Τζορτζ Μίλερ και Τίλντα Σουίντον στις Κάννες. AFP

ΜΕΤΑ ΤΟ “MAD MAX FURY ROAD”: ΤΖΟΡΤΖ ΜΙΛΕΡ ΚΑΙ ΤΙΛΝΤΑ ΣΟΥΙΝΤΟΝ ΜΑΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΠΟΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥΣ

7 χρόνια μετά το αριστούργημα Mad Max: Fury Road, o Τζορτζ Μίλερ επιστρέφει με νέα ταινία, το ρομαντικό έπος φαντασίας 3000 Χρόνια Προσμονής. Καθίσαμε με τον Μίλερ και την πρωταγωνίστρια Τίλντα Σουίντον για να μιλήσουμε για μύθους και αφηγήσεις– στο σινεμά και τη ζωή.

7 χρόνια μετά, επιστρέφει. Καθώς ήδη ετοιμάζεται η επόμενη ταινία του, ένα πρίκουελ πάνω στην Φουριόσα (με την Άνια Τέιλορ-Τζόι πλέον στο ρόλο που ενσάρκωσε η Σαρλίζ Θερόν), ο Τζορτζ Μίλερ κατάφερε να πραγματοποιήσει ένα φιλμικό πρότζεκτ πάθους για τον ίδιο.

Γυρισμένο ανάμεσα στα δύο Mad Max κεφάλαια, και ξεκάθαρα χρησιμοποιώντας την επιτυχία του Fury Road (και την επερχόμενη Furiosa) ως διαπραγματευτικό κεφάλαιο, ο Μίλερ κατάφερε να αποσπάσει ένα γενναίο μπάτζετ από το στούντιο της Warner ώστε να γυρίσει ένα φιλόδοξο, ακριβό, αλλά τελικά αρκετά οικείο παραμύθι. Αυτά τα φιλμ-λευκές επιταγές δεν είναι άλλωστε κι οι πιο συναρπαστικές ιστορίες του Χόλυγουντ;

Σε αυτό το απόλυτα προσωπικό νέο πρότζεκτ του Μίλερ, το οποίο συνέγραψε με την κόρη του, πρωταγωνιστεί η Τίλντα Σουίντον στο ρόλο μιας μοναχικής γυναίκας που ειδικεύεται σε ιστορίες και αφηγήσεις. Η οποία θα βρεθεί σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Κωνσταντινούπολη μαζί με ένα τζίνι που ανακαλύπτει τυχαία (Ίντρις Έλμπα), το οποίο πριν εκπληρώσει τρεις ευχές της, της αφηγείται την ιστορία της δικής του ύπαρξης.

Αυτό που είναι στην ουσία ένα φιλμ δωματίου, μετατρέπεται σε μια παραλλαγή πάνω στο μοτίβο της Σεχραζάντ, άλλη μια συλλογή μετα-αποκαλυπτικών οραμάτων με παράφορα ρομαντικές πτυχές ανθρώπων παθιασμένων και χαμένων σε έναν κόσμο που μοιάζει διαρκώς στο χείλος του γκρεμού. Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει: Ο άνθρωπος που κάδραρε το άγχος για το τέλος του κόσμου μέσα από ιστορίες σαν το Mad Max μεν, αλλά και ιστορίες σαν το οικογενειακό δράμα Lorenzo’s Oil ή το παιδικό animation Happy Feet Two, προσεγγίζει ξανά την απόλυτη υπαρξιακή του αγωνία αλλά αυτή τη φορά με όχημα ένα τελείως διαφορετικό και απρόσμενο στόρι.

«Όταν κάποιος με ρωτά ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που χρειάζεσαι στο σινεμά, αλλά και κάθε καλλιτέχνης– κάθε προσπάθεια γενικότερα– είναι ότι οδηγείται από την περιέργεια», μας λέει ο Τζορτζ Μίλερ, με ένα αθώο χαμόγελο ανακάλυψης διαρκώς σχηματισμένο στο πρόσωπό του, καθώς μας κοιτάει πίσω από τα χαρακτηριστικά του γυαλιά ηλίου. «Πιστεύω πως οι άνθρωποι που ζαρώνουν ως υπάρξεις, είναι επειδή χάνουν την περιέργειά τους για τον κόσμο. Εμένα η περιέργειά μου εκφράζεται στην αφήγηση».

«Αλλά ίσως η περιέργεια να είναι προαπαιτούμενη για καλή αφήγηση, και στον αφηγητή αλλά και στον αναγνώστη», συνεχίζει τη σκέψη του η Τίλντα Σουίντον, που κάθεται δίπλα του στο τραπέζι μας. «Στο σινεμά ξέρουμε όλοι το κόστος του να λες “ω, ξέρω πού πάει αυτό”. [γελάνε] Ειδικά όσοι έχουμε δει πολλά φιλμ, δεν θέλουμε να νιώσουμε πως ηχούν οι καμπάνες του γνώριμου». Και τα 3000 Χρόνια Προσμονής σίγουρα δεν απειλούνται από τις «καμπάνες του γνώριμου», αυτό είναι το σίγουρο.

Ραχοκοκαλιά του φιλμ είναι η αλληλεπίδραση των δύο ηθοποιών που παίζουν τους χαρακτήρες τους σαν οντότητες έξω από τον χώρο και τον χρόνο. Είναι εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, αλλά μοιάζουν να μην ανήκουν ποτέ και πουθενά. Το τζίνι μας ταξιδεύει σε περασμένους αιώνες και σε βασίλεια που έχουν χαθεί από τον χάρτη καθώς αφηγείται τις ιστορίες με τους χαμένους του έρωτες, σε μια συνεχιζόμενη αγωνιώδη αναζήτηση του Τέλειου Τέλους. «Όλες οι ιστορίες μας διδάσκουν πως οι τρεις ευχές πάντα κρύβουν κάποια παγίδα», λέει η Σουίντον σε πολλά σημεία της ταινίας.

Όμως κι η ζωή έτσι δεν είναι; Αν ξέρεις πως νομοτελειακά, τα πάντα θα καταλήξουν σε πόνο, σε απώλεια, σε κάτι το εγγενώς και αναπόδραστα ατελές, τότε τι σημαίνει το ότι συνεχίζουμε, πάντα, να προσπαθούμε; Ίσως έχει να κάνει με τη μυθολογία, και το πώς λειτουργεί προσωπικά στο κάθε άτομο. Ο Μίλερ απαντά τις ερωτήσεις μας με μεγάλο ενδιαφέρον και με διάθεση επέκτασης και εξερεύνησης, κι η Σουίντον δίπλα του μοιάζει να μην αφήνει λέξη του σκηνοθέτη να πέσει κάτι χωρίς να την επεξεργαστεί.

Μοιάζουν με ένα απολαυστικό δίδυμο ως συνεργάτες αλλά και ως άνθρωποι, δύο φύσει ευγενικές και καλοσυνάτες παρουσίες με πολλή διάθεση κουβέντας. Τους ρωτάμε λοιπόν, ορμώμενοι από αυτές τις ιδέες στην καρδιά της ταινίας, από πού πηγάζει το ενδιαφέρον για τη μυθολογία.

Η Τίλντα Σουίντον στις Κάννες. AFP

«Εγώ συνειδητοποίησα πρόσφατα ότι από πολύ μικρή ηλικία –κι είναι κάτι πολύ πρακτικό και μπανάλ αυτό που διαπίστωσα– είχα συναίσθηση ότι τα πράγματα δεν είναι όπως στα λένε όταν είσαι παιδί. Κι αυτή η ελαφρά μετατόπιση για μένα ως παιδί ήταν σημαντική, ήταν σαν σπόρος», ξεκινά η Σουίντον.

«Όταν μεγάλωνα υπήρχε πάντα η αίσθηση ότι αν γεννιόσουν σε μια συγκεκριμένη στιγμή και μέρος, θα ζούσες μια συγκεκριμένη ζωή. Είχες ένα μικρό μενού από το οποίο θα διάλεγες, ήξερες που είναι τα όρια. Πολύ νωρίς θέλησα να εξερευνήσω πέρα από αυτό. Κι αυτό το πράγμα στο μυαλό μου το σκεφτόμουν ως μύθο. Κι απέδειξα στον εαυτό μου ότι ο κάθε τέτοιος μύθος ήταν προκλητέος».

«Έμαθα», καταλήγει, «ότι δεν πρέπει να μην εμπιστεύομαι τις ιστορίες, αλλά να έχω πάντα μια συναίσθηση ότι κάθε ιστορία, κάθε τι που σου πουλάνε, είναι μια αφήγηση».

Κι εσύ, Τζορτζ;

«Πιστεύω για μένα αρχίζει με τις πρώτες ιστορίες που ακούμε. Ακόμα και τα παιδικά νανουρίσματα αυτό είναι– βοηθούν να να γίνει μια κατανόηση του περιβάλλοντός μας όχι μέσω της εκλογίκευσης αλλά μέσα από το συναίσθημα και τη μεταφορά, που όμως αναφέρεται στα προβλήματα του κόσμου. Υπάρχει αυτή η ιδέα σε όλες τις κουλτούρες. Παιδαγωγική μυθολογία. Σε όλες τις ιστορίες υπάρχει ο παράγοντας της μάθησης. Όλες οι ιστορίες είναι, βασικά, μαγεία», λέει ο σκηνοθέτης.

Ο Τζορτζ Μίλερ στις Κάννες. AFP


«Ένα παιδί θα θέλει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά κι αυτό λέει κάτι σημαντικό. Δεν μπορείς να αμφισβητείς και να εκλογικεύεις με ένα παιδί. Και νομίζω αυτό δημιουργεί ένα συνεχές και στη συλλογική μας ζωή, κι εκφράζεται σε μυθολογίες και σε θρησκείες. Όλοι επεξεργαζόμαστε κάτι, συνήθως την θνητότητα. Αυτό είναι στην καρδιά κάθε προσπάθειας να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα μυστήρια του σύμπαντος, μέσα από τις ιστορίες μας», εξηγεί.

«Και το να μαθαίνεις πώς να επιβιώνεις», πιάνει τη σκέψη η Σουίντον και συνεχίζει. «Είναι ενδιαφέρον αυτό που λες για τα παιδιά που ακούνε την ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Ειδικά αν όπως τα περισσότερα παιδικά παραμύθια, είναι ιστορίες πολύ σκοτεινές και γεμάτες προκλήσεις, όπως των αδερφών Γκριμ ή του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ακόμα και τα νανουρίσματα είναι σκοτεινά! Και κάθε φορά που τα ακούς ως παιδί, ξέρεις τι έρχεται. Είναι λίγο σαν τις ταινίες τρόμου, όπου επίσης ξέρεις βαθιά μέσα σου ότι θα επιβιώσεις», λέει.

«Κάτω από τον τρόμο βρίσκεται η γνώση ότι θα επιβιώσεις»

Η ιστορία αυτών των δύο υπάρξεων στην ταινία έχει κάτι το όχι ακριβώς τρομακτικό, αλλά περίεργα μετα-αποκαλυπτικό. Όπως κάθε νέα σχέση είναι κι αυτή –στις θεόρατες διαστάσεις στην οποία παρουσιάζεται βέβαια– μια παρανοϊκή απόπειρα, μια πρόκληση απέναντι στη ζωή, στα όρια, στην ιδέα του αναπόφευκτου. «Αυτή τη φορά, εγώ, ξέρω πώς θα ξεγελάσω τη φύση», σα να λέμε.

Μέσα από προσωπικούς μύθους που συνομιλούν με ιστορικά και φαντασιακά έπη, μέσα από δημιουργία φανταστικών, επιβλητικών κόσμων που γεννιούνται και καταστρέφονται μέχρι να ολοκληρώσεις μια αφήγηση, ο Μίλερ στην ταινία αναζητά κάτι το άπιαστο, κάτι το μεθυστικά ρομαντικό. Μέσα από μια απρόσμενη αφηγηματική δομή, επιχειρεί την προσέγγιση μεγάλων, κοσμογονικών ιδεών, με οδηγό πάντα την καρδιά και την περιέργεια. Και, φυσικά, πάνω από όλα: Τις ίδιες τις ιστορίες.

«Δεν είμαι πεσιμιστής αλλά οι ιστορίες που αξίζει να πεις είναι αυτές που πρέπει να ξεπεράσεις το σκοτάδι», λέει. «Κι αυτό είναι κάτι που ενυπάρχει στο Mad Max», εξηγεί συνδέοντας τα 3000 Χρόνια Προσμονής με το κινηματογραφικό έπος-ραχοκοκαλιά της φιλμογραφίας του.

Έχει τελικά, να κάνει και με την ομορφιά. «Στον κόσμο του Mad Max κάθε αντικείμενο, κάθε χειρονομία, κάθε όχημα, κάθε όπλο που υπάρχει σε αυτή την ιστορία, υπάρχουν κριτήρια που πρέπει να ικανοποιεί. Πρέπει ας πούμε να είναι φτιαγμένο από αντικείμενο που έχουν βρεθεί, και έχουν επαναχρησιμοποιηθεί. Σαν την ίδια τη γλώσσα», μας λέει με αυτόν του το μόνιμο ενθουσιασμό.

«Επειδή ο κόσμος είναι εξαθλιωμένος δε σημαίνει πως δεν μπορείς να φτιάξεις όμορφα πράγματα», χαμογελάει. Κάνει μια παύση, σα να θυμάται, σα να προσπαθεί να φέρει μια εικόνα στο μυαλό του. «Έχουμε στο σαλόνι μας ένα βάζο με τριαντάφυλλα, από μια πόλη στη Νότια Αφρική», λέει. «Τα πέταλα είναι κουτάκια κοκακόλα επιδέξια κομμένα, και ο μίσχος είναι συρματόπλεγμα. Και είναι πανέμορφα τριαντάφυλλα. Αυτό χρειάζεται. Αυτό οδηγεί τον κόσμο».

Οι συντελεστές της ταινίας "3000 Χρόνια Προσμονής" στις Κάννες. AFP

Η ταινία 3000 Χρόνια Προσμονής (Three Thousand Years of Longing) θα παιχτεί στις αίθουσες την 1η Σεπτεμβρίου από την Tanweer. Όλη η συνέντευξη με τον Τζορτζ Μίλερ θα δημοσιευτεί τότε.

Σημειώσεις από την Κρουαζέτ

Jury grid…… Το έντυπο Screen σταμάτησε σήμερα, οπότε θα πρέπει απλά να μας πιστέψετε από εδώ και πέρα. Ενώ λοιπόν ως τώρα καμία ταινία του Διαγωνιστικού δεν έχει καταφέρει να φτάσει τον πολυπόθητο μέσο όρο του 3 στα 4 στο πάνελ Screen (και όλες οι ταινίες πλην μίας να είναι από 2.1 ως 2.8), επιτέλους κάποιος τα κατάφερε. Και ποιος; Ο Παρκ Τσαν-γουκ, που σας γράφαμε χτες τι ταινία έφτιαξε με το εκπληκτικό Decision to Leave. Το ρομαντικό νουάρ έφτασε το 3.2 μέσο όρο και πλέον είναι επίσημα η ταινία των φετινών με τις καλύτερες κριτικές. Θα δούμε αν και πόσο θα κρατήσει αυτό, το τελευταίο τριήμερο έχει εξαιρετικά ονόματα.

Όσο για τον Κρόνενμπεργκ, δεδομένης της υφής της ταινίας ήταν αναμενόμενο ότι θα διχάσει, όμως το 2.5 είναι ένας δυνατός μέσος όρος, που τον τοποθετεί πάνω από τη μέση του πίνακα. Η ταινία άρεσε και σε εμάς.

Thirst….. Ρωτήσαμε τον Παρκ Τσαν-γουκ ποια είναι η αγαπημένη ταινία από τη φιλμογραφία του και δεν άφησε να περάσει δευτερόλεπτο πριν απαντήσει: «Thirst. Yes.» (Η συνέντευξη έρχεται στο Magazine.)

Standing ovation…… Το Tori and Lokita των αδερφών Νταρντέν απέσπασε 7 λεπτά standing ovation και, περιέργως, και μία τυχαία γιούχα. Μπορεί να είναι όπως εκείνη τη φορά που «το Tree of Life είχε γιουχαϊστεί στις Κάννες» και η «γιούχα» ήταν ένας άνθρωπος.

Η άλλη ταινία της μέρας για το Διαγωνιστικό ήταν η ιταλική Nostalgia που πήρε το στοιχειώδες 5λεπτο. Δεν είδαμε ακόμα αυτές τις δύο ταινίες, αλλά το Nostalgia αγοράστηκε από την AMA Films για το Άστυ, οπότε πιθανότατα θα είναι καλό.

Γιώργος Μαζωνάκης…… Κι αυτός στην Κρουαζέτα, για την πρεμιέρα της μικρού μήκους ταινίας της Εύης Καλογεροπούλου Στον Θρόνο του Ξέρξη που έγινε χθες. Θα μιλήσουμε αναλυτικά για την ταινία σε επόμενη ανταπόκριση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα