ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΒΑΦΤΙΖΟΥΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΑΣ ΔΥΣΦΟΡΙΑ”
Δρομοκαίτειο, Λέρος, Δαφνί: Για μια ψυχιατρική που δε θα ταξινομεί συμπτώματα αλλά θα συνομιλεί με ανθρώπους και για άλλα πολλά συνομιλήσαμε με τον ψυχίατρο Θόδωρο Μεγαλοοικονόμου.
Από τα εντονότερα σφιξίματα κατά τη διάρκεια της δουλειάς ήταν εκείνα που ένιωθα να σχηματίζονται κάτω από το δέρμα μου τις λίγες φορές που μπήκα σε κάποιο μεγάλο ψυχιατρικό ίδρυμα για ρεπορτάζ ή συνέντευξη. Περνώντας τη βαριά πύλη τους, μπαίνεις σε έναν μη – τόπο, όπου τα άτομα ταξινομούνται, ετικετοποιούνται και αντικειμενοποιούνται. Ως αντικειμενοποιημένα πλέον όντα αυτόματα λογίζονται ως λιγότερο ανθρώπινα και άρα εκπίπτουν από τις νομικές, κοινωνικοπολιτικές και πολιτισμικές διαπραγματεύσεις για το αξιοβίωτο.
Γιατί μπορεί να μην υπάρχει πια η «ντροπή της Λέρου» – αφού πρώτα για δεκαετίες κατάπιε χιλιάδες πάσχοντες που εξοστρακίστηκαν εκεί – και μπορεί η φράση «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» να επαναλαμβάνεται σε συνέδρια και ανέξοδα λογύδρια κρατικών αξιωματούχων αλλά η πραγματικότητα που εξελίσσεται μέσα στα ψυχιατρεία, αδιάφορα για την Πολιτεία και την κοινωνία, είναι θλιβερή και βάναυση. Περιλαμβάνει ιδρυματική βία, ακούσιες νοσηλείες, κλειδωμένες πόρτες, καθηλώσεις, υπερδοσολογίες φαρμάκων και ελάχιστη πρόνοια για το χτίσιμο μιας ουσιαστικής σχέσης με τον ασθενή.
«Το ψυχιατρείο δεν χρησιμεύει στη θεραπεία της αρρώστιας αλλά στην καταστροφή του ασθενή» έλεγε ο πρωτοπόρος και ριζοσπάστης Ιταλός ψυχίατρος Φράνκο Μπαζάλια. Και δεν έλεγε μόνο. Δεν ήταν απλά ένας ρηξικέλευθος στοχαστής. Ο Φράνκο Μπαζάλια έκανε. Το πείραμα της Τεργιέστης στο οποίο ηγήθηκε με το κλείσιμο του ψυχιατρείου, τη διαμόρφωση νέων θεραπευτικών προσεγγίσεων που είχαν στο επίκεντρο τους τα δικαιώματα των ψυχικά ευάλωτων και το άνοιγμα στην κοινότητα, αποτελεί μέχρι σήμερα ότι πιο χειροπιαστά ανοιχτόμυαλο και πετυχημένο έχει γίνει για την ψυχική υγεία.
Ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου που διαπνέεται από τις ίδιες αρχές, είχε την ευκαιρία μαζί με έναν κύκλο φωτισμένων ψυχιάτρων τη δεκαετία του 80, να δουν από κοντά εκείνη την προσπάθεια και να κάνουν με τη σειρά τους ό,τι μπορούσαν κι εδώ. Με μια πορεία από το Δρομοκαίτειο, στη Λέρο και από εκεί στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής (Δαφνί), ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου επιτέλεσε ένα αξιοθαύμαστο έργο στην κατεύθυνση της αμφισβήτησης της ασυλικής λειτουργίας, της μεταμόρφωσης των εγκαταλελειμμένων ψυχικά πασχόντων, της επανεννοιολόγησης της ψυχικής ευαλωτότητας εντός των κοινωνικών συμφραζομένων και όχι αποκομμένα από τις κοινωνικές συνθήκες.
Ως συνταξιούχος πλέον εξακολουθεί να είναι ενεργός τόσο στο Δίκτυο Κοινωνικών Ιατρείων, όσο και στην Πρωτοβουλία για ένα πολύμορφο κίνημα στην ψυχική υγεία. Συναντηθήκαμε με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο «Δρομοκαίτειο, Λέρος, Δαφνί. Ο ένας τοίχος μετά τον άλλον» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων και συνιστά ένα πολύτιμο απαύγασμα γνώσης, εμπειρίας και κριτικής για θέματα που ενώ αφορούν τον πυρήνα της κοινωνικής μας ύπαρξης, παραμένουν ανέγγιχτα ταμπού και διευθετούνται με όρους τιμωρίας και αυταρχισμού.
Το όνομα σας είναι ταυτισμένο με την κριτική ματιά στην κυρίαρχη ψυχιατρική και την προσπάθεια για ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Πότε ξεκινάει η διαδρομή σας στον κλάδο;
Κοιτάξτε την ειδικότητα την είχα από το 1982. Δούλευα, όμως, από εδώ κι από εκεί. Το 1986 διορίστηκα στο Δρομοκαίτειο, όπου και ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του ασύλου. Εκεί γνωρίστηκα με ορισμένους ψυχιάτρους που μοιραζόμασταν τους ίδιους προβληματισμούς και οι οποίοι έκαναν στη συνέχεια σπουδαίο έργο στην εφαρμογή προοδευτικών πολιτικών, όπως ο Λουκάς που πήγε στη Λέρο, ο Αστρινάκης που έμεινε στο Δρομοκαίτειο κλπ. Πάντως τότε οι συνθήκες στο ίδρυμα ήταν απερίγραπτες. Υπήρχαν τα λεγόμενα «τιμωρητικά τμήματα», ο Άγιος Ισίδωρος για τους άνδρες και η Αγία Μαρκέλλα για τις γυναίκες. Ήταν δύο κλειστά τμήματα, όπου τοποθετούσαν αυτούς που θεωρούσαν «δύσκολους» ασθενείς, σύμφωνα με τους κανόνες πειθαρχίας του ιδρύματος. Τους πήγαιναν εκεί, λοιπόν, όπου κάποιοι έμεναν για όλη τους τη ζωή. Μιλάμε για μια άθλια κατάσταση, με τον έναν ασθενή πάνω στον άλλον, ούτε τραπέζι να φάνε δεν είχαν, συμβίωναν με ποντίκια, ήταν σχεδόν πάντα κλειδωμένοι και δεμένοι. Επικεντρωθήκαμε εκεί για αρχή. Το τμήμα των γυναικών έκλεισε σχετικά γρήγορα. Εγώ με μια ομάδα επιστημόνων πήγαμε στο τμήμα ανδρών και κατορθώσαμε μετά από δύο χρόνια να κλείσει οριστικά. Δυστυχώς, οι καθηλώσεις δε σταμάτησαν, γίνονταν και γίνονται μέχρι σήμερα. Ωστόσο, ήταν μια πρώτη κίνηση αμφισβήτησης του υπάρχοντος.
Η ΛΕΡΟΣ ΤΟ 1990
Επόμενος σταθμός: Λέρος. Είχαν προηγηθεί οι αποκαλύψεις για το όνειδος που κρύβονταν πίσω από τους τοίχους του ιδρύματος. Πάνω σε ποιες αρχές στηρίξατε τη θεραπευτική παρέμβαση;
Στη Λέρο πήγα το 1990. Η Ελλάδα έπρεπε να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση κατ’ εντολή των Βρυξελλών για να μην υπάρχει η ντροπή της Λέρου. Ήδη από το 1982 ο τότε Υπουργός Υγείας είχε αναγκαστεί να σταματήσει τη μεταφορά νέων ασθενών στο νησί. Αυτό που συνέβαινε ήταν μια ακραία εκδοχή της ψυχιατρικής εξόντωσης των ανθρώπων μέσα από απανθρωποιητικές πρακτικές. Στο κέντρο τους βρίσκονταν η έννοια του «ανίατου» που είναι μια ψυχιατρική κατασκευή, δηλαδή ο ασθενής που δεν ανταποκρίνεται στα δικά μας θεραπευτικά εργαλεία. Αυτό επ’ ουδενί δε σήμαινε ότι το υποκείμενο παύει να έχει μια συνολική ανθρώπινη υπόσταση που πιθανόν χρειάζεται άλλες προσεγγίσεις για να βγει στη επιφάνεια. Εμείς αυτό που κάναμε βασίζονταν στην κατεύθυνση του Μπαζάλια, ότι δε συνομιλούμε με την αρρώστια αλλά με τον άρρωστο άνθρωπο. Επιδιώξαμε να συνομιλήσουμε με δυσκολεμένους ανθρώπους και με τις ανάγκες τους, να μπορέσουν για παράδειγμα να έχουν ρούχα, να έχουν θεραπευτές για να τους συνοδεύσουν να βγουν στην κοινότητα. Αυτά ήταν πράγματα που βοήθησαν να ανακτήσουν τη χαμένη τους υπόσταση. Γιατί ποτέ η εκμηδένιση του ανθρώπου δεν είναι απόλυτη. Αν διαμορφωθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες, θα εκδηλώσει πάλι χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του.
Για κάποιους ανθρώπους που είχαν μείνει πολλά χρόνια στη Λέρο, είχαν πλέον χαθεί τα ίχνη της γενεαλογίας τους, ούτε τον τόπο καταγωγής τους δε μπορούσες να βρεις. Για κάποιους άλλους έγινε εφικτό να πάρουν εξιτήριο και να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Επίσης, ήταν μεγάλο το ποσοστό των θανάτων.
Γυρίστηκε μια ταινία τότε από μια κινηματογραφίστρια για το Channel 4, κατέγραφε τους ασθενείς πριν ξεκινήσουν τα προγράμματα και ξανά το 1994 που είχε γίνει δουλειά. Έβλεπες, λοιπόν, το ίδιο άτομο που ήταν πριν γυμνό στο ίδρυμα, να είναι ντυμένο μετά σε διαμέρισμα στην κοινότητα και να δίνει συνέντευξη. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους θαύμα. Προφανώς υπήρχε πρόβλημα με τις πολιτικές που ασκούνταν τόσα χρόνια. Για κάποιους ανθρώπους που είχαν μείνει πολλά χρόνια στη Λέρο, είχαν πλέον χαθεί τα ίχνη της γενεαλογίας τους, ούτε τον τόπο καταγωγής τους δε μπορούσες να βρεις. Για κάποιους άλλους έγινε εφικτό να πάρουν εξιτήριο και να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Επίσης, ήταν μεγάλο το ποσοστό των θανάτων. Ο μέσος όρος ηλικίας πριν ξεκινήσουν τα προγράμματα ήταν κάτω από τα 50 έτη, εξαιτίας της εγκατάλειψης των ασθενών. Μετά ήρθε μια παθολόγος που ασχολήθηκε με την καλυτέρευση της υγείας τους, βελτιώθηκε το φαγητό, πήραν κάποια κιλά, ανέβηκε ο αιματοκρίτης τους, όλα αυτά σηματοδότησαν την αλλαγή. Βέβαια, μόλις μεταβλήθηκε η εικόνα του ψυχιατρείου κόπηκαν και τα προγράμματα, ενώ απέμεναν πολλά ακόμα να γίνουν.
Οι εργαζόμενοι/ες στο ψυχιατρείο γιατί ανέχτηκαν μια τέτοια βαναυσότητα προς τους ασθενείς για δεκαετίες; Οφείλονταν σε άγνοια, τους είχε μεταφερθεί δηλαδή πως αυτός ήταν ένας σωστός τρόπος διαχείρισης ή μέσα από την κανονικοποίηση εν τέλει ατόνησαν και οι δικές τους ευαισθησίες;
Η Λέρος είχε την ατυχία να είναι από τα νησιά που χρησιμοποιήθηκαν για διάφορες ομάδες «απόβλητων» της κοινωνίας. Είχε κληρονομήσει τους στρατώνες των Ιταλών. Εκεί είχαν βάλει παλιότερα τα παιδιά της Φρειδερίκης για εθνική αναμόρφωση. Όταν τέθηκε το ζήτημα του υπερσυνωστισμού των ψυχιατρείων κι έψαχναν πως θα ξεφορτωθούν τους πάσχοντες, ήρθε η πρόταση από έναν βουλευτή Δωδεκανήσου για τη Λέρο, με το επιχείρημα ότι υπήρχαν οι στρατώνες και ότι το νησί είχε μεγάλη ανεργία. Έτσι σε μια συνεργεία ψυχιατρικής και πολιτικής οργανώθηκε η μεταφορά των ασθενών από το 1958 κι ύστερα. Οι προσλήψεις για το προσωπικό έγιναν από τους ντόπιους. Είχαν φτάσει σε ένα σημείο, όπου πάνω από το 60% του ενεργού πληθυσμού της Λέρου εργαζόταν στο ψυχιατρείο. Ήταν η μοναδική δυνατότητα που έδιναν στους κατοίκους να επιβιώσουν οικονομικά. Επομένως, κι οι ίδιοι υπερασπίζονταν το ψυχιατρείο και ήταν καχύποπτοι απέναντι σε κριτικές φωνές.
Ας μη ξεχνάμε ότι τα ίδια έλεγε κι ο Χρυσοχοίδης όταν ήθελε να κάνει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων στα νησιά, ότι θα αποτελέσουν εστίες ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας. Όπως οι ασθενείς έφτασαν σε αυτή την κατάσταση εξαιτίας της ψυχιατρικής αντίληψης, έτσι εμπεδώθηκε μια κατάσταση και για το προσωπικό, ότι είναι φύλακες και μόνο έτσι μπορούν να δουλέψουν. Όταν, όμως, ξεκίνησε το έργο, διαπίστωναν σταδιακά οι εργαζόμενοι πως και η δική τους ζωή μετασχηματίζονταν μέσα από την οικοδόμηση μιας διαφορετικής σχέσης με τον ασθενή. Δεν ήταν πλέον αυτοί που ελέγχουν και καταστέλλουν αλλά αυτοί που συνοδεύουν έναν άνθρωπο στο ταξίδι της κοινωνικής επανένταξης. Αποδείχθηκε στην πράξη πως οι ίδιοι άνθρωποι που δούλευαν μέσα, πλέον μπορούσαν να δουλέψουν με τους ασθενείς έξω στην κοινότητα και κάποιοι έκαναν φοβερή δουλειά, έφτασαν μέχρι να παίρνουν και τους ασθενείς σπίτι τους για φαγητό. Η δυσπιστία που υπήρχε ότι είναι μολυσμένοι διαλύθηκε. Έγιναν 27 διαμερίσματα συνολικά στη Λέρο, δηλαδή μιλάμε για πάνω από 100 άτομα στην κοινότητα.
Σας θλίβει το γεγονός ότι στις ίδιες εγκαταστάσεις τοποθετήθηκαν αργότερα πρόσφυγες; Σα να εγχαράχτηκε ως τοπολογία «ανεπιθύμητου».
Φυσικά. Εμείς τότε θέσαμε το ζήτημα της αξιοποίησης των κτιρίων. Είχαμε προτείνει να γίνει ένα μουσείο ψυχιατρικής ιστορίας κι ένα κέντρο ψυχικής υγείας για την κοινότητα. Αυτά τα πράγματα δεν έγιναν ποτέ. Στους χώρους αυτούς διαδέχτηκαν τους ασθενείς οι πρόσφυγες. Τώρα έχουν τους πάει στο κλειστό στρατόπεδο που αν το δει κανείς είναι ένα έργο 100ετίας, αφορά το μέλλον μας ως κοινωνία. Χρησιμοποιείται ξανά η Λέρος σαν ένας τόπος εγκλεισμού και πάλι με το δέλεαρ της δουλειάς στους ντόπιους γιατί προσλαμβάνονται εκεί για διάφορα πόστα.
Τα δυο Κεντρα Ψυχικης Υγειας που κανεις δεν ενδιαφερθηκε να τα φτιαξει
Εμείς γνωριστήκαμε πριν κάποια χρόνια στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας Αγίων Αναργύρων, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με το 9ο τμήμα στο Δαφνί και αποτέλεσε ένα δημιούργημα της προσπάθειας που καταβάλατε με την ομάδα σας. Μπορείτε να μας μιλήσετε λίγο γι’ αυτό;
Στο Δαφνί πήγα το 1999, συνέπεσε με τον σεισμό που έθεσε εκτός λειτουργίας το ίδρυμα για τρία χρόνια. Έκανα μια πρόταση τότε να μην επιστρέψουμε στο Δαφνί, όπως ήταν αλλά δεν εισακούστηκε. Θεωρήθηκε κάτι σαν προσωπική παραξενιά. Ξαναχτίστηκε κανονικά το ψυχιατρείο με όλα τα τμήματα κλειδωμένα. Παρ’ όλα αυτά έγινε δυνατό να συγκροτηθεί μια ομάδα γύρω από το 9ο ψυχιατρικό τμήμα που έβαλε άλλους στόχους. Προσπαθήσαμε σε ένα εχθρικό περιβάλλον να τους επιτεύξουμε και δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Ανακαλύψαμε ότι υπήρχαν θεσμοθετημένα από το 1988 δύο Κέντρα Ψυχικής Υγείας που κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τα φτιάξει. Τρέξαμε στην ευρύτερη περιοχή να βρούμε χώρο και το 2006 καταφέραμε να ανοίξει το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Αγίων Αναργύρων. Μπορέσαμε να το λειτουργήσουμε κυρίως με το προσωπικό που ήδη δούλευε στο 9ο, κάναμε αυτό που λέμε διασύνδεση ανάμεσα στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας και στο κέντρο νοσηλείας, στη λογική να μειώσουμε τις ακούσιες νοσηλείες, οι άνθρωποι να μπαίνουν μέσα μόνο όταν χρειάζονται νοσηλεία εκούσια.
Οι πόρτες στο 9ο ήταν ανοιχτές – ήταν το μόνο τμήμα με ανοιχτές πόρτες. Για εμάς ήταν δευτερεύουσας σημασίας αν κάποιος θα το έσκαγε, διότι γνωρίζαμε πως θα ξαναγύριζε να μας βρει. Σημασία είχε να μην υπάρχει η αίσθηση της φυλακής. Μετά από κάμποσο καιρό πετύχαμε να μηδενίσουμε σχεδόν τις καθηλώσεις. Γίνονταν δέκα την εβδομάδα πριν ξεκινήσουμε και μετά το πολύ τέσσερις το χρόνο. Έγινε εξαιρετική δουλειά από νοσηλεύτριες στην κοινότητα και οι άνθρωποι σπάνια χρειάζονταν νοσηλεία. Το μειονέκτημα ήταν ότι αναγκαστήκαμε να δουλεύουμε σε έναν γιγάντιο τομέα 400.000 κατοίκων ενώ θα έπρεπε να είναι το πολύ 100.000 κατοίκων.
Για ποιους λόγους κατά την άποψη σας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ η ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα;
Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση εδώ και 30 χρόνια είναι απλά μια εκσυγχρονιστική λειτουργία του συστήματος προς τα έξω αλλά μέσα δουλεύει με τον ίδιο τρόπο. Η κάθε οικογένεια είναι μόνη κι αβοήθητη. Αν έχει ένα πρόβλημα δεν έχει που να καταφύγει, πάει στον εισαγγελέα, ο εισαγγελέας στην αστυνομία, αυτό γινόταν πριν 30 χρόνια αυτό γίνεται και σήμερα. Μάλιστα επειδή η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης, μπορεί και η μοναδική, όπου οι ακούσιες νοσηλείες διεκπεραιώνονται την αστυνομία, η νέα υφυπουργός – που την ονομάζω «υφυπουργό των ιδιωτικών κλινικών» γιατί ακόμα και οι ακούσιες νοσηλείες δίνονται απευθείας στις ιδιωτικές κλινικές, πέρασε πρόσφατα μια νομοθετική ρύθμιση που συστήνει την υλοποίηση ακούσιων εντολών από ψυχίατρο και νοσηλευτή αλλά πάντα θα είναι και αστυνομικός μαζί τους. Οι ψυχίατροι και οι νοσηλευτές δεν θα έχουν κάποια σχέση με τον ασθενή, απλώς θα ειδοποιούνται να πάνε σπίτι να τον πείσουν να μπει στο νοσοκομείο και αν δε μπορέσουν θα έχουν από δίπλα και τον αστυνομικό. Μια κανονική κοροϊδία μόνο και μόνο για να φανεί ότι εφαρμόζουν τις οδηγίες που έρχονται από διεθνείς φορείς, όπως η Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων.
Η πραγματικη θεραπεια προϋποθετει κοινωνικη ζωη
Μιας που το αναφέρατε, το ποσοστό των ακούσιων νοσηλειών είναι εξαιρετικά υψηλό.
Είναι γύρω στο 60-65% κι αυτό αρκεί για να καταλάβουμε ότι δεν έχει υλοποιηθεί η ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Διαθέτουμε ελάχιστα Κέντρα Ψυχικής Υγείας που δεν κάνουν επισκέψεις κατ’ οίκον, δεν ασχολούνται με την κοινοτική δουλειά και κλείνουν το ένα πίσω από το άλλο. Εδώ έχουμε το φαινόμενο να σου κάνουν μια ακούσια και τη μια φορά πας Δρομοκαιτειο, την άλλη στο Γεννηματά, σε όποιο εφημερεύει χωρίς μέριμνα για τη θεραπευτική συνέχεια. Χρειάζονται δομές μέσα στην κοινότητα που να ξέρει ο κόσμος ότι μπορεί να απευθυνθεί εκεί και να ευαισθητοποιούν παράλληλα την κοινότητα. Πρέπει να πας να μιλήσεις με το άτομο που υποφέρει και να χτίσεις μια θεραπευτική σχέση. Πρέπει να στηρίζεται η οικογένεια, να διατίθενται θέσεις εργασίας για τους ασθενείς, να διασφαλίζεται ένα εισόδημα. Δε μπορεί να λέμε στους ανθρώπους με ψυχιατρική εμπειρία να μείνουν σπίτι μέχρι να τελειώσει η ζωή τους.
Χρειάζονται δομές μέσα στην κοινότητα που να ξέρει ο κόσμος ότι μπορεί να απευθυνθεί εκεί και να ευαισθητοποιούν παράλληλα την κοινότητα. Πρέπει να πας να μιλήσεις με το άτομο που υποφέρει και να χτίσεις μια θεραπευτική σχέση.
Η πραγματική θεραπεία προϋποθέτει κοινωνική ζωή, σχέσεις, νόημα και προοπτική. Όσο πιο περίπλοκες είναι οι ανάγκες ενός ανθρώπου, τόσο πιο περίπλοκές πρέπει να είναι οι αποκρίσεις της κοινωνίες. Εδώ γίνεται αντίστροφα. Όσο πιο περίπλοκες είναι οι ανάγκες ενός ανθρώπου τόσο πιο εύκολη είναι η απόρριψη. Σήμερα έχει επικρατήσει το απόλυτα βιολογικό μοντέλο, ότι ο άνθρωπος είναι η χημική του ανισοροποία στον εγκέφαλο, οπότε θα πάρει το φάρμακο του να μη δημιουργεί πρόβλημα, διότι το φάρμακο από μόνο του δε σε θεραπεύει, απλά σε ησυχάζει. Το ερώτημα είναι αν θέλουμε τον άνθρωπο ανδρανοποιημένο μέσα στο σπίτι του να μην ενοχλεί ή να αποκτήσει μια κοινωνική υπόσταση; Πρέπει η τεχνική δραστηριότητα να είναι συνυφασμένη με την πολιτική δραστηριότητα και να αμφισβητούμε τους θεσμούς που είναι απορριπτικοί στην κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου. Μόνο έτσι η ψυχιατρική δεν θα είναι μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου.
Έχω την αίσθηση, επίσης, ότι η διαδικασία για μια ακούσια νοσηλεία είναι ξέφραγη με αποτέλεσμα να μην αποφεύγονται οι αυθαιρεσίες.
Ισχύει πως σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πολύ εύκολο να γίνει μια ακούσια νοσηλεία, εξαρτάται από τον εισαγγελέα και τον ψυχίατρο που τυχαίνουν κάθε φορά. Είναι το πεδίο της απροσδιοριστίας, η «γυμνή ζωή» που έλεγε ο Αγκάμπεν. Κρίνουν ότι δεν είσαι καλά, βάζουν μια υπογραφή κι έληξε. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο η κοινωνία να μην βλέπει τον Άλλον σαν ένα αρνητικό ον που προκαλεί φόβο αλλά σαν έναν άνθρωπο που δεν είναι καλά και θέλει βοήθεια.
ΥΠΕΡΔΟΣΟΛΟΓΙΑ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Ο συνήθης τρόπος αντιμετώπισης των πασχόντων στα ψυχιατρεία μέσα από μεθόδους που κι εσείς έχετε στηλιτεύσει, όπως οι καθηλώσεις, η υπερδοσολογία φαρμάκων, η αποκοπή από δραστηριότητες, πως επιδρά στην αυτοεικόνα τους;
Ο ίδιος ο ασθενής ενσωματώνει την εικόνα που κατασκευάζουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Όταν σε κάθε σου αίτημα η απάντηση είναι η απόρριψη και η βία, όταν χαρακτηρίζεσαι ως μη «κανονικός» και τίθεσαι έξω από οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, είναι αναμενόμενο να αφομοιώνεις αυτή την κοινωνική στάση και είτε να αντιδράς σε οτιδήποτε, είτε να γίνεσαι ένα υπάκουο άτομο που παίρνει τα φάρμακα του και κάθεται στην άκρη, αυτό που έχει κωδικοποιηθεί ως «ιδρυματοποίηση». Άντε να σου κάνουν και μια ψυχοθεραπεία με στόχο να γίνεις προσαρμόσιμος σε αμετάβλητες συνθήκες κι όχι να παλέψουμε να μεταβληθούν οι συνθήκες που ζούμε. Ο στόχος πάντα είναι η υπακοή και η συμμόρφωση και όχι η ενδυνάμωση του ατόμου.
Πιστεύετε πως το στίγμα για την ψυχική νόσο είναι από τα πλέον άκαμπτα και απολύτως ενεργό μέχρι σήμερα;
Το θέμα της ψυχικής νόσου εξακολουθεί να συνιστά αφορμή για τον αποκλεισμό ενός ανθρώπου. Είχαν διεξαχθεί έρευνες παλιότερα που έδειχναν πως η κατηγορία που πιο δύσκολα γινόταν αποδεκτή σε μια γειτονιά είναι άτομα που έχουν βγει από το ψυχιατρείο. Για να καταπολεμηθεί το στίγμα απαιτείται σοβαρή και διαρκής δουλειά στην κοινότητα. Από την άλλη τα κανάλια έχουν παίξει άσχημο ρόλο στην αναπαραγωγή του στίγματος και των διαφόρων μυθολογιών. Το ποσοστό των εγκλημάτων που διαπράττουν οι ψυχικά ασθενείς δεν είναι υψηλότερο από του γενικού πληθυσμού, μη σου πω είναι χαμηλότερο. Τα εγκλήματα που γίνονται είναι μέσα στην οικογένεια και αφορούν σε προβληματικές σχέσεις που έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Το πρόβλημα μιας οικογένειας, όμως, συνήθως δε μαθαίνεται την ημέρα του φόνου. Είναι γνωστό αρκετά νωρίτερα αλλά κανείς δεν κάνει κάτι για να βοηθήσει.
Το πλαίσιο εποπτείας και λογοδοσίας για τις ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές είναι επαρκές; Ξέρουμε δηλαδή τι συμβαίνει εκεί μέσα;
Για να αποκτήσουμε γνώση για μια ιδιωτική κλινική πρέπει να έρθει στο φως ένα μεγάλο σκάνδαλο. Γενικά είναι ένας χώρος πλήρους ασυδοσίας και η ασυδοσία ενισχύεται από τις πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις, που προβλέπουν τη δυνατότητα απευθείας εφαρμογής ακούσιων νοσηλειών στις ιδιωτικές κλινικές. Θα μπορούσε ένας ψυχίατρος που έχει σχέση με ιδιωτική κλινική να υπογράψει αβίαστα και να κανονίσει να σε πάνε κατευθείαν εκεί. Δε μπορούμε να νιώθουμε εμπιστοσύνη ότι σέβονται τα δικαιώματα του ανθρώπου. Επίσης, είναι εύκολο να χρησιμοποιηθούν για την επίλυση οικογενειακών και περιουσιακών διαφορών, για το ξεφόρτωμα ανθρώπων.
Τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία είναι πιθανό, εκτός της ιδρυματικής βίας, να υποστούν κι άλλες μορφές βίας, όπως η αστυνομική, η ρατσιστική, η σεξιστική. Έχουμε υπόψη μας τέτοιες περιπτώσεις. Μοιάζει, όμως, κάπως ανεκτή αυτή η βία, σα να αφήνει ασυγκίνητο το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας.
Μα έχουμε και πρόσφατο περιστατικό αστυνομικής βίας εις βάρος ψυχικά πάσχοντα και παρότι γνωστοποιήθηκε, δεν παρατηρήσαμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τον κόσμο. Για να είναι σαφές, αστυνομική βία σημειώνεται σχεδόν σε κάθε εκτέλεση εντολής για ακούσια νοσηλεία και σε όλα της τα στάδια, μέχρι και σπασίματα πόρτας έχουν καταγραφεί. Ο ψυχικά ασθενής εκλαμβάνεται ως ενοχλητικός και πιθανά να γίνεται ενοχλητικός. Θα τον αντιμετωπίσεις με αλληλεγγύη ή με εγκατάλειψη; Αυτό είναι το διακύβευμα για κάθε παρέα, συλλογικότητα, γειτονιά που έχει ένα τέτοιο μέλος. Είναι σημαντικό ακόμα κι αν ένας γνωστός μας νοσηλεύεται να μην τον παρατήσουμε, να τον επισκεπτόμαστε, να έχουμε πληροφόρηση για τη μεταχείριση που έχει, να αμφισβητούμε κατασταλτικές μεθόδους. Φροντίδα χρειάζονται και οι οικογένειες τους που βιώνουν κι αυτές μια οδύνη, να νοιαστείς πως είναι αυτή η οικογένεια. Πάντα δηλαδή το ερώτημα της ψυχικής υγείας επιστρέφει στο πως είναι οργανωμένη η κοινωνία.
“Η φτώχεια είναι το σπίτι της τρέλας”
Κοινωνικοί παράγοντες όπως η φτώχεια, ο ρατσισμός, η έμφυλη βία διαμορφώνουν τους όρους για τη γέννηση ή την ενίσχυση της ψυχικής ευαλωτότητας;
Ναι, είναι παράγοντες που λειτουργούν αιτιοκρατικά αλλά και ευοδώνουν την ευαλωτότητα που ήδη υπάρχει. «Η φτώχεια είναι το σπίτι της τρέλας», είναι γνωστή αυτή η φράση από παλιά. Αυτοί που καταλήγουν στον πάτο του συστήματος είναι συνήθως φτωχοί, οι πλούσιοι έχουν άλλες δυνατότητες απόκρισης εκτός αν μιλάμε για υποθέσεις που έχουν στη μέση οικονομικές συγκρούσεις. Το θέμα της προσφυγιάς είναι τεράστιο. Σημειωτέον η ψυχιατρική κοινότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά διεθνώς, δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα προσφυγικά υποκείμενα, γιατί δεν καταλαβαίνει τις εκδηλώσεις της ψυχικής υγείας σε άλλη κουλτούρα. Μπορεί ο πόνος του άλλου να παίρνει μορφές που τις βαφτίζουμε ψύχωση. Η αντιμετώπιση που έχουν είναι αιτία για το ψυχιατρικό τους πρόβλημα. Ο ρατσισμός εδώ έχει κεντρικό ρόλο. Έρευνες που είχαν πραγματοποιηθεί παλιότερα στην Αγγλία, έδειξαν ότι οι μη λευκοί είχαν περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με σχιζοφρένεια και να υποστούν κατασταλτικές μεθόδους. Ο Φουκώ είχε πει ότι η ψυχιατρική είναι ο ρατσισμός απέναντι στο διαφορετικό. Και βέβαια, ο εθνοτικός και ψυχιατρικός ρατσισμός ενώθηκαν στο ναζισμό.
Η ψυχιατρική χρειάζεται μια γενναία αυτοκριτική για τον ρόλο που ιστορικά έχει παίξει σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους και τις πρακτικές απανθρωποίησης που έχει κατά καιρούς ενστερνιστεί;
Η ψυχιατρική έχει απομακρυνθεί αρκετά από τη δυνατότητα να κάνει αυτοκριτική. Θεωρεί πως τα πάντα είναι χημικές ουσίες στον εγκέφαλο, ταξινομεί συμπτώματα, δίνει φάρμακα. Δεν υπάρχει δυστυχώς στις μέρες μας η αμφισβήτηση που αναπτύχθηκε το 70 και οδήγησε σε μια σειρά προοδευτικών μεταβολών. Αυτή τη στιγμή επιχειρείται η μετονομασία της κοινωνικής δυσφορίας σε κατάθλιψη, ότι όλη η κοινωνία έχει κατάθλιψη και καταναλώνει αντικαταθλιπτικά. Αν είσαι άνεργος, κλείνεσαι σπίτι σου, ντρέπεσαι, δε γίνεται η θεραπεία που σου προσφέρεται να είναι μόνο τα αντικαταθλιπτικά. Τα κοινωνικά προβλήματα θέλουν κοινωνικές απαντήσεις.