Aris Katsigiannis

Ο ΑΡΗΣ ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΠΡΙΝ ΧΑΘΟΥΝ

Ο Άρης Κατσίγιαννης ταξιδεύει στα νησιά και καταγράφει τις ιστορίες των ντόπιων. Αφηγείται στο Magazine την εμπειρία του και μοιράζεται έξι ιστορίες από τις Μικρές Κυκλάδες.

Ο Άρης Κατσίγιαννης κάνει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος του πρότζεκτ του: καταγράφει τις ιστορίες των ανθρώπων που ζουν στα ελληνικά νησιά, πριν αυτές χαθούν. Κάνει τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας πρωταγωνιστές, τους δίνει το βήμα να αφηγηθούν σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή τους, με τις ομορφιές και τις κακουχίες της, την ηρεμία και συνάμα την απομόνωση του χειμώνα.

«Το χειμώνα είμαστε ξεχασμένοι, μόνο το καλοκαίρι μας θυμούνται» του λένε οι ντόπιοι από τις Μικρές Κυκλάδες.

Μαζί με την ομάδα του, ταξιδεύουν τον τελευταίο χρόνο σε νησιά των Κυκλάδων – και όχι μόνο, για να καταγράψουν τις ιστορίες των ηλικιωμένων κατοίκων τους. Γιατί το κάνουν αυτό; «Γιατί είναι ιστορίες που κουβαλάνε αλήθεια. Είναι αφιλτράριστες. Δεν έχουν δεύτερες σκέψεις. Μας γνωρίζουν 10 λεπτά πριν και αφιερώνουν ώρες να μας πουν τις ιστορίες της ζωής τους, λες και είμαστε τα εγγόνια τους.

Μας μιλούν για χρόνια που δεν έχουν καμία σχέση με το τώρα. Για χρόνια με πολλές δυσκολίες. Πράγματα που δεν μπορούμε να τα φανταστούμε, αν δεν τα ακούσουμε και πόσο μάλλον αν δεν τα ζήσουμε».

Ζητήσαμε από τον Άρη Κατσίγιαννη να μοιραστεί μαζί μας μια ιστορία από έναν ντόπιο κάθε νησιού των Μικρών Κυκλάδων, όπως τις έχει καταγράψει. Ο Μπάμπος της Αμοργού, η κυρία Μαριέτα από τα Κουφονήσια, ο Γιώργος και η Ποθητή Κωβαίου από την Σχοινούσα, ο κύριος Βαγγέλης από την Ηρακλειά και ο καπετάνιος του Σκοπελίτη αφηγούνται στιγμές από τη ζωή τους σε πρώτο πρόσωπο.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ – “ΜΠΑΜΠΟΣ”, 88 ΕΤΩΝ, ΘΟΛΑΡΙΑ, ΑΜΟΡΓΟΣ

Ο Λάμπρος Στεφανόπουλος Aris Katsigiannis

«Στα νιάτα μου δεν με χωρούσε το σπίτι. Πήγαινα πάνω στο βουνό. Έβοσκα κατσίκια, έσπερνα, θερίζαμε, λονεύγαμε. Ύστερα, να λιχνίσουμε, να πάμε τα άχυρα. Να φέρουμε τον καρπό εδώ. Eίμαστε κουρασμένοι. Κουβαλούσαμε, κάναμε τον αγωγιάτη, κουβαλούσαμε χαλίκια, γιατί τότες δεν είχανε αμάξια. Τώρα αυτά ξεχάστηκαν. Όλα. 

12, 13 ταράτσες έχω κάμει. 13 ταράτσες. Και τα υλικά τα κουβαλούσαμε από την Πλάζενα, από τον Κάμπο απάνω με τα μουλάρια. Και αν έχουμε τραβήξει…

Ο κόσμος έχει φύγει, όλος ο κόσμος έχει φύγει. Όλα τα σπίτια είναι κλειστά. Αν είναι και κανένας, ζει στην Αθήνα. Από εδώ έχουνε φύγει τόσοι άνθρωποι. Είναι τα νεκροταφεία γεμάτα ανθρώπους. 

Εγώ; Πού να πάω; Πήγα κι στην Αθήνα, πήγα κι στην Αμερική. Έκατσα κι εκεί έναν χρόνο. Ήμουν σε ένα μαγαζί, έπλενα πιάτα, λαντζέρης. Ύστερα έφυγα κι ήρθα πάλι εδώ. 

Περάσαμε κι ωραία χρόνια, περάσαμε κι άσχημα. Τέλος πάντων, την θητεία μας τώρα την κάναμε».

Aris Katsigiannis

«Από τη πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε, ένιωσα ότι γίναμε φίλοι. Από τότε έχω έναν φίλο σε ένα χωριό στην Αμοργό. Τον Μπάμπο. Σοβαρά δεν ξέρω τι να σου πρωτοπώ γι’ αυτόν τον άνθρωπο», μου λέει ο Άρης Κατσίγιαννης, σκηνοθέτης του πρότζεκτ «Οι ιστορίες τους πριν χαθούν».

Ο Άρης Κατσίγιαννης ξεκίνησε να γυρνάω τα νησιά τον χειμώνα για να καταγράψει τις ιστορίες των ηλικιωμένων που ζουν εκεί. Έμπνευση του, η γιαγιά του. «Πέρασα κάποιο χρόνο μαζί της και μιλήσαμε για τα παλιά, για τη ζωή της, για αυτά που έχει ζήσει, για το πως ζει τη μοναξιά, αφού ο παππούς μου έχει πεθάνει 23 χρόνια.

Ήθελα να αποτυπώσω κι άλλες τέτοιες ιστορίες ηλικιωμένων ανθρώπων πριν χαθούν με την πάροδο των χρόνων, και έτσι να τις δουν και οι επόμενες γενιές.

Πάντα ήθελα να κάνω κάτι με τα ελληνικά νησιά, αλλά κάτι με χαλούσε στο καλοκαίρι, ο τουρισμός, ο πολύ κόσμος. Έτσι σκέφτηκα το χειμώνα. Ουσιαστικά τι γίνετε τότε; Θα έχει ‘’φιλτραριστεί’’ το νησί και θα είναι αυτοί που θα θες να συναντήσεις. Αυτοί επειδή είναι σε μια πιο ήρεμη περίοδο, έχουν περισσότερο χρόνο να σου αφιερώσουν».

Κατά τη διάρκεια του γυρίσματος Aris Katsigiannis

«Από τη πρώτη φορά που μπήκαμε σπίτι του Μπάμπου στην Αμοργό για να πιούμε καφέ, μας υποδέχτηκε με τόση αγάπη.

Ήταν εκεί και απολάμβανε το τσιγάρο του, όπως πρέπει να απολαμβάνουμε τη ζωή.

Είναι δύσκολο να του πάρεις χαμόγελο, αλλά αν σου χαμογελάσει, βλέπεις πόσο αληθινό και αγνό είναι. Τις επόμενες μέρες μας περίμενε, και μια μέρα που δεν πήγαμε μας έψαχνε».

Ο Άρης Κατσίγιαννης, που πραγματοποιεί το πρότζεκτ – από τα ταξίδια, την κινηματογράφηση μέχρι και το editing- μαζί με τον αδελφό του Τηλέμαχο Κατσίγιαννη και τον Άρη Ζιωτόπουλο, μου λέει πόσο συγκινητικό είναι για εκείνους ότι αρκετός κόσμος που γνωρίζει τη δουλειά τους μέσω των social media, επιδίωξε να τους βοηθήσει και να τους φέρει σε επαφή με τους δικούς τους παππούδες, ούτως ώστε να καταγράψουν τις ιστορίες τους.

«Με πολλούς ανθρώπους, επειδή αφιερώνουμε αρκετό χρόνο να μιλήσουμε, να φάμε, να γελάσουμε, ερχόμαστε αρκετά κοντά, και είναι το πιο όμορφο πράγμα νομίζω και για εμάς και για αυτούς. Αυτή είναι η επιτυχία για έμενα, πέρα από το να καταγράψεις μια ιστορία, να μπεις μέσα της, να τη ζήσεις»

ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΠΡΑΣΙΝΟΥ, 72 ΕΤΩΝ, ΚΟΥΦΟΝΗΣΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Η Μαριέτα Πράσινου Aris Katsigiannis

«Φτώχεια που λες, πολλή φτώχεια. 

Είχα έναν πολύ καλό άντρα, παιδάκι μου, αλλά ήμασταν άτυχοι και οι δυο. Τον έχω χάσει τον άντρα μου, 38 χρόνων παλικάρι ήτανε. Τα είχα τα παιδιά μου μικρά. Η κόρη μου η Μαρία ήτανε μικρούλα, δεν τον καλοθυμάται. Εδώ στα νησιά δεν παντρεύονται ξανά, και αν είχες και παιδιά… Ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια.

Οπότε 29 χρόνων έμεινα χήρα, 29 χρονών, τα τρία μου παιδιά, δουλειά!

Πωπωπω δουλειά, Παναγία μου. Για να τα μεγαλώσεις, πώς θα τα μεγαλώσεις; Και είχα την μάνα μου την κακομοίρα και τον πατέρα μου και τα πρόσεχαν τα παιδιά μου εδώ, και δούλευα εγώ εδώ στις ταβέρνες, δεξιά αριστερά τα καλοκαίρια. Για να τα μεγαλώσω. Πολλή φτώχεια.

Να σκέφτεσαι πως έρχονται οι γιορτές, τα Χριστούγεννα και να είναι τα παιδιά σου, τρία κοριτσάκια τώρα, ε δεν θέλουν και αυτά κάτι; Τέλος πάντων, το καταφέραμε κι αυτό.

Εγώ με τον άντρα μου, Πράσινος λεγόταν και αυτός, δεν είχαμε καμία συγγένεια όμως. Για να βγάλουν την άδεια του γάμου, μας παίρνανε αίμα, να δουν μη τυχόν και είμαστε ξαδέρφια. Αν ταίριαζαν τα αίματα μας και δεν μας παντρεύανε. 

Δεν μας νοιάζει η μοναξιά, για εμάς που έχουμε μάθει σου λέω, δεν μας νοιάζει η μοναξιά. 

Η Μαριέτα Πράσινου Aris Katsigiannis

Μου λένε πως αντέχεις στο Κουφονήσι. Μα αφού έχουμε συνηθίσει από παιδάκια εδώ. Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ μεγαλώσαμε, εδώ παντρευτήκαμε, εδώ θα πεθάνουμε.

«Μια γυναίκα ‘’Μπουμπουλίνα’’ για εμένα, μόνη της, από τα 29 της μεγάλωσε 3 παιδάκια και έκανε τα πάντα για να μην τους λείψει τίποτα. Γυναίκες που άντεξαν τις καταιγίδες και αγκάλιασαν τις χαρές με το ίδιο σθένος.

Γυναίκες που χάραξαν δρόμους για τα παιδιά τους, εξασφαλίζοντας ότι θα βαδίσουν πιο μακριά από ό,τι θα μπορούσαν ποτέ οι ίδιες να ονειρευτούν.

Aris Katsigiannis

Η κυρία Μαριέττα, είναι μία από τις πολλές γυναίκες αυτής της χώρας, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στους γονείς τους, στα παιδιά τους και στον τόπο τους, κρατώντας ελάχιστα για τις ίδιες.

Σε αυτές τις γυναίκες χρωστάμε το τώρα και το εδώ που είμαστε» λέει ο Άρης Κατσίγιαννης.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΒΑΙΟΣ 91 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΘΗΤΗ ΚΩΒΑΙΟΥ  85 ΕΤΩΝ, ΣΧΟΙΝΟΥΣΑ, ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Aris Katsigiannis

58 χρόνια μαζί. Μια ζωή. Μια ιστορία αληθινής αγάπης.

«Περίμενα 7 χρόνια για να την πάρω. 22 χρονών ήτανε και της λέω “εγώ σ’ αγαπώ κι θέλω να σε πάρω. Να πάω στον πατέρα σου να το πω;”
“Όχι είμαι μικρή ακόμα”.

Ε, όταν μεγαλώσει λέω. Ξαναπήγα. Μια, δύο, τρεις φορές. Και της λέω “Δεν μεγάλωσες;”

“Μπα ακόμα, είμαι ακόμα 25 χρονών, εγώ θα πάω μέχρι 27 χρονών και μετά θα παντρευτώ”.  Δεν ήθελα εγώ να παντρευτώ μικρή ποτέ.

Το ’66 τελικά παντρευτήκαμε. Στα 2 χρόνια είχαμε χτίσει αυτό το σπίτι και είχαμε κάνει και δύο παιδιά.

Εμείς εκεί που μαλώνουμε, εκεί είμαστε μια χαρά. Έχουμε μάθει πια ο ένας τον άλλον. 

Το πρώτο μαγαζί πάνω στο νησί, ήταν το μαγαζί μας το «Κυρά Ποθητή». Δεν είχε άλλο. Είχα κάτσει 5 χρόνια που βοήθαγα το παιδί, τον γιο μου, και 20 χρόνια που δούλευα μόνη.

Aris Katsigiannis

Ο Άρης Κατσίγιαννης εξηγεί πως η ιστορία αυτών των δύο ανθρώπων ήταν η πρώτη που του ήρθε στο μυαλό όταν ξεκίνησε το συγκεκριμένο project.

«Τους γνωρίσαμε πριν 2 χρόνια το καλοκαίρι στη Σχοινούσα και από τότε, μου είχε μείνει η αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλον. 

Με τον ίδιο τρόπο που μας άνοιξαν τότε το σπίτι τους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τα ίδια ακριβώς χαμόγελα, μας το άνοιξαν ξανά τώρα (χωρίς να μας θυμούνται – και λογικό, ήταν καλοκαίρι και περνούσε τόσος κόσμος). 

Αυτή τη φορά μου είπαν πως θα μας θυμούνται -από τα σκουλαρίκια που φορούσαμε (γέλια). 

Για 3 μέρες ήταν η παρέα μας και ήμασταν η παρέα τους. Κάθε πρωί πηγαίναμε για να πιούμε το καφεδάκι μας και να τα πούμε, να ακούσουμε μουσική και να χορέψουμε 11 η ώρα το πρωί με ρακόμελο.

Κάποια στιγμή ρώτησα τον κύριο Γιώργο «δεν κουράζεστε όταν χορεύετε;» Και μου λέει «δεν κουράζομαι, ξεκουράζομαι όταν χορεύω».

Aris Katsigiannis

Το πρώτο μεσημέρι μας είπε η κυρία Ποθητή να μας βάλει φαγητό και της είπαμε ότι δεν τρώμε κρέας. Από την επόμενη ημέρα έκανε φαγητά χωρίς κρέας και υπολόγιζε παραπάνω για εμάς στη κατσαρόλα της. «Φέρτε το τάπερ να σας το ξανά γεμίσω αύριο».

Ξέρεις ότι η πόρτα τους θα είναι πάντα ανοιχτή, με τα ίδια χαμόγελα και τα χέρια τους ενωμένα σαν μια γροθιά.

«Υπάρχουν πολλές στιγμές που με έχουν συγκινήσει κατά τη διάρκεια αυτού του πρότζεκτ. Μια από αυτές είναι, όταν η εγγονή μιας κυρίας από την Πάρο μετά από 3 μήνες που την είχαμε επισκεφτεί, μου έστειλε μήνυμα και μου είπε ακόμα μιλάει για εσάς και ποσό ζωή της δώσατε εκείνη τη μέρα. Τα τηλεφωνήματα μας με τον Μπάμπο. Πάει στο χωριό και λέει με χαρά “με πήραν τηλέφωνο τα παλικαράκια σήμερα”. Οι βιντεοκλήσεις με την Γιαγιά της Καλλιόπης που μας μιλάει λες και είμαστε εγγόνια της. “Πότε θα ξαναέρθετε; Πότε θα σας ξαναδούμε; Εγώ με τα παραπάνω όχι μόνο συγκινούμαι, αλλά μου δίνουν τόση δύναμη να συνεχίσουμε το έργο μας».

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΑΒΑΛΑΣ, 71 ΕΤΩΝ, ΗΡΑΚΛΕΙΑ, ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Aris Katsigiannis

«Το ‘83 ήρθε το φως στην Ηρακλειά, πριν ήμασταν με τις λάμπες του πετρελαίου και του υγραερίου. Ούτε ψυγείο είχες, ούτε τίποτα. Εμείς που πηγαίναμε σχολείο με την λάμπα του πετρελαίου πάνω στο τραπέζι και να μην βλέπεις να γράψεις.

Δεν τα έχετε ζήσει να δεις τι γούστο που ’χει. Οι γονείς μας ήταν γεωργοί, στα χωράφια με τα κατσικοπρόβατα. Σαν παιδιά και εμείς τους βοηθούσαμε. Και να έχει ζέστη, και να είσαι μέσα στο χωράφι, να βάζεις νερό να πιεις και να ναι.. να βράζει. Να δεις την γλύκα. Όχι τώρα που τα έχουμε όλα και παραπονιόμαστε κιόλας.

‘Ντάξει έχουμε κάνει την ζωή μας δύσκολη εμείς. Γιατί την κάναμε; Γιατί θέλουμε το ένα, θέλουμε το άλλο, θέλουμε το άλλο.

Εμείς δεν είχαμε να πάρουμε ούτε μια καραμέλα, δεν είχαμε να πάρουμε. Και περιμέναμε μια Κυριακή να μας δώσουν μια δραχμή να πάμε να πάρουμε. Είχε κάτι μπισκοτάκια που τα λέγανε “πικολι Παπαδοπούλου”. Να μας δώσουν μια δραχμή να πάμε να πάρουμε ένα τέτοιο. Ζούσαμε δύσκολα χρόνια, ξέγνοιαστα, δεν είχαμε απαιτήσεις, αλλά δεν είχαμε αυτό που έχουν οι άνθρωποι τώρα, πως να το πω;

Αντέχουμε τις κακοτοπιές πως το λένε;

Ξέρεις τι τσιμέντα έχουμε κουβαλήσει με τα χέρια και τι ; Μπορεί να ήταν ξέρω ’γώ λίγο, αλλά ήταν όλο με το χέρι. Όλο. Με το χέρι. Για να το κουβαλήσεις κι μετά στον ώμο. Τώρα λοιπόν δεν υπάρχουν αυτά και σου λέει βαριά δουλειά η οικοδομή. Δεν είναι βαριά δουλειά η οικοδομή.

Aris Katsigiannis

Ο Άρης Κατσίγιαννης μου λέει πως η Ηρακλειά είναι ένα νησί που έχει τον χειμώνα μόλις 70-80 μόνιμους κατοίκους και έχει μόνο ένα μαγαζί ανοιχτό για καφέ, που δουλεύει και σαν μίνι μάρκετ.

«Το πρωί πήγαινε στην οικοδομή, το μεσημέρι ξεκούραση στο σπίτι και το απόγευμα πάλι οικοδομή και μετά στο καφέ με τους υπόλοιπους μόνιμους.

«Δεν το αλλάζω το νησί. Με απλά πράγματα είμαστε καλά Αυτό είναι που με κρατάει έτσι, δεν κάθομαι καθόλου, αν αφήσω την δουλειά έπεσα, πάει.

Άμα πιάνεις μια δουλειά και την βαριέσαι είτε την κοιτάς και την φοβάσαι, θα είσαι κουρασμένος από το πρωί μέχρι το βράδυ, μόνο με την σκέψη.

Η σκέψη σε κουράζει».

Δούλευε και μας τραγουδούσε, τον έβλεπες ότι το ευχαριστιόταν»..

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, 62 ΕΤΩΝ, ΣΚΟΠΕΛΙΤΗΣ, ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ

Aris Katsigiannis

«Για λίγο ήρθα και έκατσα πολύ. Για ένα καλοκαίρι ήρθα αλλά ήτανε μακρύ το καλοκαίρι, δεν τελείωνε.

Θα ‘μαι από το ’90. Πόσα χρόνια να ναι; 34 χρόνια.

Αμοργός, Μικρές Κυκλάδες, Νάξο και επιστροφή.

Εγώ τι να πω; Για το βαπόρι; Ασ’ τον κόσμο να μιλάει για το βαπόρι. Έτσι δεν είναι η πραγματικότητα;

Όταν είσαι σε μια γραμμή από το ’59 με διάφορα σκάφη μέχρι σήμερα, δεν είναι μία ιστορία από μόνο του; Δεν υπάρχει άλλη άγονη γραμμή που να ‘χει τέτοια διάρκεια και συνέπεια. Λογικό είναι ότι γράφει μια ιστορία.

-Την φοβάστε τη θάλασσα;

-Τη σέβομαι, είναι πιο δυνατή από εμένα. Και από το βαπόρι και από όλους. Άμα την φοβάσαι, δεν ταξιδεύεις. Απλά πρέπει να έχεις το γνώθι σαυτόν, να ξέρεις που πάει η δικιά σου δύναμη και που πάει η δικιά της.
Όλα τα επηρεάζει ο καιρός, βάσει καιρού δεν πάμε;

Aris Katsigiannis

Προσπαθείς, πάντα προσπαθείς, δεν υπάρχει απόλυτο, και εχθές απαγορευτικό είχε.

Να βρεις κάτι να το παλέψεις, να το προσπαθήσεις, αυτό γεννάει εμπιστοσύνη στον άλλον, το να προσπαθείς.

Δεν μπορεί να τα καταφέρνεις πάντα, αλλά πρέπει να προσπαθείς να πάνε εκεί που πρέπει, γιατί είναι κάποια πράγματα που είναι πρώτης ανάγκης όπως τα φάρμακα, η τροφοδοσία.

Δεν είναι ποτέ ίδιο το δρομολόγιο. Αύριο μπορεί να ‘ναι πιο φουρτούνα, μεθαύριο μπορεί να ‘ναι μπονάτσα, μπορεί να ‘ναι άλλος καιρός, μπορεί να μην είναι κανένας εδώ, μπορεί να ‘ναι άλλοι εδώ, να κάνουμε άλλη κουβέντα. Είναι το ίδιο; 

Όταν λοιπόν μια δουλειά σε κάνει να μονοτονείς, τίποτα, την παρατάς. Έχεις χάσει την αγάπη σου για αυτήν».

Aris Katsigiannis

«Όλος ο κόσμος στις Mικρές Κυκλάδες μας μίλησε γι’ αυτό το βαπόρι, ότι είναι δύναμη τους, μου εξηγεί ο Άρης.

Τον χειμώνα μόνο να το βλέπουν να έρχεται, να δένει και να φεύγει τους δίνει δύναμη. Είναι εκεί πάντα με ότι φουρτούνα, να πάει τα απαραίτητα και πολλές φορές χωρίς επιβάτες καν.

Πόσες άλλες φορές να μεταφέρει κάποιον σε σοβαρό περιστατικό. Ξέρεις πόσο κόσμο έχει σώσει αυτό το βαπόρι; Παντός καιρού όπως λένε, αυτό ακριβώς!

Ο Σκοπελίτης, είναι η δύναμη των Μικρών Κυκλάδων».

Aris Katsigiannis

Μπορείτε να δείτε περισσότερα για τη δουλειά του Άρη Κατσίγιαννη εδώ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα