ΝΤΑΓΚΛΑΣ ΣΤΙΟΥΑΡΤ, Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΠΟΥ ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟ BOOKER ΤΟΥ 2020
Το πολυσυζητημένο ντεμπούτο του, “Σάγκι Μπέιν”, είναι μια ελληνική τραγωδία που διαδραματίζεται σε μια εποχή που ο λαός της πατρίδας του υπέφερε εξαιτίας των αποφάσεων της αμείλικτης “Σιδηράς Κυρίας”.
Στα 32 του ο Ντάγκλας Στιούαρτ είχε ήδη μια σχεδόν δεκαετή επιτυχημένη καριέρα ως σχεδιαστής μόδας για λογαριασμό κραταιών brands (Calvin Klein, Ralph Lauren, κ.α.). Είχε ήδη, από το 2000, μετοικήσει στη Νέα Υόρκη, ίσως την πιο φιλελεύθερη, όπως σημειώνει, πόλη των ΗΠΑ όπου ζει ακόμη με τον σύζυγό του. Είχε ήδη ταξιδέψει ως επαγγελματίας από την Άπω Ανατολή ως το Σαν Φρανσίσκο.
Τίποτα δηλαδή, πέρα από τη βαριά σκωτσέζικη προφορά του, δεν παρέπεμπε πια στο μικρό, κοινωνικά δυσλειτουργικό αγόρι που υπήρξε κάποτε υπομένοντας ένα ανηλεές μπούλινγκ από τον ομοφοβικό κοινωνικό του περίγυρο εξαιτίας της σεξουαλικής του ταυτότητας, τότε που μεγάλωνε στις υποβαθμισμένες γειτονιές της Γλασκώβης κάτω από το όριο της φτώχειας ως ο Βενιαμίν μιας οικογένειας συντετριμμένης από την κοινωνικά και οικονομικά ισοπεδωτική πολιτική της Μάργκαρετ Θάτσερ απέναντι στη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και εν γένει των μη προνομιούχων, ως το τρίτο και τελευταίο παιδί μιας εγκαταλειμμένης και βάναυσα κακοποιημένης από τοξικούς συζύγους και καιροσκόπους συντρόφους γυναίκας που δεν κατάφερε δυστυχώς να διαψεύσει όσους χαιρέκακα θεωρούσαν προδιαγεγραμμένο το πρόωρο τέλος της εξαιτίας του καλπάζοντος αλκοολισμού της.
Στα 32 του ο Ντάγκλας Στιούαρτ τα είχε πια καταφέρει. Ίσως λοιπόν ακριβώς γι’ αυτό να ένιωσε έτοιμος να αποπειραθεί να γράψει το πρώτο του βιβλίο, αντλώντας, ως είθισται, έμπνευση από το παρελθόν του. Από το αφόρητα, ορισμένες φορές, τραυματικό παρελθόν του.
Θα έπρεπε να περάσουν 10 χρόνια μέχρι να το ολοκληρώσει, θα έπρεπε να το απορρίψουν περισσότεροι από 30 οίκοι μέχρι τελικά να εκδοθεί και αμέσως να τύχει αποθεωτικής υποδοχής από κοινό και κριτικούς που μιλάνε ανοιχτά για την πιο σημαντική σύγχρονη σκωτσέζικη λογοτεχνική φωνή και υπογραμμίζουν την αβίαστα ιδωμένη υπό queer πρίσμα ντικενσιανή παραστατικότητα της αφήγησής του. Δεν κέρδισε προφανώς το “Σάγκι Μπέιν” (εκδ. Μεταίχμιο) τυχαία πέρυσι το βραβείο Booker.
“Το γράψιμο ήταν ένας τρόπος να δοκιμάσω τα όρια της ενσυναίσθησής μου. Να αναρωτηθώ: Γιατί κοιτάζουν οι άνθρωποι από την άλλη μεριά όταν μια γυναίκα έχει εθισμό; Γιατί ο μισογυνισμός και η ομοφοβία κυριάρχησαν στα χρόνια της Θάτσερ; Γιατί έχασαν τόσοι άνθρωποι κάθε ελπίδα εκείνη την εποχή;” λέει ο συγγραφέας, 45 ετών σήμερα, στο Magazine, τονίζοντας ότι “το ‘Σάγκι Μπέιν’ είναι μια ιστορία αγάπης μεταξύ μητέρας και γιου. Στο επίκεντρο είναι ο άδολος, επίμονος, υπέροχος τρόπος με τον οποίο μόνο ένα παιδί ξέρει να αγαπά”.
Ίσως να πρέπει εκεί να αναζητήσουμε την αρχή του νήματος για να λύσουμε το κουβάρι στον πυρήνα της ανθρώπινης συνθήκης.
Αν και, όπως έχετε επανειλημμένα δηλώσει, το να γίνετε γράψετε βιβλία ήταν ανέκαθεν το μεγάλο σας όνειρο, η συγγραφή άργησε να μπει στη ζωή σας. Χρειάστηκαν, μάλιστα, δώδεκα χρόνια για να ολοκληρωθεί και να εκδοθεί το πρώτο σας πόνημα. Θα λέγατε ότι υπάρχει κάποιο ηθικό δίδαγμα ως προς το πώς εξελίχθηκαν τελικά τα πράγματα για εσάς;
Αν υπάρχει όντως, έχει να κάνει με την αξία της επιμονής, με το να πιστεύεις στον εαυτό σου. Ξεκίνησα να γράφω το “Σάγκι Μπέιν” όταν ήμουν 32 ετών και στο απόγειο της καριέρας μου στη βιομηχανία της μόδας. Δεν ήμουν όμως καθόλου χαρούμενος. Το βιβλίο ξεκίνησε ως ένα προσωπικό εγχείρημα. Ήθελα απλά να εμφυσήσω ζωή σε αυτούς τους χαρακτήρες. Τα δέκα χρόνια που το έγραφα δεν το διάβασε κανείς άλλος πέρα από τον σύζυγό μου, ακριβώς γιατί ήταν κάτι τόσο προσωπικό. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το βιβλίο θα εκδιδόταν, δεν επέτρεπα στον εαυτό μου τη χαρά ενός τόσο μεγάλου ονείρου, αλλά δεν με πείραζε. Το σημαντικό είναι να γράφεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, όχι να σε θεωρούν οι άλλοι συγγραφέα. Έβρισκα ευχαρίστηση στο γράψιμο και μόνο. Αν κάποιος μου έλεγε πριν από δέκα χρόνια ότι θα συνέβαιναν όλα αυτά, ότι θα έφτανα να μιλάω για το πρώτο μου βιβλίο με ένα δημοσιογράφο στην Αθήνα, θα τον θεωρούσα τρελό. Η φαντασία μου δεν έφτανε τόσο μακριά. Δεν τολμούσα να κάνω μεγάλα όνειρα. Παρέμενα ταπεινός και συγκεντρωμένος στις λέξεις, τις προτάσεις, τις σελίδες, τα κεφάλαια.
Το γεγονός ότι είχατε ήδη μία πολύ επιτυχημένη πορεία στο χώρο της μόδας αλλά και το ότι το “Σάγκι Μπέιν” εκδόθηκε, βραβεύτηκε και αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς εν μέσω επιβληθέντων lockdown και λοιπών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, μήπως τελικά διευκόλυνε τη συνειδητοποίηση από τη μεριά σας της ξαφνικής επιτυχίας σας ως συγγραφέας;
Είναι κάπως σουρεαλιστικό. Ενώ το βιβλίο κάνει αυτό το υπέροχο ταξίδι και μου συμβαίνουν όλα αυτά τα απίστευτα πράγματα σαν το βραβείο Booker, εγώ ουσιαστικά δεν έχω βγει από το δωμάτιό μου, είμαι εγκλωβισμένος, όπως όλοι. Υπό μία έννοια δηλαδή ήταν σαν όλο αυτό να συμβαίνει σε κάποιον άλλο, κι εγώ να παρακολουθώ τη ζωή του από μία μικρή οθόνη. Από την άλλη, το βιβλίο είναι πολύ προσωπικό και γράφω ανοιχτά για πολλές τραυματικές εμπειρίες μου, οπότε ίσως η επιτυχία να αποδεικνυόταν συναισθηματικά εξαντλητική υπό κανονικές συνθήκες. Τώρα, όντας διαρκώς στο σπίτι μου, νιώθω πιο ασφαλής, κάπως σαν να αποστασιοποιούμαι από ό,τι μου συμβαίνει. Είναι περίεργο…
Ξεκινήσατε να γράφετε, όπως είπατε, χωρίς να έχετε ιδέα αν το βιβλίο θα εκδιδόταν, χωρίς καν να ονειρεύεστε ότι θα έφτανε να κερδίσει το βαρύτιμο Booker. Τώρα πια έχετε αφήσει την προηγούμενη δουλειά σας στη βιομηχανία της μόδας για να επικεντρωθείτε στο γράψιμο. Όλα αυτά, ξέρετε, ακούγονται σαν την πραγματοποίηση του αρχετυπικού ονείρου κάθε επίδοξου συγγραφέα. Αναρωτιέμαι όμως αν υπάρχει τελικά κάτι αρνητικό στο να τα καταφέρνεις ως συγγραφέας, στο να μπορείς να αφιερωθείς σε αυτό. Ίσως το ότι γνωρίζεις πια ότι οι απαιτήσεις όλων, αλλά και του ίδιου σου του εαυτού, από σένα είναι πολύ μεγαλύτερες;
Σ’ ευχαριστώ πολύ, φίλε, για όλο αυτό. Τώρα ναι, νιώθω την πίεση (γέλια)! Έχεις όμως απόλυτο δίκιο. Ένα από τα πιο μαγικά και απολαυστικά στοιχεία της όλης πορείας του Σάγκι, ήταν ότι δεν υπήρχε κανενός είδους προσδοκία από κανέναν. Η μόνη συζήτηση που έκανα με τον εαυτό μου ήταν αν θα κατάφερνα να τελειώσω το βιβλίο ή όχι. Από εκεί που ήμουν ένας πολύ μοναχικός, επίδοξος συγγραφέας χωρίς προσδοκίες, τώρα έχω περάσει στο απολύτως αντίθετο άκρο. Νιώθω όμως ευτυχής που τελείωσα το δεύτερο βιβλίο πριν εκδοθεί το “Σάγκι Μπέιν”. Δηλαδή και αυτό γράφτηκε χωρίς καθόλου προσδοκίες. Εντάξει, οι διορθώσεις του έγιναν με κάποιες προσδοκίες, όχι όμως το γράψιμο, βγήκε από μέσα μου με την ίδια αγνότητα. Ομολογώ ότι όντως δυσκολεύομαι περισσότερο με το τρίτο βιβλίο που γράφω τώρα, νιώθω το βάρος των μεγάλων προσδοκιών. Δεν έχει να κάνει με τα βραβεία, άλλωστε πιστεύω ότι η τύχη και οι συγκυρίες παίζουν τεράστιο ρόλο. Αυτό που μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση ως προς το “Σάγκι” είναι η οικειότητα των αναγνωστών με τους χαρακτήρες, τους αντιλαμβάνονται σαν αληθινούς, ολοζώντανους ανθρώπους, τους έχουν μέσα στην καρδιά τους. Θα ήθελα λοιπόν να συνεχίσω να έχω τέτοιου είδους σχέση με τους αναγνώστες μου, δημιουργώντας χαρακτήρες τρισδιάστατους αλλά και με ατέλειες, πάθη, αγωνίες. Αυτή είναι η πραγματική πίεση για μένα.
Ξέχνα το Booker. Ξέχνα τους αναγνώστες. Το βιβλίο εκδόθηκε αφού είχα περάσει 12 χρόνια δουλεύοντάς το. Μία εβδομάδα αφού έφτασε στα ράφια των βιβλιοπωλείων, όλα στην Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο έκλεισαν. Αυτό θα πει γκαντεμιά!
Το μόνο που μπορείς να κάνεις ως συγγραφέας είναι γράψεις ένα βιβλίο με το οποίο είσαι ικανοποιημένος εσύ ο ίδιος, ξέροντας ότι έχεις κάνει το καλύτερο που μπορούσες τη δεδομένη στιγμή. Από μόνο του αυτό είναι επιτυχία και λειτουργεί ως πηγή ευτυχίας. Παρ’ όλα αυτά, θα ήσασταν εξίσου χαρούμενος με την έκδοση του πρώτου σας βιβλίου, αν δεν είχατε κερδίσει το Booker, αν δεν υπήρχαν οι πεντάστερες κριτικές, αν οι αναγνώστες ήταν πολύ λιγότεροι;
Καλή ερώτηση, δεν ξέρω (γέλια)! Έχεις δίκιο, το μόνο που πραγματικά πρέπει να θέλεις ως συγγραφέας είναι να δημιουργήσεις το καλύτερο βιβλίο που μπορείς. Τα υπόλοιπα είναι στα χέρια των θεών. Ξέχνα το Booker. Ξέχνα τους αναγνώστες. Το βιβλίο εκδόθηκε αφού είχα περάσει 12 χρόνια δουλεύοντάς το. Μία εβδομάδα αφού έφτασε στα ράφια των βιβλιοπωλείων, όλα στην Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο έκλεισαν. Αυτό θα πει γκαντεμιά! Από τον Φεβρουάριο του 2020 μέχρι τον Ιούλιο, δεν σου κρύβω ότι θρηνούσα γιατί ένιωθα ότι είχα χάσει την ευκαιρία να δω το βιβλίο μου σε ένα βιβλιοπωλείο. Θέλω να καταλήξω στο ότι ναι, έχεις δίκιο, το μόνο που μπορείς να κάνεις ως συγγραφέας είναι να κάνεις την καλύτερη δουλειά που μπορείς και μετά…να κάνεις το σταυρό σου!
Το ντεμπούτο σας αναδεικνύει το κουβάρι στον πυρήνα της ανθρώπινης συνθήκης, ή, αν προτιμάτε, την συναισθηματική και όχι μόνο τρωτότητα όλων μας. Τέλος πάντων, έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ. Εσείς πώς θα το περιγράφατε σε ένα δυνητικό αναγνώστη;
Αυτό που λέω πάντα είναι ότι το “Σάγκι Μπέιν” είναι μια ιστορία αγάπης μεταξύ μητέρας και γιου. Στο επίκεντρο είναι ο άδολος, επίμονος, υπέροχος τρόπος με τον οποίο μόνο ένα παιδί ξέρει να αγαπά. Είναι αυτή η άνευ όρων αγάπη των παιδιών με αποδέκτες ακόμη και προβληματικούς γονείς. Δεν νομίζω ότι μπορεί να σε αγαπήσει κάποιος όσο σε αγαπάει ένα παιδί. Δεν νομίζω ότι μπορεί να σε συγχωρήσει κανείς και να το εννοεί όπως ένα αθώο, μικρό παιδί. Το βιβλίο λοιπόν πραγματεύεται πολλά ζητήματα, αλλά πάνω απ’ όλα έχει να κάνει με την αγάπη.
Υπήρξαν στιγμές ενώ γράφατε που να ανησυχήσατε μήπως αποκαλύπτετε υπερβολικές πληροφορίες για τη ζωή σας; Ή για το πώς θα εκλάμβανε όσα γράφετε η ίδια σας η οικογένεια;
Ήξερα ότι η οικογένειά μου θα στεκόταν στο πλευρό μου, δεν ανησύχησα ούτε στιγμή. Τους έδωσα, μάλιστα, να διαβάσουν το βιβλίο πριν εκδοθεί όχι για να το ελέγξουν αλλά γιατί δεν ήθελα να κρύβομαι. Υπήρξαν πολλές στιγμές που η διαδικασία της συγγραφής ήταν καθαρτική για μένα. Ήταν ένας τρόπος να κοιτάξω γεγονότα, τραύματα και καταστάσεις της παιδικής μου ηλικίας, να τα περάσω μέσα από το φίλτρο της μυθοπλασίας και να τα επανεξετάσω. Το γράψιμο ήταν ένας τρόπος να δοκιμάσω τα όρια της ενσυναίσθησής μου. Μπορούσα προφανώς να γράψω με πολύ παραστατικό τρόπο το πως είναι και τι σημαίνει να σου κάνουν ομοφοβικό μπούλινγκ ή το να έχεις έναν αλκοολικό γονιό ή το να μην έχεις αρκετό φαγητό στο τραπέζι. Έπρεπε όμως να πάω ακόμη πιο πίσω. Να αναρωτηθώ: Πώς φτάσαμε ως εδώ; Γιατί συνέβη όλο αυτό; Γιατί κοιτάζουν οι άνθρωποι από την άλλη μεριά όταν μια γυναίκα έχει εθισμό; Γιατί ο μισογυνισμός και η ομοφοβία κυριάρχησαν στα χρόνια της Θάτσερ; Γιατί έχασαν τόσοι άνθρωποι κάθε ελπίδα εκείνη την εποχή; Γιατί κατέρρευσαν τόσες μητέρες;
Έτσι μπήκε στο παιχνίδι ο παράγοντας της ενσυναίσθησης. Ένιωσα σαν να μην είμαι πια εγώ το κέντρο της ιστορίας και αυτό μόνο σε καλό μου βγήκε. Επιπλέον συνειδητοποίησα πολύ νωρίς ότι δεν ήθελα να γράψω το βιβλίο μόνο από την οπτική του μικρού πρωταγωνιστή. Ήθελα να εμβαθύνω στις σκέψεις της γιαγιάς του ήρωα ή στις σκέψεις των γυναικών της γειτονιάς. Ήθελα υπό μία έννοια να δημιουργήσω μια χορωδία ελληνικής τραγωδίας. Αυτό είναι για μένα το Σάγκι Μπέιν: μια ελληνική τραγωδία. Ο Σάγκι και η Άγκνες είναι οι δύο πρωταγωνιστές, γύρω τους ο χορός, όλοι πάνω στη σκηνή. Υπάρχουν, μάλιστα, πρόλογος και επίλογος. Στην αρχή ο Σάγκι λέει: “ιδού πώς είμαι σήμερα”. Και στο τέλος λέει: “έτσι φτάσαμε ως εδώ”. Ήταν λοιπόν ένα μεγάλο μάθημα ενσυναίσθησης για μένα. Ακριβώς όμως επειδή ήταν ένα πολύ προσωπικό εγχείρημα, όταν πλησίαζε η στιγμή της έκδοσης, άρχισα να πανικοβάλλομαι και να ανησυχώ, γιατί όντως έχω μοιραστεί πολλά. Οπότε αν και η συγγραφή του βιβλίου ήταν καθαρτική για μένα, μπορείς να πεις ότι η στιγμή της έκδοσης υπήρξε, εκτός όλων των άλλων, κάπως τραυματική.
Αναφερθήκατε στη Μάργκαρετ Θάτσερ. Κατά τη γνώμη μου ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του βιβλίου είναι η ανάδειξη των καταστροφικών συνεπειών που είχαν και μεγάλο κομμάτι του γυναικείου πληθυσμού της Μεγάλης Βρετανίας, οι αποφάσεις μιας ηγέτιδας την οποία ουκ ολίγοι επιμένουν να επικαλούνται ως ένα πολύ ισχυρό πρότυπο γυναικείας χειραφέτησης.
Η πατριαρχία έγινε ακόμη πιο ισχυρή στα χρόνια της Θάτσερ. Ακριβώς γιατί τόσα πολλά μίντια απευθύνονται σε μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ακόμη καλά κρατεί μία προσπάθεια ηρωοποίησης της. Η Θάτσερ όμως δεν ήταν φεμινίστρια, ούτε φυσικά υποστήριξε την εργατική τάξη. Εξαιτίας των πολιτικών της η ανεργία στη Γλασκώβη άγγιξε το 26%, παρέμεινε εκεί για μία ολόκληρη γενιά και το προσδόκιμο ζωής των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων μειώθηκε κατά πάνω από δέκα χρόνια – αριθμός απίστευτος για τον ανεπτυγμένο κόσμο. Είναι το περιβόητο “Glasgow effect”. Σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Δεν είναι όμως μόνο οι συνέπειες των πολιτικών της που σοκάρουν, αλλά και η προσέγγισή της σε αυτές. Έχει πλέον αποκαλυφθεί ότι η κυβέρνηση κατανοούσε ότι η Γλασκώβη βούλιαζε σε μια κατάσταση που θύμιζε τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε σταματήσει να αναπτύσσεται. Αντιθέτως, παρήκμαζε ραγδαία. Και απλά είπαν: εντάξει, ποιος νοιάζεται; Μια κυβέρνηση δηλαδή που υποτίθεται ότι πρέπει να φροντίζει για όλους τους πολίτες, αποφασίζει συνειδητά να αφήσει κάποιους να υποφέρουν. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι. Αυτή είναι η πραγματική κληρονομιά της Μάργκαρετ Θάτσερ: ο λαός υπέφερε.
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μάθατε για τον εαυτό σας ή ακόμη και για την οικογένειά σας όταν τελειώσατε το “Σάγκι Μπέιν”, για το οποίο δεν είχατε την παραμικρή ιδέα όταν ξεκινούσατε να γράφετε;
Το πιο διδακτικό ήταν ότι έβαλα τον εαυτό μου στη θέση της Άγκνες. Ως ένας άνδρας που ενηλικιώθηκε λίγο πριν το μιλένιουμ (σ.σ. γεννημένος το 1976), αν και μεγάλωσα μέσα στη φτώχεια, είχα κάποια προνόμια. Είμαι λευκός άντρας και μικρός μορφώθηκα δωρεάν. Έβαλα λοιπόν τον εαυτό μου στη διαδικασία να σκεφτεί πώς μπορεί να ήταν τα πράγματα για μία γυναίκα εκείνη την εποχή, η οποία βίωσε την επεισοδιακή κατάρριψη όλων των “πρέπει” της ζωής της. Πρέπει να παντρευτείς, πρέπει να κάνεις παιδιά, πρέπει να προσέχεις το σπίτι σου. Όταν όμως η κοινωνία καταρρέει, όταν ο άντρας σου αποδεικνύεται σκάρτος, όταν δεν έχεις πρόσβαση σε ανώτερη παιδεία, τι κάνεις; Πώς το διαχειρίζεσαι; Μέσω της ενσυναίσθησης, όπως σου είπα, ανέπτυξα έντονο σεβασμό για τη μητέρα μου και για όλες τις γυναίκες σαν εκείνη που βρέθηκαν απροετοίμαστες σε μια πολύ εκρηκτική στιγμή πολιτικά και κοινωνικά αλλά και ως προς την πολιτική των φύλων. Ήταν η στιγμή που πολλές γυναίκες συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν πια να εναποθέτουν την πίστη τους στις πατροπαράδοτες δομές, έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθήσουν να ξεφύγουν. Γυναίκες όμως σαν την μητέρα μου ήταν τόσο δέσμιες στερεοτύπων που δεν κατάφεραν να κάνουν αυτή τη στροφή. Όταν η μητέρα μου ήταν νεαρή, μόνο ένα 0,003% των φοιτητών στα πανεπιστήμια προερχόταν από τις εργατικές γειτονιές της Γλασκώβης. Η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση ήταν ανύπαρκτη. Και η συντριπτική πλειοψηφία αυτού του πολύ μικρού ποσοστού ήταν άντρες.
Όταν η αρρενωπότητα ορίζεται με έναν εντελώς στενόμυαλο τρόπο, ξέρεις, ότι ο άντρας πρέπει να είναι γερός πότης, ακούραστος εραστής κι έτοιμος για καβγά ανά πάσα στιγμή, υπάρχει πρόβλημα για όλους, φυσικά και για τους στρέιτ. Κάθε άλλη εκδοχή αρρενωπότητας που δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα macho στερεότυπα, εξοστρακίζεται.
Να υποθέσω ότι αν μπορούσατε να γυρίσετε το χρόνο πίσω, θα θέλατε να εμφυσήσετε περισσότερη ενσυναίσθηση στον εαυτό σας της εποχής που διαδραματίζεται το βιβλίο;
Ίσως… Δεν ξέρω αν θα πήγαινε καλά μια συνάντηση μου με τον μικρό Σάγκι, αν θα τα βρίσκαμε. Το βιβλίο έχει να κάνει με το να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου. Δεν νομίζω ότι του Σάγκι του αρέσει το πώς είναι. Όλοι γύρω του φωνάζουν: Γιατί είσαι έτσι; Γιατί είσαι σκάρτος; Έτσι ένιωθα στην πραγματικότητα. Όταν δηλητηριάζεις νέα παιδιά κατ’ αυτόν τον τρόπο και τα κάνεις να μισούν τον εαυτό τους, είναι πολύ δύσκολο να αγαπήσουν κάποιον άλλο. Είναι σημαντικό να αναδείξουμε και το εξής: η ομοφοβία με την οποία καταπιάνομαι στο βιβλίο, ήταν παγκόσμιο φαινόμενο, δεν είχε να κάνει μόνο με τη Γλασκώβη. Δεν μπορώ να μιλήσω συγκεκριμένα για την Ελλάδα, στοιχηματίζω όμως ότι θα ήταν πολύ ομοφοβική η κοινωνία στα 80s και οι queer άνθρωποι θα ένιωθαν απόκληροι. Όταν η αρρενωπότητα ορίζεται με έναν εντελώς στενόμυαλο τρόπο, ξέρεις, ότι ο άντρας πρέπει να είναι γερός πότης, ακούραστος εραστής κι έτοιμος για καβγά ανά πάσα στιγμή, υπάρχει πρόβλημα για όλους, φυσικά και για τους στρέιτ. Κάθε άλλη εκδοχή αρρενωπότητας που δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα macho στερεότυπα, εξοστρακίζεται. Αυτό που συνειδητοποίησα μέσα από την έκδοση του “Σάγκι Μπέιν” σε τόσες χώρες, είναι ότι η εμπειρία, τα βιώματα του πρωταγωνιστή είναι όμοια με χιλιάδων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Είναι καλύτερα τα πράγματα σήμερα; Είστε αισιόδοξος ότι θα γίνουν ακόμη καλύτερα αύριο;
Θέλω να πιστεύω ότι είμαι ρεαλιστής, όχι αισιόδοξος. Όμως τα πράγματα σήμερα είναι 1000% καλύτερα σε σχέση με την εποχή του βιβλίου. Η Σκωτία είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. Όταν συγκρίνω τα δικαιώματα των γκέι την εποχή του μεγάλωνα με σήμερα, νομίζω ότι η Σκωτία δείχνει το δρόμο σε όλη την Ευρώπη. Η χώρα έχει αλλάξει. Και αν μπορεί η Σκωτία να αλλάξει, μπορούν όλοι να αλλάξουν. Όμως όσο και αν οι queer άνθρωποι σήμερα νιώθουν πιο ασφαλείς από ποτέ και γίνονται προσπάθειες καταπολέμησης της φτώχειας, πάντα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όσους είναι ακόμη εγκατελλειμένοι από το σύστημα. Ζω στη Νέα Υόρκη και ο αριθμός των αστέγων διαρκώς αυξάνεται. Μία από τις φιλανθρωπικές οργανώσεις που στηρίζω, βοηθά queer ανθρώπους που εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους μόλις αποκάλυψαν τη σεξουαλική τους ταυτότητα. Και αν αυτά συμβαίνουν στην πιο φιλελεύθερη μητρόπολη του κόσμου, ξέρεις ότι συμβαίνουν παντού.
Θα είναι και τα επόμενα βιβλία σας βασισμένα σε προσωπικά σας βιώματα;
Το δεύτερο βιβλίο διαδραματίζεται στη Γλασκώβη και έχει να κάνει με πολλές δικές μου εμπειρίες σχετικά με το πώς ανακάλυψα τον εαυτό μου και τη σεξουαλικότητά μου. Στο τέλος του “Σάγκι Μπέιν” ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στα πρόθυρα της ενηλικίωσης. Νομίζω ότι μέχρι νεοτέρας θα συνεχίσω να αντλώ έμπνευση από τις εμπειρίες μου, ακόμη και όταν γράψω κάτι που θα διαδραματίζεται στην Αμερική. Μου αρέσει ένα βιβλίο που αισθάνεσαι ότι ο συγγραφέας του το έχει ζήσει.
Έχετε επισκεφτεί τη Γλασκώβη μετά την έκδοση του “Σάγκι Μπέιν”;
Όχι. Έχω να πάω πριν από την έξαρση της πανδημίας. Συνήθως επιστρέφω δυο-τρεις φορές το χρόνο. Η Γλασκώβη είναι ακόμη το σπίτι μου, ψυχικά και πνευματικά. Οι συγγενείς μου ακόμη ζουν στους δρόμους που περιγράφω στο βιβλίο.
Ανυπομονείτε λοιπόν να επιστρέψετε στο σπίτι σας ως συγγραφέας;
Θεέ μου, δεν θέλω κάτι άλλο περισσότερο!
Κύριε Στιούαρτ, είστε χαρούμενος;
Ο Σάγκι μου επέτρεψε να βγάλω από μέσα μου πολλά από τα πράγματα που κρατούσα καλά κρυμμένα. Με το να γράφεις την προσωπική σου ιστορία, έρχεται ένα απίστευτο αίσθημα απελευθέρωσης. Είμαι λοιπόν πιο χαρούμενος και πιο ικανοποιημένος απ’ όσο έχω υπάρξει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Είμαι καλά.