Ο ΚΡΥΣΤΟΦ ΒΑΡΛΙΚΟΦΣΚΙ “ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ” ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟ ΕΡΩΤΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ
Τέσσερις σπουδαίοι Έλληνες ερμηνευτές, οι μεσόφωνες Μαρισία Παπαλεξίου και Μαίρη-Έλεν Νέζη και δύο βαρύτονοι, ο Πέτρος Μαγουλάς και ο Τάσος Αποστόλου, μίλησαν στο Magazine και μας ξενάγησαν στην όπερα Ζακ Όφενμπαχ που σκηνοθετεί ο Κρύστοφ Βαρλικόφσκι στην ΕΛΣ.
Ο κορυφαίος Ευρωπαίος σκηνοθέτης της όπερας και του θεάτρου Κρύστοφ Βαρλικόφσκι έρχεται στην Εθνική Λυρική Σκηνή με την Όπερα Λα Μονναί των Βρυξελλών και το αριστούργημα του Ζακ Όφενμπαχ “Τα παραμύθια του Χόφμαν”. Σκοπός του; Να αποκαλύψει την ουσία ενός έργου όπου τόπος και χρόνος είναι τα κατάλοιπα ενός κατεστραμμένου ψηφιδωτού.
Το αριστούργημα του Ζακ Όφενμπαχ θα παρουσιαστεί για οκτώ παραστάσεις, από τις 18 Δεκεμβρίου έως τις 8 Ιανουαρίου, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στο ΚΠΙΣΝ, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού. Στη νέα παραγωγή των Παραμυθιών, το κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει εξαιρετικούς τραγουδιστές διεθνούς ακτινοβολίας από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η όπερα αυτή είναι μια από τις δημοφιλέστερες γαλλικές όπερες, πλάι στην Κάρμεν, τον Φάουστ και τη Μανόν. Πρόκειται για μια δραματική όπερα γεμάτη υπέροχες μελωδίες, ανάμεσα στις οποίες και η διάσημη «βαρκαρόλα». Στα Παραμύθια, ο Όφενμπαχ δεν ξεχνά ούτε την πνευματώδη ούτε την περιπαικτική πλευρά του, ενώ, όπως και στα άλλα έργα του, είναι σκανδαλωδώς μελωδικός και γεμάτος αστείρευτη έμπνευση.
Στο έργο αυτό, ο συνθέτης βάζει δίπλα δίπλα τη χαρούμενη διάθεση του ποιητή Χόφμαν με τη ρωγμή εκείνη που αφήνει να φανεί ότι ο χαρακτήρας του ποιητή δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Και παρά το γεγονός ότι ο συνθέτης δίνει πάντα προτεραιότητα στη μελωδία, εντούτοις η αρμονική του γραφή μοιάζει να σκιαγραφεί με ακρίβεια τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις.
Το λιμπρέτο του Ζυλ Μπαρμπιέ βασίζεται σε ιστορίες του πολυτάλαντου Γερμανού συγγραφέα και συνθέτη Ε.Τ.Α. Χόφμαν, τον οποίο ο Μπαρμπιέ έχει μετατρέψει σε πρωταγωνιστή της όπερας. Τρεις γυναικείες μορφές, η άψυχη κούκλα Ολυμπία, η σοβαρά ασθενής τραγουδίστρια Αντωνία και η εταίρα Τζουλιέττα, διαθέτουν η καθεμιά ορισμένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την πριμαντόνα Στέλλα, τη γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος ο Χόφμαν. Τον έρωτα που αισθάνεται για καθεμιά δυναμιτίζει κάθε φορά ένας ώριμος άνδρας, τρεις διαφορετικές προσωπικότητες, ο Κοππελιύς, ο Δρ Μιράκλ και ο Νταπερτούττο, τα χαρακτηριστικά των οποίων συγκεντρώνει ο εύπορος Λιντόρφ, πλάι στον οποίο φεύγει στο τέλος της όπερας η Στέλλα, αφήνοντας τον Χόφμαν σε απόγνωση.
Τέσσερις σπουδαίοι Έλληνες ερμηνευτές, οι μεσόφωνες Μαρισία Παπαλεξίου και Μαίρη-Έλεν Νέζη και δύο βαρύτονοι, ο Πέτρος Μαγουλάς και ο Τάσος Αποστόλου, μίλησαν στο Magazine και μας ξενάγησαν στην όπερα αυτή.
Θέατρο μέσα στο θέατρο και μία υπέροχη μουσική…
Τι είναι όμως αυτό που γοητεύει τους ερμηνευτές ιδιαίτερα στο έργο αυτό;
Ο βαθύφωνος Πέτρος Μαγουλάς (ερμηνεύει σε εναλλασσόμενη διανομή τους “κακούς” Λιντόρφ, Κοππελιύς, Μιράκλ και Νταπερτούττο) αναφέρει πως «τα Παραμύθια του Χόφμαν είναι μια σειρά ιστοριών μ’ ένα συνδετικό νήμα που τις διατρέχει και τις συνενώνει σ’ ενιαίο σύνολο. Στη δική μας παραγωγή θα δούμε επίσης την ιδέα του “θεάτρου μέσα στο θέατρο”. Η απαράμιλλης ομορφιάς μουσική, όμως, είναι εκείνο που προσωπικά με γοητεύει πάνω και πριν από κάθε ιστορία. Το έργο καταπιάνεται με θέματα όπως ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η φύση και η προέλευση της καλλιτεχνικής έμπνευσης, καθώς και η κοινωνική θέση του καλλιτέχνη – δημιουργού. Στη συγκεκριμένη όπερα ενυπάρχει όμως κι ένα κρυφό θέμα, αυτό των εξαρτήσεων και του αλκοολισμού, στο οποίο πολύ εύστοχα ρίχνει φως ο σκηνοθέτης μας, αποκαλύπτοντας και εστιάζοντας και σε αυτή την πτυχή της ιστορίας».
Ο έτερος βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου (που επίσης ερμηνεύει σε εναλλασσόμενη διανομή τους “κακούς”) προσθέτει πως “το έργο του Όφενμπαχ έχει καταπληκτική μουσική και σε ένα πρώτο άκουσμα αυτό που κανείς κρατά είναι ακριβώς αυτή. Έχει όμως κι ένα εξαιρετικό λιμπρέτο με διάφορες μάλιστα εκδοχές του να παίζονται κατά καιρούς στα θέατρα, καθώς ο Όφενμπαχ δεν μπόρεσε να το τελειωσει… Σε όλες ωστόσο τις εκδοχές, υπάρχει ένα στοιχείο παραμυθιού, συμβολικό, που σε συνδυασμό με την υπέροχη μουσική που κινείται ανάμεσα στην όπερα, την οπερέτα και μερικές φορές θυμίζει ακόμη και μιούζικαλ -παρότι μιλάμε για μία εποχή που δεν υπήρχε σαν είδος το μιούζικαλ- δημιουργεί έναν πολύ γοητευτικό συνδυασμό.”
Η μεσόφωνη Μαρισία Παπαλεξίου που ερμηνεύει τη Μούσα και τον Νικλάου σημειώνει πως “Σαφώς η μουσική είναι το πρώτο πράγμα που σε αιχμαλωτίζει. Μιλάμε για ένα τρίωρο οπερατικό αριστούργημα από το οποίο δεν πετάς ούτε μια νότα. Είναι μεγάλη χαρά για τους τραγουδιστές να ερμηνεύουν το συγκεκριμένο μουσικό κείμενο. Προσωπικά δηλώνω πανευτυχής. Το κεντρικό θέμα του έργου είναι ο έρωτας, η δύναμη του οποίου καθορίζει την ζωή του Χόφμαν. Ό,τι και αν κάνει ο ήρωας καθορίζεται από τις γυναίκες της ζωής του που αποτελούν την βασική του εξάρτηση!”
Και η μεσόφωνος Μαίρη-Έλεν Νέζη που ερμηνεύει σε εναλλασσόμενη διανομή τους ίδιους ρόλους αναφέρει “τα Παραμύθια του Χόφμαν, μία από τις δημοφιλέστερες γαλλικές όπερες, είναι η δεύτερη αλλά και η τελευταία όπερα που συνέθεσε ο σπουδαίος συνθέτης Ζακ Όφενμπαχ, που ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της οπερέτας και ήδη τότε στο απόγειο της δόξας του. Στο έργο γοητεύεται κανείς από τις υπέροχες μελωδίες, από την αστείρευτη έμπνευση του συνθέτη, αλλά και από την πνευματώδη και σατιρική του ματιά σε χαρακτήρες μάλλον θλιβερούς που βρίσκονται σε αδιέξοδο. Ο Χοφμαν, ένας ποιητής βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας, έχοντας χάσει την έμπνευσή του την οποία αναζητά μέσα από τις ιστορίες γυναικών που έχει αγαπήσει. Η αγωνία του καλλιτέχνη, η αναζήτηση της έμπνευσης μέσα από τον έρωτα, η αυτοκαταστροφική του τάση είναι τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο”.
Μία μούσα και τέσσερις κακοί σε…. έναν
Η Μαρισία Παπαλεξίου στην όπερα αυτή υποδύεται έναν διττό χαρακτήρα (Μούσα-Νικλάους). Και αναφέρει: “Στα κλασσικά ανεβάσματα αυτής της όπερας, ο χαρακτήρας μου είναι άνδρας, ο πιστός φίλος του Χόφμαν που τον ακολουθεί ως φύλακας Άγγελος στις περιπέτειες του. Στη «Βερλικοφσκική» βερσιόν που θα παρακολουθήσει το Αθηναϊκό κοινό, ο χαρακτήρας μου είναι σχεδόν σε όλη την διάρκεια του έργου γυναικείος. Υποδύομαι εκείνη που ζει μαζί με τον Χόφμαν, εργάζεται και δημιουργεί με αυτόν, ενώ παράλληλα τον αγαπά παράφορα και , αλίμονο, χωρίς ανταπόκριση. Είμαι η σκιά του, τον προσέχω, τον φροντίζω, τον εμπνέω κατα κάποιο τρόπο, είμαι όμως και αναγκασμένη να «καταπίνω» τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις, να ανέχομαι τις «εξαρτήσεις» του και βεβαίως να συμβιβάζομαι με το γεγονός ότι έρχομαι πάντα δεύτερη….κάποια άλλη μονίμως είναι η γυναίκα της ζωής του”.
Η Μαίρη-Έλεν Νέζη που ενσαρκώνει τους ίδιους ρόλους σε εναλλασσόμενη διανομή προσθέτει πως “ο χαρακτήρας που υποδύομαι είναι ουσιαστικά ένας: η Μούσα, η έμπνευση που ο ποιητής/συγγραφέας Χόφμαν έχει χάσει, που μέσα από την ματιά του Βαρλικόφσκι αποκτά την ιδιότητα της αφοσιωμένης συντρόφου, που αγαπά τον ποιητή και σαν φύλακας άγγελός του τον συντροφεύει παντού. Είναι πάντα δίπλα του, μεταμορφωμένη στον πιστό του φίλο, τον Νικλάους- χωρίς όμως να χάνει ποτέ τη γυναικεία της φύση. Είναι το άτομο που βρίσκεται πάντα στο πλευρό του για να τον προστατεύσει όταν τον βλέπει να αυτοκαταστρέφεται και να τον αφυπνίσει όταν εκείνος παρασύρεται από την φαντασία του και τον έρωτά του για την πριμαντόνα Στέλλα. Είναι στην ουσία η φωνή της λογικής και της απόλυτης αφοσίωσης που συχνά προκαλεί και ενόχληση στον ποιητή γιατί τον επαναφέρει στην πραγματικότητα από την οποία εκείνος θέλει να ξεφύγει”.
Ο Τάσος Αποστόλου αναφέρει πως “στην εκδοχή τη δική μας τους τέσσερις κακούς των ιστοριών που εκτυλίσσονται τους παίζει ο ίδιος τραγουδιστής. Δηλαδή εγώ κάνω και τους τέσσερις κακούς γεγονός που απαιτεί πολύ σκληρή δουλειά γιατί είναι ρόλοι που φωνητικά δεν απαιτούν την ίδια έκταση. Αυτό σημαίνει πως κάποιος πρέπει να χρησιμοποιήσει όλο το φωνητικό του εύρος και να ερμηνεύσει ρόλους που δεν αντιστοιχούν ο ένας στον άλλον. Η συνθήκη αυτή θεατρικά δημιουργεί έναν πολύπλευρο χαρακτήρα που παρότι είναι πάντα ο κακός της ιστορίας, βλέπουμε διαφορετικές του πλευρές. Θα λέγαμε πως κάνει πιο ανθρώπινο τον κακό. Βλέπουμε έναν κακό που διεκδικεί την ντίβα, την πριμαντόνα στην πρώτη και την πέμπτη πράξη – που την παίρνει κιόλας- και στις άλλες πράξεις προσπαθεί με κάποιον τρόπο να επιβάλλει αυτό που τον συμφέρει. Με αυτήν την έννοια, ο μπάσος του έργου είναι αυτός που κατευθύνει τα πάντα, που κινεί τα νήματα και ακόμη και τον ίδιο τον Χόφμαν. Είναι το διαβολικό στοιχείο που διαφεντεύει όλες τις πράξεις και την ιστορία, παρότι μιλάμε για μία όπερα που έχει πολλά εύθυμα και χαρούμενα στοιχεία.
Ο έτερος κακός (ή μάλλον κακοί) του έργου Πέτρος Μαγουλάς αναφέρει “κάθε ιστορία χρειάζεται κι έναν χαρακτήρα που εκφράζει τις σκοτεινές δυνάμεις, έναν “κακό”, με άλλα λόγια. Ο τύπος που ερμηνεύω έχει βάλει σκοπό ν’ ανατρέψει όλα τα σχέδια του Χόφμαν, μέσα αλλά κι έξω από τις ιστορίες του. Μην περιμένετε όμως να σας πω αν και κατά πόσο το πετυχαίνει! Η σχέση του με τους άλλους χαρακτήρες είναι χειριστική και ωφελιμιστική. Όμως, παρόλο το σατανικό του χαρακτήρα, ο ρόλος, ή ακριβέστερα οι τέσσερις ρόλοι που ερμηνεύω, έχουν μια γοητευτική διάσταση που ενισχύεται ακόμη περισσότερο απ’ την υπέροχη μουσική που έχει επιφυλάξει γι αυτούς ο συνθέτης. Είμαι πραγματικά ευγνώμων που τους συνάντησα….”
Μία ανολοκλήρωτη όπερα
Τα Παραμύθια του Χόφμαν είναι η τελευταία όπερα του Ζακ Όφενμπαχ, την οποία ο συνθέτης δεν κατάφερε να ολοκληρώσει πριν τον θάνατό του, το 1880. Το έργο, που συμπλήρωσε ο συνθέτης Ερνέστ Γκιρώ, γνώρισε τεράστια επιτυχία στην παγκόσμια πρεμιέρα του τον Φεβρουάριο του 1881 στην Οπερά Κομίκ του Παρισιού. Από την πρώτη παρουσίαση του έργου στα τέλη του 19ου αιώνα έως και το 2010 που ανακαλύφθηκε στα αρχεία της Οπερά Κομίκ υλικό που θεωρούνταν κατεστραμμένο, πραγματοποιήθηκαν επίπονες και μακρόχρονες εργασίες αποκατάστασης της παρτιτούρας, άλλοτε για να μελοποιηθούν επιπλέον διάλογοι, άλλοτε για να προστεθούν νέα μέρη στο έργο, ακόμα και για την αλλαγή της σειράς των πράξεων του έργου. Σε ό,τι αφορά τον επίλογο του έργου, καθώς από τον Όφενμπαχ σώζονται μόνο προσχέδια και σκέψεις, στην ουσία κάθε λυρικό θέατρο αποφασίζει το φινάλε του έργου, βασιζόμενο σε μια από τις πολλές διαφορετικές εκδοχές.
Η Μαρισία Παπαλεξίου αναφέρει για την εκδοχή του τέλος που θα δούμε πως “στη βερσιόν που παρουσιάζεται θα δούμε ένα φινάλε το οποίο δεν είναι πολύ γνωστό. Το έργο κλείνει με ένα καταπληκτικό χορωδιακό που αποθεώνει την Αγάπη (Apothéose), ενορχηστρωμένο από την Μούσα, την αιώνια έμπνευση του Χόφμαν!”
Η Μαίρη-Έλεν Νέζη συμπληρώνει πως “το έργο έχει πολλές εκδοχές και αναγνώσεις, μια και ο Οφενμπαχ δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει πριν το τέλος του, το 1880, 4 μόλις μήνες πριν την πρεμιέρα του. Ο συνθέτης Ερνεστ Γκιρω ανέλαβε να το ενορχηστρώσει και να δώσει στο έργο μια δομή. Έτσι το έργο υπάρχει σε αρκετές εκδοχές. Στην εκδοχή του Βαρλικόφσκι, σε πέντε πράξεις, το φινάλε επιστρέφει στο δωμάτιο του Χόφμαν από όπου ξεκίνησε. Η τελευταία σκηνή είναι ένας επίλογος, μουσικά απογειωτικός, που ακολουθεί την απόλυτη ταπείνωση του ποιητή/συγγραφέα”.
Ο Τάσος Αποστόλου είναι λίγο πιο συγκεκριμένος και αναφέρει πως “εμείς θα δούμε την εκδοχή που η Τζουλιέτα απλώς τον παρατάει και φεύγει. Ο σκηνοθέτης θέλει να δούμε τον Χόφμαν μόνο του. Αφού η ιστορία εκτυλίσσεται μόνο στο μυαλό του, ουσιαστικά επιβεβαιώνει τη μοναξιά και την απομόνωση του Χόφμαν μέσα σε έναν κόσμο παραμυθένιο, αλλά και εφιαλτικό”.
Τέλος, ο Πέτρος Μαγουλάς προτιμά να μην αποκαλύψει κάτι για την εκδοχή αυτή του τέλους, καθώς γι αυτόν συνιστά μία μεγάλη έκπληξη.
Η συνεργασία με τον Κρύστοφ Βαρλικόφσκι
Πόσο θεατρική είναι η οπτική του Βαρλικόφσκι πάνω στην όπερα;
Η Μαίρη-Έλεν Νέζη σημειώνει πως “ο Βαρλικόφσκι είναι ένας ευφυής σκηνοθέτης με μια πολύ ιδιαίτερη οπτική, καθαρά θεατρική, που δεν συνηθίζεται τόσο στην όπερα. Αντλεί έμπνευση από τον κινηματογράφο στον οποίο έχει ξεκάθαρες αναφορές σε όλο το έργο του. Βλέπει τον Χόφμαν σαν έναν ξεπεσμένο συγγραφέα-σκηνοθέτη του Χόλιγουντ που αυτοκαταστρέφεται γιατί κανείς δεν τον παίρνει τα σοβαρά πια.
Οι ιστορίες που διηγείται ο Χόφμαν στο καφενείο των φοιτητών για τις γυναίκες που έχει αγαπήσει, κινηματογραφούνται από τον ίδιο, χωρίς να είναι ξεκάθαρο τι γίνεται μπροστά και τι πίσω από τις κάμερες, χωρίς να υπάρχει ξεκάθαρο όριο πότε σταματάει το γύρισμα και πότε ο ηθοποιός υποκρίνεται ή είναι ο εαυτός του, καταδεικνύοντας ότι πίσω από τις κάμερες οι καλλιτέχνες μπορούν να είναι ευάλωτοι, αδύναμοι, επιρρεπείς σε εθισμούς.
Ο Βαρλικόφσκι αφήνει τον ηθοποιό/τραγουδιστή να αναπνεύσει και να βάλει τη δική του προσωπικότητα στον ρόλο. Αυτό πραγματικά είναι σπάνιο και το απολαμβάνω. Όσο περισσότερο μπαίνω στον κόσμο του τόσο περισσότερο γοητεύομαι…”
Ο Τάσος Αποστόλου εξομολογείται πως θεωρεί τον εαυτό του πάρα πολύ τυχερό που συνεργάζεται με τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη. “Είναι καταπληκτικός, δουλεύει πάρα πολύ θεατρικά – αυτό με ενδιαφέρει πάρα πολύ καθώς προέρχομαι από το θέατρο- και υπάρχει ένα κείμενο που ενοποιεί τους χαρακτήρες και δημιουργεί μία ατμόσφαιρα που θα έπρεπε να κυριαρχει στην όπερα εν γένει. Γιατί η όπερα είναι στην πραγματικότητα θέατρο που οι ηθοποιοί αντί να μιλάνε τραγουδάνε. Οπότε θα έλεγα ότι το τραγούδι με την υποκριτική επένδυση θα έπρεπε να έχουν ισάξια συμμετοχή. Ο Βαρλικόφσκι δουλεύει πολύ θεατρικά και επενδύει στο βάθος των χαρακτήρων, γι αυτό κάποιος που δουλεύει με αυτόν, μπορεί να απλώσει πολλές τεχνικές και να βελτιωθεί ακόμη και στο τραγούδι του μέσα από αυτές τις αποχρώσεις που δουλεύει υποκριτικά”.
Η Μαρισία Παπαλεξίου επίσης θεωρεί τον εαυτό της πολύ τυχερό και προνομιούχο γι’ αυτή την συνεργασία. “Ο τρόπος με τον οποίο ο Κρύστοφ Βαρλικόφσκι προσεγγίζει το έργο και τους χαρακτήρες, το πώς «χτίζει» τα επίπεδα ερμηνείας σε κάθε ρόλο, το πώς αναλύει και «φρεσκάρει» μια χιλιοειπωμένη ιστορία, είναι κάτι το μοναδικό. Προσωπικά δεν έχω ξανασυναντήσει κάτι παρόμοιο στην μέχρι τώρα πορεία μου. Βαθειά διεισδυτικός με απόλυτα θεατρικούς κανόνες βγάζει από τους τραγουδιστές τον καλύτερο «υποκριτικό» εαυτό τους. Μας έχει τραβήξει όλους από την ασφαλή μας ζώνη με επιμονή αλλά και τεράστιο σεβασμό! Και αυτό είναι τόσο μα τόσο απελευθερωτικό και υπέροχο.”
Ο Πέτρος Μαγουλάς σημειώνει πως είναι “εξαίρετος σκηνοθέτης και φοβερός τύπος! Είχαμε μια άριστη συνεργασία σε όλα. Η οπτική του είναι μεν θεατρική (με ουσιαστικές παρεμβάσεις θεάτρου πρόζας ανάμεσα στα μέρη της όπερας), χωρίς όμως να παραβλέπει την ιδιαίτερη φύση της όπερας ως ξεχωριστό μουσικοθεατρικό είδος. Η προσέγγισή του είναι βαθιά και συγκινητική, θα έλεγα. Μένει σε μας να καταφέρουμε να μεταφέρουμε στον θεατή αυτή την, πολύ πειστική και γεμάτη περιεχόμενο, ματιά”.
Συντελεστές
Συμπαραγωγή με το Λα Μονναί των Βρυξελλών/Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός/Σκηνοθεσία: Κρύστοφ Βαρλικόφσκι/Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός/Δραματουργία: Κριστιάν Λονσάν/Σκηνικά, κοστούμια: Μαλγκορζάτα Στσέσνιακ /Χορογραφία: Κλωντ Μπαρντούιγ /Φωτισμοί: Φελίς Ρος/Βίντεο: Ντενί Γκεγκέν /Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος