Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΦΕΤΣΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΣΠΑΝΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Μιλάει στο Magazine για την πολυσχιδή καριέρα του με αφορμή την επανέκδοση του Smog, ενός πρωτοποριακού άλμπουμ που κυκλοφορόρησε για πρώτη φορά στα μέσα των 70s και με τα χρόνια απέκτησε διαστάσεις μύθου στην ηλεκτροακουστική-avant garde σκηνή.
Έχοντας σε βάθος πολλών δεκαετιών γράψει από συμφωνική μουσική μέχρι τζαζ και fusion και από ηλεκτρονική μέχρι την πρωτότυπη για ταινίες όπως η Παραγγελιά και το Στίγμα του Παύλου Τάσιου, ο Κυριάκος Σφέτσας, στα 77 του πια σήμερα, αποτελεί εξέχουσα περίπτωση έλληνα συνθέτη.
Το ηχογραφημένο εν έτει 1974 έργο ηλεκτροακουστικής μουσικής Smog που έγραψε μετά από ανάθεση του χορογράφου Μισέλ Καζερτά για το ομώνυμο μπαλέτο (η πρεμιέρα του έγινε στις 18 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς στο Παρίσι), δεν είναι λίγοι αυτοί που το θεωρούν κορωνίδα της πολυδαίδαλης παρακαταθήκης του. Το ότι ο ίδιος δεν είναι ανάμεσά τους δεν σημαίνει φυσικά ότι ως δημιουργός του δεν αναγνωρίζει τις αρετές του και το μείζον ειδικό του βάρος, τόσο ως προς τις συνθέσεις καθαυτές όσο και ως προς τις πρωτοποριακές, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τεχνικές προδιαγραφές της ηχογράφησης.
«Σε έναν υπολογιστή πατάς ένα κουμπάκι και κάνεις μια λούπα όπως θέλεις, της αλλάζεις ρυθμό, ήχο… Τότε όλα αυτά έπρεπε να γίνουν μέσα από μία διαδικασία γεμάτη φαντασία» λέει στο Magazine από τη Λευκάδα όπου κατοικεί, επιστρέφοντας εκεί, στον τόπο που έζησε από πολύ μικρός και πρωτοδιδάχτηκε μουσική, το 1999, έχοντας, μεταξύ άλλων, μέχρι τότε διατελέσει και διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ε.Ρ.Α. Ήταν άλλωστε μια πρόσκληση του Μάνου Χατζιδάκι η αιτία να αφήσει πίσω του το Παρίσι για χάρη της Αθήνας ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας.
«Ένας σημερινός ακροατής που είναι ενήμερος της μουσικής αλλά και του τρόπου με τον οποίο φτιάχνεται, θα μπορούσε να καταλάβει ότι ξεπερνούσαν την εποχή τους τα “επιτεύγματα” μου τότε» τονίζει για το «θρυλικό» Smog.
Με ελάχιστα αντίτυπα της δυσεύρετης πρώτης έκδοσης να αλλάζουν χέρια στην online πλατφόρμα discogs για ποσά που αγγίζουν ακόμη και τα 300 ευρώ, αποτελούσε επί πολλά χρόνια ζητούμενο η επανακυκλοφορία του. Ένα σενάριο που φημολογούταν κατά καιρούς και τελικά υλοποιείται σήμερα που το άλμπουμ κυκλοφορεί σε έκδοση διπλού βινυλίου 180gr με νέο master ήχου και artwork σε συνεργασία με τον συνθέτη από το νεοσύστατο ελληνικό label Cat in the Room της Goodheart Productions.
«Χαίρομαι απεριόριστα που επανακυκλοφορεί ένα έργο που εσείς οι δημοσιογράφοι έχετε χαρακτηρίσει μυθικό», λέει. «Εντάξει, να το αποδεχτώ, αν και νιώθω λίγο άβολα. Όχι λόγω σεμνοτυφίας, αλλά λόγω ταπεινότητας».
Κύριε Σφέτσα, η επανακυκλοφορία ενός δίσκου σας που θεωρείται κλασικός μισό αιώνα μετά την πρώτη του έκδοση γεννά στο μυαλό σας και κάποιο αίσθημα δικαίωσης;
Κοιτάξτε, κάποιες φορές το πιστεύω ότι επανεκδίδεται ο δίσκος και κάποιες άλλες όχι. Όταν μου έγινε η πρόταση, από τη μία ένιωσα μία πλήρη ευχαριστία προς τον Αχιλλέα Σταύρου και τη Goodheart Productions. Από την άλλη, σκέφτηκα μήπως ο άνθρωπος θα έμπαινε σε μια περιπέτεια οικονομικά δυσβάσταχτη, μιας και το προϊόν επιλέχθηκε να είναι άκρως ποιοτικό σε όλα τα επίπεδα, από το καλλιτεχνικό μέχρι και εκείνο των υλικών, του εξωφύλλου κλπ. Ο Αχιλλέας όμως το είχε ήδη αποφασίσει, ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει ό,τι θα προέκυπτε. Ανέλαβε την ευθύνη. Χαίρομαι απεριόριστα που επανακυκλοφορεί ένα έργο που εσείς οι δημοσιογράφοι το έχετε χαρακτηρίσει μυθικό. Εντάξει, να το αποδεχτώ, αν και νιώθω λίγο άβολα, όχι λόγω σεμνοτυφίας, αλλά λόγω ταπεινότητας. Είναι ένα έργο που έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή μου εκείνη την εποχή. Δεν είχα τριανταρίσει καν και ήρθε εντελώς απρόσμενα. Νιώθω τυχερός που σε τεχνικό επίπεδο είχα τη βοήθεια ενός συναδέλφου από τη Χιλή ονόματι Ιβάν Πεκένιο, ο οποίος ήταν και δάσκαλος μου στο θέμα της εκμάθησης της τεχνικής όλης της ηλεκτρονικής μουσικής, από το πώς να χειρίζομαι μαγνητόφωνα, σινθεσάιζερ, κλπ μέχρι το μοντάζ. Τότε παρουσιάστηκαν ένα σωρό δυνατότητες. Εξ ου και η υπόθεση του τετραφωνικού ήχου. Ήταν ένα καινούργιο γεγονός της εποχής στον τομέα της τεχνολογίας του ήχου. Όταν ρώτησα τον κυρίως υπεύθυνο όλου αυτού του έργου, τον χορογράφο Μισέλ Καζερτά, αν θα μπορούσα να έχω αυτή την τεχνολογική υποστήριξη, μου είπε: «Το συζητάς; Μέσα». Δηλαδή ήταν όλες οι συγκυρίες σωστές. Αυτό που λέμε ευτυχής στιγμή στη ζωή ενός δημιουργού.
Τι θυμάστε πιο έντονα από τη σύνθεση και την ηχογράφηση του Smog;
Στο σπίτι ως μουσικός διέθετα δύο ημι-επαγγελματικά μαγνητόφωνα Revox. Δανείστηκα και άλλα μηχανήματα που είχαν να κάνουν με reverb, echo και διάφορα εφέ -plugins τα λένε σήμερα όλα αυτά- για να μπορέσω να πετύχω κάποια πράγματα που ήδη φανταζόμουν από όση εμπειρία -ακουστική και όχι μόνο- είχα από την ήδη υπάρχουσα ηλεκτρονική μουσική. Όλα αυτά, καθώς και τους συνθετητές, τα είχα στο σπίτι, το οποίο είχε μετατραπεί σε ένα είδος home studio. Δεν τηρούσε τις πλέον κατάλληλες τεχνικές προδιαγραφές, ήταν λίγο ερασιτεχνικό, αλλά αυτό δεν έπαιξε αρνητικό ρόλο στην όποια έμπνευση μου και φαντασίωση μου, σε σχέση με τη δημιουργία του έργου. Σκεφτόμουν, ξέρετε, ότι κάποτε, ειδικά στον τομέα του κινηματογράφου, σκηνοθέτες όπως ο Αϊζενστάιν και ένα σωρό άλλοι, με τεχνικά μέσα που απέχουν παρασάγγας από τα σημερινά, πέτυχαν αριστουργήματα στον κινηματογράφο. Αυτό είχα στο μυαλό μου για να βρω τρόπους να κάνω τότε αυτό που σήμερα γίνεται με το πάτημα ενός κουμπιού. Σε έναν υπολογιστή πατάς ένα κουμπάκι και κάνεις μια λούπα όπως θέλεις, της αλλάζεις ρυθμό, ήχο… Τότε όλα αυτά έπρεπε να γίνουν μέσα από μία διαδικασία γεμάτη φαντασία.
Δώστε μου μια εικόνα του βαθμού δυσκολίας.
Το κυριότερο θέμα ήταν το μοντάζ. Ένας σημερινός ακροατής που είναι ενήμερος της μουσικής αλλά και του τρόπου με τον οποίο φτιάχνεται, θα μπορούσε να καταλάβει ότι ξεπερνούσαν την εποχή τους τα «επιτεύγματα» μου τότε. Είχα γίνει μάγος του μοντάζ. Έχω ακόμη τα εργαλεία με τα οποία δούλευα, όπως το ξυραφάκι που ήταν μη μαγνητισμένο γιατί επηρέαζε τη μαγνητοταινία. Έπρεπε να κόψεις την ταινία σε διάφορα σημεία, να σκεφτείς πόσα κομματάκια πρέπει να ενώσεις με αμόρσες -ένα υλικό που απλά είχε το πάχος της μαγνητοταινίας αλλά ήταν από κοινό πλαστικό. Έτσι έπρεπε να κάνεις τότε αυτό που σήμερα κάνεις στο ψηφιακό μοντάζ με μια παύση. Δηλαδή όταν περνούσε αυτό το ουδέτερο υλικό που σας λέω μπροστά από την κεφαλή αναπαραγωγής, δεν διάβαζε τίποτα το μαγνητόφωνο. Και ανάλογα με το μήκος του υλικού που χρησιμοποιούσες, πετύχαινες παύση συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας. Έτσι μπορούσες να φτιάξεις μια φράση που το κύριο μοτίβο της να έχει μια επαναληπτικότητα που συμβαίνει με τις λούπες σήμερα. Δούλευες χειροκίνητα, δεν μπορούσες να κάνεις κάτι διαφορετικό.
Συνεπώς ένα λάθος που σήμερα διορθώνεται με ένα απλό delete, τότε μπορεί και να αποτελούσε «καταστροφή».
Βέβαια! Το Smog έχει διάρκεια 90’, όση είναι και του μπαλέτου. Δεν είναι και λίγο δηλαδή. Όταν άρχισα να κάνω τον συγχρονισμό στα τέσσερα κανάλια που είχα πια σε ανεξάρτητες ταινίες, κάποιες στιγμές αισθανόμουν ότι ήταν άδικο όλο αυτό που περνούσα, το ότι πάλευα και ξενυχτούσα για να πετύχω. Αλλά είχε και τη μαγεία του.
Μετά την ανάθεση από τον Μισέλ Καζερτά, πόσο καιρό διήρκεσε η σύνθεση και η ηχογράφηση;
Κράτησε κάποιους μήνες, ίσως τέσσερις, ίσως και έξι, δεν θυμάμαι ακριβώς, μπορεί να λαθεύω.
Εκείνη την εποχή, κατά κύριο λόγο τι είδους μουσική ακούγατε;
Από πολύ progressive jazz μέχρι σύγχρονη avant-garde, τους μεγάλους συνθέτες όπως ήταν ο Ξενάκης, ο Μπέριο, ο Στοκχάουζεν. Ταυτόχρονα άκουγα ένα σωρό rock σχήματα. Αυτό όμως συνέβαινε πάντα στη ζωή μου, κύριε Μίχο. Για να ευχαριστηθώ ως ακροατής οι επιλογές μου ήταν μέσα από ένα τεράστιο φάσμα. Αρκεί να ήταν καλή μουσική. Μπορούσα να ακούσω φολκλορικά τραγούδια από τη Μογγολία φερ’ ειπείν. Σαφώς είχα κάποιες προτιμήσεις, αλλά αυτές έρχονταν και παρέρχονταν. Υπήρχε πχ ένα φεγγάρι που ήμουν παθιασμένος με κάποιες υπέροχες μπαλάντες του Νιλ Γιανγκ. Μετά από λίγο άκουγα τους Weather Report. Ή τον Τζον ΜακΛάφλιν στις πρώτες του ηχογραφήσεις. Επιπλέον, όταν ζει κανείς σε μια πόλη σαν το Παρίσι -όχι ότι είχε δηλαδή τις περισσότερες ζωντανές εκδηλώσεις, ενώ στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή τη Μόσχα χρειαζόσουν 43 ζωές για να τις προλάβεις- έρχεται σε επαφή με μια πολύ μεγάλη κίνηση στο χώρο της μουσικής. Δεν μπορώ δηλαδή να παραβλέψω ότι εκεί άκουσα τη μεγάλη μπάντα του Μπάντι Ριτς, αυτού του υπέροχου ντράμερ. Ή ότι είδα τον Μάιλς Ντέιβις που είχε μαζί του τον, νέο ακόμη τότε, Κιθ Τζάρετ. Ή μπορεί να κατέβαινα στο τζαζ μπαρ «Η γάτα που ψαρεύει», στο Καρτιέ Λατέν, και να έβλεπα τον Τζο Χέντερσον. Επομένως είχα τη δυνατότητα ως νέος να βλέπω μπροστά μου ό,τι συνέβαινε τότε σε πραγματικό χρόνο.
Όσον αφορά το Smog, αναρωτιέμαι αν σας προβληματίζει το ότι ένα άλμπουμ ηχογραφημένο τετρακαναλικά δεν είναι καθόλου απίθανο να το ακούσει σήμερα ένας ακροατής μέσα από ένα ζευγάρι «ψείρες». Και γενικότερα, σας φαίνεται σε κάποιο βαθμό κρίμα η μουσική να γίνεται κτήμα ενός ακροατή με ένα τρόπο που εξ ορισμού αδικεί την ηχογράφησή της;
Αυτό όμως δεν ήταν ο κίνδυνος και με παλιότερες ηχογραφήσεις μεγάλων έργων; Πάντα αυτό δεν συνέβαινε; Λυπάμαι που το λέω, αλλά όταν κάτι φτάσει να αλειφθεί ακόμη και ελαφρώς με την επικάλυψη της κατανάλωσης, οι κίνδυνοι είναι τεράστιοι. Μου έρχεται το παράδειγμα ενός τύπου που δεν ασχολείται με την υγιεινή του στόματος του αλλά οδηγεί Mercedes. Κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Αλλά, όπως είπα, αυτός ο κίνδυνος υπήρχε πάντα. Όταν τα πράγματα περνάνε στη δυνατότητα των πολλών να τα αποκτήσουν, χωρίς να υπάρχει από πίσω η ανάλογη παιδεία… Κοιτάξτε, ήμουν και είμαι φαν του Βιβλίου των Νεκρών των Αρχαίων Αιγυπτίων. Όταν γινόταν η μουμιοποίηση ενός σημαίνοντος προσώπου, υπήρχε μια παραγγελία σε διάφορους ποιητές της εποχής, οι οποίοι έγραφαν κάτι ανάλογο με τις επιτύμβιες στήλες της δικής μας αρχαιότητας. Την εποχή εκείνη γράφτηκαν εξαιρετικά ποιήματα. Όταν αυτή η ιστορία πέρασε σε πλατιά λαϊκά στρώματα, το πράγμα εκφυλίστηκε. Τα ποιήματα έγιναν κάκιστης ποιότητας. Χάθηκε η πρωτοτυπία, το αισθητικά υψηλό. Έτσι γίνεται όταν κάτι περάσει στα χέρια των πολλών, οτιδήποτε κι αν είναι αυτό. Ακόμη και ένα χρηστικό αντικείμενο. Και στην Τέχνη δυστυχώς αυτό συμβαίνει. Δεν μπορεί κανείς να το αντικρούσει, να το αντιπαλέψει. Έτσι δεν είναι;
Για κάποιους το Smog είναι η κορωνίδα του έργου σας. Συμφωνείτε;
Όχι, με καμία δύναμη. Το Smog ανήκει στην κατηγορία της ηλεκτρονικής μουσικής. Μετά το Smog δεν έκανα καμία άλλη ενέργεια να γράψω ηλεκτρονική μουσική. Αφιερώθηκα κυρίως σε μουσική για ορχήστρα, σύνολα κλπ. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια δηλαδή που ο γλύπτης ο Θόδωρος -πολύ φίλος μου- μου είπε ότι θα έκανε μια αναδρομική έκθεση στο μουσείο Μπενάκη. Πολύ φίλος ήμουν επίσης και με τον Άγγελο Δεληβοριά, τον διευθυντή του μουσείου. Και οι δυο τους είναι στους ουρανούς σήμερα. Εύχομαι να είναι καλά εκεί που είναι. Έκανα λοιπόν πέντε κομμάτια, τα οποία δεν έχουν εκδοθεί, αλλά με εργαλείο μου τον υπολογιστή, εμπνευσμένα από γλυπτά του Θόδωρου. Πρόκειται για μια εντελώς άλλη κατάσταση. Θα κάνω μια παρομοίωση: Σκεφτείτε ότι αν έπαιζα βιολί σε ένα μέτριο επίπεδο την εποχή του Smog, σήμερα με τη βοήθεια του υπολογιστή είμαι ο μεγαλύτερος βιολιστής του πλανήτη. Δηλαδή στην περίπτωση της έκθεσης του Θόδωρου είχα στη διάθεση μου άπειρα μέσα, πέρα από την όποια ικανότητα μου, για να φανταστώ και να χτίσω ένα έργο.
Το Smog αποτέλεσε, αν θέλετε την κορωνίδα των όσων είχα ήδη κάνει στην ηλεκτρονική μουσική μέχρι τότε. Ήταν η απόληξη όσων είχαν προηγηθεί σε αυτό τον τομέα. Μετά δεν με ενδιέφερε πια. Είχε γίνει πολύ της μόδας αυτή η υπόθεση και εγώ τις μόδες τις φοβάμαι, κύριε Μίχο. Γιατί δεν μπορεί κανείς να προφητέψει πού θα καταλήξουν.
Γι’ αυτό υπάρχει τόση ποικιλομορφία στο έργο σας, στο οποίο συναντάμε από το πειραματικό Smog μέχρι συνθέσεις για τον Πουλόπουλο;
Μα εσείς νομίζετε ότι είμαι ο μόνος στον πλανήτη; Θα μπορούσα να παραθέσω ένα σωρό ονόματα τόσο Ελλήνων όσο και ξένων συναδέλφων οι οποίοι κολυμπούν σε διαφορετικά νερά, βαθιά, ρηχά, διάφανα, σκοτεινά, σε τεχνικές και αισθητικές περίεργες. Καταρχήν στο σινεμά, μιας και κλήθηκα σε μερικές ταινίες να κάνω τη μουσική επένδυση, πρέπει να σας πω ότι δεν μπορείς να κάνεις τα πάντα. Ας αναφερθώ στην πιο γνωστή περίπτωση μου, την Παραγγελιά. Τι θέλατε να κάνω, avant-garde μουσική; Δεν θα ήταν τρελό; Επιπλέον εκεί είχα ως αφετηρία και πηγή έμπνευσης, πέρα από ό,τι είδα στη μουβιόλα, και τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, τα οποία ήταν ένας απίστευτος βοηθός αλλά και οδηγός. Οπότε διάλεξα ένα στιλ που σμίγει το σκληρό ροκ, ψήγματα ατονικής μουσικής και τη φολκλορική μουσική, όχι μόνο την ελληνική, γενικότερα την ανατολίτικη. Νομίζω ότι πέτυχα το κράμα.
Στη μουσική, αν εσύ δεν έχεις ένα απόθεμα από κάτω, αυτό που λέμε ταλέντο, έμπνευση, φαντασία κλπ, δεν νομίζω ότι μπορείς μετά με διεργασίες εντελώς υπολογιστικές και εγκεφαλικές να φτιάξεις πράγματα.
Είναι κάτι που κυριαρχεί σε όλη μου τη μουσική παραγωγή. Διότι από παιδί του δημοτικού ακόμα, αυτά που άκουσα και εγγράφηκαν στο συνειδητό και στο μη συνειδητό ήταν από τη μία η μουσική της Στερεάς Ελλάδας και της Ηπείρου, εννοώ τη δημοτική παράδοση, και από την άλλη, ζώντας από τη Β’ Δημοτικού στη Λευκάδα, όλες οι δυτικές μουσικές της γέφυρας του Ιονίου. Δηλαδή από Βέρντι μέχρι πένθιμα εμβατήρια. Αυτό το πράγμα έφτιαξε μέσα μου, ευθύς εξαρχής όμως και χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια, ένα κόσμο όπου όλες αυτές οι μουσικές συνυπήρχαν όχι απλά τυπικά αλλά πολύ γόνιμα. Ήταν ο κόσμος μου. Καμιά φορά όταν συζητάω με φίλους μουσικούς και με ρωτάνε πώς περνάω από τη μια άρθρωση στην άλλη, τους λέω: Παιδιά αυτό δε γίνεται εγκεφαλικά, αν δεν το έχεις βιώσει. Εγκεφαλικά γίνονται άλλα πράγματα. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Στη μουσική, αν εσύ δεν έχεις ένα απόθεμα από κάτω, αυτό που λέμε ταλέντο, έμπνευση, φαντασία κλπ, δεν νομίζω ότι μπορείς μετά με διεργασίες εντελώς υπολογιστικές και εγκεφαλικές να φτιάξεις πράγματα. Τουλάχιστον εγώ έτσι λειτουργώ.
Άρα για εσάς πάνω απ’ όλα είναι το έμφυτο ταλέντο και μετά έρχεται η σκληρή δουλειά.
Το ταλέντο, κύριε Μίχο, παίζει τεράστιο ρόλο. Αυτό το μαγικό, ανεξήγητο πράγμα. Σε βάθος χιλιετιών βλέπουμε δημιουργούς με ταλέντο και άλλους που ήταν μιμητές συναδέλφων τους ταλαντούχων. Αν βρεθεί κάποτε ένα μηχάνημα, μέσα από την εξέλιξη του ανθρώπου, που να ορίζει τι ακριβώς γίνεται όχι μόνο στον εγκέφαλο, αλλά και στην ψυχή του ανθρώπου -σε αυτό το πράγμα που μένει δυσεύρετο και ακατανόητο, ή μάλλον δυσεπίλυτο- τότε θα πω κι εγώ ότι βρήκαμε τη συνταγή και με μια ένεση θα μπορούμε κάνουμε τα εκατομμύρια των ανθρώπων ταλαντούχους.
Στο παρελθόν έχετε πει ότι η φύση σας προίκισε με την ικανότητα της απόλυτης ακοής. Πώς ακριβώς την ορίζετε;
Όπως εσείς ακούτε τη λέξη καλημέρα και ξέρετε ότι αποτελείται από τις τέσσερις συλλαβές «κα», «λη», «με» και «ρα», έτσι κι εγώ ακούω ένα μουσικό έργο και χωρίς να είμαι μπροστά τη στιγμή που παίζεται και γράφεται, δηλαδή το ακούω πχ μέσα από ένα πικάπ, καταλαβαίνω αν αυτός παίζει Ντο, Μι, Φα ή Ντο, Σι, Ρε. Το λέω πολύ απλά για να γίνει κατανοητό. Αυτό είναι κάτι που κατάλαβα για τα καλά όταν πήγα στο μικρό παράρτημα του Εθνικού Ωδείου στη Λευκάδα για να κάνω μουσική. Είχα φύγει από την Πάτρα γιατί δεν τα είχα καταφέρει με τα πνευστά και αιτία ήταν το θέμα της απόλυτης ακοής. Διότι υπάρχουν πνευστά τα οποία αυτό που παίζουν δεν έχει να κάνει με τον πραγματικό ήχο. Τα πνευστά έχουν ένα περίπολο σύστημα που είναι δύσκολο να αναλυθεί και να γίνει κατανοητό ευρέως. Τέλος πάντων, δεν τα κατάφερα, γιατί έπαιζα κλαρινέτο και ο δάσκαλος μου έλεγε: Παίζεις Σολ. Όχι, δεν παίζω Σολ, παίζω Φα, του έλεγα. Μα πώς; έλεγε. Και του έλεγα: Παίζω για μένα σημαίνει αυτό που ακούω στο πιάνο, το οποίο είναι ένα συγκερασμένο όργανο. Πατάς Φα, είναι Φα. Πατάς Μι, είναι Μι. Στα πνευστά όργανα, δεν ισχύει το ίδιο. Μπορεί στην τρομπέτα να παίξεις ένα Ντο, και στο πιάνο θα ακουστεί ένα Σι μπεμόλ, δηλαδή ένα τόνο κάτω. Για να ακούσεις Ντο στην τρομπέτα, θα πρέπει να είναι κατασκευασμένη σε Ντο, όπως λέμε. Απέτυχα λοιπόν στην εκμάθηση των πνευστών, δεν υπήρχαν και καλοί εκπαιδευτές τότε. Κάποια στιγμή άκουσα ότι άνοιξε το Εθνικό Ωδείο στη Λευκάδα και γράφτηκα. Δεν υπήρχε όμως πιάνο τότε σε αυτό το φτωχό παράρτημα και υποχρεώθηκα να ξεκινήσω με ακορντεόν. Στο πιάνο μπήκα δυο χρόνια μετά αν θυμάμαι καλά.
Οι συμπεριφορές των ανθρώπων τότε με ξένισαν πάρα πολύ. Φορούσα ακόμη ροκ μπλουζάκια κλπ και στο δρόμο άκουγα σφυρίγματα. Και λέω εντάξει, είμαι σε μια χώρα που έχει βασανιστεί, έχει πληγωθεί, ψάχνεται, οπότε ελπίζω να μπορέσω να σταθώ όρθιος και να τα καταφέρω.
Η απόλυτη ακοή, αν και δεν μ’ αρέσει η φράση, είναι δώρο της φύσης. Ή δώρο του Θεού, όπως λένε άλλοι. Το έχει αρκετός κόσμος. Το θέμα είναι να μην πέσεις στην παγίδα του. Διότι σε βοηθάει μέχρι ένα σημείο. Από εκεί και πέρα μπορεί να είναι εντελώς ανασταλτικό, για τον απλούστατο λόγο ότι μπορεί να θεωρήσεις τον εαυτό σου ιδιαίτερα προνομιούχο και ικανό να κάνει πράγματα. Δεν είναι αλήθεια αυτό. Τα πράγματα κατακτώνται μέσα από μια συνεχή εργασία, τις περισσότερες φορές πολύ επίπονη. Αλλά σαφώς προσθέτει κιόλας. Διότι μπορεί να φανταστείς πράγματα, να τα ακούσεις μέσα στο μυαλό σου, όντας και στην κορυφή ενός βουνού. Το πραγματικό άκουσμα των ήχων, τα τονικά ύψη, τις συχνότητες με άλλα λόγια, όλα αυτά τα έχεις λίγο αποθηκευμένα μέσα σου.
Εφόσον, όπως λέτε, το ταλέντο σας είναι έμφυτο, υποθέτω ότι η ενασχόληση σας με τη μουσική αποτελούσε μονόδρομο. Θυμάστε την πρώτη φορά που παίξατε μπροστά σε κοινό.
Ήμουν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Ήδη ήμουν ένα νέο παιδί γνωστό στη μικρή κοινωνία της Λευκάδας, διότι έπαιζα και στους χορούς που οργανώνονταν είτε την Αποκριά είτε με άλλες ευκαιρίες, με μικρές ορχήστρες. Ακόμα και με τσιγγάνους είχα παίξει. Άνετα ένιωθα στη σκηνή, δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ακόμα και το δίπλωμα του ακορντεόν για να το πάρω, έπαιξα δημόσια, σε ένα σινεμά της εποχής που ταυτόχρονα ήταν και αίθουσα συναυλιών. Αποφασίσαμε με τον δάσκαλο μου να γίνει η εξέταση μου μπροστά σε κοινό. Μετά ακολούθησαν κι άλλοι στον τόπο. Όπως πάντα, κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή.
Πόσο καιρό μετά παίξατε με τη Μαρία Κάλλας;
Είχα μόλις τελειώσει το Γυμνάσιο, ήμουν 18. Ήταν μία εμπειρία που υπήρξε μαγική αλλά μετά από ένα διάστημα κουραστική για μένα. Διότι αποσπά την προσοχή των ανθρώπων που θέλουν να ασχοληθούν μαζί μου. Και λέω εντάξει παιδιά, ωραία, έκανα αυτό το πράγμα στη νεότητά μου, μου έλαχε, αισθάνθηκα τυχερός και κολακευμένος, αλλά από εκεί και πέρα έχω διανύσει σε δεκαετίες χιλιόμετρα και χιλιόμετρα. Δεν αφέθηκα ποτέ να με επηρεάσει. Καταγράφηκε τότε και αργότερα διαπίστωσα ότι συμπεριλήφθηκε και σε βιογραφίες της Κάλλας. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα μετά τη χούντα, το φθινόπωρο του ’75, ο αείμνηστος σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαϊδης μου ζήτησε να μιλήσω για την εμπειρία μου γιατί ετοίμαζε μια βιογραφία – φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να του αρνηθώ. Και αργότερα είχα συμμετάσχει σε ένα ένθετο της Καθημερινής για την Κάλλας. Υπάρχει και οnline.
Η επιστροφή στην Ελλάδα μετά την πολυετή παραμονή στο Παρίσι σας έκανε να νιώθετε σαν ψάρι έξω από το νερό;
Για μένα ήταν μια δυστυχία. Ναι, θα το πω έτσι. Μπήκα σε ένα κόσμο που είχε υποστεί τη σήψη της χούντας, κοινωνική και μη. Σε ένα κόσμο που μου ήταν παντελώς άγνωστος. Συνάντησα επιθετικότητα από το πρώτο βράδυ που έφτασα στο αεροδρόμιο και πήρα ταξί για να πάω στον αδερφό μου στη Νέα Φιλαδέλφεια. Θα μου πεις ότι γενικεύω. Όχι, δεν γενικεύω. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων τότε με ξένισαν πάρα πολύ. Φορούσα ακόμη ροκ μπλουζάκια κλπ και στο δρόμο άκουγα σφυρίγματα. Και λέω εντάξει, είμαι σε μια χώρα που έχει βασανιστεί, έχει πληγωθεί, ψάχνεται, οπότε ελπίζω να μπορέσω να σταθώ όρθιος και να τα καταφέρω. Θυμάμαι όμως να πηγαίνω να αγοράσω τσιγάρα στο περίπτερο και να μου φωνάζουν, να μου λένε: Τι θες ρε; Αυτό δεν υπήρχε όταν έφυγα, τον Αύγουστο του ’67. Το λέω πολύ επίμονα. Κι ας ήμουν νέος, ένιωθα ότι μου μιλούσαν με ευγένεια. Δεν με πειράζει να μου μιλήσει κάποιος είτε στον ενικό είτε στον πληθυντικό. Ο τρόπος είναι που κάνει τη διαφορά, κύριε Μίχο. Και ο τρόπος πια μετά τη χούντα ήταν εντελώς εξεζητημένος, επιθετικός, απαξιωτικός. Αυτά, βλέπετε, έχουν την απόληξη τους μέχρι σήμερα.
Σε καλλιτεχνικό επίπεδο πώς ήταν για εσάς τα πράγματα;
Δεν ένιωσα ξένος γιατί είναι μεγάλη υπόθεση να σε καλεί ο Μάνος Χατζιδάκις στο ραδιόφωνο και να είσαι δίπλα σε συναδέλφους ικανούς και ταλαντούχους. Βρέθηκα σε μια κυψέλη η οποία σίγουρα ήταν πολύ φιλόξενη. Και λέω εντάξει, εδώ θα δουλέψουμε, θα γράψω στα παλιά των υποδημάτων μου την υπόλοιπη κατάσταση για να μπορέσω να λειτουργήσω και σιγά σιγά θα αρχίσω να κατανοώ τη χώρα. Δηλαδή δεν αισθάνθηκα ως σνομπ απέναντι στη δύσκολη περίοδο της χώρας. Απλά έπρεπε να γίνει η προσαρμογή μου με σταδιακά βήματα. Για να γίνει σωστά. Άλλωστε ως άτομο δεν θέλησα ποτέ να ενταχθώ σε σχήματα πολιτικά, προτιμούσα δηλαδή να διαβάζω όλες τις απόψεις σε βάθος, στην τελική όμως το σημαντικότερο για μένα ήταν αυτό που συνέθετα και έκανα να βγαίνει από μέσα μου. Γι’ αυτό δεν υπέκυπτα σε παραινέσεις άλλων, όποιοι κι αν ήταν. Αυτή ήταν η σχέση μου και με τον Χατζιδάκι και με όλους τους συνεργάτες, ακόμα και με πολιτικά πρόσωπα. Αυτό που λένε ορισμένοι ότι αναγκάζονται υπό πίεση να κάνουν κάτι, δεν το δέχομαι. Δηλαδή κι εγώ δέχτηκα προτάσεις από πολιτικά πρόσωπα, δεν ενέδωσα όμως ποτέ. Έλεγα σε όλους ότι έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν την παραίτηση μου.
Δεν υπήρξε δηλαδή ούτε μία στιγμή, ειδικά τα χρόνια που ήσασταν διευθυντής στο Τρίτο, που να φτάσατε ένα βήμα πριν να τα παρατήσετε;
Το είπα αλλά για άλλους λόγους, δηλαδή όταν έβλεπα να μειώνεται ο προϋπολογισμός σε ζητήματα παραγωγής. Αν όμως συγκρίνω τις οικονομικές δυνατότητες ακόμη και στην περίπτωση που σας αναφέρω, της μείωσης του προϋπολογισμού, με τα σημερινά δεδομένα, είναι σαν τη μέρα με τη νύχτα. Μπαίνω σε χωράφια που δεν έχω όρεξη να μπω, αλλά η παραγωγή σήμερα δεν συγκρίνεται σε σχέση με τότε, ακόμα και στα μέσα της δικιάς μου θητείας (σ.σ. Από το καλοκαίρι του 1982 μέχρι τον Ιανουάριο του 1994 υπήρξε διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος της Ε.Ρ.Α. Νωρίτερα υπήρξε διευθυντής στα μουσικά τμήματα του Β΄ και Α΄ Προγ/τος. Αφετηρία όλων αυτών η διετία ’75-’76 που εργάστηκε ως έκτακτος παραγωγός στο Τρίτο). Με καμία δύναμη. Η καταγραφή που έγινε τότε της ελληνικής μουσικής παραγωγής αλλά και στον τομέα της ποίησης, της λογοτεχνίας κλπ, δεν έχει καμία σχέση με τα σημερινά. Ελπίζω όλα αυτά να υπάρχουν στο αρχείο της ΕΡΤ και να μην έχουν σβηστεί.
Ποιες στιγμές της καριέρας σας μέχρι σήμερα θα επιλέγατε ως τις πιο σημαντικές;
Κοιτάξτε, υπάρχουν κάποιες οι οποίες ερμηνεύονται με πολλούς τρόπους. Κομβικής σημασίας ήταν η συνάντηση μου με τον συνθέτη και παιδαγωγό Μαξ Ντόιτς στο Παρίσι, ο οποίος πέτυχε μια απευθείας, από το υπουργείο πολιτισμού της Γαλλίας, πενταετή υποτροφία για να δουλέψουμε μαζί. Ήταν σαν λαχείο που έπεσε από τον ουρανό. Μια δεύτερη ανάλογη κατάσταση ήταν χρόνια μετά, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα. Το κάλεσμα του Χατζιδάκι μου έδωσε τη δυνατότητα να ηχογραφήσω μια πλειάδα έργων μου, τα οποία απαιτούσαν συμφωνικά σύνολα κλπ. Πολλά έργα μου που είναι ανέκδοτα οφείλονται σε αυτή τη συγκυρία, η οποία ήταν φοβερά γόνιμη. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα ήμουν 31 ετών.
Σήμερα προς ένα νέο συνθέτη αισθάνομαι αλληλέγγυος αλλά ανίκανος να τον βοηθήσω. Δεν έχω να τον συμβουλεύσω κάτι. Μπορώ να πω απλά: Αν θέλεις να φύγεις, φύγε, και αν αντέξεις, άντεξες. Αν θέλεις να μείνεις, μείνε, και πάλι αν αντέξεις, άντεξες. Διότι η χώρα σου αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να σου προσφέρει κάτι. Οι τότε συνεργάτες του Μάνου, συνθέτες και συνθέτριες, έχουν διανύσει μερικές από τις σημαντικότερες πορείες στην ιστορία της νεοελληνικής μουσικής. Ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει. Αυτή η συγκυρία όμως έχει χαθεί για πάντα. Εκτός κι αν αύριο αλλάξουν τα πάντα. Σήμερα, ακόμη και για εμάς τους καταξιωμένους, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Πόσες δυνατότητες έχουμε να παρουσιάσουμε τα έργα μας δημόσια; Σχεδόν μηδαμινές. Πρόσφατα διάβασα ότι αρνήθηκαν το Ηρώδειο στον Χρήστο Λεοντή. Την προηγούμενη χρονιά ζήτησα κι εγώ να κάνω εμφάνιση στο Φεστιβάλ Αθηνών και αρνήθηκαν.
Δεν έφυγα τυχαία από την Αθήνα για να έρθω στη Λευκάδα πριν από 22 χρόνια πια. Έφυγα διότι είδα ότι -όπως γράφει ο Καρυωτάκης στο ποίημα «Σε παλαιό συμφοιτητή»- τελείωσε ο ρόλος μου στην πρωτεύουσα. Αν κάποιος θέλει να με βρει, θα με βρει εδώ. Είναι πολύ εύκολο τεχνολογικά, μπορείς να έρθεις σε επαφή με κάποιον ακόμη κι αν βρίσκεται πάνω στα Ιμαλάια. Όταν ήρθα εδώ ανέλαβα επί μια τετραετία το ιστορικό Φεστιβάλ «Γιορτές Λόγου και Τέχνης» της Λευκάδας. Επί των ημερών μου και όχι με σπουδαίο προϋπολογισμό, ήρθαν στη Λευκάδα η Μίλβα, η Σεζάρια Εβόρα, σολίστες μεγάλοι, ένα σωρό πράγματα. Όταν ο τότε δήμαρχος δεν επανεκλέχτηκε, αποχώρησα. Δεν με παίρνει, είπα μέσα μου, να έχω να αντιμετωπίσω ανυπέρβλητες δυσκολίες και να μη μπορώ να κάνω αυτό που γεννιέται στη φαντασία μου. Οπότε αποφάσισα ότι είχα πια απλά τη δυνατότητα να ζήσω στον τόπο που αγαπώ πάρα πολύ και τον χρόνο που μου απομένει, διότι κανείς μας δεν είναι αθάνατος, να γράψω καινούργια πράγματα.
Πόσες ώρες περνάτε τη μέρα παίζοντας και γράφοντας μουσική;
Συνήθως δουλεύω τη νύχτα, κύριε Μίχο. Αφού δειπνήσω γύρω στις 8μμ, δουλεύω μέχρι τις 3-4 τα ξημερώματα. Είναι ο χώρος μου, νιώθω μαγικά, νιώθω ότι κανείς δεν μπορεί να μου αποσπάσει την προσοχή. Είμαι εγώ και οι ήχοι της νύχτας.
Μετά από τόσα χρόνια παραμένει αμείωτα συναρπαστική το αίσθημα ικανοποίησης όταν γράφετε κάτι καινούργιο;
Ευτυχώς δεν έχει τελειώσει. Αυτό που μερικές φορές με εκπλήσσει είναι πια ο τρόπος του ελέγχου των πραγμάτων. Βλέπεις ότι ξεκινάς να κάνεις κάτι και δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από αυτό που έχεις αποτυπώσει στην οθόνη του υπολογιστή – διότι εκεί γράφεις πια, όχι όπως παλιά που γράφαμε με το μολύβι. Αυτό όμως έχει να κάνει και με κάτι που ισχύει για όλους τους τεχνίτες, από τους πετράδες μέχρι τους συνθέτες. Είναι η συσσώρευση της εμπειρίας.
Πόσο εύκολο είναι να αποφύγει κανείς τις παγίδες των ευκολιών που προκύπτουν από τη συσσώρευση εμπειρίας;
Δεν είναι καθόλου εύκολο, το συναντάμε ακόμη και σε πολύ μεγάλους συνθέτες, δηλαδή να έχουν τυποποιηθεί κάποια πράγματα, να έχουν γίνει κλισέ. Ίσως έχει να κάνει και με ένα ζήτημα αυτοθαυμασμού, ναρκισσισμού. Αν δεν αισθάνεσαι έτσι, μπορείς, όπως παλιότερα έσβηνες τα χειρόγραφα σου, να κάνεις και σήμερα delete στον υπολογιστή. Και τέρμα.
Συνήθως δουλεύω τη νύχτα, κύριε Μίχο. Αφού δειπνήσω γύρω στις 8μμ, δουλεύω μέχρι τις 3-4 τα ξημερώματα.
Είναι αυτή η δυσκολία του να είναι κάποιος αυστηρός κριτής με τον εαυτό του.
Ασφαλώς. Είναι τεράστιο ζήτημα. Κάποιοι το πετυχαίνουν, άλλοι όχι. Όχι μόνο στη μουσική, γενικά στη ζωή. Μέχρι πρόσφατα είχα εδώ ένα κηπάκο, φύτευα μελιτζάνες, ντομάτες, αγγουράκια, κολοκυθάκια κλπ. Ήταν μια ενασχόληση που με ανακούφιζε. Με τα χρόνια απέκτησα μια μικρή εμπειρία. Κατάλαβα όμως ότι το θέμα της επιτυχίας δεν είναι άμοιρο και άλλων καταστάσεων που μας περιβάλλουν. Δηλαδή μια κακή καιρική συνθήκη, οδηγεί τα πράγματα σε μείωση ή καταστροφή της συγκομιδής. Στο χώρο της δημιουργίας συντρέχουν ένα σωρό λόγοι από τους οποίους πρέπει να κάνεις γενναίες προσπάθειες για να απαγκιστρωθείς, να μην παίζουν αρνητικό ρόλο στην πορεία σου. Ένας κίνδυνος τον οποίο διαπίστωσα πολύ νέος είναι να σε πάρει βόλτα η όποια φήμη αποκτάς σε σχέση με το έργο σου. Έβλεπα ανθρώπους υπερταλαντούχους με σπουδαίο έργο, να χάνονται ακολουθώντας τον τροχό της φήμης τους. Με αποτέλεσμα εντελώς αρνητικό για το μετέπειτα έργο τους. Τότε ορκίστηκα ότι πρέπει να ξεπεράσω αυτή τη ματαιότητα. Διότι ακόμα και τρεις άνθρωποι να μπορούν να εκτιμήσουν κάτι δικό μου, αυτό θα πρέπει να μου είναι αρκετό. Αν δεν είναι τρεις, αλλά χίλιοι, θα πρέπει να μείνω ήρεμος, να μην πάρουν τα μυαλά μου αέρα, για να το πω απλά και καθημερινά.
Ας ολοκληρώσουμε όπως ξεκινήσαμε, με το Smog. Το τελευταίο αντίτυπο της πρώτης του έκδοσης πουλήθηκε πριν από δύο χρόνια στο Discogs προς 285 ευρώ. Πώς φαντάζεστε τον άνθρωπο που μπήκε στη διαδικασία να πληρώσει τόσα χρήματα για τον συγκεκριμένο δίσκο;
Αν όντως είναι ρέκτης, γνώστης, και είχε ανάγκη να αποκτήσει αυτό το προϊόν, καμία αντίρρηση. Θα έλεγα ότι θαυμάζω που έβαλε τόσο βαθιά το χέρι στην τσέπη για να αποκτήσει ένα έργο δικό μου. Αν είναι κάποιος σνομπαρίας που το πήρε απλώς για να πάει το βράδυ στους φίλους του και να πει «έχω το Smog του Σφέτσα», δεν με αφορά. Αν είναι δηλαδή ψώνιο, με γεια του και με χαρά του, αλλά τι να του πω παραπάνω;