πίνα Μπάους, Σάσα Βαλτς, Στανισλάφσκι και να μελετάμε μεθόδους ηθοποιίας. Εκεί φάνηκε ότι με ενδιέφερε πιο πολύ η σκηνοθεσία.
Μάλιστα θυμάμαι σε συνάντηση που κάναμε στο πρώτο εξάμηνο με τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη -διευθυντή της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών – και την Ιώ Βουλγαράκη με ρώτησαν ευθέως ‘σκηνοθέτης ή ηθοποιός’. Εγώ απαντούσα ηθοποιός γιατί ντρεπόμουν να πω ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης. Τώρα ξεκάθαρα στρέφομαι πιο πολύ στη σκηνοθεσία, από ότι στην υποκριτική, αν και με πιάνει και ένας φόβος ότι “Ωχ μπορεί να νομίζουν ότι είμαι μόνο σκηνοθέτης και πώς θα δουλέψω ως ηθοποιός με κάποιους σκηνοθέτες που θαυμάζω”, όπως πχ με τον Νίκο Καραθάνο ή τη Λένα Κιτσοπούλου.
Από την άλλη, εμένα μου αρέσει κυρίως το εικαστικό κομμάτι, που τα εμπεριέχει όλα: Τα σκηνικά, τα χρώματα, το φως, τη στάση του ηθοποιού, τα ρούχα του ηθοποιού. Δεν μπορώ να φτιάχνω κάτι εικαστικό και να σκέφτομαι μόνο τη σκηνοθεσία. Τα σκέφτομαι όλα και τα έχω σαν εικόνα στο μυαλό μου.
Η “RAGADA ήταν ένα “DΙΥ πρότζεκτ” που γνώρισε μεγάλη απήχηση. Μίλησέ μας λίγο για το κόνσεπτ και το πώς εντάχθηκε στην παράσταση και η μητέρα σου, μιλώντας κάθε βράδυ live στην άλλη γραμμή ενός… τηλεφώνου;
Τη RAGADA τη δημιούργησα προς το τέλος της Σχολής, είχα δει ένα Open Call στη Στέγη. Αρχικά θα υπήρχε μια συνεργασία, μετά μετά τα πράγματα άλλαξαν, ήρθε και η Covid, και εν τέλει δεν παίχτηκε στη Στέγη. Είπαμε λοιπόν να “στήσουμε” αυτή την παράσταση στο σπίτι της κολλητής μου φίλης της Χρυσής (Βιδαλάκη) στην Ηλιούπολη. Φτιάξαμε τα πάντα μόνοι μας και αφού κάναμε κάποιους μήνες πρόβες και ετοιμάσαμε την παράσταση ολοκληρωμένα, καλέσαμε κάποια άτομα της Στέγης να τη δουν απόλυτα έτοιμη. Υπήρξε μια πολύ ωραία ανταπόκριση και εκτίμησαν πολύ τη δουλειά μου.
Γενικά όποιος έχει δει παραστάσεις μου θα καταλάβει ότι δουλεύω πολύ με τις εικόνες και σκέφτομαι με εικόνες. Όταν είδα το Open Call στη Στέγη μου ήρθε για κάποιο λόγο στο μυαλό η εικόνα της μητέρας μου στο νοσοκομείο να με γεννάει. Και μετά εγώ να μπαίνω ξανά ως ενήλικας πιά στο σώμα της μητέρας μου, σαν ολόκληρη ύπαρξη. Άλλη μία δυνατή εικόνα ήταν το ψυγείο στο σαλόνι της γιαγιάς μου στην Αλβανία. Στο σπίτι μέναμε 7, 8 συγγενείς και εγώ κοιμόμουν στο σαλόνι, όπου υπήρχαν φορές που οι διψασμένοι του σπιτιού άνοιγαν μέσα στη νύχτα το ψυγείο για νερό ή φαγητό. Αυτό το λευκό φως του ψυγείου, που ανοίγει σαν σχισμή μέσα στο σκοτάδι, και διαγράφεται ένα πρόσωπο, και μετά κλείνει και εξαφανίζεται. Το ψυγείο είναι το βασικό αντικείμενο της “Ραγάδας” και από εκεί “εκπηγάζουν” πράγματα. Από εκεί αρχίζει και βγαίνει ο κόσμος μου, οι αναμνήσεις μου. Αυτό όλο συνδέθηκε με τη γέννα, τη μητρότητα και τη μητέρα μου που ήταν μαία στην Αλβανία. Ο τίτλος “Ραγάδα” προέκυψε από τη “σχισμή” που δημιουργείται στο σώμα με την εγκυμοσύνη.
Στην παράσταση δεν υπάρχει λόγος, αλλά έπαιρνα live τηλέφωνο τη μητέρα μου και εκείνη περιέγραφε ζωντανά μια τραυματική εμπειρία όταν γέννησε την αδερφή μου. Επειδή ήταν ξένη στην Ελλάδα, μόνη χωρίς τον πατέρα μου, και δεν είχε χρήματα, δεν την ξεγεννούσαν. Στο πλαίσιο της παράστασης, λοιπόν, έπαιρνα τηλέφωνο τη μητέρα μου, η οποία περίμενε επί τούτου αυτό το τηλεφώνημα κάθε βράδυ και μου έλεγε live της ιστορία της. Συνδεόταν κανονικά με την παράσταση και έλεγε την αλήθεια της. Στο τέλος της έλεγα ευχαριστώ, έκλεινε, και συνεχιζόταν η παράσταση.
Αναφέρεις συχνά τη μητέρα σου σαν μια αγωνίστρια της ζωής, άλλο ένα γυναικείο πρότυπό σου…
Η μητέρα μου έχει βιώσει πολλά δύσκολα πράγματα και είναι ΤΟ γυναικείο πρότυπο για μένα. Εμπειρίες που φέρνουν δάκρυα στα μάτια όταν τις διηγούμαι σε φίλους και τις σκέφτομαι. Σαν χαρακτήρας είναι πάρα πολύ δυναμική. Έφυγε με τα πόδια από την Αλβανία όταν άνοιξαν τα σύνορα και ήταν 22 ετών, έκανε τρία παιδιά, τα μεγάλωσε μόνη της, δούλευε 3 δουλειές τη μέρα, καθάριζε σπίτια, καθάριζε σκάλες. Και μέσα σε όλο αυτό δεν μας στέρησε το να πηγαίνουμε στη ζωγραφική, στα αθλήματα, σε μαθήματα χορού. Κάναμε ό,τι κάνουν τα άλλα παιδιά και αν έβλεπες τα επαγγέλματα των γονιών τους θα έλεγες “δεν παίζει”. Απλώς η μητέρα μου έκανε πολλές δουλειές για να μπορεί να μας στηρίξει. Και τα κατάφερε!
Πες μου για την παράσταση “Goodbye, Lindita” που παρουσιάζεις στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου. Πώς λες αυτό το τελευταίο “αντίο” σε ένα αγαπημένο πρόσωπο;
Η “RAGADA” και το “Goodbye, Lindita” είναι τα δύο πρώτα μέρη μιας τριλογίας και τώρα ετοιμάζω και το τελευταίο. Η “RAGADA” αφιερώνεται στη μητέρα μου και μιλάει για τον ερχομό ενός ανθρώπου στη ζωή, το “Goodbye, Lindita” μιλάει για το πένθος και το “αντίο” που λες σε έναν άνθρωπο, για το “φευγιό” και την απώλεια. Και το τρίτο μέρος θα μιλάει για την απουσία. Δηλαδή ένας άνθρωπος έρχεται, φεύγει, αλλά όταν φεύγει μένει κάτι κενό. Πώς διαχειρίζεσαι αυτό το κενό;
Πριν από ενάμιση χρόνο πέθανε ο πατέρας και η μητριά μου (Lindita) που ήταν σαν δεύτερη μητέρα μου και έτσι ξεκίνησα να σκέφτομαι αυτή την παράσταση. Με έναν τρόπο η “Ραγάδα” αφιερώνεται στη μητέρα μου, το “Goodbye, Lindita” στη μητριά μου – και στον πατέρα μου – και το επόμενο έργο κλείνει τον κύκλο γιατί είναι αφιερωμένο στον πατέρα μου.
Η “Lindita” επικεντρώνεται στην απώλεια και στη διαχείριση πένθους. Έχω χρησιμοποιήσει στοιχεία τελετουργίας, ταφικά έθιμα και παραδόσεις πολλών χωρών. Παράλληλα υπάρχει έντονο το στοιχείο των παραδόσεων της Αλβανίας – για παράδειγμα το καθάρισμα του νεκρού – ενώ επίσης θίγονται και ζητήματα που αφορούν στην αλλαγή της καταγωγής ενός ανθρώπου. Έχω βάλει στην παράσταση και ένα στοιχείο για την αλλαγή του ονόματος της μητέρας μου στην Ελλάδα – από Ανίλα σε Άννα. Υπάρχει το στοιχείο: ότι “θα σου αλλάξουν την καταγωγή, θα σου αλλάξουν τη θρησκεία και θα γίνεις ένας δικός μας άνθρωπος“. Το όνομα Lindita στα αλβανικά σημαίνει “η ημέρα της γέννας” και η παράσταση λέγεται “Αντίο στην Ημέρα της Γέννας”, μιλώντας για το πένθος.
Δε θέλω να περιγράφω πιο αναλυτικά τι αντιπροσωπεύει για μένα η παράσταση γιατί μου αρέσει να την … αφήνω ανοιχτή στις ερμηνείες του κάθε θεατή. Αφήνω ανοιχτά όλα τα πεδία, ώστε ο καθένας να μπορεί “να ακουμπήσει” όπου θέλει και να καταλάβει ό,τι θέλει. Εγώ ο ίδιος ως θεατής έχω δυσκολευτεί πολλές φορές σε παραστάσεις, γιατί ένιωθα να μην μπορώ να καταλάβω τα νοήματα του δημιουργού. Μου αρέσει να μην πρέπει να καταλάβουν οι θεατές κάτι συγκεκριμένο και να μην νιώθουν ένοχα ή μειονεκτικά που δεν κατάλαβαν τα ίδια με τον διπλανό τους.
Οι αγώνες των καλλιτεχνών που βγήκαν στους δρόμους για το ΠΔ και για τα Τέμπη λίγο πιο μετά πώς σου φάνηκαν;
Μου φαίνεται πολύ ελπιδοφόρο το ότι νέοι καλλιτέχνες βρίσκουν τρόπους να παλεύουν. Αυτή η άμεση μάζωξη πολλών ανθρώπων που συσπειρώθηκαν γύρω από κάτι, ξάφνιασε πολύ κόσμο. Μου άρεσε που πήγα στον φούρνο της μητέρας μου και μια πελάτισσα μου είπε: “Είδες τι κάνουν οι καλλιτέχνες;”. Ναι, οι καλλιτέχνες δεν είναι μόνο για να πηγαίνετε να διασκεδάσετε στις παραστάσεις τους. Και μπορεί να δείχνουν τη δύναμή τους μέσα από τα έργα τους, αλλά να που τώρα την έδειξαν και με την ενεργή στάση και το παράδειγμά τους.
Κάτι που έχεις στο μυαλό σου σαν μακροπρόθεσμο στόχο;
Με ενδιαφέρει ο κινηματογράφος και τον έχω στα πλάνα μου κάποια στιγμή, αλλά σαν σκέψη, όχι ακριβώς σαν μελλοντικό στόχο. Στο κομμάτι το εξελικτικό θα ήθελα πολύ κάποια στιγμή να έχω τη δυνατότητα να ταξιδέψω με τις παραστάσεις μου. Να πάω στο εξωτερικό, με τα σκηνικά τους ηθοποιούς, και να παίξουμε τις παραστάσεις μου να τις δει ο κόσμος. Να πάμε στην Αλβανία, αλλά και στις χώρες που ζουν οι συγγενείς μου που πάντα ήθελαν να δουν τα έργα μου αλλά δεν μπορούν να έρθουν στην Ελλάδα. Έχω ένα ένστικτο και κάτι μου λέει ότι αυτός ο στόχος θα γίνει κάποια στιγμή πραγματικότητα!
Κρατάνε πολλές ώρες οι παραστάσεις;