O Νώντας Παπαγεωργίου, εκδότης του Μεταιχμίου. ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

ΝΩΝΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΟ NEWS 24/7: “ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΠΟΛΥ. ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΔΕΝ ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΚΛΙΜΑ”

Με αφορμή τα 30 χρόνια των εκδόσεων Μεταίχμιο ο ιδρυτής τους μιλάει στο Magazine για την πορεία που έχουν διαγράψει μέχρι σήμερα. Και εξηγεί ότι αν και το ποσοστό φιλαναγνωσίας στην Ελλάδα διαχρονικά δεν είναι μεγάλο, υπάρχει ένα κοινό που αγαπάει και στηρίζει το βιβλίο. Ένα κοινό που σιγά σιγά διευρύνεται.

Το ποσοστό φιλαναγνωσίας στην Ελλάδα διαχρονικά δεν είναι μεγάλο (μόλις πέντε είναι το μέσο πλήθος βιβλίων που διαβάζει σε ετήσια βάση ο γενικός πληθυσμός σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα είναι όμως βέβαιο ότι πολλά από τα βιβλία που έχουν διαβαστεί στην Ελλάδα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες φέρουν στο εξώφυλλό τους το λογότυπο του εκδοτικού οίκου που ίδρυσε το 1993 ο Νώντας Παπαγεωργίου, χωρίς, όπως τονίζει σήμερα, να έχει κατά νου κάποιο μεγαλόπνοο σχέδιο. «Όπως πολλά πράγματα στη ζωή μας, έτσι και όλο αυτό τυχαία ξεκίνησε» λέει.

Οι προ πολλού εδραιωμένες εκδόσεις Μεταίχμιο, ένα από τα πλέον δραστήρια, πολυσυλλεκτικά, και αξιόπιστα brands στο χώρο του βιβλίου, γιορτάζουν φέτος τα τριακοστά τους γενέθλια. Με αυτή την αφορμή ο ιθύνων νους τους μιλάει στο Magazine για την πορεία που έχουν διαγράψει μέχρι σήμερα. Μεταξύ άλλων εξηγεί και γιατί οι Έλληνες κατά κανόνα διαβάζουμε λιγότερο σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. «Οι λόγοι είναι πολλοί. Και σίγουρα δεν φταίει το κλίμα», λέει, επισημαίνοντας το μεγάλο έλλειμα σοβαρής και διορατικής κρατικής πολιτικής που θα μπορούσε να εντείνει τη σχέση του πολίτη με το βιβλίο αλλά και -γιατί όχι;- να καταστήσει εξαγώγιμη την ελληνική λογοτεχνία.

Παρ’ όλα αυτά επιμένει να διατηρεί την αισιοδοξία του για το μέλλον. Αφενός γιατί στην Ελλάδα οι συγγραφείς δεν υστερούν ποιοτικά σε σχέση με τους αλλοδαπούς ομοτέχνους τους. Αφετέρου γιατί «υπάρχει ένα κοινό που αγαπάει το βιβλίο και το στηρίζει». Ένα κοινό που σιγά σιγά διευρύνεται.

Τι θυμάστε πιο έντονα από το ξεκίνημα των εκδόσεων Μεταίχμιο;
Όπως πολλά πράγματα στη ζωή μας, έτσι και όλο αυτό τυχαία ξεκίνησε. Δεν υπήρξε business plan. Οφείλεται σε μια συγκυρία. Το 1993 εισαγόταν στο Γυμνάσιο η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο κείμενο. Πρότεινα λοιπόν σε μερικούς καλούς φίλους που ήταν φιλόλογοι να γράψουν ένα βοήθημα για το μάθημα. Έτσι ξεκίνησα, με μηδενικό κεφάλαιο. Ήταν πολύ καλά αυτά τα βιβλία -αρχικά για την Α΄ Γυμνασίου, κατόπιν και για τις επόμενες- και βρήκαν αμέσως απήχηση, οπότε το όλο πράγμα άρχισε να μεγαλώνει και να γίνεται πιο απαιτητικό. Περάσαμε και στο Λύκειο αλλά και στο Δημοτικό. Παράλληλα αρχίσαμε να εκδίδουμε και κάποια επιστημονικά βιβλία στο χώρο των Κοινωνικών Επιστημών, δεδομένου ότι εκεί είχαμε καλύτερη εποπτεία μιας και εγώ είμαι φιλόλογος. Στη λογοτεχνία μπήκαμε το 2000. Πήγα για πρώτη φορά στην έκθεση της Φρανκφούρτης, αγόρασα κάποια δικαιώματα και ξεκινήσαμε με ορισμένα μυθιστορήματα. Σύντομα μπήκαν στο παιχνίδι και τα αστυνομικά, αρχικά του Μονταλμπάν και του Ράνκιν, για να αναφέρω δύο τρανταχτά ονόματα. Παράλληλα άρχισε να αναπτύσσεται και ο κατάλογος του παιδικού βιβλίου, με την ευθύνη της γυναίκας μου, της Βάσως Παπαγεωργίου. Αλλά και το non-fiction.

Άρα δεν υπήρχε εξαρχής κάποιο έστω στοιχειωδώς συγκεκριμένο σχέδιο;
Όχι, το Μεταίχμιο ξεκίνησε λίγο συγκυριακά γιατί ασχολιόμουν με το βιβλίο. Είχα κάνει κάποιες επιμέλειες, μια-δυο μεταφράσεις, ήταν δηλαδή κάτι που μου άρεσε, με ενδιέφερε. Δεν είχα όμως ποτέ σκεφτεί να γίνω εκδότης. Ούτε καν ήξερα ποια είναι ακριβώς η δουλειά του εκδότη. Το έμαθα στην πράξη.

Πάθατε για να το μάθετε;
Δεν μπορώ να πω ότι δυσκολεύτηκα πολύ. Τα βιβλία μας είχαν απήχηση και από μόνα τους δημιούργησαν ας πούμε τις απαιτήσεις. Ήταν κάτι που μου άρεσε. Ποτέ δεν το είδα σαν δουλειά. Είχε μια πρόκληση. Και έχει ακόμη. Παίρνεις ρίσκα. Μπορεί κάποιο βιβλίο που πιστεύεις ότι θα πάει καλά, να μη βρει τελικά ανταπόκριση. Ή να συμβεί το ανάποδο. Είμαι πολύ ευχαριστημένος που έκανα επάγγελμα κάτι που αγαπάω. Αλήθεια, πέρασαν 30 χρόνια και μου φαίνεται σαν να μην πέρασε μια μέρα. Προφανώς όλα αυτά τα χρόνια έχουν παρουσιαστεί προβλήματα και καταστάσεις που απαιτούν ειδικό χειρισμό, αλλά όλα αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι κάθε δουλειάς.

Είμαι πολύ ευχαριστημένος που έκανα επάγγελμα κάτι που αγαπάω. Αλήθεια, πέρασαν 30 χρόνια και μου φαίνεται σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Πώς ήταν το τοπίο στην εκδοτική αγορά για ένα μικρό παίκτη σαν εσάς όταν αρχίσατε να βγάζετε στα βιβλία λογοτεχνίας;
Ναι μεν το Μεταίχμιο ήταν μικρός παίκτης, αλλά είχαμε ένα πλεονέκτημα: Η αγορά του βοηθήματος είναι πολύ ευρεία. Δηλαδή σε κάθε πόλη, κωμόπολη, χωριό με ένα σχολείο, υπήρχε ένα σημείο που ακόμη κι αν πουλούσε λίγα γενικά βιβλία, θα πουλούσε σίγουρα βοηθήματα. Είχαμε λοιπόν αναπτύξει συνεργασίες σε πάρα πολλά σημεία σε όλη την Ελλάδα. Οπότε δεν ξεκινήσαμε από το μηδέν όταν βγάλαμε λογοτεχνικά βιβλία. Απευθυνθήκαμε στα βιβλιοπωλεία που μας ήξεραν γιατί τα βοηθήματα μας ήταν πολύ καλά, είχαν μεγάλη απήχηση, ήταν ποιοτικά, δεν ήταν απλά λυσάρια μιας χρήσεως.

Η αγορά του βιβλίου θυμάμαι ότι αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς από τη δεκαετία του ’90, οπότε και άρχισαν να μπαίνουν τα βιβλία ως ένθετα σε εφημερίδες. Δηλαδή το βιβλίο ήταν ένα θέμα που απασχολούσε το κοινό, το οποίο μπορεί να μην ήταν μεγάλο, ήταν όμως υπαρκτό. Μπορεί διαχρονικά το ποσοστό φιλαναγνωσίας στην Ελλάδα να μην είναι μεγάλο, υπάρχει όμως ένα κοινό που αγαπάει και στηρίζει το βιβλίο. Έντονος ρυθμός ανάπτυξης υπήρχε και τη δεκαετία του 2000. Υπήρχε άλλωστε και όλη αυτή η ευμάρεια και η μη συνειδητοποίηση των προβλημάτων μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Ήταν λοιπόν μια αγορά που αναπτυσσόταν και είχε περιθώριο για έναν εκδοτικό οίκο που ήρθε από το πουθενά, σαν το δικό μας. Και σίγουρα μέτρησε το ότι κάναμε νοικοκυρεμένη δουλειά. Δεν κάναμε ποτέ πράγματα που δεν μπορούσαμε να καλύψουμε. Δεν ανοιχτήκαμε με δάνεια, ούτε υποθηκεύσαμε μελλοντικές μας καταστάσεις. Βλέποντας και κάνοντας αναπτυχθήκαμε σιγά σιγά.

Ποιο ήταν ο πρώτος -πέρα από τα βοηθήματα και τις επιστημονικές εκδόσεις- τίτλος που βγάλατε;
Ήταν μια εργοβιογραφία του Σεφέρη στην επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννησή του, δηλαδή το 2000. Ένα πολύ ωραίο βιβλίο γραμμένο από τη Μαρία Στασινοπούλου. Στη συνέχεια εκδώσαμε τέσσερα γαλλικά μυθιστορήματα, ανάμεσά τους το «Οι θάλασσες του νότου» του Μονταλμπάν που ήταν και το πρώτο μας αστυνομικό. Τότε βγάλαμε και τους «Καταρράκτες» του Ράνκιν.

Πόσες φορές μέχρι σήμερα πιστέψατε σε βιβλία που τελικά δεν «τσούλησαν»; Αλλά και το αντίθετο;
Νομίζω αρκετές φορές έχουν γίνει και τα δύο σενάρια.

Άρα δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε κατά διάνοια η εμπορική πορεία ενός βιβλίου;
Δεν θέλω να είμαι απόλυτος και να πω όχι. Σίγουρα όμως δεν μπορεί να προβλεφθεί 100%. Έχεις κάποια στοιχεία, βλέπεις παρόμοια πράγματα τι έχουν κάνει, το timing όμως παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Μπορεί σε μια περίοδο να εκδοθεί κάτι και να σαρώσει και σε μια άλλη περίοδο να μην πάει καλά. Θα πω ένα παράδειγμα: Όταν ξεκίνησε η κρίση και όλοι λίγο πολύ θέλαμε να μάθουμε τι είναι αυτό που συμβαίνει τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, με την κατάρρευση της Lehman Brothers κλπ, εκδώσαμε το βιβλίο ενός Γάλλου δημοσιογράφου και ανταποκριτή της Monde στο Σίτι του Λονδίνου, με τίτλο «Η Τράπεζα». Αφορούσε τη Goldman Sachs. Αυτό το βιβλίο λοιπόν πήγε καταπληκτικά, πούλησε πάρα πολύ, ήταν από τα πρώτα που εκδόθηκαν στην Ελλάδα για την κρίση. Στη συνέχεια, τόσο εμείς όσο και άλλοι εκδοτικοί, βγάλαμε κι άλλα βιβλία, εξίσου καλά αν όχι καλύτερα, σε αυτό το πεδίο. Δεν βρήκαν την ίδια ανταπόκριση, ίσως γιατί κουράστηκε το κοινό, ίσως γιατί δεν ήθελε να διαβάζει άλλο στενάχωρα πράγματα.

"Η αγορά του βιβλίου είναι ευρεία και αρκετά δημοκρατική. Δηλαδή το μεγάλο ή το μεσαίο βιβλιοπωλείο θέλει να έχει ανοιχτή την πόρτα και τα ράφια του σε όλο το φάσμα των εκδοτών." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Επιτυχημένο θεωρείται μόνο ένα βιβλίο που κάνει καλές πωλήσεις;
Το ποσοτικό δεν είναι το μόνο κριτήριο. Ή να το πω αλλιώς. Μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένο ένα βιβλίο που στην κατηγορία του θα πουλήσει 3000 αντίτυπα και ένα άλλο που στη δική του θα πουλήσει 30000. Κατά τη γνώμη μου τα μικρά best-seller, ή τα long-seller, έχουν κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερο ενδιαφέρον από ένα βιβλίο που θα κάνει στην αρχή ένα εντυπωσιακό νούμερο και μετά θα σβήσει. Σε σχέση όμως με αυτό που λέγαμε πριν για την πρόβλεψη της επιτυχίας, ισχύει η παροιμία «Κάνε με προφήτη, να σε κάνω πλούσιο». Δηλαδή αν όντως μπορούσαμε να προβλέψουμε απόλυτα την πορεία ενός βιβλίου, θα εκδίδαμε μόνο αυτά που θα πήγαιναν καλά.

Πόσες φορές έχει τύχει να απορρίψετε ένα βιβλίο, να το βγάλει μετά ένας ανταγωνιστής σας και να σαρώσει;
Πολλές!

Ψύχραιμο σας βλέπω. Δεν τα βάλατε ποτέ δηλαδή με τον εαυτό σας που την «πατήσατε»;
Μα είναι μέσα στη φύση αυτής της δουλειάς. Αν δεν συνέβαινε, αν κρατούσαμε μόνο τα δυνατά βιβλία, αν δεν μας ξέφευγε κανένα, θα μιλούσαμε για άλλη δουλειά. Συμβαίνουν αυτά, τι να κάνουμε. Υπάρχουν πολλές πτυχές σε αυτό το θέμα. Μπορεί ένα βιβλίο να πέρασε από εμάς, να μην το δεχθήκαμε, να πήγε παραπέρα και να έκανε επιτυχία. Δεν είναι σίγουρο ότι αν το εκδίδαμε εμείς θα έκανε την ίδια επιτυχία. Επίσης ένας μεγάλος εκδοτικός που εκδίδει πολλά βιβλία σε μία σεζόν, είναι διαφορετική κατάσταση από ένα μικρό εκδοτικό που εκδίδει ένα βιβλίο και ρίχνει εκεί όλες τις δυνάμεις του. Υπάρχουν δηλαδή τα τελευταία χρόνια μεγάλα best-seller από μικρούς εκδοτικούς οίκους, που μπορεί να είναι μονοθεματικοί ή να εκδίδουν τέσσερα-πέντε βιβλία το χρόνο. Η αγορά του βιβλίου είναι ευρεία και αρκετά δημοκρατική. Δηλαδή το μεγάλο ή το μεσαίο βιβλιοπωλείο θέλει να έχει ανοιχτή την πόρτα και τα ράφια του σε όλο το φάσμα των εκδοτών. Ένας μικρός εκδότης που θα βγάλει ένα βιβλίο, μπορεί να πάει καλά αν το δουλέψει σωστά και αν είναι φυσικά αξιόλογο. Ενώ ένας μεγάλος εκδότης που θα βγάλει δέκα λογοτεχνικά βιβλία σε μία σεζόν, δύσκολα θα έχουν όλα την ίδια τύχη.

Πόσο διαβάζουν οι Έλληνες;
Τα ποσοστά φιλαναγνωσίας -με βάση τα γνωστά κριτήρια, πχ να διαβάζεις πάνω από 10 βιβλία το χρόνο- στην Ελλάδα δεν είναι καλά και είναι πολύ μικρότερα από αυτά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα της Β.Ευρώπης. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν διαβάζουμε πολλά βιβλία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Και σίγουρα δεν φταίει το κλίμα.

Ότι δηλαδή είμαστε συνέχεια έξω στον ήλιο και πίνουμε καφέ;
Ναι, αυτό. Υπάρχουν προφανώς άλλοι, σημαντικότεροι λόγοι. Όπως το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο δεν ευνοεί την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων. Είναι απαρχαιωμένο, βασίζεται στο ένα κρατικό σχολικό βιβλίο που μοιράζεται δωρεάν. Όλο αυτό το σκηνικό δεν ευνοεί την ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας. Από την άλλη μεριά όμως, για να μην τα βλέπουμε όλα μαύρα, αυτό το έστω μικρό ποσοστό, διευρύνεται σιγά σιγά. Οι νέοι γονείς είναι ολοένα και πιο καταρτισμένοι -οι περισσότεροι έχουν τελειώσει πανεπιστήμιο- και ωθούν τα παιδιά στην αγάπη προς το βιβλίο. Σίγουρα έχει μεγαλώσει η αγορά του βιβλίου αυτά τα 30 χρόνια που υπάρχει το Μεταίχμιο.

Νωρίτερα αναφερθήκατε σε αυτό που κάποτε γινόταν κατά κόρον, τώρα πια σε πολύ μικρότερο βαθμό, δηλαδή να προσφέρεται ένα βιβλίο ως δώρο μαζί με μια κυριακάτικη εφημερίδα. Αυτή η πρακτική μακροπρόθεσμα μεγαλώνει την όρεξη του κόσμου για διάβασμα ή ευτελίζει το προϊόν;
Είναι δύσκολη ερώτηση. Θα έλεγα και τα δύο, όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό. Όπως και με τη μουσική -αν και στον κανιβαλισμό της μουσικής οδήγησε η εξέλιξη της τεχνολογίας, δεν φταίνε δηλαδή αποκλειστικά οι εφημερίδες που έδιναν CD, όχι βέβαια ότι δεν συνέβαλλαν- έτσι και στο χώρο του βιβλίου οι εφημερίδες μπήκαν με σκοπό να αυξήσουν τη δική τους κυκλοφορία. Παρόλο που όλο αυτό δημιούργησε προβλήματα στην αγορά, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι δεν είχε και κάποιο θετικό αντίκτυπο, υπό την έννοια ότι άρχισε να καταγράφεται το βιβλίο ως κάτι που μας ενδιαφέρει. Γενικότερα.

Γιατί είναι περιζήτητο το Μεταίχμιο ανάμεσα στους Έλληνες συγγραφείς;
Ίσως να είναι, δεν ξέρω. Ο κάθε συγγραφέας έχει τα δικά του κριτήρια.

Πείτε μου τα τρία-τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά που αναζητάτε σε ένα βιβλίο προκειμένου να το εκδώσετε.
Θα κρίνουμε κατά πόσο αυτό το βιβλίο, σε όποιο πεδίο κι αν ανήκει, έχει κάποια στοιχεία που δικαιολογούν την έκδοση του. Μας ενδιαφέρει φυσικά το εμπορικό σκέλος, γιατί χωρίς αυτό δεν μπορείς να επιβιώσεις, αλλά όχι άνευ ορίων και όρων. Είναι μια λεπτή και δύσκολη ισορροπία. Από εκεί και πέρα βασικό είναι να μπορούμε να υποστηρίξουμε ένα βιβλίο, να ταιριάζουν τα προφίλ μας. Για παράδειγμα, ένα βιβλίο για τη ροκ μουσική, ακόμη κι αν είναι καταπληκτικό, δύσκολα θα το βγάλουμε αν μας το προτείνει κάποιος, γιατί δεν έχουμε τέτοιο κατάλογο. Δεν θα είναι δηλαδή σε καλό περιβάλλον το βιβλίο, είναι προτιμότερο να πάει σε έναν εκδότη που έχει σχετική σειρά, άρα και σχετικό κοινό. Είναι κάτι που ενδεχομένως κάποιοι συγγραφείς που θέλουν το λογότυπό μας στα βιβλία τους, να μην το καταλαβαίνουν: αν το βιβλίο τους είναι ξένο προς εμάς, θα είναι κρίμα να το βγάλουμε. Θα είναι δώρο άδωρο.

Δεν πρέπει να ποινικοποιηθεί η αυτοέκδοση.

Μήπως εκδίδονται υπερβολικά πολλά βιβλία στην Ελλάδα;
Το σίγουρο είναι ότι δεν είναι δύσκολο πια να εκδοθεί το βιβλίο που μπορεί να γράψει κάποιος. Υπάρχουν πολλοί εκδοτικοί οίκοι που κάνουν αυτοεκδόσεις.

Είναι καλό αυτό για το χώρο του βιβλίου;
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι κανένα βιβλίο δεν βλάπτει. Από την άλλη, αυτές οι εκδόσεις που γίνονται χωρίς κριτήρια, διαμορφώνουν μια αντίστοιχη συνείδηση. Ο καθένας μπορεί όχι απλώς να γράψει ένα βιβλίο, αλλά και να το εκδώσει, χωρίς να περάσει κανενός είδους αξιολόγηση. Εντάξει, δεν είναι όμως και καταστροφή. Δεν πρέπει να ποινικοποιηθεί η αυτοέκδοση.

Πόσες υποβολές έργων προς αξιολόγηση κάθε χρόνο δέχεται το Μεταίχμιο;
Πάρα πολλές. Σε όλα τα πεδία είναι τουλάχιστον 100 το μήνα. Μπορεί να λέω και λίγα. Εμείς, όπως και άλλοι εκδότες λίγο πολύ, ζητάμε αρχικά μια σύνοψη του βιβλίου και αν έχει ενδιαφέρον ζητάμε μετά όλο το χειρόγραφο. Πολύ λίγα είναι αυτά που θα ζητήσουμε να τα δούμε ολόκληρα και ελάχιστα αυτά που εντέλει θα ενταχθούν στον κατάλογο.

Όσον αφορά την ελληνική λογοτεχνία, ακόμη ο Εμφύλιος είναι που μας απασχολεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο;
Ο Εμφύλιος, ο Β’ Παγκόσμιος, η Χούντα μας έχουν σημαδέψει. Δεν είναι κακό αυτό. Τα τελευταία χρόνια στη λίστα έχει προστεθεί και η οικονομική ρίση. Υπάρχουν όμως και πιο σύγχρονες θεματικές.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί λογοτέχνες επιλέγουν τη θεματική τους με βασικό γνώμονα την αύξηση των πιθανοτήτων εύρεσης εκδότη.
Δεν το έχω παρατηρήσει. Και δεν έχει κανένα νόημα να κάνουμε δίκη προθέσεων. Το θέμα είναι το αποτέλεσμα. Αν ένα βιβλίο φαίνεται ότι έχει κάτι καινούργιο να πει και είναι καλογραμμένο, γιατί να μην εκδοθεί;

Υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα με το «Great American Novel» των Αμερικανών; Τι νοείται δηλαδή ως «Μεγάλο Ελληνικό Μυθιστόρημα»;
Είναι η τριλογία του Θέμελη. Πιστεύω ότι υπάρχουν κάποια βιβλία που μέσα από την πάροδο και τη δοκιμασία του χρόνου επιβιώνουν. Είναι τα βιβλία του Βαλτινού, του Τσίρκα, του Κουμανταρέα. Είναι τα βιβλία της Άλκης Ζέη.

Γιατί βγαίνουν τόσο μεγάλα βιβλία τα τελευταία χρόνια;
Μπορεί ένα μεγάλο βιβλίο να είναι απολαυστικό και ένα μικρό να είναι βαρετό.

Προφανώς. Είναι ιδέα μου όμως ή όντως τα τελευταία χρόνια δύσκολα βρίσκεις μυθιστορήματα με λιγότερες από 400 σελίδες;
Ίσως τελικά ο αναγνώστης να προτιμά ένα βιβλίο που θα τον καλύψει για μεγάλο διάστημα παρά για ένα που θα το τελειώσει σε μια-δυο μέρες.

Ο εκδότης τι προτιμά;
Δεν νομίζω ότι μας πέφτει λόγος. Δηλαδή στο στάδιο της επιμέλειας δεν υπάρχει το κριτήριο να μικρύνει ή να μεγαλώσει ένα μυθιστόρημα. Προφανώς αν θεωρήσουμε ότι υπάρχουν περιττά πράγματα, ο επιμελητής θα προτείνει να κοπούν. Υπάρχουν όμως πολλές περιπτώσεις που ένα βιβλίο είναι μεγάλο σε όγκο και είναι απολύτως άρτιο και καλογραμμένο.

Κυκλοφορούν και πολλές συλλογές διηγημάτων. Πουλάνε;
Όχι. Πουλάνε ελάχιστα. Από την άλλη μεριά όμως υπάρχουν μερικά ξένα βιβλία με διηγήματα τα οποία πουλάνε.

Όπως του Ρέιμοντ Κάρβερ;
Ακριβώς. Κι εδώ ισχύει το περί ορέξεως. Δεν μπορείς να γενικεύσεις. Ο Έλληνας αναγνώστης όταν επιλέγει να διαβάσει ένα ελληνικό βιβλίο, θέλει ένα που να έχει χαρακτήρες, να έχει πλοκή, να μπορεί να ταυτιστεί. Κρίνει ότι το διήγημα -κακώς κατά τη γνώμη μου, εμένα μου αρέσουν πολύ τα διηγήματα, η νουβέλα και τα βιβλία με λιγότερες σελίδες- δεν τον καλύπτει. Ό,τι και να πούμε εμείς, αυτός που ψηφίζει με τα χρήματα του είναι ο αναγνώστης. Έχει μπροστά του να επιλέξει ανάμεσα σε διηγήματα, νουβέλες και ογκώδη μυθιστορήματα. Και επιλέγει κατά κανόνα το μυθιστόρημα κάποιας έκτασης. Άρα και η αγορά λίγο πολύ προσαρμόζεται σε αυτό.

"Ένας εκδοτικός οίκος δεν βγάζει μόνο βιβλία που αρέσουν στον ιδιοκτήτη του." ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Στην Ελλάδα έχουμε εκδοτική βιομηχανία ή βιοτεχνία;
Αν το κριτήριο μας είναι το μέγεθος, μπορούμε να πούμε ότι κατά περιπτώσεις είναι κάτι παραπάνω από βιοτεχνία. Υπάρχουν δηλαδή επιχειρήσεις σοβαρές, οργανωμένες, με μεγάλο αριθμό εργαζόμενων. Υπάρχουν όμως και οικοτεχνίες πολύ αξιόλογες. Μικροί μεν εκδοτικοί οίκοι από άποψη καταλόγου και εργαζόμενων αλλά κάνουν εξαιρετική δουλειά και έχουν αποκτήσει κοινό. Ιδίως την τελευταία δεκαετία εμφανίστηκαν πολλοί τέτοιοι οίκοι. Όπως επίσης και πολλά ανάλογα βιβλιοπωλεία, μικρά με ποιότητα στις επιλογές και δικό τους κοινό.

Επιβεβαιώνετε ότι το βιβλίο άντεξε στην πανδημία;
Ναι, ασφαλώς. Τα δύο σκληρά χρόνια της πανδημίας το βιβλίο πήγε καλύτερα απ’ ότι τα προηγούμενα. Οι λόγοι είναι αυτονόητοι. Η κλεισούρα σήμαινε ελάχιστες δυνατότητες να δαπανήσει κανείς το χρόνο και το χρήμα του σε άλλες δραστηριότητες. Τα σχολεία ήταν κλειστά άρα έπρεπε να απασχοληθούν τα παιδιά στο σπίτι. Το ’20 και το ’21 ήταν δύο πολύ καλές χρονιές για το χώρο του βιβλίου. Μακάρι όμως να μην είχε υπάρξει όμως η πανδημία, κι ας ήταν χειρότερες.

Στο εξωτερικό διαβάζουν Έλληνες συγγραφείς;
Όχι, δεν νομίζω. Ελάχιστα.

Γιατί;
Γιατί προφανώς είμαστε μια πολύ μικρή γλώσσα. Χρειάζεται πολύ συστηματική δουλειά για να φτάσουν τα βιβλία μας στους εκδότες των άλλων χωρών. Θα πρέπει πρώτα να έχουν μεταφραστεί. Κι εδώ το έλλειμμα της κρατικής πολιτικής είναι πολύ μεγάλο. Κάποια προγράμματα, πχ για επιδότηση μεταφράσεων που ενίοτε εξαγγέλλονται, εφαρμόζονται για λίγο ή με μεγάλες καθυστερήσεις. Μερικές φορές ξένοι εκδότες αγοράζουν βιβλία έχοντας κατά νου ότι ισχύει ένα τέτοιο πρόγραμμα και στην πορεία βλέπουν ότι δεν ισχύει. Επίσης το ΕΚΕΒΙ ήταν ένας φορέας που έκανε πέντε πράγματα, μόνο καλή δεν είναι η κατάργηση του. Φυσικά λείπει. Και δεν αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο. Όλα αυτά λοιπόν συμβάλλουν στο να μην έχουμε μεγάλη παρουσία στο εξωτερικό, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως του Μάρκαρη.

Άρα το βιβλίο ενός Ιταλού ή ενός Τσέχου συγγραφέα έχει περισσότερες πιθανότητες να διαγράψει μια ευρωπαϊκή πορεία απ’ ότι ενός Έλληνα;
Ναι, γιατί κατά κανόνα οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι πιο μεγάλες. Υπάρχει όμως και το θέμα του επαγγελματισμού. Πρέπει δηλαδή να πας σε ένα μεγάλο ατζέντη, να του δείξεις τη δουλειά σου, να δει αν θα σε αναλάβει. Δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη ως διά μαγείας να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο στο εξωτερικό. Δεν πρόκειται ένας Νορβηγός ή ένας Γερμανός εκδότης να πει ότι θέλει να βγάλει ένα ελληνικό μυθιστόρημα. Πρέπει να γίνει με επαγγελματισμό η διαδικασία. Νομίζω ότι ελάχιστοι Έλληνες συγγραφείς έχουν μπει σε αυτή τη λογική. Και όσο κι αν προσπαθούμε και εμείς οι εκδότες, τα αποτελέσματα δεν είναι θεαματικά.

Πόσα αντίτυπα πρέπει να πουλήσει κάποιος για να βιοποριστεί ως συγγραφέας;
Να ζήσει από το γράψιμο βιβλίων; Νομίζω ότι είναι ελάχιστοι οι Έλληνες συγγραφείς, ίσως λιγότεροι από τα δάχτυλα των δύο χεριών μου, που μπορούμε να πούμε ότι έχουν κάποιες ετήσιες απολαβές από τα δικαιώματα του συνόλου του συγγραφικού τους έργου που επαρκούν. Μιλάω για ονόματα τύπου Τριβιζάς και Άλκη Ζέη.

Για τόσο μεγάλα μεγέθη μιλάμε δηλαδή.
Ναι, πιστεύω ότι είναι πολύ λίγοι γιατί όπως είπαμε πρόκειται για μια χώρα με χαμηλό ποσοστό φιλαναγνωσίας και ούτως ή άλλως μικρό πληθυσμό.

Πέρα από όλα αυτά τα ζητήματα, οι Έλληνες λογοτέχνες σήμερα στέκονται επάξια δίπλα στους Ευρωπαίους συναδέλφους τους;
Ναι, φυσικά. Υπάρχουν πολλά αξιόλογα βιβλία που δεν έχουν τύχη εκτός Ελλάδας μόνο και μόνο γιατί δεν έχουν γραφτεί σε μια γλώσσα που εκ των πραγμάτων μπορούν να διαβάσει πολύς κόσμος. Ένα βιβλίο γραμμένο στα αγγλικά ή στα ισπανικά απευθύνεται σε ένα τεράστιο κοινό. Όμως στην Ελλάδα δεν υστερούμε ποιοτικά.

Αξίζει να σημειώσω ότι ανακοινώσαμε ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις του e-shop το προηγούμενο Σαββατοκύριακο θα τα δίναμε στον Άλλο Άνθρωπο για να βοηθήσει τους πληγέντες από τους σεισμούς σε Τουρκία και Συρία, και η ανταπόκριση του κόσμου ήταν συγκινητική.

Για να επιστρέψουμε στα 30 χρόνια του Μεταιχμίου. Πώς θα τα γιορτάσετε;
Θα δώσουμε μεγάλη έμφαση στο σχολείο μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα, ένα εκ των οποίων έχει τίτλο «Φτιάξε το δικό σου βιβλίο». Δηλαδή οι άνθρωποί μας πάνε σε σχολεία και δείχνουν στα παιδιά πώς γίνεται ένα βιβλίο. Θα κάνουμε επίσης διαγωνισμό δημιουργικής γραφής. Κάνουμε ήδη από τον Οκτώβριο, και θα ολοκληρωθεί τον Μάιο, τον μαραθώνιο ανάγνωσης σε δημοτικά σχολεία και γυμνάσια, με συμμετοχή 35000 παιδιών. Θα κάνουμε εκθέσεις, όπως αυτή στο ισόγειο του κτιρίου μας με κάποια από τα πιο σημαντικά μας εξώφυλλα. Θα έχουμε επίσης πολλές προσφορές στο e-shop για τους αναγνώστες. Εδώ αξίζει να σημειώσω ότι ανακοινώσαμε ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις του e-shop το προηγούμενο Σαββατοκύριακο θα τα δίναμε στον Άλλο Άνθρωπο για να βοηθήσει τους πληγέντες από τους σεισμούς σε Τουρκία και Συρία, και η ανταπόκριση του κόσμου ήταν συγκινητική. Θα στήσουμε βιβλιοθήκες σε σχολεία ακριτικών περιοχών. Και πολλές δράσεις ακόμη. Επίσης φέτος είναι διπλή γιορτή. Είναι τα 30 χρόνια του εκδοτικού και τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Άλκης Ζέη. Το 2023 έχει οριστεί από το υπουργείο ως Λογοτεχνικό Έτος Άλκης Ζέη. Θα γίνουν εκδηλώσεις και στην Ελλάδα αλλά και στις άλλες χώρες που έχει ζήσει.

Δεν θα σας ζητήσω να μου πείτε τριάντα, αλλά αν -χτύπα ξύλο- έπιανε φωτιά η βιβλιοθήκη σας και μπορούσατε να σώσετε μόνο τρία βιβλία που έχετε εκδώσει, ποια θα επιλέγατε;
Οπωσδήποτε την «Τριλογία» («Η αναζήτηση, Η ανατροπή, Η αναλαμπή») του Θέμελη. Το «Με μολύβι φάμπερ Νο 2» της Άλκης Ζέη. Και τον «Καιρό των χρυσανθέμων» του Μάνου Ελευθερίου. Είναι τρεις εμβληματικοί σταθμοί στη δική μας πορεία. Μεγάλα ονόματα που είχαμε την τιμή να συνεργαστούμε στην έκδοση των βιβλίων τους.

Επειδή βγαίνουν τόσα πολλά βιβλία πια…
Και τόσο αξιόλογα, που δυστυχώς παίρνανε στο ντούκου.

Κι επειδή ο χρόνος μας είναι πεπερασμένος, τι είναι προτιμότερο κατά τη γνώμη σας; Να διαβάζει κάποιος νέους συγγραφείς ή να προτιμά τους κλασικούς;
Γιατί να μην κάνει και το ένα και το άλλο; Ο κάθε αναγνώστης είναι διαφορετικός, εξαρτάται από το τι τον συγκινεί. Σε ένα μουσείο άλλοι στέκονται μπροστά σε ένα πίνακα και άλλοι στο διπλανό του. Δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή. Η δική μας δουλειά είναι να φροντίζουμε κάθε βιβλίο σαν να είναι το μοναδικό που εκδίδουμε. Από εκεί και πέρα είναι η ώρα του αναγνώστη. Εκείνος θα κρίνει.

Ως αναγνώστης έχετε αφήσει βιβλίο των δικών σας εκδόσεων στη μέση;
Βέβαια. Ένας εκδοτικός οίκος δεν βγάζει μόνο βιβλία που αρέσουν στον ιδιοκτήτη του. Όχι ότι δεν υπάρχει ένα υποκειμενικό στοιχείο. Εντάξει, υπάρχει. Για παράδειγμα στο Μεταίχμιο αγαπήσαμε εξαρχής το αστυνομικό γιατί κι εμένα προσωπικά μου αρέσει. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχουμε βγάλει βιβλία για την κηπουρική. Αν μου άρεσε πολύ η κηπουρική, φαντάζομαι ότι κάτι θα υπήρχε.

Τελικά, τριάντα χρόνια είναι πολλά ή λίγα;
Σίγουρα είναι λιγότερα από 50.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα