Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΟ TRAINSPOTTING, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΙΣ
Η πολυσυζητημένη γνωμοδότηση του Ισίδωρου Ντογιάκου και οι «αρμοί της εξουσίας» που ενώνουν τη συντήρηση με τον αυταρχισμό.
Την Παρασκευή 18 Οκτωβρίου του 1996, ο Ισίδωρος Ντογιάκος (τότε μέλος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών) έδωσε ραντεβού με ένα κλιμάκιο αστυνομικών έξω από τον κινηματογράφο Όπερα στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν το ένα από τα έξι σινεμά, που θα έπαιζαν μια ταινία για την οποία ήδη γινόταν πολύς ντόρος (με τον τρόπο που γινόταν o ντόρος πολύ πριν αποφασίσουμε ότι θα ζούμε στο ίντερνετ). Το φιλμ λεγόταν Trainspotting, βασιζόταν στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ίρβιν Γουέλς, ενός σκωτσέζου πρώην τζάνκι που είχε σοκάρει με το ντεμπούτο του την παγκόσμια λογοτεχνία. Μιλούσε για τη ζωή μιας παρέας από την εργατική τάξη του Εδιμβούργου που μπλέκει με την ηρωίνη στα τέλη των 80s. Τόσο το βιβλίο, όσο και το φιλμ, περιέγραφαν την εξάρτηση με μια εντελώς νέα, σχεδόν αναπολογητική, γλώσσα που κατηγορήθηκε από τους συντηρητικούς σε όλον τον κόσμο ότι δήθεν αποθέωνε την χρήση των ναρκωτικών.
Συνέβη και στην Ελλάδα. Ήταν η πρώτη περίοδος, άλλωστε, της ιδιωτικής τηλεόρασης, τα πάντα γίνονταν σόου στα τηλεπαράθυρα. Δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια, επίσης, από τότε που το χριστεπώνυμο πλήθος είχε απαγορεύσει την προβολή της κινηματογραφικής μεταφοράς του καζαντζακικού Ο Τελευταίος Πειρασμός, κλείνοντας τις αίθουσες με το μυθικό σύνθημα «Έξω οι Σκορτσέζοι».
Ο εισαγγελέας Ντογιάκος είδε, μαζί με την παρέα του, όχι μία αλλά δύο φορές την ταινία. Παρατείνοντας την αγωνία του διανομέα και του αιθουσάρχη που περίμεναν απ’ έξω. Προκαλώντας, μεταξύ άλλων, και την παρέμβαση εναντίον της προληπτικής λογοκρισίας του τότε υπουργού Πολιτισμού, Ευάγγελου Βενιζέλου (σε ένα κάπως ειρωνικό τρέιλερ του μακρινού μέλλοντος).
Μετά την δεύτερη προβολή, βγήκε λευκός καπνός. Ο εισαγγελέας απεφάνθη “choose life” – το Trainspotting θα έπαιζε κανονικά. Η ελληνική νεολαία (ακόμα κι εμείς ως έφηβοι της εποχής) ήταν τελικά ελεύθερη να δει μια ταινία (και) για τα ναρκωτικά, λίγο διαφορετική από Τα Τσακάλια του Δαλιανίδη. Αλλά και οι μεγαλύτεροι θα αντιμετώπιζαν τον κομφορμισμό τους στον καθρέφτη, αφού «επέλεξαν να βλέπουν ηλίθια τηλεπαιχνίδια, παραγεμίζοντας το στόμα τους με junk food» όπως λέει ο κλασικός μονόλογος του Μαρκ Ρέντον.
Από τότε, πέρασε πολύς καιρός. Οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες έγιναν ανάλυση 4K, το Trainspotting απέκτησε (απογοητευτικό) σίκουελ, ο Ίρβιν Γουέλς πανηγύρισε στο Twitter το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος, ο Ντάνι Μπόιλ πήρε Όσκαρ κι ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ εξελίχθηκε σε mega star. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος προσπάθησε αλλά δεν έγινε Πρωθυπουργός, οι αστυνομικοί ξαναμπήκαν σε σινεμά όταν προβλήθηκε το Τζόκερ κι ο Ισίδωρος Ντογιάκος έγινε εισαγγελέας Αρείου Πάγου, ο ανώτερος της χώρας. Στα highlights της καριέρας του, για διαφορετικούς λόγους, η σύλληψη του Τζίμη Πανούση (για προσβολή εθνικού συμβόλου σε αφίσα παράστασής του) και ο κομβικός του ρόλος στη δικαστική διερεύνηση της υπόθεση της Χρυσής Αυγής μετά τη δολοφονία Φύσσα (ρόλος που του κόλλησε και το προσωνύμιο «Παναθηναϊκάκιας», όπως φέρεται να τον αποκαλούσε ο πρώην Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς).
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, η εποχή έχει σίγουρα αλλάξει – η Ελλάδα και ναι, και όχι. Ο εισαγγελέας Ντογιάκος, ας πούμε, είναι και πάλι στο επίκεντρο. Αυτή τη φορά όχι ως μακρύ χέρι του ελληνικού συντηρητισμού που εξετάζει ποιες ταινίες είναι κατάλληλες για το λαό, αλλά εγκαλούμενος ως ασπίδα της κυβέρνησης στο σκάνδαλο των υποκλοπών. Αφού με την πολυσυζητημένη γνωμοδότησή του, υποστηρίζει ότι μόνο ο θιγόμενος μπορεί να κάνει αίτημα για να μάθει αν παρακολουθείται (μετά από τριετία μάλιστα) κι όχι κάποιος τρίτος, ακόμα κι αν πρόκειται για την (ανεξάρτητη) Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, την οποία αποτρέπει μάλιστα να απευθύνεται στους παρόχους τηλεπικοινωνίας. Η τοποθέτηση Ντογιάκου προκάλεσε αντιδράσεις: από το «σας περιμένω να μας συλλάβετε» του Αλέξη Τσίπρα, στην παρέμβαση Βενιζέλου, αλλά και στο κείμενο 15 επιφανών νομικών που την αποδόμησαν με έντονη γλώσσα.
Έχει ενδιαφέρον αυτό το ταξίδι στον χρόνο, από το Trainspotting στις υποκλοπές. Είναι μια διαδρομή παράλληλη με το power game της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Οι «αρμοί της εξουσίας» άλλωστε είναι φράση φετίχ των τελευταίων χρόνων. Πιστοποιεί, υποτίθεται, το know how των «επαγγελματιών» της ΝΔ κι αποτελεί τον (όχι και τόσο) ανομολόγητο καημό των «ερασιτεχνών» του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχουν πολλοί που θαυμάζουν πώς η κυβέρνηση μένει φαινομενικά αλώβητη από τις αποκαλύψεις, υπάρχουν κι άλλοι που αναρωτιούνται πώς.
Κι όμως γίνεται.
Μπορείς να υποστηρίζεις αρχικά ότι ο Γρηγόρης Δημητριάδης παραιτήθηκε ελέω τοξικότητας, μετά ότι ο Πρωθυπουργός δεν ήξερε, έπειτα ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη ήταν «νόμιμη αλλά λάθος», τέλος πάντων ότι θα χυθεί «άπλετο φως». Και παράλληλα να επικαλείσαι το απόρρητο στην εξεταστική, να απειλείς με φυλακίσεις όσους δεν το τηρήσουν, να σβήνονται τα αρχεία των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ, να μην καλούνται στην εξεταστική μάρτυρες-κλειδιά, να καθυστερεί χαρακτηριστικά ο έλεγχος στις εταιρείες που φέρονται να εμπορεύονται το παράνομο λογισμικό, να μη δίνονται εξηγήσεις για τη μονάδα της Αγίας Παρασκευής που δούλευε το Predator. Κι όσο τα παραπάνω τρακάρουν μεταξύ τους, δολοφονώντας την κοινή λογική, να μην ακούγεται κιχ εσωκομματικά και οι υπουργοί που βλέπουν τα ονόματά τους στα μανταλάκια να σπάνε ρεκόρ αμηχανίας όταν τους ζητάνε να σχολιάσουν αν/ότι τους άκουγε η ΕΥΠ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένας εισαγγελέας που παρακολουθεί ταινίες αλλά όχι παρακολουθήσεις, είναι πάντα χρήσιμος. Αφού, εκ του αποτελέσματος, προστατεύει τους κυβερνώντες από τις ανεξάρτητες αρχές. Ποιος τις χρειάζεται, άλλωστε, όταν στα μίντια συζητάνε την παλινόρθωση της μοναρχίας, το κρατικό χρήμα πάει στις σωστές τσέπες και μια επιχείρηση συγκάλυψης συμβαίνει σε δημόσια θέα;