Ο ΠΟΛ ΧΟΛΝΤΕΝΓΚΡΕΙΜΠΕΡ ΚΑΙ Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑΣ
Ο εκτελεστικός Διευθυντής του Onassis LΑ μας εξηγεί πώς είναι να είσαι αφιερωμένος στην πλατωνική ιδέα της αναζήτησης της τέλειας συζήτησης.
Μια συζήτηση σε δύο ηπείρους, υπερατλαντική.
Ξεκίνησε στα πεταχτά στο επιβλητικό Olympic Tower του Μανχάταν εκεί που στεγάζονται τα γραφεία του Onassis NY, συνεχίστηκε σε βάθος στην Ωνάσειο Βιβλιοθήκη της λεωφόρου Αμαλίας στην Αθήνα, ολοκληρώθηκε στο «Αερόστατο» της πλατείας Προσκόπων, το αγαπημένο καφέ του Πολ Χολντενγκρέιμπερ κάθε φορά που επισκέπτεται «αυτήν την πόλη που λατρεύει να χάνεται». Όπως συνήθως συμβαίνει με τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις, δεν ήταν μια ευθεία γραμμή αλλά μια διαδρομή με συνεχή ζιγκ ζαγκ. Κι ο, από το 2019, εκτελεστικός Διευθυντής του Onassis LΑ (OLA house), είναι ένας άνθρωπος που λατρεύει τις παρενθέσεις.
Υπήρξε για 14 χρόνια οικοδεσπότης της διάσημης πολιτιστικής σειράς “LIVE from the NYPL”, στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, παίρνοντας περισσότερες από 600 δημόσιες συνεντεύξεις από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής μας: από την ιέρεια του πανκ Πάτι Σμιθ στον μίδα του hip hop Jay-Z κι από την συγγραφέα Ζέιντι Σμιθ στον ντοκιμαντερίστα Έρολ Μόρις και τους σκηνοθέτες Γουές Άντερσον και Βέρνερ Χέρτζογκ (είναι ο αγαπημένος του, μιλάνε οπωσδήποτε μια φορά τον χρόνο, πριν δύο χρονια τα είχαν πει στην Στέγη). Το 2012 έστησε το The Paul Holdengräber Show στο YouTube, ενώ το τελευταίο του πρότζεκτ λέγεται The Quarantine Tapes (μια συμπαραγωγή του OLA με το dublab). Στο ξεκίνημα της πανδημίας, λοιπόν, ο Χολντενγκρέιμπερ ξεκίνησε να τηλεφωνεί καθημερινα σε καλλιτέχνες, φιλοσόφους, συγγραφείς κι άλλους αξιοσημείωτους ανθρώπους προκειμένου να μάθει μέσα σε συζητήσεις των 20 λεπτών πώς βιώνουν οι ίδιοι την πρωτοφανή συνθήκη του τελευταίου 1.5 χρόνου. Μπορείτε να ακούσετε τις συνομιλίες του με τον Χένρι Ρόλινς των Black Flag, τoν cyber προφήτη Γουίλιαμ Γκίμπσον ή την πολιτισμική ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν στα Onassis Podcasts που λανσαρίστηκαν πρόσφατα.
Ο Χολντενγκρέιμπερ είναι ο αρχετυπικός «διανοούμενος». Ένας φριχτά διαβασμένος άνθρωπος με σπουδές σε Σορβόνη και Πρίνστον, μια πολύ ενδιαφέρουσα οικογενειακή ιστορία που περνάει από Αυστρία, Αϊτή, Μεξικό, πριν ο ίδιος γεννηθεί στο Χιούστον του Τέξας αλλά ανατραφεί τελικά με τις ευρωπαϊκές αξίες των Βρυξελλών. Τα κοκάλινα γυαλιά του παραπέμπουν στο κλισέ του νευρωτικού Νεοϋρκέζου που καθιέρωσε ο Γούντι Άλεν, το ελαφρύ ψεύδισμα στην ομιλία του τον βοηθά να γλιστρά ανάμεσα στην αμφιβολία και τη λεπτή ειρωνεία. Η ποσότητα των quotes που έχει αποθηκεύσει στο κεφάλι του είναι αδιανόητη, ενώ ακόμα και δύο ορόφους να ταξιδέψεις μαζί του στο ασανσέρ θα προλαβει να σου προτεινει μια λίστα διαβασμάτων για το θέμα που πιθανώς ξεκινήσατε να συζητάτε.
Οι αναφορές είναι το υπερόπλο του. Τις χρησιμοποιεί (όχι πάντα με αυτή τη σειρά) για να εντυπωσιάσει, να πάρει την ηγεμονία της συζήτησης ή να την προχωρήσει στο επόμενο κεφάλαιο. Να υπηρετήσει, με άλλα λόγια, τη χαμένη τέχνη της συνομιλίας. Η δική μας πάντως ξεκίνησε με μια απάντησή του. Σε ερώτηση που δεν του είχε γίνει ακόμα…
….Για να απαντήσω στην ερώτηση, πριν την κάνεις ακόμα, ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα για να κάνεις καλές συνεντεύξεις είναι η σιωπή. Ακόμα και με το ρίσκο να κάνεις εκείνον που μιλάει να αισθανθεί άβολα. Πρέπει όμως να τον ακούσεις. Κι αν η συνέντευξη είναι δημόσια, όσο περισσότερο μένεις εσύ σιωπηλός τόσο μένει και το κοινό παρακολουθώντας. Αν και για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν μου άρεσε και τόσο η ιδέα μιας στρογγυλής καθωσπρέπει συνέντευξης…
Προτιμάτε να φανταστώ τη λέξη «συζήτηση»;
Α, σαφώς. Για την ακρίβεια προτιμώ τη λέξη «συνομιλία», όπως τη χρησιμοποιεί κι ο φίλος μου ο Βέρνερ Χέρτζογκ.
Επειδή είναι πιο ακαδημαϊκή;
Επειδή, μάλλον προϋποθέτει υψηλότερη θερμοκρασία και πάθος. Κι όχι μια ορισμένη διάταξη «ερώτηση-απάντηση» όπως συμβαίνει στις συνεντεύξεις που οι ρόλοι είναι προκαθορισμένοι εξαρχής.
Δεν πρέπει να τίθενται αυτά τα όρια;
Μα, κοίτα εμάς τους δύο. Εσύ υποτίθεται μου παίρνεις συνέντευξη, αλλά εγώ από την αρχή σου κάνω συνεχώς ερωτήσεις…
Η δύναμη της συνήθειας…
(γέλια) Επαγγελματική διαστροφή ίσως. Κοίτα, όταν καλούμαι να μιλήσω με κάποιον -κι όπως ξέρεις, αυτό είναι κάτι που έχω κάνει πολλές φορές στη ζωή μου- φέρνω μαζί όλον μου τον εαυτό. Είμαι παρών, δεν κρύβομαι. Όχι σε σημείο να επισκιάζω τον συνομιλητή μου, αλλά δεν μπορώ παρά να είμαι εκεί. Με όλες μου τις αισθήσεις.
Ξέρεις, είναι πολύ σημαντικός για μένα ο Άνταμ Φίλιπς, ο βρετανός ψυχοθεραπευτής που λέει ότι όταν μιλάμε ο ένας στον άλλον πέφτουν πράγματα από τις τσέπες μας. Και τότε μαθαίνουμε πράγματα ο ένας για τον άλλον. Δεν ξέρω για σένα (σ.σ. βάζει τα χέρια στις τσέπες του) αλλά εγώ έχω μερικές τσίχλες ελληνικές.
Εμένα μου έχουν ξεμείνει κάτι αμερικάνικες…
Αυτό δείχνει μάλλον ότι παίρνουμε ότι μπορούμε από τα μέρη που επισκεπτόμαστε (γέλια). Όμως, αυτό που θέλω να πω ότι δεν μπορούμε να γαργαλήσουμε τον εαυτό μας. Χρειαζόμαστε κάποιον άλλον να το κάνει. Άρα, για να ξαναγυρίσω στην ερώτησή σου σχετικά με τους ρόλους, μου αρέσουν τα πράγματα όταν είναι λίγο πιο ρευστά κι αργά. Όταν δεν καταλαβαίνεις που αρχίζει και που τελειώνει η κάθε απάντηση, όταν δεν κοιτάς με αγωνία τα χαρτιά σου για την «επόμενη ερώτηση», ακόμα κι όταν ξεχνάς τι έχει πει ο άλλος. Νομίζω ότι θα το ξέρεις κι εσύ από την επαγγελματική σου εμπειρία.
ΟΚ, απλά μερικές φορές πρέπει να υπηρετήσεις και μια δομή. Να βάλεις τις σκέψεις στο χαρτί ή στη λευκή οθόνη…
Αλήθεια είναι αυτό. Όμως μια καλή συζήτηση είναι από την φύση της μια παρέκβαση. Κι όπως έχει πει ο Λόρενς Στερν (σ.σ. ιρλανδός μυθιστοριογράφος του 18ου αιώνα), η παρέκβαση είναι η λιακάδα της αφήγησης.
Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα για να κάνεις καλές συνεντεύξεις είναι η σιωπή. Ακόμα και με το ρίσκο να κάνεις εκείνον που μιλάει να αισθανθεί άβολα.
Δεν ξεκινας όμως με την ίδια στάση μια συνομιλία. Άλλο να είσαι ο συνεντευξιαστής κι άλλο ο συνεντευξιαζόμενος…
Εντάξει, με έριξες στην παγίδα μου. Προφανώς είναι διαφορετικοί οι ρόλοι. Είναι ένα παιχνίδι γάτας-ποντικιού. Φεύγοντας για το Λος Άντζελες, η τελευταία συνέντευξη που έκανα στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης ήταν με έναν από τους σημαντικότερους ζώντες αμερικάνους συγγραφείς, τον Τζον ΜακΦι, έναν πολύ ντροπαλό τύπο. Κι όμως η κουβέντα μας άγγιξε πολύ κόσμο με εντυπωσιακό τρόπο. Γιατί όλοι υιοθετούμε περσόνες κι όλοι διψάμε να δούμε πίσω από την πόζα τους.
Είναι θεμιτή η στρατηγική να κάνεις τον συνομιλητή να αισθανθεί άβολα, να τον προβοκάρεις ας πούμε, προκειμένου να σου πει κάτι ενδιαφέρον;
Όχι, πρέπει να φτάνεις μέχρι το σημείο που αντέχει. Δε με ενδιαφέρει να αναπτύξω μια σαδιστική σχέση με τον συνομιλητή μου αλλά να τον κάνω να αλλάξει συνήθειες. Ας πούμε ότι έχω να μιλήσω με έναν συγγραφέα που έχει ένα καινούριο βιβλίο για το οποίο έχει μιλήσει 100 φορές, λέγοντας περίπου τα ίδια πράγματα. Ο στόχος μου είναι την 101η να τα πει διαφορετικά. Και το μεγαλύτερο κομπλιμέντο για μένα δεν είναι να μου πουν «ήταν η καλύτερη συζήτηση που έχω παρακολουθήσει». Αλλά να έρθει ένα κοντινό τους πρόσωπο -ο πατέρας, η μητέρα, η αδερφή ή ο σύντροφός τους- και να μου πουν ότι άκουσαν κάτι καινούριο. Το καλύτερο για μένα είναι όταν κάποιος ξεκινά μια πρόταση με ένα «…αυτό δεν το έχω ξαναπεί ποτέ».
Τους πιστεύετε πάντα;
Όχι βέβαια (γέλια)
Κι από την άλλη δεν αισθάνεστε ότι μερικές φορές ξεκινώντας την απάντησή τους με ένα «πολύ ωραία ερώτηση» υπονοούν ότι αυτή ακριβώς είναι η ερώτηση που ήθελαν να τους γίνει; Πιθανώς γιατί έχουν καλά προβαρισμένη την απάντηση…
Ναι, σαφώς. Ξέρεις οι καλές ερωτήσεις δεν πρέπει πάντα να καταλήγουν σε ένα επιχείρημα ή μια βροντερή δήλωση, αλλά να είναι οι αφορμές για μια ενδιαφέρουσα ιστορία, ένα καλό ανέκδοτο περιστατικό.
Ίσως οι καλές ερωτήσεις δεν έχουν πάντα ερωτηματικό στο τέλος…
Είναι πιθανό αυτό. Έχει αξία ακόμα και που το σκεφτόμαστε ή το συζητάμε.
Τι γίνεται όμως όταν ο συνομιλητής είναι κάποιος που θαυμάζεις; Ή ακόμα περισσότερο κάποιος με τον οποίο διαφωνείς; Είναι σε κάθε περίπτωση απαραίτητη η απομυθοποίησή του για να πάρεις την απαιτούμενη απόσταση;
Έχω μιλήσει με ανθρώπους από κάθε πιθανό χώρο: κινηματογραφιστές/ποιητές/καθηγητές/πολιτικούς. Ανάμεσά τους, ασφαλώς, κι άνθρωποι που θαύμαζα. Καταλαβαίνω εκείνους τους, πιθανώς σοφούς, που δε θέλουν να συναντούν τους ήρωές τους, γιατί όντως είναι μεγάλη η πιθανότητα της απογοήτευσης. Αλλά σε μένα δεν βγήκε ποτέ αυτό το το είδος της σεμνοτυφίας. Ίσως γιατί η συντομία ποτέ δεν ήταν το φόρτε μου. Σπάνια οι δημόσιες συνομιλίες μου διαρκούν λιγότερο από μιάμιση ώρα. Άρα είναι μάλλον δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστεί η μελαγχολία της απομυθοποίησης είτε σε μένα είτε σε εκείνους που μας ακούνε. Εγώ οφείλω να την καλύψω με ένα πέπλο και να συνεχίσω.
Υπάρχουν κάποια παραδείγματα για τα οποία θέλετε να μιλήσετε;
Μια από τις μεγάλες ευχαριστήσεις αυτού του παιχνιδιού είναι ότι συναντώ ανθρώπους που ανήκουν σε κόσμους τόσο διαφορετικούς από τον δικό μου. Μη νομίζεις, ο βαθύτερος λόγος που το κάνω είναι για να φαίνομαι κουλ στα παιδιά μου. Σε κάθε σεζόν λοιπόν καλούσα 2-3 ανθρώπους που θα τους γοήτευαν. Μπορεί να ήταν ο Ricky Jay ή ο Ντέιβιντ Μπλέιν επειδή ο μεγάλος μου γιος είναι ταχυδακτυλουργός (το συστήνω σε όλους, ένας μάγος μέσα στην οικογένεια είναι πάντα χρήσιμος), μπορεί να ήταν πρόσωπα από τον χώρο της μουσικής όπως ο Πιτ Τάουνσεντ, ο Έλβις Κοστέλο, η Πάτι Σμιθ και βέβαια ο Jay Z. Ειδικά o Jay Z, επειδή το hip hop είναι μεγάλο μέρος της ζωής των παιδιών μου.
Τι ήταν τόσο συναρπαστικό στο σύμπαν του Jay Z;
Με βοήθησε πολύ η αυτοβιογραφία του Decoded. Εκεί που αναλύει, σαν Ταλμούδ, ένα μεγάλο μέρος του έργου του – νομίζω 39 κομμάτια – σχεδόν λέξη προς λέξη. Με βοήθησε λοιπόν να μάθω πολλά για εκείνον, όπως ότι οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 9 χρονών και, ουσιαστικά, μοίρασαν στα δύο την δισκοθήκη του σπιτιού. Έτσι, για να φτιάξω κλίμα για τη βραδιά, του έπαιξα στην αρχή τραγούδια κι από τις δύο συλλογές. Κι αυτό τον άγγιξε. Και μου ανοίχτηκε ολοκληρωτικά, μιλώντας ακατάπαυστα για μουσική με αναφορές που ούτε κατά διάνοια μπορούσα να παρακολουθήσω. Του το πα. Αντιπαραβάλλοντας ότι εγώ στα 11-12 μου άκουγα εφτά διαφορετικές εκδοχές του «Μαγικού Αυλού». Και τότε μου απάντησε κι εκείνος ότι δεν μπορεί να με ακολουθήσει. Ήταν μια πολύ ωραία ειλικρινής στιγμή.
Χωρίς να υποπέσει κανείς από τους δυο σας σε «πολιτισμική οικειοποίηση» (cultural appropriation)…
Ακριβώς. Τελικά, το αποτέλεσμα ικανοποίησε κι εμένα τον ίδιο, δεν το έκανα τελικά για τα παιδιά μου, τη μαμά μου ή τον μπαμπά μου. Αναφέρω όχι τυχαία τη μαμά μου, γιατί πάντα με ρωτούσε ποιος είναι ο επόμενος μου καλεσμένος. Μια φορά της απάντησα «ο Μάικ Τάισον». Δεν τον ήξερε, «ποιος μπορεί να είναι αυτός ο κύριος;». Όταν της είπα ένας μποξέρ, με ρώτησε έκπληκτη γιατί να θέλω να μιλήσω μαζί του. Της είπα ότι η ζωή του είναι τόσο συναρπαστική που κάπως την έπεισα. Μου ζήτησε όμως να του κάνω ένα ερώτημα για το πώς είναι να χτυπάς ή να σε χτυπάνε τόσο δυνατά στο κεφάλι…
Κι εκείνος τι απάντησε;
Ό,τι έκανε για να επιβιώνει, αυτό που όλοι οι υπόλοιποι προσπαθούμε να αποφύγουμε σε όλη τη ζωή μας. Και σταμάτησε εκεί. Δεν είπε κάτι άλλο.
Πάντα, με μια καλή ατάκα…
Αφού, παρότι ο κόσμος δεν το ξέρει, και ίσως δεν το φαντάζεται, είναι πολύ διαβασμένος. Ζητούσα πάντα για όλους τους καλεσμένους μου στη Δημοσια Βιβλιοθήκη της NY να τους ξεναγήσουν στην ειδική συλλογή. Ειδικά για τον Τάισον ζήτησα να του δείξουν ότι υπάρχει από την εποχή των Βασιλιάδων των Φράγκων (από τον Πεπέν το Νεότερο στον Καρλομάγνο και τους υπόλοιπους). Και βέβαια Μακιαβέλι, καθώς λατρεύει τον Ηγεμόνα.
Είναι σύμβολο και μιας περιόδου-κουλτούρας, του gangsta rap των 90s, που ο Μακιαβέλι ήταν πολύ δημοφιλής…
Ακριβώς. Το ενδιαφέρον του για το διάβασμα το προκάλεσε ο προπονητής του Γκας Ντ’ Αμάτο που του έλεγε «διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε…, είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θα κάνεις στη ζωή σου μαζί με το μποξ». Μάλιστα, όταν ο επικεφαλής επιμελητής της συλλογής του έδειξε την πρώτη έκδοση του Ηγεμόνα, ο Τάισον του απάντησε ότι δεν είναι σίγουρος γι’ αυτό, καθώς μάλλον υπάρχει μια παλιότερη στο Βατικανό.
Όταν τον ρώτησα επί σκηνής πώς αισθάνθηκε κάνοντας την περιήγηση, μου απάντησε ότι «ένα δωμάτιο χωρίς βιβλία είναι σαν σώμα χωρίς ψυχή». Την επόμενη μέρα, ο Τζεφ Ντάιερ (σ.σ. βρετανός συγγραφέας) με πήρε τηλέφωνο για ένα κομμάτι που ετοίμαζε για τον Τάισον στον Guardian και μου είπε ότι η ατάκα του έχει ειπωθεί από τον Κικέρωνα. Απάντησα ως εξής: «έλα βρε Τζεφ τώρα που θες να μικρύνεις τον Τάισον επειδή οικειοποιήθηκε μια φράση του Κικέρωνα, και μάλιστα στο σωστό πλαίσιο».
Αυτό είναι το πρόβλημά μας. Ότι αυθαίρετα υποθετούμε για ανθρώπους σαν τον Τάισον πώς είναι ηλίθιοι. Ενώ ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Προσπαθώ να μην το κάνω, προσπαθώ να είμαι κάποιος που διατηρεί ακμαία την περιέργειά του. Κάπου εδώ ίσως πρέπει να αναφέρω πόσο δεν αντέχω τη σύγχρονη εμμονή με τις πολιτικές της ταυτότητας που κατά τη γνώμη μου ευθύνεται πολύ για την απαίσια σύγχυση της εποχής μας.
Πάντως δε γίνεται να απαλλαγούμε από την πρώτη εντύπωση που μας κάνει κάποιος; Σωστά. Διατυπώνουμε γρήγορες κρίσεις, μετά κοιτάμε προσεκτικά και βλέπουμε την προσοχή μας να μετακινείται. Επειδή είμαι μανιακός με τα quotes, όπως έχεις καταλάβει, θα καταφύγω στον Όσκαρ Ουάιλντ και την ατάκα ότι μόνο οι επιφανειακοί άνθρωποι δεν κρίνουν από την εξωτερική εμφάνιση.
Άλλαξε το στυλ σας όλα αυτά τα χρόνια; Βελτιωθήκατε ως συνεντευξιαστής;
Να σου πω μια ιστορία. Όταν είχα καλεσμένο τον διάσημο ρώσο χορογράφο Αλεξέι Ρατμάνσκι ήταν τρομοκρατημένος. Είχε άγχος για τα αγγλικά του, δεν ήταν επιδέξιος με τους δημοσιογράφους – μου έλεγε τέτοια πράγματα. Και του είπα άσε με απόψε να είμαι εγώ ο χορογράφος κι έλα να χορέψουμε, ακολούθησέ με. Θα περάσουμε καλά, μην ανησυχείς. Αυτήν την προσέγγιση είναι που έχω κερδίσει με τον χρόνο. Δεν ξέρω λοιπόν αν και πόσο έχω βελτιωθεί. Ξέρω ότι ακόμα είμαι αφιερωμένος στην πλατωνική ιδέα της αναζήτησης της τέλειας συζήτησης.
Έχετε κανόνες όσον αφορά την προετοιμασία σας;
Ο αυτοσχεδιασμός είναι κάτι που προετοιμάζεις, σωστά; Πρέπει να μοιάζει άκοπος, πηγαίος κι αυθόρμητος. Διαβάζω λοιπόν πολύ, απορροφούμαι από το σύμπαν του συνομιλητή μου, έχω και κάποιον που με βοηθά μάλιστα και διατρέχουμε τις πιθανές κατευθύνσεις της συνομιλίας. Την προηγούμενη μέρα συνήθως απομονωνομαι κι αποφεύγω τις συναντήσεις και προσπαθώ να προσεγγίσω την στιγμή με αυτό που ο ιταλός ιστορικός Κάρλο Γκίντσμπεργκ, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής μας, αποκαλεί «ευφορία της άγνοιας». Λατρεύω αυτή τη φράση.
Κι από την άλλη, πάντα θέλω να ζήσω την στιγμή. Αυτό που η Σούζαν Σόνταγκ έχει αποτυπώσει σε μια υπέροχη φράση: «Απλά περίμενε. Μέχρι το τώρα να γίνει τότε και θα δεις πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν».
Η απόσταση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, στις μέρες μας μπορεί να είναι ένα Instagram story 15 δευτερολέπτων…
Ναι μου το λέει ο μεγάλος μου γιος που αγαπάει το hip hop κι ενοχλείται απο τα κινητά στις συναυλίες, από τους ανθρώπους που προτιμούν να αιχμαλωτίσουν την στιγμή από το να τη ζήσουν. Είναι προβληματικό αυτό.
Τι είναι ακριβώς αυτό που κάνετε στο Onassis LA;
Το OLA house είναι ένα «κέντρο διαλόγου». Μου ζητούσαν επιτακτικά στην αρχή να καθορίσω την «αποστολή» του, αλλά επειδή αυτό μου μοιάζει πολύ «θρησκευτικό», επέλεξα αυτόν τον όρο ως πιο ταιριαστό. Μας ενδιαφέρει π.χ. να έχουμε Artists in Residence (με την πιο διευρυμένη έννοια του όρου «καλλιτέχνης» που μπορεί να συλλάβει κανείς) που μένουν στον ξενώνα μας και το μόνο που θέλουμε είναι να αφήσουν φεύγοντας ένα σημάδι από το πέρασμά τους. Θα ξεκινήσουμε να κάνουμε και φιλμ σύντομα, ανάμεσα σε άλλα πρότζεκτ.
Η πανδημία, νομίζω, έφερε στην επιφάνεια μια διαφορετικού είδους κόπωση; την «κόπωση του περιεχομένου». Πόσα storylines μπορούμε πια να ακολουθήσουμε; Ταινίες, βιβλία, τηλεοπτικές σειρές, τώρα μπήκαν και τα ποντκαστ στη ζωή μας. Σας απασχόλησε αυτό λανσάροντας τα Quarantine Tapes;
Είναι πολύ ενδιαφέρων όρος αυτός, η «κόπωση του περιεχομένου» και μάλλον κρύβει αρκετή αλήθεια μέσα του. Όμως τα Quarantine Tapes είναι κάτι διαφορετικό. Ήταν μια αντίδραση σε αυτό που μας συνέβη. Με αυθόρμητες, ίσως λιγότερο σκηνοθετημένες σε σχέση με αυτό που έκανα στο παρελθόν, συνομιλίες που μας δείχνουν πώς περνάνε όλο αυτό που ζούμε άνθρωποι που μας ενδιαφέρουν. Ίσως ακούγεται λίγο ματαιόδοξο, αλλά σκέφτομαι ότι αυτές οι συνομιλίες, η μία μετά την άλλη (κι έχω κάνει σχεδόν 200) φτιάχνουν ένα ηχητικό ημερολόγιο, στο οποίο ίσως άνθρωποι σε 50 χρόνια θα μπορούν να ανατρέχουν για να δουν τι συνέβη με εκείνη την πανδημία στις αρχές των 2020s. Ας πούμε, επειδή το έργο της θα εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, θα ενδιαφέρονται να δουν πως πέρασε την καραντίνα της η Μάργκαρετ Άτγουντ.
Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω τελειώνοντας για τη διαφορά στη ζωή μεταξύ των δύο ακτών…
Μου το ρωτάνε συνέχεια, αν μου λείπει η Νέα Υόρκη. Φυσικά, εννοείται πώς προτιμώ να τρακάρω ώμο με ώμο με κανονικούς ανθρώπους στο πεζοδρόμιο, παρά να τρακάρουν οι καθρέφτες μας στον αυτοκινητόδρομο. Με γοητεύει όμως αυτή η η διφορούμενη ταυτότητα του Λος Άντζελες ως “wasteland”, το ότι αυτή η πόλη μερικές φορές δεν βγάζει νόημα, όπως και το να εξερευνήσω ένα αλλο κλισέ: ότι στη Νέα Υόρκη οι άνθρωποι καταναλώνουν κουλτούρα, ενώ στο Λος Άντζελες την δημιουργούν σε αυτή τη βιομηχανία παραγωγής ονείρων. Έπειτα, είναι και η ίδια η ομορφιά του μέρους, τα χρώματά του, η απόλυτη απουσία αρχιτεκτονικής ομοιομορφίας, το γεγονός ότι δεν υπάρχει downtown. Ξέρεις, λένε ότι το κέντρο του LA, στην πραγματικότητα βρίσκεται στη μέση του ωκεανού.
Αλήθεια, όταν σας ρωτάνε από πού είστε, τι απαντάτε;
Μακαρι να ήξερα.