ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΟ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ
Δέκα χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου και το Magazine παρουσιάζει ένα μικρό αφιέρωμα στον κορυφαίο Έλληνα σκηνοθέτη, τον "ποιητή" του φιλμ, που αφηγήθηκε με λυρισμό την Ιστορία, την Ψυχή και τη Φύση.
Το ημερολόγιο έδειχνε 24 Ιανουαρίου του 2012, όταν έγινε γνωστό ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δε βρισκόταν πλέον στη ζωή. Εκείνο το απόγευμα της Τρίτης, ο Έλληνας σκηνοθέτης είχε παρασυρθεί από μοτοσυκλέτα στον περιφερειακό της Δραπετσώνας, τη στιγμή που διέσχιζε τον δρόμο, σε ένα από τα διαλείμματα των γυρισμάτων της νέας του ταινίας, “Η άλλη θάλασσα”. Μεταφέρθηκε με αρκετή καθυστέρηση σε νοσοκομείο του Φαλήρου, πολύ σοβαρά τραυματισμένος και λίγες ώρες αργότερα υπέκυψε, σε ηλικία 77 ετών.
Με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα χρόνων από τον θάνατό του, το Magazine επιχειρεί σήμερα μια σύντομη καταγραφή και αποτίμηση της πορείας και της προσφοράς του στον χώρο της έβδομης τέχνης, εκεί όπου άγγιξε όσο λίγοι την καρδιά του κοινωνικού προβληματισμού, προσεγγίζοντας με ποιητική “παρόρμηση” την πραγματικότητα, που μπορεί να έμοιαζε εγκλωβισμένη στο κάδρο, ωστόσο ζούσε και ανέπνεε έξω από αυτό, άυλη, ονειρική, ενίοτε τραγική, αλλά πάντοτε πρωταρχικά ανθρώπινη.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ: ΑΘΗΝΑ, ΠΑΡΙΣΙ, ΑΘΗΝΑ
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έφερε έναν άνεμο ανατροπής στον ελληνικό – και όχι μόνο – κινηματογράφο, χαρίζοντάς μας μια σπάνια “ανάγνωση” πρωτοποριακής αντίληψης μέσα στη συναισθηματική διάσταση της δημιουργίας, που βρήκε την προέκτασή της στο “βάρος” και τη μελαγχολία του βλέμματος που κοιτάζει παράλληλα την Ιστορία, την Ψυχή και τη Φύση. Τα εκφραστικά του στοιχεία “έντυσαν” τη δομή των ταινιών του με μια λυρική αφήγηση, η οποία με τη σειρά της, απελευθέρωσε τα νοήματα, υπογραμμίζοντας την ταυτότητα των ηρώων του και τον εσωτερικό πυρήνα της συνείδησής τους.
Γεννήθηκε το 1935 στην Αθήνα, πήγε στο Β’ Γυμνάσιο Αρρένων, όπου είχε συμμαθητές τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τον Αλέκο Φασιανό, σε ηλικία 18 ετών ξεκίνησε τη φοίτηση στη Νομική, όμως την εγκατέλειψε όταν βρισκόταν στο πτυχίο, για να ταξιδέψει το 1961 στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμολογίας στη Σορβόννη, αλλά και εθνολογίας με τον Κλοντ Λεβί Στρος. Το 1962 πέρασε με εξετάσεις στη φημισμένη σχολή κινηματογράφου IDHEC, όμως μια διαφωνία του με τον καθηγητή της σκηνοθεσίας οδήγησε σε σύγκρουση, με αποτέλεσμα να διακόψει τις σπουδές του.
Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στο Musee de l’Homme και διδάχτηκε το σινεμά-ντιρέκτ από τον εθνολόγο και σκηνοθέτη Ζαν Ρους. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου δέχτηκε αναίτιο ξυλοδαρμό στον δρόμο από αστυνομικούς, κάτι που επηρέασε τον ίδιο και τα σχέδιά του. Ενώ όλοι περίμεναν πως θα έφευγε και πάλι για τη Γαλλία, ο Αγγελόπουλος αποδέχτηκε την πρόταση της Τώνιας Μαρκετάκη να εργαστεί ως κριτικός στην αριστερή εφημερίδα “Δημοκρατική Αλλαγή”, εκεί όπου γνωρίστηκε και με τον Βασίλη Ραφαηλίδη.
Το 1965, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, τού πρότεινε να γυρίσει μια ταινία με θέμα το συγκρότημα των Φόρμινξ, για την προώθηση της περιοδείας τους στην Αμερική. Στη Θεσσαλονίκη, στο “Παλαί ντε Σπορ”, ο 30χρονος πλέον Αγγελόπουλος πραγματοποίησε το πρώτο γύρισμά του, σε συναυλία των Φόρμινξ μπροστά σε 8.000 θεατές. Τελικά η τουρνέ ματαιώθηκε, το πρότζεκτ ναυάγησε και το “Φόρμινξ Στόρι” δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τρία χρόνια αργότερα, το 1968, παρουσίασε την πρώτη του ταινία, την μικρού μήκους “Εκπομπή” που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας το βραβείο των κριτικών.
“ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ” (1970)
Την 1η Σεπτεμβρίου του 1969 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του ιστορικού περιοδικού “Σύγχρονος Κινηματογράφος”, με συνιδρυτές τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Βασίλη Ραφαηλίδη, και άμεσο συνεργάτη τον Παντελή Βούλγαρη, δίνοντας έτσι “βήμα” στον λεγόμενο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο 1970, όταν ο σκηνοθέτης γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, την “Αναπαράσταση”, εκεί όπου αμέσως έγινε αντιληπτό πως θεματικά και δομικά, με βάση ένα έγκλημα σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, ο Αγγελόπουλος, μέσω του μηχανισμού της “ανατρεπτικότητας”, κινητοποίησε έναν ιδιότυπο ρεαλισμό, φορτωμένο με διαρκείς ρήξεις προερχόμενες από μια πρωτοποριακή αντίληψη περί νοημάτων και εικόνων.
Σπάνιο όσο και καθοριστικό ρόλο στην παλέτα του σύνθετου επιπέδου αντίληψης του σκηνοθέτη, έπαιξε η φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, ο οποίος απέδωσε το “κάδρο” με μια απαλή θεατρικότητα, μια λιτή μουσικότητα, μια λυρική διάσταση, “αναγκάζοντας” τον θεατή να προσηλωθεί και τελικά να παραδοθεί σε κάθε πιθανή “απόχρωση” της εικόνας, στα μεγάλα πλάνα που οδήγησαν σε μια κατάδυση στο εσωτερικό της πραγματικότητας και της φαντασίας και που έγιναν σήμα κατατεθέν των ταινιών του Αγγελόπουλου. Η “Αναπαράσταση” βραβεύτηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, προκαλώντας το ενδιαφέρον του κοινού και των κριτικών για τον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη.
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (1972-1977)
Αμέσως μετά, ο Αγγελόπουλος καταπιάστηκε με την πρώτη του τριλογία, αυτή της Ιστορίας, με τις “Μέρες του ’36” (1972), τον “Θίασο” (1975) και τους “Κυνηγούς” (1977). Στην πρώτη από αυτές, ο σκηνοθέτης ασχολήθηκε με τις αιτίες που οδήγησαν στη δικτατορία του Μεταξά, αφήνοντας πανέξυπνα να αιωρείται και η πολιτική θεώρησή του, η ιδεολογική πρόθεση της ταινίας και το επιδέξια κρυμμένο σχόλιό του σε σχέση με τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Συνέχισε με τον “Θίασο”, ίσως το προσωπικό του αριστούργημα και πιθανότατα την κορυφαία ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Ένα περιοδεύον “μπουλούκι” που παίζει την “Γκόλφω”, το γνωστό κωμειδύλλιο του Σπύρου Περεσιάδη, είναι η αφετηρία για έναν σύνθετο κόσμο σημείων, που αναφέρονται στα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της χώρας μας από το 1939 μέχρι το 1952 (ελληνο-ιταλικός πόλεμος, κατοχή, απελευθέρωση, εμφύλιος), με σχηματικές αναφορές στον Οίκο των Ατρειδών. Ο Αγγελόπουλος δημιούργησε τους απαραίτητους κοινωνικούς και πολιτικούς κραδασμούς, “βαραίνοντας” την ατμόσφαιρα σε ένα διάχυτο κλίμα έντασης και εγκατάλειψης, αλλά και υπαρξιακού συναισθηματισμού που αρνείται την “ανακωχή”.
Ο “Θίασος” σάρωσε τα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ θα ήταν και η επίσημη ελληνική συμμετοχή στο Φεστιβάλ των Καννών της ίδιας χρονιάς, όμως η κυβέρνηση του Καραμανλή κατάφερε να το αποτρέψει, θεωρώντας ότι η ταινία “παρουσίαζε μονομερώς την πρόσφατον πραγματικότητα”, δηλαδή από αριστερή σκοπιά. Το σίγουρο είναι ότι ο “Θίασος” προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο εξωτερικό, εξασφαλίζοντας πλέον παγκόσμια αναγνώριση στον σκηνοθέτη. Η τριλογία ολοκληρώθηκε δυο χρόνια αργότερα, με τους “Κυνηγούς”, μια “άσκηση” συμβολισμών, διείσδυσης στο δραματικό στοιχείο του θανάτου και ρεαλιστικής “φωτογράφισης” της προσωπικής οπτικής του Αγγελόπουλου.
Το τραύμα του εμφύλιου που αιμορραγεί ακόμα τρεις δεκαετίες μετά, ανοίγει διάλογο με την πραγματικότητα μέσα από μια “παραβολή”, κατά την οποία οι αστοί κυνηγοί αντιμετωπίζουν ερωτήματα που ανατρέπουν οποιονδήποτε ορθολογισμό, οδηγώντας σε προσωπική αμφισβήτηση της ίδιας τους της συνείδησης, μπροστά στο πτώμα ενός αντάρτη, που αναμοχλεύει μνήμες, πάθη και εφιάλτες του παρελθόντος. Η ταινία προτάθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών του 1977 (το βραβείο κέρδισε ο “Πατέρας αφέντης” των αδελφών Ταβιάνι).
“ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ” (1980)
Μετά την τριλογία της ιστορίας, ο Αγγελόπουλος γύρισε το 1980 τον “Μεγαλέξαντρο”, μια από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια ελληνικές ταινίες (230′ η αρχική κόπια), στην οποία ξεκίνησε τη συνεργασία του με ξένους ηθοποιούς. Η ιστορία του Αλέξανδρου (Ομέρο Αντονούτι), ενός ληστή στις αρχές του 20ου αιώνα, χρησιμοποιείται από τον σκηνοθέτη ως πεδίο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων της αριστεράς, μέσα από την ακραία φορτισμένη συμπεριφορά των “ηρώων”, που υποβόσκει στο βάθος της ιστορικής σκηνής.
Η για μια ακόμα φορά εξαιρετική φωτογραφία του Αρβανίτη, φόρτισε το τετράωρο με μια “απομόνωση” έντεχνης αρμονίας τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο, αλλάζοντας τον εξωτερικό κόσμο με περιπλανώμενους συμβολισμούς που άγγιξαν τον ορισμό της κινηματογραφικής ελεγείας. Οι λιτές “συνθήκες” της κάμερας του Αγγελόπουλου, εναρμονίστηκαν εκφραστικά με την αισθητική ροή της φωτογραφίας, απελευθερώνοντας την ευκρίνεια του φιλμ και προσφέροντάς μας σπάνιες σεκάνς χρωμάτων και συναισθημάτων.
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (1984-1988)
Ύστερα από τον “Μεγαλέξαντρο”, ακολούθησαν δυο ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση, το “Χωριό ένα, κάτοικος ένας” (ΥΕΝΕΔ, 1981) και το “Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη” (ΕΡΤ, 1983) και αμέσως μετά ξεκίνησε η τριλογία της σιωπής, με το “Ταξίδι στα Κύθηρα” (1984), τον “Μελισσοκόμο” (1986) και το “Τοπίο στην ομίχλη” (1988). Τοποθετώντας για πρώτη φορά τον εαυτό του μέσα στο σενάριο, ο Αγγελόπουλος παρουσίασε στο “Ταξίδι στα Κύθηρα”, ένα “βουβό” δράμα, την επιστροφή ενός πολιτικού πρόσφυγα στην Ελλάδα μετά από 32 χρόνια εξορίας στη Σοβιετική Ένωση.
Η άφιξη του Σπύρου (ο Μάνος Κατράκης στον τελευταίο ρόλο της ζωής του, το ίδιο και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, αμφότεροι πέθαναν λίγους μήνες μετά), περιγράφει ένα ταξίδι σε έναν ουτοπικό κόσμο, εκεί όπου ο πρωταγωνιστής νιώθει σαν ξένο σώμα, ανίκανος να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα, με τον Αρβανίτη να μεγαλουργεί δημιουργώντας συνεχόμενα τοπία “εφιαλτικού” ονείρου και τον Αγγελόπουλο να φλερτάρει με τα όρια της ποίησης πίσω από την κινηματογραφική κάμερα, σε ένα από τα κορυφαία δείγματα της καριέρας του.
Η φυγή, το περιθώριο, οι σκούρες αποχρώσεις του παρελθόντος, τα υπαρξιακά αδιέξοδα, τα ραγισμένα κάτοπτρα της ψυχής, μαζί με την τόσο οικεία μουσική της Ελένης Καραΐνδρου (στην πρώτη της συνεργασία με τον Αγγελόπουλο), όλα αυτά όρισαν τον χώρο του πραγματικού στη σχέση του με το φανταστικό, σε ένα φιλμ-σταθμό στην πορεία του σκηνοθέτη. Η ταινία κέρδισε το βραβείο σεναρίου και κριτικών στις Κάννες, ενώ ήταν υποψήφια και για τον Χρυσό Φοίνικα (χάνοντας από το “Παρίσι-Τέξας” του Βιμ Βέντερς).
Η τριλογία της σιωπής συνεχίστηκε δυο χρόνια αργότερα, με τον “Μελισσοκόμο” και πρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, σε ένα οδοιπορικό με τις κυψέλες του, ακολουθώντας τον δρόμο των μελισσών και την παράδοση των προγόνων του, έχοντας εγκαταλείψει τα πάντα: τη δουλειά του, το σπίτι του και τη γυναίκα του. Η συνάντησή του με μια νέα κοπέλα, ξυπνάει μέσα του αναμνήσεις και “τραυματισμένα” μοτίβα του παρελθόντος. Οι διάλογοι, εγκλωβισμένοι ανάμεσα στο καθημερινό και το συμβολικό, αναπαριστούν τον “χαμένο χρόνο” του μελισσοκόμου, που νιώθει την κλεψύδρα του να αδειάζει ανεπιστρεπτί.
Και ακολούθησε το “Τοπίο στην ομίχλη”, μια μεταφυσική ταινία ψυχολογικής σκιαγράφησης χαρακτήρων, με πρωταγωνιστές δυο αδέρφια που αναζητούν τον πατέρα τους σε μια απροσδιόριστη Γερμανία. Το φιλμ συλλαμβάνει υποβλητικά τον ανοιχτό δρόμο, εκεί που το παράδοξο συναντάει το εξωπραγματικό, σε μια ευρηματική, “ελλειπτική” πρόταση, με τη φωτογραφία του Αρβανίτη να είναι συγκλονιστική και τις νότες της Καραΐνδρου να σμίγουν με το έμψυχο και το άψυχο στην κοίτη του ποταμού, ενορχηστρώνοντας μαγικά το σκληρό φορτίο του δράματος.
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ (1991-1998)
Στην αυγή της δεκαετίας του ’90, ο Αγγελόπουλος ξεκίνησε την τριλογία των συνόρων, με “Το μετέωρο βήμα του πελαργού” (1991), “Το βλέμμα του Οδυσσέα” (1995) και το “Μια αιωνιότητα και μια μέρα” (1998). Στην πρώτη ταινία, “Το μετέωρο βήμα του πελαργού”, η αβέβαιη πραγματικότητα ισορροπεί σε μια αδιευκρίνιστη πόλη, όπου έχει καταφύγει ένας ηλικιωμένος πολιτικός (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι), ζώντας ασκητικά, τελείως απομονωμένος ανάμεσα στη μνήμη, τον χρόνο, τη φθορά και τα σύνορα, εκεί όπου μετανάστες και πρόσφυγες συνωστίζονται γύρω από την αβεβαιότητα και τις ψευδαισθήσεις.
Στη διάρκεια των γυρισμάτων στη Φλώρινα, ο τότε Μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, Αυγουστίνος Καντιώτης, κατηγόρησε τον Αγγελόπουλο για προσβολή του έθνους και του χριστιανισμού μέσα από την ταινία και τον απείλησε με αφορισμό. Το θέμα πήρε διεθνείς διαστάσεις, ο σκηνοθέτης δήλωσε ανυποχώρητος και τελικά ο Καντιώτης αφόρισε τόσο αυτόν, όσο και τον Μαστρογιάνι, δίνοντάς τους περιθώριο δυο χρόνων για να μετανοήσουν και να συγχωρεθούν, κάτι που κανείς τους δεν έπραξε. Τελικά η ταινία ολοκληρώθηκε και έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ των Καννών.
Ακολούθησε “Το βλέμμα του Οδυσσέα”, με ήρωα έναν Έλληνα σκηνοθέτη (Χάρβεϊ Καϊτέλ) που επιστρέφει από την εξορία μετα από πολλά χρόνια, αναζητώντας τρεις χαμένες μπομπίνες φιλμ των αδελφών Μανάκη, πρωτοπόρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο συμβολισμός του πρώτου “βλέμματος” που καταγράφηκε ποτέ στη βαλκανική χερσόνησο, μεταφέρεται ως εκφραστική αναγκαιότητα που παρανομεί στο σενάριο, ψάχνοντας να αφηγηθεί μια περιπέτεια, τη στιγμή που όλες οι ιδεολογίες καταρρέουν και το μόνο που παραμένει ζωντανό, είναι η προσπάθεια του σκηνοθέτη να δώσει πνοή σε ένα καινούργιο “βλέμμα” που θα ερμηνεύσει τον κόσμο.
Η ταινία διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, αποσπώντας το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, κάτι που απογοήτευσε τον Αγγελόπουλο, ο οποίος θεωρούσε ότι άξιζε τον Χρυσό Φοίνικα (δόθηκε στον Εμίρ Κουστουρίτσα για το “Underground”). Όταν ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο του, είπε φανερά ενοχλημένος στο μικρόφωνο, “αν αυτό έχετε να μου δώσετε, τότε δεν έχω να πω τίποτα”! Τελικά, όπως αποδείχτηκε, χρειάστηκε να περιμένει τρία χρόνια, για να γίνει το όνειρό του πραγματικότητα, με την επόμενη ταινία του, την τελευταία της τριλογίας των συνόρων.
Το “Μια αιωνιότητα και μια μέρα” είναι σίγουρα μια από τις κορυφαίες στιγμές του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μια ταινία από αυτές που χαρακτηρίζονται αριστουργήματα. Ο Αλέξανδρος (Μπρούνο Γκαντς), ένας μεσόκοπος συγγραφέας, ασχολείται με το ημιτελές ποίημα του Διονύσιου Σολωμού, “Ελεύθεροι πολιορκημένοι”, προσπαθώντας να βρει και να συμπληρώσει τις λέξεις που λείπουν από αυτό. Ο απολογισμός μιας ζωής, με το τέλος να πλησιάζει, η παραίτηση που υπαγορεύεται από θλιβερές αναμνήσεις και καθορίζει την πορεία του προς την τραγική κατάληξη, όλα αυτά παίρνουν αναβολή “μιας μέρας”, όταν γνωρίζει ένα άστεγο αγόρι, παιδί των φαναριών.
Η “παγωμένη” αιωνιότητα παίρνει παράταση, σε μια προσπάθεια σύνθεσης των δυο προσώπων, με τις εκκρεμότητες που παραμένουν, να εκφράζονται ως πείρα ζωής σε αυτή τη νέα σχέση της μοιραίας διαδοχής, ως ένα τελευταίο χρέος εκείνου που φεύγει απέναντι σε εκείνον που θα μείνει και θα συνεχίσει. Και εδώ, τόσο ο Αρβανίτης όσο και η Καραΐνδρου, υπονομεύουν το φαίνεσθαι και αναδεικνύουν το συναίσθημα που πηγάζει συνεχώς μέσα από τη δομή του φιλμ. Ο Αγγελόπουλος μάς χαρίζει γενναιόδωρα ένα “βλέμμα” που διαπερνά τις αντιληπτικές γωνίες για τη ζωή.
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (2004-2012)
Όπως γράψαμε και παραπάνω, η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, σάρωσε τα βραβεία (7) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές σε όλο τον κόσμο. Χρειάστηκε να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια (το μεγαλύτερο διάστημα ανάμεσα σε δυο ταινίες στην καριέρα του Αγγελόπουλου), μέχρι το επόμενο φιλμ του σκηνοθέτη, που ήταν και το πρώτο μιας ακόμα τριλογίας, εκείνης της μοντέρνας Ελλάδας, με “Το λιβάδι που δακρύζει” (2004), το “Η σκόνη του χρόνου” (2008) και το “Η άλλη θάλασσα” (2012), που δεν ολοκληρώθηκε, αφού ο Αγγελόπουλος πέθανε στη διάρκεια των γυρισμάτων.
Στο “Λιβάδι που δακρύζει”, ο Αγγελόπουλος καταπιάνεται με μια ομάδα προσφύγων που εγκαταλείπουν την Οδησσό το 1919 και φτάνουν στην Ελλάδα. Μέσα από τις περιπέτειες δυο θετών αδελφών, της Ελένης και του Αλέξη, σκιαγραφείται η ιστορία της χώρας σε βάθος τριών δεκαετιών, μέχρι το 1949. Από τη μια ο μετανάστης Αλέξης που ψάχνει μια νέα ζωή στην Αμερική και από την άλλη όλοι οι πικροί σταθμοί της δικτατορίας του Μεταξά, της Κατοχής και του Εμφύλιου, σε ένα κάδρο-καθρέφτη των πεποιθήσεων του σκηνοθέτη απέναντι στην αναπαράσταση των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων, αλλά και στην ψυχολογική τους εμβάθυνση.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ακολούθησε το δεύτερο μέρος της τριλογίας, “Η σκόνη του χρόνου”, που αφορά έναν Ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη (Γουίλεμ Νταφόε), ο οποίος γυρίζει μια ταινία με θέμα τη μητέρα του, Ελένη. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. Η ματιά του Αγγελόπουλου πάνω στη διεκδίκηση της αγάπης, αντιλαμβάνεται την Ελένη “δεμένη” στην υπαρξιακή εμπλοκή: επιβίωση, έρωτας, πλάνα και πεδία “μονταρισμένα” με τους κανόνες της αντίθεσης, συναισθηματικά αδιέξοδα, “σπασμένες” προοπτικές.
Και ταυτόχρονα, το ιστορικό πρόσωπο και η πολιτική διάσταση στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα, με τον σκηνοθέτη να “ανοίγει” διάλογο με την αντιστοιχία του μύθου και της πραγματικότητας, μέσα από τους αγαπημένους του συμβολισμούς, δίνοντας τελικά ερμηνεία στην ιδεολογική του γλώσσα. Η τριλογία θα ολοκληρωνόταν με την “Άλλη θάλασσα”, τα γυρίσματα της οποίας ξεκίνησαν στο τέλος του 2011. Το κεντρικό θέμα ήταν η ελληνική κρίση, όμως όπως γράψαμε και στον πρόλογο, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος πέθανε στις 24 Ιανουαρίου του 2012, υποκύπτοντας στα τραύματα που του είχε προκαλέσει η διερχόμενη μοτοσυκλέτα.
Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, συνεχίζει να μαγεύει με το έργο του. Μέσα στις 13 ταινίες μεγάλου μήκους που γύρισε, κατάφερε να “ταξιδέψει” τις εικόνες των φιλμ σε μια δική του, προσωπική συμπαντική διάσταση, εκτινάσσοντας τους συμβολισμούς του στο άπειρο του μύθου. Εξερεύνησε όσο λίγοι την αιώνια ένωση του Ανθρώπου με τη Φύση, με καθαρές φόρμες, βαθιές προσεγγίσεις των ηρώων, “εκρήξεις” της μνήμης, μεταμορφώσεις της αισθητικής μέσα από τελετουργικές κινήσεις της κάμερας, δυναμική αλλά και ειλικρινή διατύπωση των πολιτικών και υπαρξιακών μεταφορών.
Η προσωπική του οπτική σε ό,τι αφορά τη σκηνοθεσία, εισέβαλε στο κάδρο με μια δραματική ποιητικότητα, ανοίγοντας νέα κεφάλαια στην κατανόηση της πολυεπίπεδης σύνθεσης: ο άνθρωπος βρέθηκε πάντοτε στο επίκεντρο της τέχνης του, μιας τέχνης διαποτισμένης με κοινωνικά και πολιτικά σχόλια, αλλά και την αγωνία για τη διατήρηση της συλλογικής ανάμνησης στη σκληρότητα του παρελθόντος, για να μην ξεχαστούν ποτέ οι “πληγές”. Με νηφάλια ματιά, μια σπάνια δωρικότητα στα πλάνα, μοναδική αίσθηση στο να δημιουργεί ατμόσφαιρα και εκείνη τη λιτή θεατρικότητα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος “ζωγράφισε” τη μελαγχολική Ελλάδα και το κρυμμένο πίσω από την ομίχλη όνειρό της, αποζητώντας πάντοτε την κάθαρση, αφοσιωμένος και συνεπής στις δημιουργικές αρχές του.
Κλείνουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα, με τα λόγια που του αφιέρωσε η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών: “Έβρεχε γλυκά εχθές το βράδυ, όπως τότε που μας συμφιλίωνες με το δάκρυ μας, που μας φανέρωνες τα Κύθηρα, που μας δώριζες την Ελλάδα, που μας χάιδευες το παιδί μέσα μας. Και σαν διάλεξες να φύγεις, πρόλαβες και μας πέρασες στην άλλη θάλασσα: στην αξιοπρέπεια και στο όνειρο. Έβγαινες απ’ το όνειρο, καθώς μπαίναμε στο όνειρο, έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα’ ναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει. Υποκλινόμαστε στον Θόδωρο της καρδιάς μας”.
* Βίντεο: Σκηνές από τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου