Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ
Ο Δημήτρης Τόκας είναι ο άνθρωπος που όλα αυτα τα χρόνια δεν έχει λείψει από την πλατεία παρά μόνο ελάχιστες ημέρες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Πάνε πλέον 43 χρόνια από την πρώτη ημέρα που στάθηκε στη γωνία της Αιόλου ακριβώς στην αρχή της πλατείας Ομονοίας. Από τότε, όποιος περνάει από το κέντρο της Αθήνας, βλέπει έναν κοστουμαρισμένο μικροπωλητή έξω από τον Λουμίδη, που έχει να διηγηθεί ιστορίες δεκαετιών.
Ο Δημήτρης Τόκας είναι ο άνθρωπος που όλα αυτα τα χρόνια δεν έχει λείψει από την πλατεία παρά μόνο ελάχιστες ημέρες, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κάθε περίοδο του χρόνου, θα τον συναντήσει κανείς έξω από τον Λουμίδη, να στέκεται εκεί από το πρωί μέχρι νωρίς το απόγευμα, σαν φύλακας της πλατείας. Άλλωστε, διακοπές δεν του αρέσει να πηγαίνει. Η συναναστροφή με τον κόσμο είναι αυτή που του δίνει ζωή.
“Τα πρώτα χρόνια που ήρθα στην πλατεία μου πρότεινε κάποιος να πουλήσουμε ένα γυαλιστικό για παπούτσια γιατί δυσκολευόταν να πείσει τον κόσμο που περνούσε να το αγοράσει. Πάμε, του είπα, αλλά ότι βγάλουμε μισά-μισά. Συμφώνησε. Πήρα το γυαλιστικό και μέσα σε μια ώρα πούλησα 300 κομμάτια” διηγείται. “Έχω έναν τρόπο που πείθει. Δεν ξέρω να στο περιγράψω, πες το ταλέντο. Δεν κάθομαι να σου μιλάω βαρετά. Καθόμουν στη γωνία εδώ έξω από τον Λουμίδη, άρπαζα το πόδι κάποιου και του έλεγα:Καλά που θα πας έτσι; Στη δουλειά σου; Ραντεβού με γυναίκα; Είναι δυνατόν; Κάτσε να σε γυαλίσω να δείς τη διαφορά. Του καθάριζα επιτόπου το παπούτσι και τον έψηνα να το αγοράσει”.
Μιλάει για αυτές τις ιστορίες με γνήσιο ενθουσιασμό. Όσο ενθουσιασμό έχει και για τον τζόγο. Ισχυρίζεται πως αν δεν τζόγαρε στη ζωή του, με τα χρήματα που έχουν περάσει από τα χέρια του θα είχε αγοράσει πολυκατοικίες, αλλά δεν μετανιώνει. Όπως λέει άλλωστε δεν αντέχει τους ανθρώπους που μοιρολατρούν.
“Δεν αντεχω αυτούς που δεν ξέρουν τι εχουν και ζουν στη μιζερια”
“Γνωρίζω να σου πω για όλους εδώ στην πλατεία και όχι μόνο, με λεπτομέρειες πώς ξεκίνησαν, ποιοί έχουν εκατομμύρια και ποιοί όχι. Αυτοί που έχουν εκατομμύρια και κοιτάνε να γλιτώσουν ένα ευρώ με τρελαίνουν. Αυτή τη μιζέρια βλέπω και λέω ότι έχω ζήσει μια ζωή αρχοντική. Δεν έγινα ποτέ πάμπλουτος αλλά με τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μας δεν μας έλειψε τίποτα και κυρίως δεν μιζεριάσαμε. Τον άνθρωπο που δυσκολεύεται και δεν έχει να ζήσει, να τον βοηθήσω όπως μπορώ. Τον άλλον που δεν ξέρει τι έχει και ζει μέσα στην μιζέρια δεν τον αντέχω”.
Όσο μιλάει τον διακόπτουν περαστικοί που τον χαιρετούν. Άλλοι του ζητούν να τους πει σε ποιό μαγαζί θα βρούν το φτηνότερο κινητό, άλλοι μιλάνε μαζί του για τα κουτσομπολιά της πλατείας. Εκείνος περηφανεύεται για τη σχέση του με τον κόσμο: “Δεν έχω κλέψει κανέναν και γι αυτό μου μιλάνε. Πιστεύω πως πλέον μπορώ να κόψω το τι άνθρωπος είσαι στα πρώτα δύο λεπτά. Αν δεν σε συμπαθώ θα το καταλάβεις, γιατί δεν θα σου πιάσω την κουβέντα, θα σε αποφεύγω. Απατεώνας όμως δεν υπήρξα με κανέναν”.
Φίλος με τον Αριστείδη Λουμίδη, άνοιγαν μαζί τα ρολά στο θρυλικό “πατάρι του Λουμίδη”, στο αθηναϊκό κέντρο που όπως λέει έχει αλλάξει πολύ από τότε. “Οι δεκαετίες του 80 και του 90 ήταν πολύ διαφορετικές. Εδώ ήταν πραγματικά η καρδιά της πόλης, τα στέκια, η Φοντάνα δίπλα και άλλα πολλά. Από την εποχή της κρίσης και μετά η εικόνα είναι πλέον πολύ διαφορετική”.
Ο Δημήτρης Τόκας έχει πουλήσει τα πάντα. Στους πάγκους που είχε τις πρώτες ημέρες, στα τέλη της δεκαετίας του 70, πουλούσε μανό, κραγιόν, καλλυντικά και άλλα. Αργότερα έπαιρνε από εισαγωγείς κάθε λογής αντικείμενο και το προωθούσε στην αγορά. Μπουφάν, ρολόγια χειρός… “Καλά με τα ρολόγια είχα κάνει τρομερή επιτυχία! Δεκαετία του 80. Μου δίνει ένας κάτι ρολόγια εισαγωγής και μου λέει πρέπει να τα πουλήσουμε. Εντάξει του λέω, δώσε μου τον πάγκο σου. Έφευγαν με τρομερούς ρυθμούς. Πουλούσα δέκα φορές περισσότερα από εκείνον. Πολλά λεφτά. Ακόμα έχω κρατήσει ένα τέτοιο ρολόι στο γραφείο μου. Αθάνατα”.
Η καθημερινη ιεροτελεστια
Το “γραφείο του”, όπως το λέει είναι ένα μικρό δίχωρο διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία στην αρχή της Αιόλου. Το έχει εδώ και χρόνια σε μια παλιά πολυκατοικία. Μυρίζει έντονα κολώνια και έχει μέσα έναν καναπέ, δύο τραπέζια και μια πολυθρόνα. Από εκεί ξεκινάει η μέρα του στην πλατεία. Με χορό και τραγούδια.
Φεύγει καθημερινά χαράματα από το σπίτι του στο Ολυμπιακό Χωριό. Είτε θα κατέβει με το λεωφορείο, είτε με έναν φίλο του που ενίοτε θα τον φέρει με το αυτοκίνητο στην Ομόνοια. Πριν φύγει, έχει φάει πάντα τον πρωινό του τραχανά ή κους κους με ντομάτα και ελιές. Έχει κάνει μπάνιο, έχει φτιάξει τα μαλλιά του και έχει φορέσει το κοστούμι με τη γραβάτα του και τα καλά του παπούτσια. “Ποτέ δεν βγαίνω έξω απεριποίητος. Σε βλέπει ο πελάτης, προσπαθείς να τον πείσεις πως πουλάς κάτι αξιόπιστο. Το ίδιο είναι να σε δει με κοστούμι και να σε δει με παλιά ρούχα;”
Μόλις φτάσει στην Ομόνοια θα ανέβει στο γραφείο και θα πιεί καφέ ακούγοντας Στράτο Διονυσίου. “Μερακλώνω, ρίχνω και καμιά ζεμπεκιά εδώ μέσα και φεύγω να ανοίξω τον πάγκο”. Ακριβώς στις 5 και μισή. “Εμένα η ζωή μου αρέσει. Χορεύω γιατί το νιώθω. Δεν θα με δεις με κατεβασμένα μούτρα. Μου αρέσει να λέω καλημέρα και να είμαι γελαστός. Δεν πίνω αλκοόλ, δεν καπνίζω και είμαι γεμάτος ενέργεια. Νιώθω σαν 25αρης”.
Το παθος με τον τζογο
Πάντα μαζί με το πάθος του για την συναναστροφή με τον κόσμο και τις πωλήσεις, πήγαινε και το έτερο μεγάλο πάθος του. Ο τζόγος. Και πιο συγκεκριμένα, τα ζάρια. Μιλάει για αυτό χωρίς κομπασμούς: “Είχα τρέλα με τα ζάρια παλιά, τώρα πια δεν παίζω. Έχω και στο γραφείο μου δύο κρατημένα και τα ρίχνω που και που έτσι, μόνος μου. Πολύ μεγάλη τρέλα. Έβγαλα πολλά λεφτά από κει αλλά έχασα και πολλά. Εκτός από τα λεφτά που κρατούσα για την οικογένειά μου, τα υπόλοιπα τα έχω τζογάρει. Τι να πρωτοθυμηθώ; Μια φορά το 1988, έριξα μια ζαριά τέσσερα εκατομμύρια και έφερα ντόρτια. Ήξερα που έχει καλό παιχνίδι και πήγαινα, σε διάφορα σημεία στην πόλη. Τέλειωνα από το ένα και πήγαινα στο άλλο. Ένα πράγμα δεν μπορούσα ποτέ στον τζόγο. Αυτούς που φωνάζουν και γίνονται έξαλλοι όταν χάνουν. Ρε φίλε ήρθε κανείς να σου πει έλα να παίξεις; Σου έχει εξασφαλίσει κανείς ότι θα κερδίσεις; Αν δεν το αντέχεις οικονομικά ή ψυχολογικά μην τζογάρεις, δεν σου φταίει κανείς. Τι φωνάζεις όταν χάνεις; Ποτέ δεν το κατάλαβα. Έχω χάσει πάρα πολλές φορές, ούτε το χέρι στο τραπέζι δεν χτύπησα. Δική μου απόφαση ήταν να παίξω, δεν μου φταίει κανείς”.
Πάντως σήμερα έχει να υπερηφανεύεται για μια ζωή με έντονες αναμνήσεις, την οποία ευχαριστιέται καθημερινά στον πάγκο του και μετά με την οικογένειά του. Το προϊόν που πουλάει πλέον έχει αλλάξει: “Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω φέρει και πουλάω τζελ για τις κατσαρίδες. Δεν θα το αλλάξω εύκολα. Ο κόσμος δεν έχει τα χρήματα που είχε παλιά, δεν αγοράζει τόσο εύκολα. Η κατσαρίδα όμως δεν πεθαίνει ποτέ. Όλοι το χρειάζονται”.
Τις καλές -όπως τις αποκαλεί- εποχές είχε φτάσει να έχει πέντε άδειες για πάγκους σε διαφορετικά σημεία του κέντρου και να πληρώνει υπαλλήλους να πουλάνε διάφορα προϊόντα. Για κάποια χρόνια, στο κτίριο της οδού Αιόλου είχε τέσσερα διαμερίσματα. Πλέον έχει μόνο το γραφείο του. “Δεν τα κράτησα τα λεφτά που πέρασαν από τα χέρια μου αλλά να τα κλάψω αποκλείεται”.
Ο Παπανδρεου, τα μπλουζακια και τα εκατομμυρια
Τόσα χρόνια στην Ομόνοια όμως, ποιό προϊόν πούλησε περισσότερο; “Ήταν διάφορα αυτά που πουλήθηκαν πολύ. Ήταν τα ρολόγια που σου έλεγα πριν, μετά είχαν έρθει τα οργκανάιζερ που τα έπαιρναν όλοι για κάποια χρόνια. Όταν μπήκαμε στο ευρώ, πήγα και πήρα από έναν εισαγωγέα τα κομπιουτεράκια που σου έκαναν την μετατροπή από τις δραχμές και σου έδειχναν στην οθόνη την ισοτιμία. Έλεγα εδώ στους περαστικούς: Κοίτα, αν δεν κάνεις εδώ τον υπολογισμό θα σε κλέβουν κάθε φορά που ψωνίζεις. Θραύση έκανα και με αυτά. Ξεπούλημα”. Το πρόσωπό του γελάει ολόκληρο όμως όταν θυμάται την …μεγαλύτερη στιγμή του. “Το 81 ξέρεις τι έγινε; Για να δεις ότι θέλει και εξυπνάδα το εμπόριο. Μίλαγε ο Παπανδρέου στο Σύνταγμα. Πήγα σε ένα μαγαζί στη Σωκράτους. Εκεί ήταν ένας που μου έβρισκε ότι ήθελα και με τροφοδοτούσε. Του λέω, θα τυπώσουμε μπλουζάκια “Το ΠΑΣΟΚ” και θα τα πουλάμε εκείνη την ημέρα. Θα γίνει χαμός. Τύπωσέ μου τα και φέρτα. Ε, αυτό ήταν. Τέλος. Φορτώνω δύο καρότσια και κάθομαι στη γωνία Πανεπιστημίου. Πεντακόσιες δραχμές το μπλουζάκι. Όποιος πέρναγε αγόραζε. Τρελαινόντουσαν. Το έδειχνε ο ένας στον άλλον και δεν σταματούσαν να έρχονται. Έπαιρνα τον δικό μου και του έλεγα φέρε κι άλλα, φέρε. Τέσσερα εκατομμύρια σε μια μέρα έβγαλα. Δεν ήξερα που να βάλω τα λεφτά. Δεν έχει ξαναγίνει αυτό”.