Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ ΑΠΟ ΠΟΤΕ. ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΕΙ
Κι ενώ το μιούζικαλ «Σπιρτόκουτο» είναι talk of the town, το έργο τoυ κύπριου σκηνοθέτη ζει μια άγρια δικαίωση κάθε βράδυ στα δελτία ειδήσεων.
«Δεν είναι χαρά, γιατί δεν ταιριάζει αυτή η λέξη με όσα τραγικά συμβαίνουν γύρω μας, αλλά νιώθω ότι ήμουν και παραμένω στο σωστό δρόμο. Οι ταινίες μου ζουν ακόμα, έγιναν σημεία αναφοράς. Το Σπιρτόκουτο, ας πούμε, για τον εγκλεισμό και την πανδημία, η Ψυχή στο Στόμα για τις καφρίλες των μικρομεσαίων νοικοκυραίων απέναντι στους μετανάστες, στους ξένους. Για το πώς καλλιεργήθηκε δηλαδή η βία που έφερε την Χρυσή Αυγή, τους φασίστες, την Ακροδεξιά. Δηλαδή κάθε ταινία -ακόμα κι ο Μαχαιροβγάλτης ή το Μικρό Ψάρι- έχει δει έγκαιρα σοβαρά ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό συζητιούνται ακόμα.
Ως καλλιτέχνη αυτό μου δίνει μια επιβεβαίωση ότι όλον αυτόν τον καιρό που παλεύαμε και χύσαμε αίμα για να κάνουμε αυτές τις ταινίες, ήμασταν εκεί που έπρεπε. Ήμασταν ακριβώς. Ήταν ταινίες που πολεμήθηκαν, για τις οποίες φάγαμε μπούλινγκ και κράξιμο, ταινίες που αγνοήθηκαν ακόμα. Βέβαια μέσα μου έχω και οργή. Γιατί όταν τις έβγαλα στους κινηματογράφους, δεν ανταποκρίθηκε ο κόσμος. Παρότι ήταν ταινίες που άξιζαν να έρθουν να τις δουν “με τα σωστά τους τα ρούχα” στη μεγάλη οθόνη. Ο κόσμος δεν ανταποκρίθηκε, αν εξαιρέσουμε την Μπαλάντα που καλά πήγε για arthouse φιλμ. Κι αυτό είναι μια στενοχώρια που κουβαλώ ακόμα μέσα μου».
Ο Γιάννης Οικονομίδης έχει φυλάξει το ξέσπασμα για το τέλος της κουβέντας. Μέχρι εκεί έχουμε φτάσει σε πολύ καλή διάθεση. Είναι φανερά ικανοποιημένος με τη μιούζικαλ εκδοχή του Σπιρτοκούτου που ανεβαίνει στην Στέγη κι έχει εξελιχθεί αναμενόμενα σε talk of the town, θέλει να το «πουλήσει» και δεν τσιγκουνεύεται καλά λόγια για τους συνεργάτες του που πήραν την σκυτάλη της μυθολογίας αυτού του τελικά τόσο σημαντικού έργου για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Αυτοσαρκάζεται, στέκεται στα σημεία που μιλάει με τις τυπικές επαναλήψεις των σεναρίων του («στα λέω αρκετά Οικονομιδικά;»), βουτάει στο παρελθόν για να ανασύρει ιστορίες από τα γυρίσματα, ανοίγει off the record πολιτικές συζητήσεις. Βέβαια, όσοι τον ξέρουν καλά, ξέρουν ότι δεν είναι πάντα ο σκληρός no bullshit τύπος με τον οποίο έχει συνδεθεί η δημόσια εικόνα του (Ο Γιάννης Νιάρρος που σκηνοθετεί το μιούζικαλ μου είπε στις πρόβες της παράστασης: «Όλοι φαντάζονται ότι ο Οικονομίδης γυρνάει σπίτι του και γίνεται της πουτάνας. Καμία σχέση. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ήρεμος και γλυκός είναι με την οικογένεια του».)
Αλλά, όταν η συζήτηση πάει στο πόσο θυμίζει τις ταινίες του η επικαιρότητα των τελευταίων πολλών μηνών, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την άθλια υπόθεση του Κολωνού και την σχετική, «προφητική» σκηνή από το Μικρό Ψάρι, απασφαλίζει. Όχι ίσως με την ένταση που το έκανε στο παρελθόν. Αλλά με την επίγευση της δικαίωσης.
«Γιατί σινεμά κάνουμε για να επικοινωνήσουμε, να αφηγηθούμε ιστορίες, να μοιραστούμε αγωνίες, να μεταφέρουμε συγκινήσεις. Προσπαθώ να να εμβολίσω τον θεατή, να του προκαλέσω συναίσθημα, να τον μετατοπίσω, να πάρει κάτι, να σκεφτεί. Αλλά και βέβαια να τον διασκεδάσω, να τον καρφώσω κάτω 100-150 λεπτά και να μην κουνιέται, να βλέπει. Κι αυτό συνέβη και στους υπόλοιπους της ομάδας, στον Μουρίκη, στον Τσορτέκη, στον Αναστασάκη, να τους σταματάνε και να τους μιλάει ο κόσμος, να τους δίνει συγχαρητήρια, να τους λέει μπράβο. Γιατί εξέφρασαν την αξιοπρέπεια ενός κόσμου που δεν είχε λόγο, δεν είχε λαλιά, ήταν κάτω και δεν μίλαγε ποτέ κανένας γι’ αυτόν. Κατάλαβες; Αυτός ο κόσμος βρήκε στις ταινίες μου ήρωες και καταστάσεις να ταυτιστεί».
Η αφορμή της κουβέντας είναι το Σπιρτόκουτο ως ποπ φαινόμενο που κλείνει τα 20, διανύοντας τη διαδρομή από το σινεμά στην σκηνή. Ένα νήμα που μπορείτε να δείτε να ξεδιπλώνεται στο παρακάτω βίντεο…
Γυρνάμε πίσω. Αρχές 2000, λίγο μετά το μιλένιουμ…
«Το Σπιρτόκουτο δεν ήταν ένα έργο που είχα στο κεφάλι μου χρόνια πριν. Έναν χρόνο πριν τα γυρίσματα μου ήρθε η ιδέα, πρέπει να ήταν το έτος 2000. ΄Ήμουν σε μια κατάσταση απελπιστική από διάφορα που με είχαν φέρει σε ένα αδιέξοδο και κάποια στιγμή αποφάσισα ότι αλλάζω πορεία πλεύσης. Κι έτσι γεννήθηκε μια μικρή ανεξάρτητη παραγωγή με εμένα καπετάνιο. Και χρηματοδότη, και τα πάντα. Μαζεύτηκε γύρω μου αυτή η ομάδα ταλαντούχων ανθρώπων και μπήκαμε σε πρόβες εξαντλητικές. Όλοι ήταν διαθέσιμοι. Όλοι δεν είχαν τίποτα να χάσουν, πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Όλοι τους έδειξαν εμπιστοσύνη στο όραμα μου.
Το σημαντικό για μένα, αρχικά, ήταν να γυρίσω την πρώτη μου ταινία. Έτσι κι αλλιώς, για μένα, όλα γύρω από αυτό το πράγμα γύριζαν. Να κάνω επιτέλους την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία. Στην πορεία βέβαια όταν ο κύβος ερρίφθη και φάνηκε ότι η αυτή η ταινία θα ήταν το Σπιρτόκουτο με τους συγκεκριμένους παραγωγικούς κι αισθητικούς όρους, επήλθαν η πώρωση και η λύσσα.
Το Σπιρτόκουτο ήταν ένα στοίχημα. Ή θα πετύχαινε 100% ή θα με είχαν πάρει με τις πέτρες. Θα με πέταγαν στο χαντάκι κι εμένα και την υπόλοιπη ομάδα, όλους τους. Μέση λύση δεν υπήρχε. Ή θα ήταν αυτό που βγήκε ή θα ήταν μια πλήρης καταστροφή, μια μαλακία. Δηλαδή μια αποτυχία. Κι αυτό ανέβασε πάρα πολύ την ένταση στη διάρκεια της κατασκευής της ταινίας.
Το Σπιρτόκουτο ήταν ένα στοίχημα. Ή θα πετύχαινε 100% ή θα με είχαν πάρει με τις πέτρες.
Η γνωριμία μου με τον Ερρίκο (σ.σ. Λίτση, πρωταγωνιστή της ταινίας στον ρόλο του «Δημήτρη») ήταν καθοριστική. Τον γνώρισα για κάτι άλλο κι αμέσως είπα ότι, να, γύρω από αυτόν μπορώ να χτίσω μια ταινία. Αν το δει κανείς έτσι, ναι υπήρχε μια συνωμοσία. Το θέλαμε όλοι τόσο πολύ που τα πράγματα συνέβησαν στο τέλος».
Το Σπιρτόκουτο (μαζί με τα Φθηνά Τσιγάρα) είναι τα δύο πιο χαρακτηριστικά «στόμα-με-στόμα» success stories του νέου ελληνικού σινεμά. Δεν το είδε πολύς κόσμος στο σινεμά, όμως απέκτησε μια δεύτερη ζωή στα βίντεο κλαμπ και, φυσικά, στο YouTube με τις εκατοντάδες χιλιάδες θεάσεις. «Ένας κόσμος έβλεπε το Σπιρτόκουτο και ήταν απορριπτικός, έως αφοριστικός. Ένας άλλος κόσμος προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες για να ηρεμήσει την οργή του, να διασκεδάσει λίγο τον εκνευρισμό του: “μα δεν μιλάνε έτσι οι Έλληνες”, “δεν υπάρχουν ρε συ αυτά τα σπίτια κι αυτές οι οικογένειες”, “Οικονομίδη, ντροπιάζεις την Ελλάδα και τον Έλληνα”, κάτι τέτοια έλεγαν. Υπήρχε όμως κι ένας κόσμος ο οποίος την “είδε” την ταινία. Μετά και την Ψυχή στο Στόμα, το Σπιρτόκουτο απέκτησε καλτ στάτους και βρέθηκε να έχει επίδραση στην ποπ κουλτούρα του Έλληνα. Γιατί κι εκείνη η ταινία ήταν ακραία, ακόμα πιο επιθετική, ακόμα πιο ουσιαστική πάνω σε αυτά τα ζητήματα που με απασχολούν. Ήρθαν λοιπόν μαζί και δημιούργησαν αυτή την εντύπωση γύρω από τη δουλειά μου. Έπαιξε ρόλο το διαδίκτυο, σαφώς. Γιατί πριν ήταν σαν παιχνίδι στα μουλωχτά: “Μαλάκα, το είδες αυτό;”, “Έχω μια ταινία να δεις που βρίζουνε…” και τέτοια. Στην πορεία το πράγμα γιγαντώθηκε».
Πόσο διαφορετικό θα ήταν το Σπιρτόκουτο αν έβγαινε σήμερα; Μήπως παραείμαστε χοντρόπετσοι πια για να σοκαριστούμε με τον ίδιο τρόπο που είχαμε φάει την σφαλιάρα την πρώτη φορά, όποτε κι αν ήταν αυτή, που είδαμε την ταινία; «Νομίζω ότι αν έβγαινε σήμερα το Σπιρτόκουτο, πάνω κάτω τα ίδια θέματα θα είχαμε. Κι αυτό μπορείς να το καταλάβεις όταν δεις στην τηλεόραση τα ελληνικά σίριαλ που δεν έχουν προχωρήσει στο επίπεδο της αναπαράστασης της γλώσσας. Ο Έλληνας εκεί εκφράζεται όπως ήταν πριν 20 χρόνια, ίσως και πριν 30 ή 40. Κάτι που σημαίνει ότι οι νοοτροπίες ακόμα δεν έχουν αλλάξει. Κάτι λέει ότι οι ταινίες μου, ας πούμε, δεν παίζονται ούτε καν στις 11 ή 12 το βράδυ. Παίζονται στη 1 μετά τα μεσάνυχτα- όχι στο κανονικό πρόγραμμα και ποτέ σε ιδιωτικά κανάλια, μόνο στην ΕΡΤ.
Εξακολουθεί να υπάρχει κόσμος που λέει τα ίδια: “μα είναι πολλές οι βρισιές”, “μα δε χρειάζεται όλο αυτό” κτλ. Δεν καταλαβαίνουν ότι όταν αρχίσεις αυτό το πράγμα να το λειαίνεις, αρχίζεις και μιλάς μεταφορικά, μιλάς στο περίπου, άρα στο τέλος μιλάς για κάτι άλλο. Πάει περίπατο το όλο πράγμα, δηλαδή.
Το ύφος των ταινιών μου, όμως, που ξεκίνησε από το Σπιρτόκουτο και θεωρώ ότι εξελίσσεται στην πορεία είναι επί της ουσίας είναι ο τρόπος που εγώ αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα και τη δραματουργία. Σκληρή γλώσσα, επαναλήψεις, ακραίες σκηνές, ακραία δραματουργία, χαρακτήρες με ψυχολογία βάθους και σοβαρά διακυβεύματα για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Πόσο ήταν προσχεδιασμένο αυτό το στυλ όταν ξεκινούσα; Τόσο ώστε να μην προδώσω τον εαυτό μου γιατί έτσι τα αντιλαμβανόμουν (κι έτσι τα αντιλαμβάνομαι ακόμα) τα πράγματα. Δηλαδή, θεωρώ ότι αυτό που παρουσιάζω ισχύει, υπάρχει, είναι πραγματικό. Κι αυτός πιστεύω ότι είναι κι ένας λόγος που υπάρχει κόσμος που ταυτίζεται κι αυτό το αναγνωρίζει. Το καταλαβαίνει, το αγάπα. Απλά θα έπρεπε να παλέψω με τα χρόνια για να συμβεί. Ξέρεις, για να περάσει όλο αυτό».
Το Σπιρτόκουτο έγινε κόμικ, ρεκλάμα, θεατρική παράσταση κι αποτέλεσε την πρώτη ύλη για εκατοντάδες memes στο ίντερνετ. Κυρίως, έγινε αργκό. Μιούζικαλ; Ο Οικονομίδης είχε χρόνια αυτήν την ιδέα, αλλά -όπως λέει- «δεν την εκστομούσε». Την έλεγε, και αν, μόνο μεταξύ φίλων, κάπου ανάμεσα «σε τσίπουρο και μεζέ». Ώσπου, «κάποια στιγμή το είπα στους σωστούς ανθρώπους οι οποίοι μου είπαν “Γιατί όχι; Πάμε να το δούμε. Πάμε να το κάνουμε”. Κάπως έτσι μπήκε η Στέγη και η Αφροδίτη Παναγιωτάκου που το πήρε όλο πάνω της και ξεκίνησε η παραγωγή αυτού του τεράστιου στοιχήματος. Συμφωνήσαμε ότι ο κατάλληλος άνθρωπος για να γράψει μουσική ήταν ο Γιάννης Νιάρρος, ο οποίος μοιράστηκε το σύνθετο έργο με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο και στην πορεία πήρε και την σκηνοθεσία, φώναξε και τον Αναστασάκη για πρώτο βιολί… τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Βρήκαν γύρω γύρω κι ένα σωρό τρελούς και παλαβούς, ταλαντούχους ερμηνευτές και μουσικούς.
Πρέπει να σου πω όμως ότι τα παιδιά αυτά το πάνε με πάρα πολύ μεγάλη σιγουριά και συγκρότηση. Έχω μείνει άναυδος με το πόσο καλοί και σοβαροί είναι. Πώς να το πω; Είναι καλλιτέχνες, αλλά και κατασκευαστές εφ όλης της ύλης.
Κι εγώ έγραψα το λιμπρέτο. Κι έχω και μια υψηλή εποπτεία, ας πούμε. Πρέπει να σου πω όμως ότι τα παιδιά αυτά το πάνε με πάρα πολύ μεγάλη σιγουριά και συγκρότηση. Έχω μείνει άναυδος με το πόσο καλοί και σοβαροί είναι. Πώς να το πω; Είναι καλλιτέχνες, αλλά και κατασκευαστές εφ όλης της ύλης. Δεν περίμενα το πόσο οργανωμένοι είναι. Γιατί τώρα μιλάμε για μία δουλειά η οποία πάει πίσω δύο χρόνια. Δύο χρόνια δουλεύουν, δουλεύουν νυχθημερόν», βάζει και τη διάσταση της πανδημίας που καθυστέρησε την πρεμιέρα. «Το θέμα είναι να κυκλοφορήσει η μουσική του έργου, να μη χαθεί ρε παιδί μου. Είναι στο τραπέζι η ιδέα.Να γίνει μια σοβαρή, προσεγμένη ηχογράφηση, να βγει σε CD ή βινύλιο, αλλά και στις πλατφόρμες (Spotify και λοιπά). Γιατί είναι λαϊκό αυτό το θέαμα, δεν είναι exclusive. Είναι για να ακούγεται», προσθέτει. Υπογραμμίζοντας τη μουσική της παράστασης, για την οποία τόσα έχουν ακουστεί και θα ακουστούν όσο σπεύδει περισσότερος κόσμος να τη δει.
Ο επίλογος, δικός του. Το legacy.
«Αν μπορούμε να πούμε ότι το σύμπαν του Σπιρτοκούτου είναι κάτι πέρα από την ταινία, τότε είναι η ίδια η ζωή μας. Είναι η ζωή μας μέσα στην πόλη, μέσα στα διαμερίσματα με τα πάνω και τα κάτω της. Με την θλίψη, τη μιζέρια, τη χαρά, την απελπισία. Ξέρεις, όλο το πακέτο του τι σημαίνει να είσαι έγκλειστος, εγκλωβισμένος σε μια πόλη σαν την Αθήνα. Ας πούμε ότι αυτό είναι το σύμπαν. Από την άλλη, ένας κόσμος βρίσκει την έκφρασή του και την αξιοπρέπειά του και την τιμή του σε αυτό το έργο των 20 ετών. Κι έτσι προχωράμε. Με μια ώθηση να μην τα παρατήσουμε, να μην τα διπλώσουμε και να πάμε σπίτι μας. Με μια ώθηση να συνεχίσουμε».