Ο ΑΚΥΛΛΑΣ ΚΑΡΑΖΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΑ ΤΟΠΑΛΙΔΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΑΜΩΝΕΣ ΤΟΥ ΜΠΑΡ ΤΟΥ HARRY HOPE
Ο Ακύλλας Καραζήσης και η Έλενα Τοπαλίδου μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση "Ο Παγοπώλης έρχεται" που παρουσιάζεται στο θέατρο Προσκήνιο.
Πρώην αναρχικοί, πρώην τζογαδόροι, πρώην φοιτητές και νυν μπεκρήδες είναι οι μόνιμοι θαμώνες ενός ιδιόρρυθμου μπαρ, του μπαρ του Harry Hope που βρίσκεται σε μια λαϊκή γειτονιά μιας αμερικανικής μεγαλούπολης.
Όλοι μοιάζουν ξοφλημένοι, παραιτημένοι ακροβάτες ενός μεθυσμένου ονείρου, βουτηγμένοι μέσα σε τόνους αλκοόλ και σ΄έναν φανταστικό μικρόκοσμο ψευδαισθήσεων που μοιραία έχει γίνει η δική τους πραγματικότητα. Κάποτε είχαν προσδοκίες, επιθυμίες, ιδεώδη, όμως η πραγματικότητα της ζωής τους οδήγησε κάτω από αυτό το θλιβερό «μπαρ» μέσα στο οποίο αναζητούν παρηγοριά στο ποτό.
Μοναδική “ανατροπή” στη μεθυσμένη αυτή ζωή τους, ένας πλανόδιος πλασιέ, ο Χίκυ, που έρχεται κάθε χρόνο τέτοια μέρα και πυροδοτεί την απόλυτη κραιπάλη. Όμως αυτή τη φορά, ο Χίκυ έρχεται αλλαγμένος, μεταμορφωμένος. Δε θέλει να πιει, θέλει μόνο να “ταρακουνήσει” τους φίλους του και να τους “βγάλει” από τις ψευδαισθήσεις που συντηρεί το ποτό. Και η σύγκρουση αυτή μεταξύ του ζωτικού ψέματος και της αλήθειας είναι αν μη τι άλλο συγκλονιστική.
Ο λόγος για το έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ, «Ο Παγοπώλης έρχεται» που σκηνοθετεί ο Ακύλλας Καραζήσης – ο πρώτος προσκεκλημένος σκηνοθέτης υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Δημήτρη Καραντζά στο Θέατρο Προσκήνιο – με ένα στιβαρό υποκριτικό καστ (Έλενα Τοπαλίδου, Γιώργο Κατσή, Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Κωνσταντίνο Πλεμμένο, Ελίνα Ρίζου και Gary Salomon).
Μία παράσταση που παρασύρει στον υπνωτιστικό της ρυθμό και μοιάζει με ένα ιδιόρρυθμο road movie δωματίου βυθίζοντας τον θεατή μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια της σκέψης των ηρώων. Αλήθεια, θα μπορέσουν οι θαμώνες αυτοί του μπαρ να ανοίξουν μια μέρα την πόρτα και να επιστρέψουν στην κοινή πραγματικότητα, δίνοντας μια κλωτσιά στα κούφια όνειρά τους;
Η κουβέντα μας με τον Ακύλλα Καραζήση και την Έλενα Τοπαλίδου ξεκίνησε στον αυτόματο. Ο πρώτος εκτός από σκηνοθέτης ενσαρκώνει και τον έναν από τους θαμώνες του μπαρ, ενώ η Έλενα Τοπαλίδου είναι ο Χίκυ, το πρόσωπο κλειδί του έργου. Είχα δει την παράσταση λίγες μέρες πριν και η αίσθησή της ήταν ακόμη έντονη μέσα μου. Σκεφτόμουν τους έξι ήρωες που έμοιαζαν να έχουν παγιδευτεί σε αυτό το μπαρ που μπορεί εκ πρώτης όψεως να έμοιαζε με το μπαρ “Το ναυάγιο”, όμως τελικά αποδείχθηκε πως ήταν το μπαρ “Η σωτηρία”….
Μπαρ η… σωτηρία
“Κάποιοι άνθρωποι ίσως να μην είναι τόσο δυνατοί να αντέξουν αυτό που συμβαίνει γύρω τους και φτιάχνουν μια δική τους πραγματικότητα. Κι αυτό έχει μια συγκίνηση μέσα του. Δηλαδή δεν ξέρω με ποιανού το μέρος είμαι στην παράσταση, αν είμαι με το μέρος του Χίκυ ή με το μέρος των υπολοίπων. Σαν Έλενα, πιο πολύ μου αρέσουν τα λόγια που μου λένε οι άλλοι. Από την άλλη θα με κούραζε να είμαι βυθισμένη σε κάτι, χωρίς να περιμένω το αύριο. Δεν ξέρω επίσης, αν μπορώ να κάνω αυτό που λέω στους άλλους, να κοιτάξω τον εαυτό μου στα μάτια”, λέει η Έλενα Τοπαλίδου.
Και συνεχίζει “είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάω τρομερά τη ρουτίνα, σχεδόν με εξυπηρετεί σε μέγιστο βαθμό. Αλλά μέσα σε αυτή τη ρουτίνα προσπαθώ να υπάρχω κάθε στιγμή σαν καινούργια. Πιστεύω πάρα πολύ στη λειτουργία της καθημερινότητας. Θέλω το πρωινό μου ξύπνημα να μην έχει την αίσθηση της θλίψης και του βάρους. Τώρα αυτό πώς το καταφέρνει κάποιος; Εγώ το καταφέρνω είτε με τη γυμναστική που κάνω συντηρώντας έτσι το σώμα μου, το πνεύμα μου και την ψυχή μου, είτε με τον τρόπο που προσπαθώ να συνυπάρχω με τους ανθρώπους, είτε με το πώς ονειρεύομαι τη ζωή μου, είτε με το πως είμαι με την οικογένειά μου”.
Ο Ακύλλας Καραζήσης παίρνει τον λόγο και δίνει την δική του οπτική προς τους ήρωες αυτούς λέγοντας “εκείνο που είναι ενδιαφέρον για μένα είναι ότι ζούμε σε μια κοινωνία επιδόσεων και επιβραβεύσεων. Αυτό ισχύει τα τελευταία 100 και 200 χρόνια και αποτελεί πλέον ένα είδος νοοτροπίας. Πρόκειται για ένα συμβατικό σύστημα δυτικού τρόπου ζωής. Και λέω δυτικού, γιατί είμαι σίγουρος πως στην Αφρική ζουν τελείως διαφορετικά. Υπάρχει, δηλαδή, μια αξιολογική κλίμακα σύμφωνα με την οποία πρέπει να διαβαθμίσεις τον εαυτό σου. Αυτό είναι για μένα φασισμός, ο φασισμός της καθημερινότητας, ο φασισμός των βιογραφιών…
Προσωπικά προτιμώ τη μη κοινωνία, δηλαδή την κοινωνία αυτών των ανθρώπων, του έργου. Έχω ζήσει σε έναν τέτοιο θύλακα στα φοιτητικά μου χρόνια. Εκτός Ελλάδας, στη Γερμανία, μετά από τους Μάηδες του ‘68. Τότε υπήρχαν ομάδες, μικρές ψυχοτρόπες κοινότητες που με έναν τρόπο ζούσαν μέσα σε ένα όνειρο. Ήταν όλοι μικροί φιλόσοφοι, μικροί ποιητές, υπήρχε μια πολυμορφία τεράστια από πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους, οι οποίοι σήμερα δε θα μπορούσαν να προσληφθούν πουθενά. Τότε, δούλευα γκαρσόνι σε ένα εστιατόριο και θεωρώ ότι ήμουν πολύ πιο ποιητής από σήμερα. Και δεν το λέω ρομαντικά αυτό. Από την τότε εποχή αντλώ έμπνευση για να μπορέσω να δημιουργήσω σήμερα.
Γι’ αυτό και αυτό το μπαρ για μένα δεν είναι ναυάγιο, είναι σωτηρία. Αυτό το μπαρ για μένα είναι μαγικό.
Μία “κοινωνία” που δε μοιάζει σε τίποτα με αυτή των social media
Η Έλενα Τοπαλίδου εξομολογείται πως σκέφτεται να φύγει από τα social media. “Aυτή η ‘κοινωνία’ σου υπαγορεύει τι πρέπει να είσαι, τι πρέπει να κάνεις, πώς πρέπει να ντύνεσαι. Και αυτό πλέον εμένα μου δημιουργεί ένα αδιανόητο βάρος, μου φέρνει μια φοβερή δυστυχία από την οποία θέλω να ξεφύγω. Θα ήθελα πάρα πολύ να μην έχω τίποτα από αυτά, γιατί νιώθω πως είμαι εξαρτημένη από τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για μένα και αυτό μου έχει αλλάξει τον χαρακτήρα. Γι΄αυτό ζηλεύω την κοινωνία των ηρώων του Παγοπώλη, είναι το αντίθετο από αυτό που τους υπαγορεύουν οι άλλοι” αναφέρει.
Μιλάμε αρκετή ώρα για τα social media. O Ακύλλας Καραζήσης έχει καταφέρει και δεν έχει “μπει” σε αυτά. Καταλήγει πως “το κακό είναι ότι αναγορεύουμε σε πραγματικότητα κάτι το οποίο δεν είναι. Και το χειρότερο είναι πως αν κάποιος αναζητήσει μία πηγή γνώσης στο ίντερνετ, συνήθως θα βρει σκουπίδια. Πρέπει να ξέρει πώς να ψάξει. Πλασάρεται έτσι μία νέα μορφή αναλφαβητισμού. Όχι πως και παλιά δεν υπήρχε κάτι παρόμοιο βέβαια έτσι; Αυτοί οι άνθρωποι εδώ, οι ήρωές μας, δεν είναι αναλφάβητοι, είναι άνθρωποι που σκέφτονται, που έχουν μια πνευματικότητα. Ο πρώην αναρχικός, ο πρώην τζογαδόρος ας πούμε…”.
Ζώντας με το… παρελθόν
Αυτή η “πρώην” ιδιότητα των ηρώων δηλώνει μια σύνδεση τους με το παρελθόν;
“Τι είναι το παρελθόν και τι το παρόν. Εγώ ζω με το παρελθόν μου. Δεν χάνω τίποτα από το παρόν. Τι άλλο είμαι εκτός από το χθες, το προχθές, το παραπροχθές; Το απαριθμώ μέχρι τις 25/3/57 που γεννήθηκα” αναφέρει ο Α. Καραζήσης και συνεχίζει “για μένα παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι ένα πράγμα άχρονο. Ο χρόνος της ζωής, ο χρόνος που εγώ ζω. Αντιλαμβάνομαι τα πράγματα με ένα αφηρημένο τρόπο, γιατί δεν μπορώ να συλλάβω καν τον εαυτό μου ολόκληρο. Εγώ βλέπω την Έλενα (Τοπαλίδου) καλύτερα από ό,τι βλέπει η ίδια τον εαυτό της. Και σου λένε μετά ‘μη μένεις στο παρελθόν, να πας στο μέλλον’. Και τι να κάνουμε δηλαδή; Μέλλον και καινοτόμες εφευρέσεις. Αυτά είναι βλακείες της Σίλικον Βάλεϊ και απευθύνονται στα Αμερικανάκια. Δηλαδή, γιατί να χτίσω το μέλλον; Για να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη; Εγώ δεν θέλω τέτοια ανάπτυξη. Το αντίθετο θέλω, την υπανάπτυξη. Θέλω ανάπτυξη πνευματική. Μπορούν να διαβάζουν όλοι ποίηση ή φιλοσοφία ή μυθιστορήματα; Δε διαβάζουν τίποτα. Αυτό είναι το πρόβλημα. Ούτε πριν διάβαζαν, ούτε παλαιότερα διάβαζαν. Δεν φταίνε τα σόσιαλ μίντια γι αυτό, ούτε το ίντερνετ, ούτε οι ΗΠΑ”.
Η Έλενα Τοπαλίδου παίρνει τον λόγο λέγοντας πως “το παρελθόν με κουράζει, με κουράζει να το επεξεργάζομαι, αλλά καταλαβαίνω πολύ καλά και συμφωνώ με αυτά που λέει ο Ακύλλας. Είμαι ένας άνθρωπος που προσπαθώ πάρα πολύ να είμαι στο τώρα με έναν τρόπο σαν να παίζω σε ταινία. Αλλά εννοείται πως χωρίς το παρελθόν μας, δεν θα ήμασταν τίποτα. Αυτοί οι άνθρωποι μού θυμίζουν πάρα πολύ τον μπαμπά μου, που ήταν ένας πρώην φαρμακοποιός και έζησε τη ζωή του πάρα πολύ μέσα στο ποτό και τα τελευταία χρόνια ήταν τελείως βυθισμένος μέσα σε κάτι τελείως δικό του, που ποτέ δεν μάθαμε τι ακριβώς ήταν”.
Το δικαίωμα στην… πλήξη και μία “άσκηση θανάτου”
Σε σχέση με όλα αυτά που συζητάμε, αισθάνομαι πως σήμερα το θέατρο φοβάται την πλήξη των θεατών, ενώ αυτή αποτελεί μέρος της θεατρικής διαδικασίας. Αισθάνομαι πως προσπαθούν συνέχεια να μου αποσπάσουν την προσοχή πάνω στη σκηνή για να μη βαρεθώ. Στον Παγοπώλη αυτό δεν το αισθάνθηκα. Αφέθηκα..
“Δε θυμάμαι ποιος το έλεγε, μπορεί η Ρούλα Πατεράκη, πως το θέατρο είναι συν τοις άλλοις το δικαίωμα στην πλήξη” λέει ο Α. Καραζήσης.
Τι είναι αυτό που ωθεί τους ήρωες στο ποτό και στη μέθη;
“Εγώ θα σύστηνα σε αυτόν που ενδιαφέρεται για αυτήν την ερώτηση να διαβάσει το ‘Περί μέθης’ του Παπαγιώργη. Είναι βιβλίο- Ευαγγέλιο” λέει ο Α. Καραζήσης και συνεχίζει “κοντολογίς, η μέθη είναι μια άσκηση θανάτου με τη χαρμόσυνη έννοια, όχι τη χριστιανική. Ο θάνατος είναι μια έκφανση κι αυτός της ζωής. Ο πότης πάντα προσπαθεί να κάνει μια εκδρομή σαν τον Οδυσσέα, σαν τον Ηρακλή στον Κάτω Κόσμο και να ξαναγυρίσει. Συνήθως δυστυχώς μένει εκεί, αλλά δεν πειράζει, είναι ωραίες αδυναμίες αυτές.
Και τα ψυχοτρόπα είναι ασκήσεις με το επέκεινα, με το πέρα απ’ αυτό που ονομάζουμε ψευδώς πραγματικότητα. Γιατί η πραγματικότητα είναι κάτι τόσο αποσπασματικό που είναι σχεδόν σχιζοφρενές. Πραγματικότητα είναι η αίσθηση που έχουμε για τα πράγματα, μία αίσθηση πάρα πολύ προσωπική, τελείως διαφορετική για τον καθένα μας. Μην ξεχνάμε, όμως, πως υπάρχει και η νηφάλιος μέθη, η πνευματική μέθη“.
Η Έλενα Τοπαλίδου προσθέτει πως “προσωπικά, φοβάμαι να χάνω τον εαυτό μου. Το ίδιο νιώθω με όλες τις εξαρτήσεις. Είμαι άνθρωπος που φεύγει το μυαλό μου πάρα πολύ, νιώθω ότι μπορώ να μεθύσω με τις σκέψεις μου. Δεν μπορώ να μιλήσω για το ποτό, έχω ζήσει με ανθρώπους όμως, που μεθούσαν πάρα πολύ και ζούσαν μέσα στο ποτό και έβλεπα την ομαδικότητά τους. Ήταν πάρα πολύ συγκινητικό που το κάνανε παρέα, όπως και οι ήρωες μας. Και ζούσαν όλοι μαζί μια τέτοια διαδικασία, η οποία δεν είχε αρχή, μέση και τέλος. Και ένιωθαν πολύ ισχυροί μέσα σε αυτό. Ήταν λίγο σαν θεοί και ο κόσμος γύρω δεν τους αφορούσε.
Αναφορικά με τον Χίκυ, κι εγώ προσπαθώ να τον καταλάβω λέγοντας τα λόγια του. Τον βλέπω πως συγκινείται μέσα από αυτό που του συμβαίνει, γιατί έχει κάνει μια υπέρβαση τρομερή. Έχει κάνει έγκλημα. Είναι σαν να έχει σκοτώσει την Παναγία κι έχει γίνει ο ίδιος θεός του εαυτού του. Είναι μέσα σε ένα ντελίριο να μεταφέρει αυτή την ομορφιά που έχει μέσα του σε αυτούς που αγαπάει”.
Σε τι συνίσταται αυτή η ομορφιά;
“Είναι σαν να έχει νικήσει τον θάνατο, επειδή έχει προκαλέσει θάνατο και επειδή ο ίδιος ξέρει ότι θα πεθάνει αύριο. Είναι σαν να έχει κάνει μια υπερβατική πράξη και νιώθει όλα τα αισθήματα πολύ έντονα και συνέχεια δηλαδή. Δεν ξέρω αν συμφωνείς Ακύλλα” λέει η Έ.Τοπαλίδου κοιτάζοντας τον Α. Καραζήση που με τη σειρά του απαντά “συμφωνώ απολύτως. Απλώς μην ξεχνάμε και το τι ήταν αυτός πριν διαπράξει τον φόνο. Είναι κάποιος, ο οποίος ζει με τον ίδιο τρόπο, αλλά σε αντίθεση με αυτούς δουλεύει. Είναι πλασιέ, πουλάει, συναλλάσσεται με τον κόσμο. Αγαπάει με πάθος τη δουλειά του. Και έρχεται εδώ στο μπαρ και ξεθυμαίνει. Το ενδιαφέρον είναι έρχεται αλλαγμένος και απαιτεί και από τους άλλους να αλλάξουν”.
Η Ε. Τοπαλίδου εξηγεί πως “είναι είναι σαν να κάνει μια μια κίνηση από αγάπη για τη γυναίκα του. Σαν να έχει μία έκλαμψη και προβαίνει σε μία πράξη που τον καθιστά στα μάτια του υπεράνθρωπο. Και μετά περπατάει έξι ώρες και φτάνει στο μπαρ. Τον διακρίνει μία έπαρση. Πάντα ένιωθε ότι είναι ο καλύτερος πλασιέ του κόσμου. Και όντως δε του κρύφτηκε ποτέ κανείς. Και από τις περιγραφές των υπολοίπων, καταλαβαίνουμε πως έρχεται στο μπαρ και αποτελεί για αυτούς μία θεότητα.
Μία ιστορία που τελικά δεν ακούμε ποτέ
Ο Α. Καραζήσης εξηγεί πως “το ωραίο στο έργο αυτό είναι πως αυτή η ιστορία δε λέγεται ποτέ και δεν καταλαβαίνει κανένας αν λεγόταν ή αν είναι προβολές των άλλων πάνω του. Το δραματουργικό ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η ιστορία δεν λέγεται ποτέ, άρα δεν υπάρχει. Ο Παγοπώλης είναι από αυτά τα ατού της λογοτεχνίας που ο καθένας μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει. Είναι όπως την Άννα Καρένινα, μόλις τη ζωγραφίσεις, παύει να υπάρχει, έτσι και μόλις πεις την ιστορία του Παγοπώλη, παύει να είναι ενδιαφέρουσα”.
“Είναι σαν να αιωρείται στην ατμόσφαιρα η ιστορία του Παγοπώλη” προσθέτει η Έ. Τοπαλίδου και συνεχίζει “όπως ο Ακύλλας έχει προσεγγίσει το έργο και όπως το φτιάξαμε όλοι μαζί, κάθε μέρα που ξεκινά η παράσταση μπορεί να καταλάβω κάτι για τον Χίκυ που δεν το ήξερα μέχρι πριν. Και αυτό το εκφράζω και σε λόγια”.
Και ο Α. Καραζήσης προσθέτει “και φωτίζει έτσι όλο το κείμενο. Ας πούμε την καλύτερη φράση του Χίκυ “Εγώ είμαι μεθυσμένος. Εσείς απλώς έχετε πιει πάρα πολύ” δεν τη λέει μέσα στο κείμενο. Είναι δικιά της φράση. Και την είπε στην 15η παράσταση. Μόνη της. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον στο ζωντανό θέαμα. Γι αυτό αξίζει τον κόπο να κάνουμε θέατρο”.
Αυτό πάντως το “ανοιχτό” της δουλειάς σας πάνω στο έργο επικοινωνείται με το κοινό…
“Γιατί έχουμε καταφέρει όλοι μαζί να κάνουμε ένα jam session, έναν τζαζιστικό αυτοσχεδιασμό, όπου πάντα υπάρχει ένα μοτίβο στο οποίο ξαναγυρνάει κανείς. Αλλά δεν είναι αυτό το βασικό. Το βασικό είναι ότι ο καθένας παίζει το όργανό του κάθε μέρα λίγο διαφορετικά ή πολύ διαφορετικά ή κάποια μέρα και τελείως λάθος. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή” σημειώνει ο Α. Καραζήσης.
Γιατί γυναίκα στον ρόλο του Χίκυ;
“Γιατί δεν υπάρχει για μένα πιο βαρετό πράγμα στο θέατρο από την αναλογία 1:1. Ένα έργο δηλαδή να παίζεται ακριβώς έτσι όπως είναι. Σκεφτείτε τον Χίκυ, που παίζει η Έλενα με εξαιρετικά πνευματικό τρόπο, να τον κάνει ένα 55αρης άντρας. Θα ήταν μια βλακώδης αναπαράσταση πραγματικότητας, η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων θα είχε έναν αφελή ψυχοθεραπευτικό χαρακτήρα. Μα αυτά είναι ανοησίες.
Διαβάζω την Άννα Καρένινα για να είμαι εγώ η Άννα Καρένινα. Μπορεί να είμαι άντρας, αλλά δεν ταυτίζομαι με τον άντρα της, με την Άννα Καρένινα ταυτίζομαι. Στην ανάγνωση ταυτιζόμαστε με διάφορους χαρακτήρες. Ταυτίζομαι με τον δολοφόνο. Είμαι δολοφόνος; Όχι και αυτό είναι το καλό της αναπαράστασης. Όταν όμως στην αναπαράσταση βλέπω την καρικατούρα του δολοφόνου, την πραγματικότητα δηλαδή ενός ανθρώπου με τον βλακώδη ρεαλισμό που μας έχει επιβάλλει η λεγόμενη λατρεία της πραγματικότητας και του υποτιθέμενου ρεαλισμού, βλέπουμε ένα βαρετό πράγμα. Και έτσι πεθαίνει το θέατρο και πεθαίνουμε και εμείς χωρίς να το καταλάβουμε” απαντά ο Α. Καραζήσης.