“Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΚΩΤΙΟΥ” ΗΤΑΝ ΤΕΛΙΚΑ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ
Το "κτήνος" που έτρωγε ωμά συκώτια και πνευμόνια για να έχει "καλύτερη υγεία", τελικά έλεγε ψέματα στους φανς του στο YouTube.
Στην εποχή των vloggers, των influencers και των δημιουργών περιεχομένου, μπορεί να φαίνεται δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν κόσμο χωρίς το YouTube αλλά όταν ανέβηκε το πρώτο βίντεο τον Απρίλιο του 2005 (που έδειχνε έναν άντρα να επισκέπτεται έναν ζωολογικό κήπο) δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρο αν θα υπήρχαν άνθρωποι θα ήθελαν να παρακολουθήσουν κάτι τέτοιο ή πώς το YouTube θα μπορούσε να βγάλει χρήματα.
Σήμερα, ο καθένας μπορεί να βγάλει χρήματα στο ίντερνετ χτίζοντας ένα brand γύρω από το να είναι ο εαυτός του -ή και όχι και τόσο ο εαυτός του, όπως ανακάλυψε πρόσφατα ο “Liver King”, ένας δημιουργός περιεχομένου γύρω απ’ το fitness. Ο “Βασιλιάς του Συκωτιού” είναι η περσόνα που έχει χτίσει στα social media ο Μπράιαν Τζόνσον, ένας φουσκωτός και πολύ συχνά χωρίς πουκάμισο σταρ του TikTok που προωθεί τη “ζωή των προγόνων μας” ως κάτι που έχει υιοθετήσει ο ίδιος ώστε να είναι “δυνατός, υγιής και χαρούμενος (χωρίς αυτοάνοσα, χωρίς εκζέματα, χωρίς αλλεργίες και χωρίς κόπωση”.
Για τον Τζόνσον, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τρώει πιάτα με όρχεις ταύρου, ωμά συκώτια ζώων και μυαλά αγελάδων.
Πουλάει τον τρόπο ζωής του με τη μορφή συμπληρωμάτων διατροφής, εξατομικευμένων διατροφικών συμβουλών, καθώς και ασκήσεων γυμναστικής. Ταυτόχρονα, προωθεί και διάφορες υπηρεσίες και προϊόντα στους 1,7 εκατομμύρια ακολούθους του στο Instagram και στους 3,8 εκατομμύρια ακολούθους του στο TikTok.
Αυτό έκανε, τουλάχιστον μέχρι τη μέρα που διέρρευσαν μία σεριά από email που αποκάλυψαν ότι η εξωτερική του εμφάνιση δεν οφειλόταν τόσο στα προϊόντα του όσο στα στεροειδή που αγόραζε κάθε μήνα για 12.000 δολάρια, κάτι που έκρυβε από τους φανς του. Έτσι, τώρα ο “Liver King” (τι όνομα κι αυτό), έρχεται αντιμέτωπος με μία αγωγή 25 εκατομμυρίων δολαρίων από τους φανς του, οι οποίοι θεωρούν ότι εξαπατήθηκαν προκειμένου να αγοράσουν τα διατροφικά του συμπληρώματά.
Πώς ξεκίνησε
Από τις πρώτες μέρες του ίντερνετ, οι χρήστες πάντα αναζητούσαν δημιουργικούς (και μερικές φορές σκανδαλώδεις) τρόπους για να βγάλουν λεφτά. Πίσω στις πρώτες μέρες, κάποιοι προσπάθησαν να καβαλήσουν το κύμα του ηλεκτρονικού εμπορίου, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να χρησιμοποιούν ιστοσελίδες δημοπρασιών για να πουλήσουν το “πώς να ονομάσουν το αγέννητο παιδί τους” ή ακόμη και την παρθενιά τους.
Το ξεμπρώστιασμα του Liver King μπορεί να ήταν κάτι το συγκλονιστικό για τους θαυμαστές του, αλλά τα σκάνδαλα που έχουν να κάνουν με influencers δεν είναι κάτι καινούργιο. Και ένα από τα μεγαλύτερα, το διαβόητο Fyre Festival του 2017, που κατέρρευσε αφού οι διοργανωτές ξόδεψαν τεράστια χρηματικά ποσά σε Instagram influencers και κρυφές διαφημίσεις, σηματοδότησε μια στροφή στην εποχή των mega-influencers.
Είτε ήταν διάσημα άτομα από τον “πραγματικό” κόσμο -όπως αστέρες του αθλητισμού και της μουσικής– είτε γηγενείς διασημότητες του διαδικτύου όπως οι YouTubers, αυτή ήταν μια εποχή που το μάρκετινγκ μέσω των influencers έγινε μια επιθυμητή στρατηγική πωλήσεων στο internet. Οποιοσδήποτε έχει ακόλουθους, τηλέφωνο και λογαριασμό στο YouTube θα μπορούσε να αρχίσει να κερδίζει (πολλά) χρήματα από συμφωνίες με διάφορα brands.
Ο διαδικτυακός entrepreneur
Σήμερα οι mega-influencers δεν είναι πλέον οι μόνοι που έχουν μερίδιο σε μια συνεχώς αναπτυσσόμενη βιομηχανία. Αντίθετα, οι επιλογές δημιουργίας εσόδων στα social media έχουν εκτιναχθεί, πράγμα που σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι πλέον ζουν απ’ το ίντερνετ. Όπως αποτυπώθηκε και σε πρόσφατη μελέτη για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι συνδρομές, οι δωρεές από live streams και η πώληση εμπορευμάτων ή ψηφιακού περιεχομένου στο διαδίκτυο είναι πλέον μία τεράστια βιομηχανία.
Ακόμη και η ορολογία έχει αλλάξει: από τους “influencers” που είναι γεμάτοι από διαφημίσεις έχουμε περάσει στους “δημιουργούς περιεχομένου”, εκείνους τους καθημερινούς επιχειρηματίες του διαδικτύου που δημιουργούν έσοδα από την ταυτότητά τους στα social media.
Ακριβώς όπως ο Liver King, ο οποίος έχει φανς και συνδρομητές στο Instagram, το TikTok, το YouTube και το Facebook, οι δημιουργοί είναι πολύ συχνά ενεργοί σε πολλές πλατφόρμες ταυτόχρονα. Συνδυάζουν όποιες επιλογές μπορούν για να μεγιστοποιήσουν τη δραστηριότητά τους, ανάλογα με τους αλγόριθμους της πλατφόρμας καθώς και τις τάσεις των καταναλωτών.
Μέσω του περιεχομένου τους, οι δημιουργοί εδραιώνουν την εμπιστοσύνη, την αξιοπιστία και την αυθεντική σχέση με το κοινό τους. Αυτή η μονόπλευρη σχέση που έχει ένας χρήστης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με μια περσόνα μέσων ενημέρωσης είναι γνωστή ως “παρακοινωνική σχέση”. Εδώ οι χρήστες σχηματίζουν σχέσεις με δημόσια πρόσωπα που αισθάνονται (και είναι) πολύ αληθινά. Η έρευνα δείχνει ότι αυτού του είδους οι συνδέσεις μπορούν να επηρεάσουν τις πεποιθήσεις, τις στάσεις και την αγοραστική συμπεριφορά ενός ατόμου, καθώς και τα επίπεδα εμπιστοσύνης σε διάφορες ομάδες.
Και όταν οι δημιουργοί κρύβουν τα εμπορικά τους κίνητρα ή κρύβουν άβολες αλήθειες (όπως έκανε ο “Βασιλιάς του Συκωτιού”), λένε ψέματα και παραπλανούν το κοινό τους. Από νομική άποψη, αυτό εγείρει πολλά ερωτήματα.
Περισσότερη διαφάνεια
Το επώνυμο περιεχόμενο, οι συνεργασίες επί πληρωμή και η δημιουργία περιεχομένου μπορούν να ανοίξουν νέους κόσμους στους διαδικτυακούς επιχειρηματίες, αλλά είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η εμπορική δραστηριότητα πρέπει να συνοδεύεται και από ορισμένες νομικές υποχρεώσεις -αν και επί του παρόντος οι κανόνες διαφέρουν από χώρα σε χώρα.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, ένας influencer πρέπει να αποκαλύψει αν έχει λάβει πότε οποιαδήποτε μορφή χρηματικής πληρωμής, δάνειο ενός προϊόντος ή υπηρεσίας ή αν του έχει χαριστεί το προϊόν για το οποίο δημοσιεύει στα socila media του.
Πολλές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και των ΗΠΑ, ήδη ψάχνουν πώς να ρυθμίσουν περαιτέρω τους κανόνες μέσα στους οποίους πρέπει να κινούνται οι influencers. Και παρότι αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ νωρίτερα, ωστόσο, έστω και τώρα, υπάρχει επιτέλους η πρόθεση ώστε να αρχίσει να ξεχωρίζει με τον πλέον ευδιάκριτο τρόπο ποιο περιεχόμενο είναι “κανονικό” και ποιο διαφημιστικό.