ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΟΥΜΕ ΑΝ ΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ Η “ΠΡΟΘΥΜΙΑ” ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ 1Η ΔΟΣΗ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ;
Στο ερώτημα απαντά αρνητικά ο πολιτικός κόσμος. Εκτός από τον …Κυριάκο Μητσοτάκη της περιόδου 2018- 2019.
H τρέχουσα περίοδος συμπίπτει με την υιοθέτηση από την κυβέρνηση μιας στάσης «πρόθυμου συμμάχου» της Δύσης στο ουκρανικό ζήτημα και την ταυτόχρονη έγκριση από την Κομισιόν του Εθνικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0» που έχει υποβληθεί από την κυβέρνηση για την εκταμίευση 3,6 δις από το Ταμείο Ανάκαμψης. Συγκεκριμένα στις 28 Φεβρουαρίου η πρόεδρος της επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν αναγγέλλει πως «η Ελλάδα είναι έτοιμη να λάβει την πρώτη της πληρωμή». Την προηγούμενη ακριβώς ημέρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ανακοινώσει την αποστολή με δύο C-130 «αμυντικού υλικού» προς την Ουκρανία. Με λίγα λόγια δημιουργούνται ιδανικές συνθήκες για όποιον θα ήθελε να … εξασκήσει την φαντασία του.
Για όποιον θα ήθελε να «στήσει» δηλαδή ένα πολιτικό σενάριο που να συνδέει την στάση που τηρεί η κυβέρνηση με μια λογική αλληλουχία περί οικονομικών ανταλλαγμάτων. Ιδίως από την στιγμή που η Ελλάδα φαίνεται πώς είχε ιδιαίτερες δυσκολίες για την αποδοχή του οικονομικού της προγράμματος. Ένα πρόγραμμα που δεν είναι κρυφό ότι η κυβέρνηση έχει στηρίξει τις περισσότερες ελπίδες της για να αντιστρέψει τόσο την αρνητική κατάσταση στην οικονομία όσο και το πολιτικό κλίμα ευρύτερα.
Στην εγχώρια πολιτική σκηνή δεν εντοπίστηκε κανένας πολιτικός φορέας της αντιπολίτευσης με διάθεση να στηρίξει μία τέτοια προσέγγιση. Παρότι αυτή η τακτική δεν είναι …άγνωστη στα πολιτικά πράγματα της χώρας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Για την ακρίβεια ήταν η βασική πολιτική της σημερινής κυβέρνησης την περίοδο που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση. Τότε που υιοθέτησε το σύνθημα «δώσατε την Μακεδονία για τις συντάξεις».
Η θεωρία της σύνδεσης του Μακεδονικού με τις συντάξεις
Την περίοδο 2018- 2019 η Νέα Δημοκρατία βάσισε ένα μεγάλο μέρος της (επιτυχημένης όπως αποδείχθηκε) προεκλογικής τακτικής της, στην σύνδεση ενός από τα αποκαλούμενα «εθνικά θέματα» με την διαπραγμάτευση της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ευρωπαίους για τα ζητήματα της οικονομίας. Συγκεκριμένα την «Συμφωνία των Πρεσπών» που μεταξύ άλλων έδωσε λύση στο ζήτημα της ονομασίας της τότε ΠΓΔΜ με την διαπραγμάτευση που γίνονταν την περίοδο εκείνη για τις παρεμβάσεις στην κοινωνική ασφάλιση και το ύψος των συντάξεων.
Το επιχείρημα της «ανταλλαγής του Μακεδονικού με τις συντάξεις» εκφράστηκε δημόσια αρχικά από τον αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Άδωνι Γεωργιάδη και στην συνέχεια υιοθετήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η πρώτη ευθεία διατύπωση αυτής της θεωρίας από τον σημερινό πρωθυπουργό έγινε στις 11 Δεκεμβρίου του 2018 στην Βουλή. Όταν συζητούνταν νομοσχέδιο που ρύθμιζε συνταξιοδοτικά ζητήματα. Μάλιστα δεν είχε επικαλεστεί κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο αλλά απλά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, που σύμφωνα με όσα ισχυρίζονταν η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε διαμορφωθεί από φίλια προς την Νέα Δημοκρατία, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απευθύνθηκε σε εκείνη την συνεδρίαση στον Αλέξη Τσίπρα λέγοντας: «Θα σας πω, κύριε Τσίπρα, αυτό το οποίο συζητούν μεταξύ τους πια όλοι οι πολίτες: Ανταλλάξατε το σκοπιανό με τις μειώσεις των συντάξεων. Ανταλλάξατε ένα μέτρο που δεν θα έπρεπε να έχετε ψηφίσει με μία μείζονα εθνική υποχώρηση». Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε υπαινιχθεί ότι διέθετε πληροφόρηση και από τους δανειστές αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Να σας πω και αυτά που λένε στις Βρυξέλλες, πίσω από τις πλάτες σας, κύριε Τσίπρα; Λένε ότι κανένας Έλληνας Πρωθυπουργός δεν ήταν τόσο εύκολος στη διαπραγμάτευση. Τα δώσατε όλα» Είχε προσθέσει τέλος πως «έτσι δεν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της χώρας. Εξυπηρετούνται ξένα συμφέροντα».
Οι δηλώσεις αυτές του Κυριάκου Μητσοτάκη είχαν προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Αλέξη Τσίπρα που δήλωσε εξοργισμένος από την τακτική αυτή της Νέας Δημοκρατίας. Χαρακτηριστικά απάντησε το εξής: «Σας άκουσα, όμως, σήμερα και πραγματικά έχω βγει από τα ρούχα μου διότι δεν περίμενα εσείς από το Βήμα της Βουλής να μιλήσετε με τον ίδιο καφενειακό λόγο που ομιλεί ο Αντιπρόεδρός σας, ο κ. Γεωργιάδης, στα τηλεπαράθυρα που βγαίνει και να εκστομίσετε εσείς ότι αυτή η Κυβέρνηση όχι μόνο ξεπούλησε τη Μακεδονία, αλλά έκανε και συναλλαγή, αντάλλαξε τη μη εφαρμογή των περικοπών στις συντάξεις με τη Συμφωνία των Πρεσπών». Ο τότε πρωθυπουργός συνέχισε λέγοντας: «Είναι ντροπή, κύριε Μητσοτάκη, και δεν ταιριάζει σε αυτό το ήθος και τον πολιτικό λόγο που, βεβαίως, έχετε κάνει προσπάθεια να υποβαθμίσετε όλα αυτά τα χρόνια που είστε ο Αρχηγός της Αντιπολίτευσης, το οποίο φέρει και το όνομά σας, αλλά και η προηγούμενη παρουσία σας. Είναι ντροπή!»
Όμως παρά τις αντιδράσεις της τότε κυβέρνησης, η Νέα Δημοκρατία, συνέχισε να διατηρεί στην προμετωπίδα της αντιπολιτευτικής τακτικής της αυτή την θεωρία. Είναι ενδεικτική επ’ αυτού η συνέντευξη που παραχώρησε, αρκετούς μήνες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο τηλεοπτικό σταθμό OPEN, όπου ρωτήθηκε επίμονα για το ζήτημα αυτό από την παρουσιάστρια του τηλεοπτικού σταθμού την περίοδο εκείνη, Έλλη Στάη.
Ο διάλογος μεταξύ τους είχε ως εξής:
Έλλη Στάη: Εσείς είπατε ότι αντάλλαξε το «Μακεδονίκο» με τις συντάξεις. Αυτό είναι μια πολύ βαριά κατηγορία. Είναι τεκμηριωμένη κατηγορία;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Δεν έχω καμία αμφιβολία
Έλλη Στάη: Το ξέρετε;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Δεν έχω καμία αμφιβολία κυρία Στάη. Επιτρέψτε μου να κάνω τις εκτιμήσεις μου. Κι επιτρέψτε μου να σας πω ότι στην πολιτική υπάρχουν πολλά πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται. Επιμένω σε αυτή μου την εκτίμηση.
Διαφορετικές συνθήκες
Από τα γεγονότα και το φορτισμένο κλίμα της περιόδου εκείνης έχουν περάσει τρία χρόνια. Οι ισχυρισμοί της Νέας Δημοκρατίας περί παράλληλης διαπραγμάτευσης του «μακεδονικού ζητήματος» με τις συντάξεις και συνολικά τα οικονομικά της χώρας, ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν η αποδείχθηκαν με κάποιον τρόπο.
Επίσης όπως όλοι γνωρίζουμε η Συμφωνία των Πρεσπών ψηφίστηκε με επεισοδιακό τρόπο στην Βουλή. Εγκρίθηκε με μία συγκυριακή πλειοψηφία, ενώ οδήγησε στην αποχώρηση των Ανεξάρτητων Ελλήνων του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 και άλλαξε άμεσα ρητορική για την εν λόγω συμφωνία. Αναμενόμενο αφού προεκλογικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει πως εφόσον ψηφιστεί θα την εφαρμόσει. Έτσι σήμερα η θέση της κυβέρνησης σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού είναι η απαρέγκλιτη τήρηση των συμφωνηθέντων.
Στις σημερινές συνθήκες η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να κάνει συγκεκριμένες επιλογές αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου κρίνονται και ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο προφίλ «πρόθυμου συμμάχου». Δεν αρκείται στην καταδίκη της ρωσικής εισβολής και στον ρόλο μίας χώρας που εύλογα αντιτίθεται στις λογικές αναθεωρητισμού και αλλαγής συνόρων που προβάλλει η Μόσχα. Αντιθέτως όχι απλά υιοθετεί την ρητορική του «σκληρού πυρήνα» των χωρών της δύσης αλλά παίρνει και πρωτοβουλίες όπως η αποστολή εξοπλιστικής βοήθειας, αφήνοντας ανοιχτό και το ενδεχόμενο περεταίρω στρατιωτικής εμπλοκής.
Αυτά ενώ σύσσωμη η αντιπολίτευση επικρίνει αυτές τις επιλογές της. Το ΚΙΝ.ΑΛ μιλά για έλλειψη πολιτικής συνεννόησης στο εσωτερικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλεί την κυβέρνηση ως αλλαγή του έως σήμερα δόγματος της εξωτερικής πολιτικής που θέλει την Ελλάδα «χώρα – γέφυρα». Το ΚΚΕ αλλά και το Μέρα 25 μιλούν για την πιθανότητα εμπλοκής σε καταστάσεις επικίνδυνες για την ασφάλεια της χώρας.
Παρόλα αυτά, καμία πολιτική δύναμη δεν υιοθετεί απέναντί στην κυβέρνηση την μεθοδολογία που ακολούθησε η Νέα Δημοκρατία το 2019. Ο πολιτικός διάλογος μοιάζει να διεξάγεται σε ιδιαίτερα πολιτισμένο κλίμα, με χαμηλούς τόνους. Όπως άλλωστε έδειξε και η πρόσφατη συζήτηση στην Βουλή για τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Κυρίαρχη ήταν η ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι τα αναπόδεικτα υπονοούμενα και οι κραυγές.
Πράγμα που σημαίνει δύο πράγματα: Πως οι πολίτες βιώνουν μια συνθήκη συγκριτικά υγιή, για να αποκομίσουν πολιτικά συμπεράσματα, αλλά και ότι η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της …πολύ τυχερό.