David Zorrakino/Contacto via ZUMA Press/Visualhellas.gr

Ο ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΚΟΟΥ ΜΑΣ ΕΞΗΓΕΙ ΓΙΑΤΙ “ΕΠΑΘΕ” ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ

Ο βρετανός, τόσο δημοφιλής στη χώρα μας, συγγραφέας επιστρέφει με το «Η απόδειξη της αθωότητάς μου», ενισχύοντας αυτή τη φορά με αστυνομικό σασπένς την κοινωνικοπολιτική κριτική του. Μίλησε στον Παναγιώτη Μένεγο για αυτή του την επιλογή, τη μανία με τη woke culture και την ευθύνη της Αριστεράς, τους νέους ακραίους συντηρητικούς, αλλά και την τηλεοπτική σειρά «Φιλαράκια».

Ο Τζόναθαν Κόου δεν πιστεύει σε αυτό που λέμε «ένοχη απόλαυση». Σε αυτόν τον ευφημισμό που έχουμε εφεύρει για να δικαιολογούμε (καταρχάς στους εαυτούς μας) την τραμπάλα μεταξύ «υψηλής» και «χαμηλής» κουλτούρας. Λες και μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά από το να συνδυάζουμε τo κλασικό με το ποπ, το μπλοκμπάστερ με το σινεφίλ, το βαρύ με το εφήμερο. 

Στο δέκατο πέμπτο μυθιστόρημά του, Η απόδειξη της αθωότητάς μου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ υπάρχουν πολλές αφορμές για να κάνουμε την συζήτηση περί guilty pleasures. Ο Κόου όπως πάντα κριτικάρει κοφτερά τον πολιτικό μονόδρομο του νεοφιλελευθερισμού και τις διαλυτικές κοινωνικές συνέπειές του (εδώ με όχημα το συνέδριο ενός συντηρητικού think tank στη βρετανική επαρχία), όπως πάντα υφαίνει την ιστορία του στο περιθώριο μεγάλων ιστορικών γεγονότων (ο θάνατος της βασίλισσας Ελισάβετ τον Σεπτέμβριο του 2022 και οι επτά εβδομάδες που η Λιζ Τρας υπήρξε πρωθυπουργός). Όμως αυτή τη φορά η διάθεσή του είναι πιο παιχνιδιάρικη από ποτέ.

Όχι μόνο γιατί χαρακτήρες από το μυθιστορηματικό σύμπαν που έχει δημιουργήσει εδώ και 30 χρόνια κάνουν τα συνήθη cameos στην πλοκή, αλλά και γιατί η λέξη κλειδί για τη μέθοδό του είναι το παστίς. Μια στρώση κλασικό αστυνομικό “whodunnit” που μας κρατάει μέχρι το τέλος σε αγωνία. Μία δεύτερη στρώση campus novel, καθώς μεταφερόμαστε στα ενδότερα της κοινωνίας του Κέιμπριτζ στις αρχές των 80s. Και στην κορυφή μια κρούστα autofiction, η αυτομυθοπλασία που χωρίς να είναι κάτι ακριβώς καινούριο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά trends του 21ου αιώνα ως τώρα. 

Marta Perez/EPA/ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ανοίγοντας την κάμερα του zoom μοιάζει αγουροξυπνημένος (ή και λίγο βαριεστημένος). Μιλάει αργά, συχνά φτυαρίζει με την παλάμη το αριστερό του μάγουλο προσπαθώντας να βρει τις σωστές λέξεις, μοιάζει πηγαία σεμνός και χαμηλότονος. Του λέω ότι δεν ξέρω αν είναι από τα προσωπικά αγαπημένα του, αλλά στοιχηματίζω πώς το διασκέδασε στ’ αλήθεια γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα. «Στην πραγματικότητα δεν έχω μια λίστα με αγαπημένα από τα δικά μου βιβλία. Έχω μια διαφορετική, πολύ προσωπική σχέση με το καθένα. Με κάποια που είναι λιγότερο δημοφιλή είμαι αρκετά προστατευτικός, όπως οι γονείς με εκείνο το παιδί τους που έχει τους λιγότερους φίλους στο σχολείο. Από την άλλη, κάθε βιβλίο μου τείνει να είναι μια αντίδραση στο προηγούμενο. Το “Bournville: Το Διαιρεμένο Βασίλειο” ήταν πολύ ακατέργαστο, αρκετά συναισθηματικό στη διαδικασία του γραψίματος (σ.σ. το βιβλίο αναφέρεται στην περίοδο του Covid όταν ο Κόου έχασε τη μητέρα του από ρήξη ανευρύσματος αορτής, χωρίς οι οικείοι της να μπορέσουν να την αποχαιρετήσουν λόγω των πανδημικών περιορισμών). Και μόλις το τελείωσα, ένιωσα ότι ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Έκανα λοιπόν ένα βήμα πίσω και μπορώ να πω ότι το καταευχαριστήθηκα». 

Δεν είναι μόνο τα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη ανάμεσα στα οποία ελίσσεται ο Κόου, είναι και μερικές καθοριστικές αναφορές στην ποπ κουλτούρα που του εξασφαλίζουν μια ευφάνταστη διακειμενικότητα. Η σειρά Φιλαράκια, το Χρήμα (εμβληματικό μυθιστόρημα για τα 80s) του Μάρτιν Έιμις που έφυγε από τη ζωή το 2023 και το πανταχού παρόν πνεύμα των αστυνομικών της Άγκαθα Κρίστι. 

Έχω τρία αυθαίρετα συμπεράσματα: α) δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ Φιλαράκια πριν ξεκινήσει την έρευνα για το βιβλίο, β) δεν είναι κι ο μεγαλύτερος φαν του Μάρτιν Έιμις, γ) αντίθετα, κάποια στιγμή της ζωής του έχει υπάρξει φανατικός της Άγκαθα Κρίστι. Τι από αυτά ισχύει και τι όχι;

«Λοιπόν: α) Κι όμως έχω παρακολουθήσει όλα τα επεισόδια από τα “Φιλαράκια” αρκετές φορές. Πρώτα πρώτα στα 90s όταν προβλήθηκαν για πρώτη φορά, ήμουν λίγο μετά τα 30 και νομίζω ότι όλοι βλέπαμε κάθε Παρασκευή βράδυ τη σειρά. Αργότερα, την ξαναείδα με τις κόρες μου όταν ήταν στην εφηβεία κι επέστρεψα τώρα άλλη μια φορά για τις ανάγκες του βιβλίου. Πίστεψέ με, το ξέρω πολύ καλά αυτό το sitcom. 

β) Μου αρέσουν τα βιβλία του Μάρτιν Έιμις, αν και δεν είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας από εκείνη τη γενιά. Θα έλεγα ότι προτιμώ τον Ιαν Μακ Γιούαν ή τον Καζούο Ισιγκούρο. Όμως, χρησιμοποίησα το “Χρήμα” γιατί έχει έναν πολύ ενδιαφέροντα υπότιτλο (“Ένα Σημείωμα Αυτοκτονίας”) που ταίριαξε γάντι στην πλοκή μου.

γ) Όσον αφορά την Άγκαθα Κρίστι, φυσικά κι έχω υπάρξει φαν. Την ανακάλυψα μικρός στην τοπική βιβλιοθήκη και θυμάμαι να διαβάζω αρχικά το “Διπλό Είδωλο στον Σπασμένο Καθρέφτη” και να το θεωρώ μια από τις ωραιότερες αναγνωστικές εμπειρίες της ως τότε ζωής μου. Ξέρετε, ο μεγαλύτερος φόβος μου κάθε φορά είναι ότι οι αναγνώστες δεν πρόκειται να τελειώσουν το βιβλίο μου. Αυτό, για μένα, είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί ως συγγραφέα. Πάντα ένιωθα ότι αν συμπεριλάβεις ένα στοιχείο “ποιος το έκανε;”, τότε προκαλείς την έλξη της αφηγηματικής περιέργειας που θα κάνει τον αναγνώστη να ξεπεράσει ακόμα και κάτι που δε θα του αρέσει. Γιατί θα θέλει να ξέρει τι θα συμβεί στο τέλος, ποιος είναι ο δολοφόνος. Αυτό λοιπόν που έμαθα από την Άγκαθα Κρίστι είναι πώς να κάνω έναν αναγνώστη να τελειώσει ένα βιβλίο». 

Μένουμε λίγο στα Φιλαράκια. Για περισσότερους από έναν πρωταγωνιστές του βιβλίου αποτελούν το comfort φάρμακο που ξεκουράζει το μυαλό τους στο τέλος μια ακόμα μέρας πνιγμένης στο άγχος. Το στοιχείο, δηλαδή, που ανανεώνει τη δημοφιλία του σίριαλ, το κάνει ακόμα περιζήτητο, προσδίδοντας του τον προσδιορισμό “comfort TV”. Για πολλούς και τα μυθιστορήματα του Κόου είναι ένα είδος comfort λογοτεχνίας, πάντα ευχάριστα γραμμένα όσο σοβαρά ή κρίσιμα κι αν είναι τα θέματα που διαπραγματεύονται…«Μερικοι συγγραφείς περιφρονούν την ιδέα της λογοτεχνίας ως ανακούφισης ή παρηγοριάς και πιστεύουν ότι η λογοτεχνία πρέπει μόνο να προκαλεί ή να αναμετράται. Κάτι που κι εγώ προσπαθώ να το κάνω. Αλλά δε νομίζω ότι υπάρχει κάποιος λόγος να κάνουμε πώς δεν υπάρχει αυτό το είδος επιδημίας άγχους που ταλαιπωρεί όλον τον κόσμο, όχι μόνο τους νέους. Κάθε πρωί ανοίγουμε τους υπολογιστές μας και ούτε ξέρουμε ποιο είναι το τελευταίο τρομερό πράγμα που συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ κοιμόμασταν. Όλοι, επίσης, παρακολουθούμε τις ειδήσεις από την Ουκρανία. Κι όλα αυτά φαίνονται κάπως έξω από τον έλεγχό μας, πηγαίνουν σε μια όλο και πιο επικίνδυνη κατεύθυνση. Είναι φυσικό οι άνθρωποι να αντιδρούν βυθίζοντας τον εαυτό τους στην τηλεόραση, στα βιβλία και στις ταινίες που απλώς τους κάνουν να αισθάνονται για λίγες ώρες λίγο καλύτερα για τον κόσμο. Δε νομίζω ότι υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Τα “Φιλαράκια”, ας πούμε, το έκαναν πολύ καλά και υπό αυτήν την έννοια υπήρξαν ένα πολύτιμο πολιτιστικό δημιούργημα. Εμένα ως συγγραφέα, βέβαια, δε μου αρκεί μόνο αυτό. Θέλω να πω και κάτι στον αναγνώστη, να τον αφήσω να το σκεφτεί. Να αισθανθεί μέχρι το τέλος (ή στο τέλος) του βιβλίου ότι η οπτική του για τον κόσμο μπορεί και να έχει αλλάξει λίγο».

Αν διαβάσει κανείς τις συνεντεύξεις του Κόου εδώ και χρόνια, θα τον δει να επαναλαμβάνει ότι είναι λιγότερο κυνικός σε σχέση με το παρελθόν, λιγότερο επικριτικός απέναντι στους ήρωές του, κάποιος που προσπαθεί να κατανοήσει αυτόν που στέκεται πολιτικά απέναντι ακόμα κι αν συνεχίζει να τον επικρίνει με το σαρδόνιο χιούμορ του. «Δεν ξέρω αν όντως μαλάκωσα. Νομίζω ότι έχω γίνει περισσότερο αμφίθυμος, διφορούμενος. Το τελευταίο μυθιστόρημα λειτουργεί έτσι ούτως ώστε οι αναγνώστες να δουν πολλές διαφορετικές φωνές κι απόψεις, αντί να τους επιβάλλει την οπτική του συγγραφέα. Νομίζω ότι γενικά τα μυθιστορήματά μου έχουν γίνει λίγο πιο ανοιχτά, ίσως λιγότερο σκληρά στο χιούμορ τους. Κι αυτό είναι συνάρτηση πολλών πραγμάτων. Μεγαλώνεις, κάνεις παιδιά, μεγαλώνεις παιδιά. Χμ, δεν ξέρω, μάλλον δε με ελκύει πια η κωμωδία που βασίζεται στην υπερβάλλουσα κακία. Μπορεί και να μαλακώνω όντως, ποιος ξέρει;».

Όμως τα πράγματα δεν πάνε ακριβώς καλά. Ο πλανήτης βρίσκεται σε αναβρασμό, η ακροδεξιά αντεπιτίθεται, οι προνομιούχοι συντηρούν τις ανισότητες και οι ανισότητες συντηρούν τους προνομιούχος. Η ανελέητη σάτιρα του Τι Ωραίο Πλιάτσικο!, με το οποίο ο Κόου έκανε το μεγάλο του χιτ το 1994 καυτηριάζοντας τη Μεγάλη Βρετανία της εποχής της Μάργκαρετ Θάτσερ παραμένει κάτι παραπάνω από επίκαιρη. Ίσως μάλιστα τα σημερινά αρπακτικά που λυμαίνονται το κράτος, ενώ κατα τα άλλα ορκίζονται στο όνομα της ελεύθερης αγοράς, είναι ακόμα πιο αδίστακτα. «Νομίζω ότι οι Συντηρητικοί είναι χειρότεροι στις μέρες μας. Το πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε ακόμα στην πολιτική τροχιά που έθεσαν η Θάτσερ και ο Ρίγκαν, μια τροχιά που η Αριστερά δεν μπόρεσε ποτέ πραγματικά να την αντιμετωπίσει. Έκτοτε, τουλάχιστον στη Μεγάλη Βρετανία, η Αριστερά ανέλαβε την εξουσία μόνο όταν συμπεριέλαβε περισσότερο θατσερισμό στην πρότασή της όπως έκαναν τότε ο Τόνι Μπλερ και τώρα ο Κιρ Στάρμερ. Αλλά, ξέρετε κάτι; Αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες κι αυτό που βλέπαμε να συμβαίνει στη Βρετανία, μέχρι πρόσφατα, με τα τελευταία 14 χρόνια του καθεστώτος των Τόρις, νομίζω ότι θα φαινόταν πολύ ακραίο ακόμα και στον Ρόναλντ Ρίγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ, αντίστοιχα». 

Joel Saget/AFP

Κεντρικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο Κρίστοφερ Σουάν, ένας τύπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο να παρακολουθεί την αργή αλλα διαβρωτική εισβολή της ακροδεξιάς σε αυτό που οριζόταν (τουλάχιστον κάποτε) ως πολιτικό κέντρο. Την καταγράφει στο blog του, παραγκωνισμένος ως περίπου φαντασιόπληκτος. Είναι με έναν τροπο alter ego του Τζόναθαν Κόου που κι αυτός το ίδιο υπαινίσσεται, αν όχι δηλώνει ξεκάθαρα, σχεδόν σε όλη την εργογραφία του; «Υποθέτω ότι κι εγώ μελετώ την εξέλιξη αυτής της συντηρητικής σκέψης. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι συντηρητικών, όχι πάντως φανατικών, που διαβάζαμε τις δεξιές εφημερίδες, Daily Mail και Daily Telegraph. Μεγαλώνοντας λοιπόν σε αυτήν την ατμόσφαιρα, δεν μπορώ ούτε καν να διανοηθώ ότι οι συντηρητικοί είναι κακοί άνθρωποι. Αφού τέτοιοι ήταν οι γονείς μου και τους γονείς μου τους αγαπούσα. Έτσι, από πολύ νωρίς, προσπαθούσα να δω ότι καλό υπάρχει και σε αυτή τη φιλοσοφία αν και, πνευματικά όσο και πολιτικά, έχω βαθιές διαφωνίες. Πάντα υπάρχει μέσα μου αυτός ο διάλογος με τις συντηρητικές ιδέες, με κρατάει ανήσυχο και σε εγρήγορση. “Η απόδειξη της αθωότητάς μου”, λοιπόν, είναι επίσης κι ένας διάλογος με τους γονείς μου, ιδιαίτερα με τον πατέρα μου. Είναι τελικά ένα ακόμα προσωπικό βιβλίο,». 

Δεν είναι το μόνο μοτίβο που συναντά κανείς στα βιβλία του Κόου, φυσικά και στο τελευταίο, που φαίνεται τόσο οικείο. Στο συνέδριο του ακροδεξιού think tank που παρακολουθεί ο Κρίστοφερ, ένας σημαντικός αριθμός παριστάμενων προέρχεται από την αριστερά. «Άνθρωποι που είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους στο περιοδικό Living Marxism τη δεκαετία του 1980 και από τότε είχαν ασπαστεί τον λιμπερταριανισμό και τις οικονομίες της ελεύθερης αγοράς», διαβάζουμε σε μια χαρακτηριστική περιγραφή. Άρα δεν είμαστε μόνο στην Ελλάδα αιχμάλωτοι του αριστερού παρελθόντος δημοσιολόγων που πέρασαν στην απέναντι πλευρά και (νομίζουν ότι) τιμωρούν τη νιότη τους; «Είναι ένα κλισέ που πάντα συναρπάζει ότι οι άνθρωποι είναι αριστεροί στα νιάτα τους και γίνονται όλο και πιο συντηρητικοί μεγαλώνοντας. Σκέφτομαι ότι όντως υπήρχαν ένα σωρό σχολιαστές και δημοσιογράφοι στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 που τους διάβαζα και τους άκουγα χωρίς να είναι σε καμία περίπτωση ριζοσπαστικοί, άνηκαν μάλλον στην κεντροαριστερά ή ακόμα και στην κεντροδεξιά. Με τις απόψεις τους, λοιπόν, υπήρχε ένα σύνολο κοινών πεποιθήσεων, πάνω στις οποίες μπορούσες να χτίσεις ένα είδος κοινού εδάφους. Κι όμως στην πορεία όλων αυτών των χρόνων, είναι τόσοι πολλοί από αυτούς που έχουν μετακινηθεί σε ότι είναι πιο ακραίο προς τα δεξιά. Είναι περίεργο αυτό το είδος ριζοσπαστικοποίησης. Και, να ξέρετε, ένας από τους σκοπούς αυτού του βιβλίου ήταν να το καταγράψω και να το τεκμηριώσω».

Υπάρχει ένα απολαυστικό σημείο στο βιβλίο. Το συνέδριο εξελίσσεται και φτάνει σε μια ομιλία που καταπιάνεται με τη woke κουλτούρα. Η διάσημη δημοσιογράφος που είναι στο πόντιουμ, σκιαγραφώντας τον «ιό του woke μυαλού», ξεφεύγει -δε θέλει και πολύ- χαρακτηρίζοντας λίγο πολύ ως woke τα πάντα: από τα αβοκάντο και το τσάι λάτε ως τον Κάρολο, Μέγκαν Μαρκλ και την Τζούντι Ντεντς. Πριν λίγες εβδομάδες, ο Κόου διάβασε το απόσπασμα σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ. Το κοινό γελούσε ασταμάτητα, το ίδιο κι εκείνος. Μόνο που κάποιος σήκωσε το χέρι του και είπε εντελώς στα σοβαρά «εγώ συμφωνώ, όλα αυτά είναι woke». Το συμπέρασμα που βγάζει ο Κόου στρέφει τα βέλη της κριτικής προς τα αριστερά…

«Η woke κουλτούρα μπορεί να γίνεται προβληματική όταν ξεφεύγει ο τόνος. Θέλω να σταθώ σε αυτό: στο ότι δε μιλάμε όσο πρέπει για τον τόνο του πολιτικού λόγου. Κατά την άποψή μου, όλα τα ζητήματα θα έπρεπε να είναι προς συζήτηση, ακόμα και προς αντιπαράθεση. Νομίζω, επίσης, ότι ένα μεγάλο πρόβλημα της αριστεράς, εδώ και χρόνια, είναι ότι συμμετέχει στη δημόσια συζήτηση με έναν τόνο λογοκρισίας, επικριτικότητας και ηθικής ανωτερότητας. Αυτό που δε γίνεται ευρέως κατανοητό στην αριστερά είναι ότι η δεξιά διαφωνεί μαζί τους για πολλά πράγματα, ακριβώς επειδή είναι λογικό να έχουμε διαφωνίες. Γιατί ξεκινάμε από διαφορετικές αφετηρίες και στην πορεία διαπραγματευόμαστε τη συνύπαρξή μας. Σε αυτό το πλαίσιο, η αριστερά συχνά μοιάζει σαν να ασκεί ηθική κριτική προκειμένου να επιβεβαιώσει το ηθικό πλεονέκτημά της. Κι αυτό, νομίζω, ότι εξοργίζει στ’ αλήθεια τους πολίτες. Και είναι ένας από τους λόγους που λαϊκιστές όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ και φυσικά ο Ντόναλντ Τραμπ είναι τόσο επιτυχημένοι. Γιατί λένε στον κόσμο “δεν σε κρίνω, δεν σε κοιτάζω από ψηλά” – κλασικό λαϊκιστικό κόλπο αλλά ακόμα αποτελεσματικό. Ξέρεις γιατί πιάνει; Επειδή η αριστερά όντως κοιτάζει συχνά από ψηλά κι ακόμα συχνότερα γίνεται επικριτική. Πρέπει να βρούμε ξανά έναν τρόπο να μιλήσουμε για τις αξίες μας, χωρίς να ακούγεται σαν να κάνουμε ένα συνεχές κήρυγμα. Βέβαια, θα συμφωνήσω με κάποιον που θα μου πει ότι μερικές φορές η επίκληση της woke κουλτούρας είναι απλά ένα πασπαρτού, κενό νοήματος, που καλύπτει τα πάντα. Και χρησιμοποιείται όντως από την ακροδεξιά για να συσπειρώσει το κοινό της». 

Μετά από 14 χρόνια κυβερνήσεων των Συντηρητικών, περίπου στη μέση των οποίων συνέβη το Brexit, που κατέληξαν με κωμικοτραγικό τρόπο, οι Εργατικοί είναι και πάλι στην εξουσία με τον Κιρ Στάρμερ. «Κοίτα, είμαι πολύ ανακουφισμένος που έχουμε ξανά έναν κεντροαριστερό πρωθυπουργό, ιδιαίτερα σε αυτή την στιγμή της ιστορίας. Σκεφτείτε τον Τραμπ να κάνει αυτά που κάνει, κι εμείς να είχαμε πρωθυπουργό την Λιζ Τρας ή την Κέμι Μπάντενοχ. Από την άλλη, βρίσκω πολλές από τις αποφάσεις του Στάρμερ, αντιφατικές ή ακόμα κι απογοητευτικές. Δεν ξέρω π.χ. γιατί μειώνει τόσο πολύ την πρόνοια. Δεν ξέρω γιατί δεν φορολογεί πιο επιθετικά τους πλούσιους. Βασικά, δηλαδή, πράγματα που θα περίμενες από έναν αριστερό πολιτικό. Κι όμως ο Στάρμερ δεν είναι στην πραγματικότητα όσο τολμηρός θα του επέτρεπε η λαϊκή υποστήριξη που έλαβε. Είναι ένας αξιοπρεπής τύπος και ικανός διαχειριστής – μην υποτιμάμε το τελευταίο γιατί μας έλειψε πολύ ένας τέτοιος στην εξουσία τα τελευταία δέκα χρόνια στη Βρετανία».

Josefina Melo

Το τρίτο μέρος του βιβλίου ακολουθεί την τεχνική του autofiction, σκεφτείτε τον Εντουάρ Λουί ή τον Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ ως τους πλέον προβεβλημένους εκπροσώπους της αυτομυθοπλασίας, στην οποία διηγείσαι με μυθιστορηματικό τρόπο τη ζωή σου. Κι ο Κόου έχει κάπου εκεί φυτέψει μερικούς σπόρους αγάπης για τη μαγεία της μυθοπλασίας, προς υπεράσπιση του fiction σκέτο. «Το βιβλίο άλλαξε στην πορεία. Ενσωματώνοντας τα στοιχεία του παστίς, η ιστορία άρχισε να γίνεται λίγο πιο περίπλοκη. Ξαναέγραψα το πρώτο μισό και τότε μου έγινε ξεκάθαρο ότι το τελευταίο μέρος θα ήθελα να το αφηγηθούν σε εναλλασσόμενες ενότητες οι δύο νεαρές πρωταγωνίστριες. Χωρίς μάλιστα να το έχω σκοπό, εξελίχθηκε και σε ένα είδος συζήτησης μεταξύ τους για τους διαφορετικούς τρόπους αφήγησης π.χ. πώς μεταφέρεις την αλήθεια στη σελίδα. 

Ξέρετε, δε νομίζω ότι στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα γνωστό, αλλά πριν από είκοσι χρόνια, δημοσίευσα μια μεγάλη βιογραφία ενός άλλου συγγραφέα που ονομάζεται B.S. Johnson. Ο B.S. Johnson πίστευε ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια, δεν πρέπει να εφευρίσκουμε τίποτα. Δεν πρέπει να εφευρίσκουμε χαρακτήρες, ούτε ιστορίες, γιατί αυτό είναι κάτι λάθος κι ανήθικο. Αισθάνομαι λοιπόν ότι υπάρχει μια αντήχηση αυτού του δόγματος στη σημερινή αυτομυθοπλασία. 

Αυτό που υπονοείται σιωπηλά και με κάνει να είμαι σχετικά επιφυλακτικός απέναντι στο autofiction, είναι η ιδέα πώς αποτελεί μια πιο αυθεντική και ειλικρινή μέθοδο αφήγησης σε σχέση με το παραδοσιακό fiction. Την απορρίπτω αυτήν την ιδέα γιατί υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να πούμε την αλήθεια. Ένας από αυτούς είναι το να γράφεις εντελώς επινοημένες ιστορίες. Και είναι μάλιστα ο πιο απλός κι ευθύς τρόπος γιατί ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να σκέφτεται όλη την ώρα τι είναι αληθινό και τι όχι. Αφού όλα είναι ψεύτικα κι επινοημένα. Μου αρέσει η έλλειψη ασάφειας σε αυτήν την κατάσταση».

 

 

 

Info:

«Η απόδειξη της αθωότητάς μου» και τα υπόλοιπα βιβλία του Τζόναθαν Κόου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.  Ο συγγραφέας θα επισκεφτεί την Αθήνα στις 29/4 για συνομιλήσει με ανθρώπους από το χώρο του βιβλίου και να συναντήσει τους αναγνώστες του στην αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος» του Μεγάρου Μουσικής. 

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα