Εκδόσεις Μικρός Ήρως

ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΑΣ: ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ, ΑΚΥΚΛΟΦΟΡΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Μία αδημοσίευτη ιστορία του Θάνου Αστρίτη σε σχέδια του Βασίλη Γκογκτζιλά, που αποτελεί την αφετηρία αυτής της τεράστιας διαδρομής που λέγεται Μικρός Ήρως.

Με αφορμή τα 70 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία του “Μικρού Ήρωα” (24/2/1953 – 24/2/2023), οι Εκδόσεις Μικρός Ήρως πραγματοποιούν μια μοναδική έκθεση, από τις 21 έως τις 28 Φεβρουαρίου, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, κατά την οποία 45 διακεκριμένοι Έλληνες εικονογράφοι αφιερώνουν τις δημιουργίες τους στο αγαπημένο λαϊκό ανάγνωσμα.

Τα 45 σκίτσα θα βρίσκονται στον πρώτο όροφο, ενώ στον δεύτερο όροφο θα υπάρχει έκθεση με τεύχη και ένθετα της σειράς καθώς και σπάνια σκίτσα του εικονογράφου του αναγνώσματος, Βύρωνα Απτόσογλου, τα οποία παραχώρησε για τις ανάγκες της έκθεσης το Ίδρυμα Σ.Ο.Φ.Ι.Α.

Ταυτόχρονα, όσοι παρευρεθούν, θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν το ολοκαίνουργιο λεύκωμα με πολύτιμες πληροφορίες για το ανάγνωσμα, τα νέα σκίτσα των καλλιτεχνών αλλά και μία αδημοσίευτη αληθινή ιστορία του Θάνου Αστρίτη σε σχέδια του Βασίλη Γκογκτζιλά, που αποτελεί την αφετηρία αυτής της τεράστιας διαδρομής που λέγεται Μικρός Ήρως. Μπορείτε επίσης να αγοράσετε το λεύκωμα, κάνοντας κλικ εδώ.

Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου στις 19:00, όπου θα μιλήσουν για το ανάγνωσμα ο Ιστορικός Τέχνης Γιάννης Κουκουλάς και ο ηθοποιός Δημήτρης Πιατάς, ενώ θα προβληθεί βίντεο με αδημοσίευτο υλικό και συνεντεύξεις παλαιών και νέων προσωπικοτήτων.

Με αφορμή την έκθεση και την κυκλοφορία του λευκώματος, το Magazine σας παρουσιάζει ένα αποκλειστικό απόσπασμα της αδημοσίευτης ιστορίας.

Όπως μας λέει ο εικονογράφος της ιστορίας, Βασίλης Γκογκτζιλάς:

“Θυμάμαι σε κόμικς τα οποία σχεδίαζα ως παιδί, ανάμεσα σε ήρωες, σουπερήρωες, ντετέκτιβς, βίκινγκς κτλ, να σχεδιάζω και σελίδες εμπνευσμένες από πολεμικές ταινίες! Μοιάζανε αρκετά σαν την κόμικ εκδοχή του Μικρού Ήρωα.

Νιώθω πως οι χαρακτήρες του Μικρού Ήρωα έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο του Έλληνα. Του Έλληνα φυσικά που ακόμα διαβάζει, έχει ευαισθησίες για τα πολιτιστικά και θέλει να ψάξει πιο πολύ σε βάθος. Κορυφαίο ως σύμβολο ενός λαϊκού μεν αναγνώσματος, μα τόσο σπουδαίο σε όσα εκφράζει.

Νιώθω τιμή που εικονογράφησα τόσο το αδημοσίευτο διήγημα από τις εμπειρίες του Στέλιου Ανεμοδουρά (που ενέπνευσαν τη δημιουργία του Μικρού Ήρωα) αλλά ακόμα και για την ευκαιρία να σχεδιάσω για την έκθεση τους χαρακτήρες που δημιούργησε με τον δικό μου ιδιαίτερο τρόπο”.

Αδημοσίευτη αληθινή ιστορία του Θάνου Αστρίτη σε σχέδια του Βασίλη Γκογκτζιλά Εκδόσεις Μικρός Ήρως

 

Διαβάστε το αποκλειστικό απόσπασμα παρακάτω:

Ξεκινάμε από την αίθουσα υποδοχής της Ειδικής Ασφάλειας, όπου επικρατεί μεγάλη αναταραχή. Οι μισοί σπρώχνουν και χτυπούν τους άλλους μισούς και τους μπάζουν σε διάφορες πόρτες. Από εκεί βγαίνουν σε κακά χάλια, και οι αστυνομικοί τους βγάζουν από την αίθουσα, σπρώχνοντας και κλωτσώντας.

Δίπλα στον Στέλιο, ένας μεσόκοπος άντρας με μούσι, του λέει ψιθυριστά:

-Αυτοί είναι οι τυχεροί!

-Τυχεροί;

-Ναι! Δεν τους πήγαν σ’ εκείνη την πόρτα!

-Και; Τι το φοβερό έχει η πόρτα αυτή;

-Βγάζει σε μια σκάλα, που ανεβαίνει στην ταράτσα. Κατάλαβες; Στην ταράτσα!

-Ε, και;

-Είσαι μπουμπουνοκέφαλος, μικρέ! Δεν καταλαβαίνεις; Θέλεις να στο ζωγραφίσω; Στην ταράτσα είναι ένα δωματιάκι. Εκεί σου κάνουν φάλαγγα!

-Συγγνώμη, αλλά μου μιλάς συνέχεια με γρίφους και σπαζοκεφαλιές! Τι είναι η φάλαγγα;

-Κατάλαβα! Είσαι εντελώς πρωτάρης, μικρέ! Να τι είναι η φάλαγγα: σε ξαπλώνουν σ’ ένα παλιοκρέβατο με σιδερένια κάγκελα και σου βγάζουν τα παπούτσια. Έπειτα, σε χτυπούν στις γυμνές πατούσες με γκλομπ. Εσύ, φυσικά, ουρλιάζεις από τον πόνο, ενώ εκείνοι γελούν σαδιστικά. Όταν σου δώσουν καμιά σαρανταριά χτυπήματα σε κάθε πατούσα, σταματούν. «Σήκω» σου λένε.

-Πάλι καλά! Αφού…

-Μη βιάζεσαι! Σηκώνεσαι, πατάς στο πάτωμα και ουρλιάζεις πάλι από τον πόνο, μόλις οι πατούσες έρθουν σ’ επαφή με το κρύο και σκληρό ξύλο. Έπειτα φέρνουν μια λεκάνη με νερό και σου βάζουν τα πόδια μέσα…

-Πάλι καλά. Δεν…

-Σταμάτα το «πάλι καλά!» Στο σημείο αυτό, σου κάνουν τις ερωτήσεις τους. Καταλαβαίνεις… με ποιους συνεργάζεσαι, τι ξέρεις γι’ αυτό, τι ξέρεις για κείνο. Ας υποθέσουμε –που αμφιβάλλω– ότι εσύ είσαι σκληρό καρύδι και κρατάς το στόμα σου κλειστό. Εκείνοι, που άλλο δεν θέλουν, χαχανίζουν, σε ξαπλώνουν πάλι στο κρεβάτι και αρχίζουν πάλι να σου χτυπούν τις πατούσες με γκλομπ!

Ο τύπος μορφάζει παράξενα και προσθέτει:

-Από ’κει και πέρα, είσαι για λύπηση! Οι πατούσες, μουλιασμένες όπως είναι από το ποδόλουτρο, πονούν τώρα τόσο πολύ, που εκείνοι κλείνουν την πόρτα του δωματίου.

-Μα… γιατί την πόρτα;

-Σκέτο χαζοπούλι είσαι, μικρέ! Για να μην ακούγονται τα ουρλιαχτά σου από τις γύρω πολυκατοικίες! Σου δίνω μια συμβουλή! Αν σ’ ανεβάσουν για φάλαγγα, μην κρατήσεις το στόμα σου κλειστό! Να τα πεις όλα. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς, θα μιλήσεις!

Αργότερα, ο Στέλιος θα μάθει ότι ο τύπος ήταν… αστυνομικός και ότι το κόλπο του ήταν πολύ παλιό. Τώρα, δεν προλαβαίνει να μιλήσει. Δυο ζευγάρια χέρια, τον αρπάζουν από τα μπράτσα και τον τραβούν.

Είναι δυο αστυνομικοί. Ο ένας του λέει άγρια:

-Έλα!

Και τον πάνε σηκωτό προς την… πόρτα της ταράτσας και της φάλαγγας! Την ίδια στιγμή, ακούει κάπου δεξιά του έναν αστυνομικό να λέει σ’ έναν άλλο:

-Ο αστυνόμος Φερέτης έφυγε για το σπίτι του. Θα τον δεις το πρωί.

Άγνωστο γιατί, τα λόγια αυτά αποτυπώνονται στη μνήμη του Στέλιου, ενώ παράλληλα νιώθει να λύνονται τα γόνατά του από τον τρόμο. Θεέ μου, τον ανεβάζουν στην ταράτσα, στη φάλαγγα! Τι να κάνει; Πώς θα το αντέξει; Πώς θα περάσει αυτή η φρικτή νύχτα;

Αδημοσίευτη αληθινή ιστορία του Θάνου Αστρίτη σε σχέδια του Βασίλη Γκογκτζιλά Εκδόσεις Μικρός Ήρως

 

Καθώς οι δυο αστυνομικοί τον ανεβάζουν στη σκάλα του μαρτυρίου τραβώντας και χτυπώντας τον, το μυαλό του Στέλιου λειτουργεί παράξενα. Γυρίζει πίσω, σ’ ένα είδος φυγής από το φοβερό παρόν, και ξαναζεί τη μοιραία εκείνη μέρα.

Είναι Δευτέρα. Δευτέρα του Πάσχα. Το πρωί είχε δει τον Λουκά, τον αδελφικό του φίλο, στο σπίτι του, στο Παγκράτι. Και είχαν κουβεντιάσει για δύο αναφορές που είχαν συντάξει πριν κάποιες μέρες και είχαν στείλει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Δυο αναφορές που, όπως έμαθε αργότερα ο Στέλιος με τρόπο οδυνηρό, επρόκειτο να φιγουράρουν με τεράστιους πρωτοσέλιδους τίτλους στις ελληνικές και τις γερμανικές εφημερίδες.

Η αναπόληση διακόπτεται. Με τρεμούλιασμα σ’ ολόκληρο το σώμα του και με χάος συναισθημάτων στην ψυχή, ο Στέλιος διαπιστώνει ότι βρίσκεται κιόλας στην ταράτσα και ότι τον αρπάζουν, σπρώχνοντας, σ’ ένα δωματιάκι. Το δωματιάκι του πόνου και της παράκρουσης!

Ναι! Να το παλιοκρέβατο με τα κάγκελα, να τα γκλομπ, να και η λεκάνη με το νερό! Όλα έτοιμα! Έτοιμα για να τον υποδεχτούν!

Οι σκέψεις του αυτή τη στιγμή είναι σωστό παραλήρημα! Είναι δυνατόν να μου συμβεί εμένα αυτό; Θα μπορέσω να μη μιλήσω, να μην πάρω άλλον στο λαιμό μου; Στην πρώτη φάση, ίσως. Έπειτα όμως; Όταν αρχίσουν να χτυπούν τις μουλιασμένες στο νερό πατούσες μου; Θα το αντέξω;

Και τότε, με τρόπο παράξενο και ανεξήγητο, μια φράση αναδύεται από τη μνήμη του:

«Ο αστυνόμος Φερέτης έφυγε για το σπίτι του.»

Ο αστυνόμος Φερέτης… Ο αστυνόμος Φερέτης…

-Ξάπλωσε στο κρεβάτι, μούτρο! λέει ένας από τους αστυνομικούς. Γρήγορα! Θέλουμε να φύγουμε νωρίς για το σπίτι μας απόψε! Ξάπλωσε! Θα το γλεντήσουμε! Κουνήσου!

Ο αστυνόμος Φερέτης… Ο αστυνόμος Φερέτης…

Ξαφνικά, μια αλλόκοτη ηρεμία και ψυχραιμία διώχνουν τον τρόμο και το χάος! Ο Στέλιος ακούει τον εαυτό του να λέει με φωνή που δεν τρέμει:

-Ακούστε, παιδιά! Πρέπει να ’χει γίνει κάποιο λάθος! Δεν είμαι αυτό που νομίζετε! Φωνάξτε τον ξάδερφό μου, τον Φερέτη, και θα εγγυηθεί για μένα.

Οι δύο μπάτσοι ζαρώνουν τα φρύδια. Κοιτάζουν τον Στέλιο στα μάτια. Αλληλοκοιτάζονται. Σαν να σκέπτονται:

«Να συνεχίσουμε; Και τι θα πει αύριο ο αστυνόμος; Καλύτερα να το αναβάλουμε! Ή μήπως θυμώσει ο κύριος Διοικητής που δεν τον βάλαμε στη φάλαγγα; Τι πρέπει να κάνουμε; Ζόρικη η θέση μας!»

Ο Στέλιος καταλαβαίνει ότι αυτές τις στιγμές παίζεται η τύχη του. Και αισθάνεται παράξενα, πολύ παράξενα. Είναι σαν να έγιναν ξαφνικά γυάλινα τα μέτωπα των δυο βασανιστών και μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Το κυριότερο ήταν λύπη που θα έχαναν ένα θύμα, μια απόλαυση βασανισμού…

Ξαφνικά, ο ψηλός λέει:

-Καλά! Για χάρη του ξαδέρφου σου, αναβάλλεται η περιποίηση! Μη νομίζεις όμως ότι θα μας ξεφύγεις τελικά.

Ο Στέλιος νιώθει να λύνονται τα μέλη του. Η αγωνία και ο τρόμος δίνουν τη θέση τους σε μια ανακούφιση τόσο έντονη, που είναι σχεδόν οδυνηρή. Έχει γλιτώσει! Το κόλπο έχει πιάσει! Η νύχτα της οδύνης και του τρόμου έχει ξεπεραστεί! Αύριο όμως;

Ανασηκώνει τους ώμους του. Όταν έρθει το αύριο, θα δούμε. Έχει ο Θεός! Άλλωστε, ο τύπος με το μούσι τού είχε πει ότι η πρώτη νύχτα είναι η κρίσιμη…

Κατεβαίνουν πάλι τη σκάλα των στεναγμών. Διασχίζουν την αίθουσα υποδοχής, μπαίνουν σ’ έναν διάδρομο και σταματούν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Ο κοντός χτυπάει την πόρτα. Η πόρτα ανοίγει και ο ψηλός σπρώχνει μέσα τον Στέλιο, λέγοντας:

-Κοίταξε να πάρεις έναν υπνάκο! Σε θέλουμε κοτσονάτο αύριο. Χα, χα.

Ο Στέλιος μπαίνει και μένει εμβρόντητος. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί τέσσερα, επτά κρατούμενοι είναι ξαπλωμένοι στο πάτωμα, άλλοι με κλειστά μάτια, άλλοι με ανοιχτά. Τρεις ένοπλοι αστυφύλακες με στολή είναι καθισμένοι σε καρέκλες, κοντά στην πόρτα, μέσα στο ίδιο δωμάτιο.

Ξαφνικά, ο Στέλιος νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Σ’ έναν από τους κρατούμενους έχει αναγνωρίσει τον Βαλάση. Οι σκέψεις του κάνουν πάλι αναδρομή στο παρελθόν, ένα παρελθόν που είναι ταυτόχρονα και παρόν. Ο Στέλιος ήταν υπεύθυνος Τύπου της Νεολαίας. Είχε καμιά τριανταριά πολύγραφους σε ισάριθμα σπίτια της Αθήνας και τύπωνε, με κάπως πρωτόγονο τρόπο, προκηρύξεις και εφημεριδάκια, που τα κυκλοφορούσαν άλλα μέλη της Οργάνωσης. Ο Βαλάσης ήταν, ας πούμε, ο προϊστάμενός του. Και είχε συλληφθεί κι αυτός!

Κάνει να κινηθεί προς το μέρος του, μα σταματάει. Ο Βαλάσης, που τον κοίταζε με επιμονή και με κάποια ανησυχία στα μάτια, γυρίζει απότομα το κεφάλι του, αλλού. Σαν να θέλει να του πει: Μην έρχεσαι κοντά. Μη μου μιλήσεις! Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις!

Μια φωνή δίπλα του λέει:

-Τι στέκεσαι εκεί σαν βλάκας, μικρέ; Ξάπλωσε!

Ο Στέλιος κοιτάζει γύρω του.

-Να… να ξαπλώσω; Πού;

Χαχανητά ακούγονται και από τη μεριά των αστυνομικών και από τη μεριά των κρατούμενων.

Αδημοσίευτη αληθινή ιστορία του Θάνου Αστρίτη σε σχέδια του Βασίλη Γκογκτζιλά Εκδόσεις Μικρός Ήρως

 

-Μπα! κάνει ο ίδιος αστυνομικός. Μήπως θέλει ο κύριος να του φέρουμε κρεβάτι με πουπουλένιο στρώμα; Το πάτωμα! Αυτό εδώ θα είναι το κρεβάτι σου! Ξάπλωσε!

Σαστισμένος και κάπως τρομαγμένος, ο φοιτητής κάνει μερικά βήματα ανάμεσα στους ξαπλωμένους κρατούμενος και πλαγιάζει χάμω. Πλαγιάζει και… γεμίζει τρόμο! Έχει ξαπλώσει… δίπλα στον Βαλάση!

Ψιθυριστά, ακούει κοντά στο αυτί του, μια φωνή από τη μεριά του Βαλάση.

-Δεν σε ξέρω, δεν με ξέρεις!

Μικρή σιωπή κι έπειτα:

-Τους είπες για το στέκι της οδού Αιόλου; Τους το είπες; Μίλα λοιπόν! Τους το είπες;

Το στέκι της οδού Αιόλου, κάπου κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, ήταν πολύ σημαντικό. Και ήταν το μόνο από τα στέκια του μηχανισμού Τύπου που γνώριζε ο Βαλάσης.

-Άκουσε, Βαλάση, ψιθύρισε ο Στέλιος. Δεν είπα τίποτα για κανέναν και για τίποτα! Γιατί όμως νοιάζεσαι τόσο;

Μια έκφραση ανακούφισης και μαζί θλίψης χύνεται στο πρόσωπό του, που ο Στέλιος το βλέπει κάπως λοξά, ξαπλωμένος όπως είναι. Με ψιθυριστή φωνή, που τρέμει λιγάκι, λέει:

-Δεν μπορείς να καταλάβεις… Με βασάνισαν! Δεν άντεξα και τους είπα όλα όσα ήξερα! Ξέχασα μόνο το στέκι της οδού Αιόλου. Μου διέφυγε τελείως! Και τώρα αν το μάθουν αυτό, θ’ αρχίσουν πάλι τα βασανιστήρια για να πω κι άλλα και δεν το μπορώ! Δεν το αντέχω!

Ο Στέλιος νιώθει την καρδιά του να σφίγγεται. Ξεχνάει το δικό του δράμα μπροστά στο δράμα του ανθρώπου που είναι πλαγιασμένος δίπλα του. Πώς το κατόρθωσαν αυτό; Ο Βαλάσης ήταν από τους πιο «σκληρούς» συνεργάτες του! Ήταν σχεδόν θρύλος! Είχε δραπετεύσει από τη Φολέγανδρο με μια βάρκα με κουπιά, είχε φτάσει στη Βάρκιζα και είχε συνεχίσει την αντιστασιακή δράση του. Τα χέρια του είχαν φοβερή δύναμη. Τα μπράτσα του σιδερένια! Τα δάχτυλά του μέγγενη! Η αντοχή του στις κακουχίες, απίστευτη!

Με ποιο τρόπο μπόρεσαν να λυγίσουν, να τσακίσουν μάλλον, ένα τέτοιο παλικάρι; σκέπτεται με ρίγος ο Στέλιος. Αν ο Βαλάσης κατέρρευσε, τι θα γίνει με μένα; Γλίτωσα απόψε, αλλά τι με περιμένει αύριο; Θα γίνω κι εγώ ένα κουρέλι, ένα δυστυχισμένο ανθρωπάκι γεμάτο πόνο και τρόμο;

Έτσι, με το δέος φωλιασμένο μέσα του, με το δυνατό φως να τον χτυπάει στα μάτια, με το σκληρό πάτωμα να βασανίζει τα πλευρά του, ο Στέλιος βρίσκει μια κάποια λύτρωση, όταν τον παίρνει στην αγκαλιά του ο ύπνος…

Εκδόσεις Μικρός Ήρως

 
Ολόκληρη η παραπάνω ιστορία θα περιλαμβάνεται στο λεύκωμα για τα 70 χρόνια του Μικρού Ήρωα που θα διατίθεται στην Έκθεση. Διάρκεια Έκθεσης, 21- 28 Φεβρουαρίου, καθημερινά 18:00 – 22:00, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, είσοδος δωρεάν

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα