Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΙΣΜΠΙΚΗΣ ΟΛΟ ΚΑΤΙ ΨΑΧΝΕΙ
Πρώτα τον κυριεύει μία υπαρξιακή αγωνία και μετά καταλήγει στο έργο που θα τον βοηθήσει να τη διαχειριστεί. Γιατί μόνο αν καίγεται με αυτό που κάνει, μπορεί να προσπεράσει τις ταμπέλες που, θέλει δεν θέλει, θα του φορέσουν οι άλλοι.
Πρόβες για παραστάσεις! Γυρίσματα για ταινίες! Ατελιέ για εικαστικά! Σκηνές για να ανεβάζουν τις παραστάσεις! Στούντιο για να μοντάρουν τις ταινίες! Θεόρατοι τοίχοι για να εκθέτουν τα έργα τέχνης! Ακόμη και ένα μποστάνι μπορούν να φυτέψουν για να το ποτίζουν αφού θα έχουν τελειώσει τις πρόβες, τα γυρίσματα, τη ζωγραφική! Ακόμη και ένα μπαρ μπορούν να στήσουν για να πίνουν ένα ποτό αφού θα έχουν ποτίσει το μποστάνι, αφού θα έχουν τελειώσει τις πρόβες, τα γυρίσματα, τη ζωγραφική! Αφού θα έχουν κατέβει από τις σκηνές! Αφού θα έχουν τελειώσει το μοντάζ! Αφού θα έχουν δείξει τα έργα τους! Ούτε ο ίδιος ο Βασίλης Μπισμπίκης δεν ξέρει ακόμη τι θα πρωτοκάνουν εδώ μέσα! Τα τετραγωνικά σε αυτό το παλιό εργοστάσιο που στεγάζεται το νέο Cartel είναι χιλιάδες! Οι δυνατότητες είναι ανεξάντλητες! Η ζωή είναι ωραία!
Μόνο όταν θυμάται πώς ήταν η ζωή και ο ίδιος εξαιτίας της, πριν από ένα χρόνο, χαλιναγωγεί τον πηγαίο ενθουσιασμό του για το πώς νιώθει σήμερα, ένα χρόνο μετά την επιβολή του πρώτου lockdown και ενώ έχει ήδη ξεκινήσει η άρση των μέτρων περιορισμού του τρέχοντος, που μπορεί να είναι το τρίτο, μπορεί να είναι το τέταρτο, σίγουρα όμως είναι το λιγότερο υποφερτό, ίσως γιατί κανείς δεν πιστεύει ότι θα είναι το τελευταίο.
«Στις αρχές της πρώτης καραντίνας ήμουν φρικαρισμένος», λέει. «Για τα “Κόκκινα Φανάρια” είχαμε φτιάξει στο Cartel ένα κανονικό μπαρ σε στυλ δεκαετίας ’90, με κιτς φωτισμούς και τέτοια, ένα λούμπεν κωλόμπαρο. Με το που κλείσαμε, τα ‘χασα, μου ήρθε πολύ απότομα. Εκείνη την εποχή έτρεχα με χίλια, μου φάνηκε πολύ βίαιο το σταμάτημα. Οπότε πήγαινα μόνος μου στο μπαρ, καμιά φορά έρχονταν ένας-δύο φίλοι, πίναμε και ζούσαμε την κατάθλιψη μας».
Ήταν εκείνες οι πρώτες, περίεργες, σχεδόν εξωτικές μέρες του εγκλεισμού που όλοι ζυμώναν ψωμί στις κουζίνες τους και αγόραζαν τα κλασικά βιβλία που δεν είχαν μέχρι τότε αποτολμήσει να διαβάσουν και, ανομολόγητα ή μη, χαίρονταν που θα είχαν την ευκαιρία να περάσουν λίγο περισσότερο χρόνο στο σπίτι, με τον εαυτό τους, με τον/η σύντροφο τους, με τα παιδιά τους, δουλεύοντας με πυτζάμες, γλιτώνοντας τα πηγαινέλα στο γραφείο, τους βαρετούς συναδέλφους, τους απότομους προϊστάμενους, τους αντιπαθητικούς γνωστούς που χαιρετούσαν στα μπαρ μετά τη δουλειά γιατί δεν μπορούσαν να τους αποφύγουν. Ήταν εκείνες οι πρώτες, περίεργες, σχεδόν εξωτικές μέρες της προηγούμενης άνοιξης που κανείς δεν μπορούσε, ούτε ήθελε να πιστέψει ότι ένα χρόνο μετά θα ήμασταν εδώ που είμαστε, ότι ένα χρόνο μετά θα νιώθαμε όπως νιώθουμε. Όταν αρχίσαμε να το υποψιαζόμαστε, ο Βασίλης Μπισμπίκης το είχε ήδη χωνέψει για τα καλά.
«Τους έβλεπα όλους γύρω μου ψιλοχαρούμενους επειδή θα ξεκουράζονταν και μου την έδινε ακόμη περισσότερο», λέει. «Τους έβλεπα να μαγειρεύουν, να λένε ότι θα ψάξουν τον εαυτό τους, ενδοσκόπηση και τα ρέστα, και αναρωτιόμουν εντελώς φρικαρισμένος τι στο διάολο κάνω λάθος, γιατί είναι οι άλλοι έτσι κι όχι εγώ. Μετά γύρισε τούμπα όλο αυτό. Κάποια στιγμή το έστρωσα στο μυαλό μου, προχώρησα, ένιωθα εντάξει, κι έβλεπα όλους αυτούς που στην αρχή μαγείρευαν ευτυχισμένοι, να έχουν πέσει στην κατάθλιψη. Γιατί αυτή η υπόθεση αποδείχτηκε ότι δεν θα τελείωνε. Δεν ήταν για πέντε-δέκα μέρες, ίσα ίσα για να ξεκουραστούμε από τις δουλειές μας. Ήταν σταμάτημα για τα καλά».
Η πανδημια της τρυπιας καρδιας
Σε ό,τι έχει να κάνει με τον Βασίλη Μπισμπίκη, σταμάτησε η πορεία στα σινεμά της τελευταίας μαύρης κωμωδίας του Γιάννη Οικονομίδη με τον ίδιο στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς πρόλαβε να προβληθεί μόλις για μία μέρα την περσινή άνοιξη, πριν επιβληθεί το πρώτο lockdown, για να ακολουθήσουν μερικές ακόμη προβολές το καλοκαίρι σε θερινά.
Σταμάτησαν οι πρόβες για τα Κόκκινα Φανάρια, στην queer εκδοχή που τα είχε οραματιστεί, η οποία εκδοχή είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αντικείμενο έντονων συζητήσεων πολύ πριν οριστεί η ημερομηνία της πρεμιέρας, και συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο έντονων συζητήσεων χωρίς καν να γνωρίζει κανείς πότε θα οριστεί η ημερομηνία της πρεμιέρας.
Σταμάτησε και το Άνθρωποι και Ποντίκια, το πιο πολυσυζητημένο (μαζί με το Στέλλα Κοιμήσου του Οικονομίδη) και με δεκάδες χιλιάδες κομμένα εισιτήρια θεατρικό της τελευταίας πενταετίας.
Αυτό που δεν σταμάτησε ήταν τα γυρίσματα για τις Άγριες Μέλισσες όπου υποδύεται τον Βόσκαρη και ίσως το ότι ένα κομμάτι της δουλειάς του συνεχίστηκε κανονικά, και μάλιστα με αμείωτη επιτυχία, να συνέβαλε στο να διανύσει μια ώρα αρχύτερα την απόσταση που χωρίζει την άρνηση από την αποδοχή, να περάσει πιο γρήγορα από το πρώτο στάδιο του πένθους για τη χαμένη κανονικότητα στο δεύτερο, από εκεί στο τρίτο, μετά στο τέταρτο και να φτάσει στο πέμπτο αποφασισμένος για μια νέα αρχή, να μετατρέψει σε ταινία την παράσταση που είδαν πολλοί περισσότεροι απ’ όσους είδαν τις περισσότερες παραστάσεις των τελευταίων ετών στις αθηναϊκές σκηνές, ταυτόχρονα όμως πολύ λιγότεροι απ’ όσους θα ήθελαν να τη δουν. «Η ιδέα για να γίνει ταινία το “Άνθρωποι και Ποντίκια” υπήρχε από πέρυσι, είχαμε πει να το φιλμάρουμε με κάποιο τρόπο. Πήρα την απόφαση τον περασμένο Οκτώβριο που έκλεισαν πάλι τα θέατρα, οπότε δεν μπορούσαμε να ανεβάσουμε τα “Κόκκινα Φανάρια”. Βρήκα τον Δημήτρη Κατσαΐτη, τον διευθυντή φωτογραφίας του Οικονομίδη, ο οποίος ήξερε καλά την παράσταση και ξεκινήσαμε».
Δεν θα είναι απλώς μια φιλμαρισμένη εκδοχή της παράστασης. Θα είναι μια κανονική ταινία, χωρίς όμως πολλά εξωτερικά γυρίσματα. «Θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει και έτσι, να πάμε δηλαδή σε σπίτια ηρώων, αλλά θέλαμε να είναι πιο κλειστοφοβική. Φωτίσαμε λοιπόν λίγο πιο κινηματογραφικά το χώρο που έχουμε μεταφερθεί πια», λέει και κοιτάζει γύρω του, στο πολύ μικρό κομμάτι αυτού του πολύ μεγάλου βιομηχανικού χώρου στο Ρέντη που παραχωρήθηκε από τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση για να στεγαστεί πια το νέο Cartel, «αλλάξαμε λίγο τη δραματουργία και τη σκηνοθεσία και το φέραμε πιο κοντά στην κινηματογραφική φόρμα. Η οποία όμως έτσι κι αλλιώς υπήρχε μέσα στην παράσταση. Οι ηθοποιοί έπαιζαν ρεαλιστικά και όχι “θεατρικά”, ήμασταν πολύ κοντά στον υποκριτικό κώδικα του κινηματογράφου. Από μόνη της η παράσταση βοήθησε ώστε να κινηματογραφηθεί. Φυσικά είναι διαφορετικό να παίζεις ένα ρόλο για 100 άτομα που σε παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο από το να παίζεις τον ίδιο ρόλο μπροστά από μία κάμερα. Άλλαξε το πράγμα κινησιολογικά και σε κάποιο βαθμό ερμηνευτικά. Έχεις μια κάμερα που κάνει κοντινό στη μούρη σου, δεν πρέπει να “εμβολίσεις” τον θεατή που σε παρακολουθεί από απόσταση 30-40 μέτρων και θέλει μια μεγέθυνση του όλου πράγματος. Στην προκειμένη, απαιτείται κρύψιμο από την κάμερα. Πάντως η ανάγκη ήταν αυτή που μας έκανε να γυρίσουμε την ταινία τώρα. Θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι. Θέατρο δεν υπήρχε. Ούτε ξέρουμε πότε θα υπάρξει πάλι, τουλάχιστον όσον αφορά τα κλειστά θέατρα. Δεν ήθελα να περιμένω για παράδειγμα μέχρι τον Οκτώβρη του ’21 για να ξαναπαίξω τα “Ποντίκια”. Χέστηκα! Το παίξαμε αυτό δυο-τρία χρόνια, έληξε, θέλαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Οπότε “τυπώσαμε” αυτή τη δουλειά, θα τη βγάλουμε σε streaming για όποιον θέλει να τη δει, θα υπάρχει εκεί έξω και θα πάμε στην επόμενη παραγωγή που θα είναι τα “Κόκκινα Φανάρια”. Θα μπούμε στη διαδικασία προβών και δημιουργίας. Αν έχουν ανοίξει τα θέατρα όταν τελειώσουμε, θα την παίξουμε θεατρικά. Αν δεν έχουν ανοίξει, θα την “τυπώσουμε” κι αυτή και θα πάμε παρακάτω».
Οι παραστάσεις άλλωστε δεν θα εξαφανιστούν. Κάποια στιγμή, όσο αργά ή γρήγορα και να έρθει, τα θέατρα θα ανοίξουν ξανά. Και τότε ο Βασίλης Μπισμπίκης, ο Παναγιώτης Σούλης και η Φαίη Τζήμα που «κάποτε αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν κοινωνικοπολιτικά απέναντι σε όλη αυτή την συγκεχυμένη πραγματικότητα που ζούμε προσδοκώντας στη δημιουργία ενός πυρήνα με κοινό καλλιτεχνικό κώδικα την Ομάδα CARTEL» όπως αναφέρουν στην ιδρυτική διακήρυξη του πολυχώρου, θα μπορούν να ανεβάσουν δύο ή τρεις ή περισσσότερες παραστάσεις, δύο μέρες τα “Ποντίκια”, δύο μέρες τα “Φανάρια”, δύο μέρες το “Έγκλημα και Τιμωρία” που είναι ο επόμενος τους στόχος, και κάπως έτσι θα μπορούν να κάνουν αυτό που τους αρέσει να βλέπουν ότι γίνεται στο Βερολίνο, για παράδειγμα, όπου μέσα σε ένα θέατρο ανεβαίνουν κάθε εβδομάδα πολλές διαφορετικές παραστάσεις με τους ίδιους ηθοποιούς.
Κακήν κακώς με είχαν διώξει από το σχολείο στην Γ’ Γυμνασίου, μόνο πολιτικά διάβαζα, Μπακούνιν και τέτοια, έλεγα ότι το σχολείο προσπαθεί να ελέγξει τη σκέψη μου, ξέρεις πώς πάει, καταλήψεις το ’91 και τα ρέστα.
Έτσι ναι, θα ξαναβρεί το ενδιαφέρον του σε ένα θεατρικό στο οποίο έχει παίξει εκατοντάδες φορές, δεν θα χρειάζεται να προσπαθεί για να μην αφήσει να βγει προς τα έξω κάτι λιγότερο από αυτό που θέλουν οι θεατές από εκείνον, οι θεατές που θέλουν να τον βλέπουν να παίζει σαν να είναι η πρώτη, ίσως και η τελευταία φορά, οι θεατές που δεν θέλουν καν να φανταστούν ότι ακόμη κι αν παίζει σαν να είναι η πρώτη, ίσως και η τελευταία φορά, το ενδιαφέρον του ίδιου για τον ρόλο που υποδύεται φθίνει. «Προσωπικά βαριέμαι» λέει. Τι; Θα ντραπεί να το πει; «Δεν το είχα κάνει ποτέ ξανά στο παρελθόν να παίζω στην ίδια παράσταση τόσο καιρό. Εντάξει, είναι μια ιδιαίτερη συνθήκη, είναι ο δικός μας χώρος, είναι η συγκεκριμένη ομάδα και αυτό κάνει με ένα τρόπο λίγο πιο εύκολη την επανάληψη. Γιατί κατά τα άλλα, το να παίζεις ένα έργο πολλά χρόνια δεν είναι και τόσο δημιουργικό. Κάπως καίγεσαι. Βαριέσαι ρε παιδί μου, θες κάτι καινούριο. Έδωσες ό,τι ήταν να δώσεις. Θες να πεις στον κόσμο κάτι μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και το λες. Ε, δεν μπορεί να θες να λες το ίδιο πράγμα για τρία χρόνια. Θες να πεις και κάτι άλλο. Σκέψου ότι από πέρυσι που στήσαμε τα “Κόκκινα Φανάρια” έχουν αλλάξει τόσα πράγματα, δεν μπορώ να τα ανεβάσω πια έτσι όπως ήταν να τα ανεβάσω. Πρέπει να διαβάσουμε ξανά το έργο. Είναι άλλα τα δεδομένα, κοινωνικά και όχι μόνο. Προφανώς τότε δεν υπήρχε το θέμα του κορονοϊού. Θέλαμε να μιλήσουμε για τις τρανς. Τώρα, ποιος ξέρει, μπορεί να μην αφορά κανέναν το θέμα. Τότε θέλαμε να καταπιαστούμε με το θέμα των δικαιωμάτων των τρανς που ήταν καυτό. Τώρα μπορεί με όχημα το ίδιο έργο και τις τρανς, να θέλουμε να μιλήσουμε και για άλλα πράγματα».
Μπορεί να θέλεις να πας παρακάτω όχι γιατί δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις, αλλά γιατί αν είσαι ζωντανός ξέρεις ότι όλο αυτό, το να ζεις, έχει νόημα μόνο αν πηγαίνεις προς μία κατεύθυνση: προς τα μπροστά. Ό,τι γίνεται πριν από το κάθε επόμενο βήμα, αμέσως μετά θα έχει ήδη γίνει. «Η επιλογή του κάθε έργου έχει να κάνει με ένα θέμα που με αφορά την εκάστοτε στιγμή, με κάτι για το οποίο θέλω να μιλήσω, μπορεί να μην είναι πολιτικό το θέμα, μπορεί να είναι και κάτι για την οικογένεια», λέει ο Μπισμπίκης. «Πρώτα έχω το θέμα για το οποίο θέλω να μιλήσω και μετά βρίσκω το έργο, σαν όχημα για να μιλήσω. Για να καταλάβεις, επειδή η φιλία είναι πολύ ψηλά αξιακά για μένα και είχα φάει μια προδοσία, ήθελα να μιλήσω για τη φιλία και έτσι ήρθε το έργο “Άνθρωποι και Ποντίκια” με αυτούς τους δύο φίλους».
Τα Κόκκινα Φανάρια έχουν να κάνουν με ένα άλλο σημαντικό κομμάτι της ζωής του γιατί με ένα τρόπο μεγάλωσε και μέσα στον κόσμο που η παράσταση, εξ ορισμού αλλά και όπως την οραματίστηκε ο ίδιος, πραγματεύεται, έναν κόσμο γεμάτο πόρνες και τρανς και αλητεία και δρόμο και μπλεξίματα και αναποδιές και απόκληρους, υπέροχους -όπως έγραφε ο Λέοναρντ Κοέν- και μη, που κάποτε τον βοήθησαν να προχωρήσει, να πάει μπροστά, «οπότε ήθελα να κάνω έναν ύμνο στο δικό τους περιθώριο». Τι; Θα ντραπεί να το πει; «Δεν μπορώ να αρνηθώ τη ζωή μου μέχρι τώρα, αυτή ήταν, είχε τα θετικά και τα αρνητικά της. Νομίζω ότι με ένα τρόπο η όποια επιτυχία και κυρίως η ευτυχία μου μέσα στο θέατρο αφορά σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τη ζωή που έζησα τότε. Αυτά τα βιώματα περνάνε μέσα στην τέχνη που κάνω. Αυτός είμαι. Όχι, δεν έχω πρόβλημα να μιλάω γι’ αυτά. Μέχρι ένα όριο δηλαδή».
Δεν μπορώ να αρνηθώ τη ζωή μου μέχρι τώρα, αυτή ήταν, είχε τα θετικά και τα αρνητικά της. Νομίζω ότι με ένα τρόπο η όποια επιτυχία και κυρίως η ευτυχία μου μέσα στο θέατρο αφορά σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τη ζωή που έζησα τότε
Η ζωή είναι η δημιουργία του προσωπικού αφηγήματος και το πώς αυτό το αφήγημα αλλάζει μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, μέχρι τελικά και νομοτελειακά να παγιωθεί στην αντίληψη των άλλων έστω και χωρίς να ανταποκρίνεται με απόλυτη ακρίβεια στην πραγματικότητα, έχει να κάνει με τις εμπειρίες σου, με όσα θα συμπεριλάβεις στις ιστορίες που θα πεις σε σχέση με τις εμπειρίες σου αλλά και με όσα θα αφήσεις έξω από αυτές τις ιστορίες. Είναι αυτό το όριο, όπως λέει ο Μπισμπίκης, που βάζεις για να μη γίνεσαι αδιάκριτος, αναξιόπιστος, θηρευτής εύκολων εντυπώσεων. Είναι αυτό που λένε οι συγγραφείς, ότι στα βιβλία μερικές φορές έχει μεγαλύτερη αξία από αυτό που βάζεις στη σελίδα, αυτό που αφήνεις απ’ έξω. Είναι αυτό που λέει ο Κιθ Ρίτσαρντς, ότι αυτό που μετράει δεν είναι το ροκ, αλλά το ρολ.
Το αφήγημα του Βασίλη Μπισμπίκη είναι ότι κάποτε υπήρξε έφηβος πάνκης, τον διώξανε από το σχολείο στα 15, έκανε δουλειές του ποδαριού, έζησε στο περιθώριο που ανέκαθεν τον γοήτευε και χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, χωρίς ποτέ να θέλει να γίνει ηθοποιός, έγινε. «Από μια μεταστροφή προέκυψε όλο αυτό. Ήμουν σε μια ερασιτεχνική ομάδα στο Λουτράκι. Κάποια στιγμή ανεβάσαμε την Ελένη του Ευριπίδη, πήραμε το πρώτο βραβείο ερασιτεχνικού θεάτρου, μας έδωσαν τιμητικά την Επίδαυρο έξω από το φεστιβάλ. Έρχεται ο Τάσος Ρούσσος που ήταν διευθυντής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και μου λέει: παιδί μου εσύ πρέπει να ασχοληθείς πιο σοβαρά με αυτό, έχεις ταλέντο. Εγώ τότε δούλευα κρουπιέρης στο καζίνο, δεν γούσταρα καθόλου τη φάση εκεί πέρα και λέω δε γαμιέται, ας το δοκιμάσω». Όλο αυτό έγινε πριν από 20 χρόνια. «Ήμουν 24 όταν μπήκα στη σχολή απλά για να το δοκιμάσω, όχι γιατί ήθελα ντε και καλά να γίνω ηθοποιός. Πήγα στο Εθνικό, αλλά δεν μπορούσα να μπω χωρίς απολυτήριο λυκείου, δεν είχα τελειώσει το σχολείο. Τότε δεν υπήρχαν κιόλας τα “εξαιρετικά ταλέντα” στο Εθνικό. Πέρασα όμως από τα “εξαιρετικά ταλέντα” του Υπουργείου Πολιτισμού σε ιδιωτικές σχολές κι επειδή δεν είχα φράγκο, πήγα στην πιο φθηνή, τη σχολή της Μαίρης Βογιατζής Τράγκα στα Εξάρχεια».
Χρειάστηκε να περάσουν δυο-τρία χρόνια για να νιώσει ότι είχε βρει επιτέλους το δρόμο του, μία κλίση που θα τον βοηθούσε έγκαιρα να αφήσει πίσω του τη νοσηρή πλευρά του περιθωρίου, «οπότε μπήκα εκεί μέσα με όλη μου τη δύναμη, εγώ που μέχρι τότε δε γούσταρα καθόλου το διάβασμα, κακήν κακώς με είχαν διώξει από το σχολείο στην Γ’ Γυμνασίου, μόνο πολιτικά διάβαζα, Μπακούνιν και τέτοια, έλεγα ότι το σχολείο προσπαθεί να ελέγξει τη σκέψη μου, ξέρεις πώς πάει, καταλήψεις το ’91 και τα ρέστα. Στη σχολή μπήκα πάλι στο διάβασμα και το γούσταρα, ειδικά την ποίηση που από τότε είναι κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή μου. Σε όποια δύσκολη στιγμή έχω βρεθεί ψυχολογικά, η ποίηση με ελαφραίνει».
Ο πιο αγαπημένος του ποιητής είναι ο Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι, ο Ρώσος που κάποτε έγραψε ότι «η ποίηση είναι ένα και το αυτό με του ραδίου την παραγωγή, ένα του γραμμάριο απαιτεί μόχθο πέντε συνταγμάτων, για μια και μόνη λέξη χαλάς και καταργείς χιλιάδες τόνους λεκτικών μεταλλευμάτων» και γενικά έγραφε «ωραία πράγματα, επαναστατικά, άγρια, σκληρά, παθιασμένα, είχε πολύ πάθος, ρε παιδί μου, στη ζωή του, διαβάζοντάς τον σκέφτεσαι ότι αυτά που περνάς εσύ, εκείνος τα πέρασε ακόμη πιο έντονα», οπότε ένας νέος ηθοποιός που κάποτε ήταν πάνκης και νιχιλιστής και τελικά διαβάζει ξανά και ξανά και πάλι από την αρχή Μαγιακόφσκι, θα προσπαθήσει να αποφύγει τη μαζικότητα της τηλεόρασης γιατί και οι καθηγητές του έλεγαν να μείνει μακριά, ήταν κάτι σχεδόν απαγορευτικό όταν ξεκινούσε ο Μπισμπίκης. «Βέβαια μετά στ’ αρχίδια μου τα έγραψα αυτά». Τι; Θα ντραπεί να το πει; «Παντού πήγα, αλλά είχα περάσει ένα αγροτικό, ας πούμε, στο θέατρο πριν μπω στην τηλεόραση. Τελείωσα τη σχολή το 2005 και μπήκα στην τηλεόραση το 2009. Πριν ήμουν στο ΚΘΒΕ, είχα παίξει μεγάλα έργα και τέτοια. Μετά κατάλαβα τι μαλακία ήταν αυτά που μου λέγανε. Η τηλεόραση είναι ένα μέσο που σου δίνει μια δημοφιλία που μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις μετά στο θέατρο για να πετύχεις πράγματα. Επίσης σου δίνει χρήματα για να ζήσεις. Αν δεν την ψωνίσεις, η τηλεόραση μπορεί να κάνει και πιο άνετη την επιθυμία σου να υπηρετήσεις το θέατρο. Εγώ ήμουν στο Cartel όλα αυτά τα χρόνια γιατί έκανα και τηλεόραση, οπότε είχα χρήματα για να ζω και μπορούσα να πηγαίνω με τους φίλους μου στο θέατρο για να κάνουμε την καύλα μας έτσι όπως ακριβώς γουστάραμε να την κάνουμε. Αλλιώς θα πήγαινα από παράσταση σε παράσταση, θα ακολουθούσα το όραμα του κάθε σκηνοθέτη. Προφανώς όμως αν περάσεις χρόνια ολόκληρα σε μια καθημερινή σειρά, είναι πιθανό να κολλήσεις εκεί. Πρέπει να βάλεις ένα όριο. Εγώ έχω κάνει τέσσερις φορές καθημερινή σειρά: Δικαίωση, Μυστικά της Εδέμ, Είναι Στιγμές, και τώρα τις Άγριες Μέλισσες. Αλλά πάντα πήγαινα για ένα χρόνο. Δηλαδή στις Μέλισσες θα μπορούσα να μείνω και την επόμενη χρονιά αλλά έφυγα, εντάξει, φτάνει. Ο ρόλος τελείωσε δραματουργικά, έκανε τον κύκλο του. Από την άλλη φοβάμαι την υπερέκθεση. Ο ρόλος του Βόσκαρη έκανε μεγάλο γκελ, ταυτίστηκε πολύς κόσμος με αυτό το ρεμάλι. Υπάρχει ο κίνδυνος να σταμπιλαριστείς ως φόρμα».
Ο κίνδυνος να μην μπορεις να πας προς τα μπροστα
«Το καλό είναι ότι όλον αυτόν τον κόσμο που σε γνωρίζει από την τηλεόραση, μπορείς να τον φέρεις και στο θέατρο να παρακολουθήσει άλλα δικά σου πράγματα», λέει. «Το κακό είναι η πιθανότητα να πάρουν τα μυαλά σου αέρα ή να κολλήσεις στην εικόνα που έχουν δημιουργήσει οι άλλοι για σένα». Είναι ένας κίνδυνος που δεν έχει να κάνει μόνο με την τηλεόραση, μόνο με το να εγκλωβιστεί δηλαδή στην εικόνα του Βόσκαρη. Είναι ένας κίνδυνος που καραδοκεί για τον ίδιο και για τον καθένα και στο θέατρο. «Τα τελευταία χρόνια κάνουμε ακραίο ρεαλισμό, οπότε διάφοροι λένε ότι αυτή είναι η τάση του Μπισμπίκη. Περιμένει δηλαδή ο κόσμος να δει κάτι συγκεκριμένο από σένα. Το οποίο δεν είναι καλό, γιατί μπορεί του χρόνου να θελήσεις να κάνεις ένα παραμύθι, ή κάτι εξπρεσιονιστικό. Γιατί πρέπει ντε και καλά να σου φορέσουν την ταμπέλα του ακραίου ρεαλιστή; Απλά έτυχε αυτή την περίοδο να με αφορά αυτό το θέμα».
Είναι λίγοι οι δημιουργοί που έχουν ένα σήμα κατατεθέν στη φόρμα τους, στην τεχνοτροπία τους, στο ύφος τους και, αν όχι στον τρόπο που δουλεύουν, τότε στη δουλειά που παράγουν, καταφέρνοντας όμως κάθε επόμενο τους βήμα να είναι πιο συναρπαστικό από το προηγούμενο. Ο Γιάννης Οικονομίδης, με τον οποίο δούλεψαν μαζί στη Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα. «Μόνο που ο Γιάννης γουστάρει αυτό που κάνει», λέει ο Μπισμπίκης, «δεν του φορτώνει κανένας τη συγκεκριμένη εικόνα. Αν ήθελε να κάνει κάτι άλλο, θα το έκανε. Αυτή όμως είναι η καύλα του. Εγώ μιλάω για την περίπτωση να θες να κάνεις κάτι άλλο και να μην τολμάς γιατί ο κόσμος περιμένει κάτι συγκεκριμένο από σένα. Αυτή είναι η μεγάλη παγίδα. Είτε στο θέατρο, είτε στην τηλεόραση, που αν έχεις κάνει μια επιτυχία ως ο κακός, είναι δύσκολο να σε πάρουν για κάτι άλλο». Οι προτάσεις που του έγιναν μετά τον Βόσκαρη και τις Άγριες Μέλισσες ήταν μία από τα ίδια. «Τον αλητάμπουρα θέλουν να κάνω. Έτσι όμως εγκλωβίζεσαι. Συνηθίζεις τα φράγκα, συνηθίζεις την αποδοχή, φοβάσαι να ρισκάρεις κάνοντας κάτι άλλο. Όμως εκεί, στο ρίσκο, είναι όλη η ιστορία».
Στο να μη σε κυριεύει ο τρόμος του κενού, να μη φοβάσαι να φας ντομάτες από τους θεατές όταν ακόμη και οι φίλοι σου δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς είναι αυτό που πας να κάνεις (όπως φοβόταν ο Μπισμπίκης λίγο πριν ανεβάσει το Άνθρωποι και Ποντίκια), να ξέρεις ότι μετά από μία, δύο, πέντε, δέκα επιτυχίες, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα αποτύχεις, γιατί κανείς δεν είπε ποτέ ότι η επιτυχία θα κρατήσει για πάντα, οπότε το μόνο που θα καταφέρεις αν δεν ρισκάρεις ποτέ, αν πάντα κάνεις αυτό που θέλει ο κόσμος από σένα και όχι αυτό που θες εσύ από τον εαυτό σου, είναι να ξεχάσεις ότι αργά ή γρήγορα θα αποτύχεις, και όταν τελικά αποτύχεις δεν θα ξέρεις πώς να το διαχειριστείς, θα σε πάρει από κάτω για όλους τους λάθος λόγους. «Εγώ όμως δεν το έκανα ποτέ αυτό» λέει. «Η επιτυχία που είχε το “Άνθρωποι και Ποντίκια” οφείλεται στο ότι κάναμε κάτι που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ήθελε ο κόσμος. Η μόνη μου αγωνία είναι -πώς να το πω;- να ρέουν τα πράγματα που κάνουμε εδώ στο Cartel ως ομάδα. Στο χώρο είναι πολύς κόσμος, θέλω όλοι να είναι ευτυχισμένοι με τη δουλειά, να πληρώνονται, να μπορούν να ζουν, να μεγαλώσει κι άλλο αυτό που κάνουμε, να χαιρόμαστε. Θέλω να είμαι ευτυχισμένος με τη δουλειά μου. Γιατί καίγομαι με αυτό που κάνω, έτσι ήμουν από την αρχή, ασχολήθηκα με τα μπούνια, παρά το ότι ήμουν ένα παιδί που δεν είχε τελειώσει το σχολείο, διάβασα πάρα πολύ, είδα πολλές ταινίες, εκθέσεις ζωγραφικής, έπεσα με τα μούτρα σε ό,τι θα μου άνοιγε το κεφάλι. Είναι η καύλα, η εμμονή, το κάψιμο για τη δουλειά!»
Η καύλα, η εμμονή, το κάψιμο για τη δουλειά, όχι γιατί μόνο έτσι μπορεί ο Βασίλης Μπισμπίκης να κάνει καλά τη δουλειά που έχει επιλέξει να κάνει, αλλά γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να κάνει τη δουλειά που έχει επιλέξει να κάνει, γιατί μόνο έτσι -καυλωμένα, εμμονικά, καμμένα!- ξέρει να αγαπάει το θέατρο, να αγαπάει τον κινηματογράφο, να αγαπάει ακόμη και την τηλεόραση αν χρειαστεί, να τα αγαπάει τόσο ώστε να ανησυχεί «ότι με το #metoo είναι σαν να είχαμε μια πάρα πολύ καλή ευκαιρία για κάθαρση την οποία κινδυνεύουμε να χάσουμε, γιατί ένα πάρα πολύ σοβαρό θέμα μετατράπηκε κατά τη γνώμη μου σε κουτσομπολιό, σε κάτι κίτρινο. Αυτό με ενοχλεί πολύ. Όπως με ενοχλεί και το ότι το ίδιο το καλλιτεχνικό σινάφι λειτουργεί εκδικητικά και δεν ξέρει πότε να κλείσει το στόμα του. Από τη στιγμή που έχει αναλάβει ο νόμος, όλοι οι υπόλοιποι πρέπει να σωπαίνουμε. Δεν γουστάρω τον κανιβαλισμό ακόμη κι αν πρόκειται για τον χειρότερο εγκληματία». Να τα αγαπάει τόσο ώστε να έχει συμφιλιωθεί με το ότι «ένα σπουδαίο έργο τέχνης μπορεί να δημιουργηθεί από έναν άνθρωπο ο οποίος είναι ο χειρότερος» (φέρνει στο τραπέζι το παράδειγμα του Πιραντέλο, ενός τεράστιου, όπως λέει, συγγραφέα που έχει αποδειχθεί ότι βοηθήθηκε από τον Μουσολίνι – τέτοιες αναφορές χρησιμοποιεί). Να τα αγαπάει τόσο ώστε να σκέφτεται τους φίλους του που χάθηκαν στις εσχατιές του περιθωρίου μέχρι ο ίδιος να βρει το δρόμο του. Να τα αγαπάει τόσο ώστε να σκέφτεται όμως και τους γονείς του που κάποτε ανησυχούσαν αν θα έβρισκε ποτέ τον δρόμο του και τώρα «μαζεύει ο πατέρας μου συνεντεύξεις και φωτογραφίες και τις δείχνει στους φίλους του. Ήμουν δαχτυλοδεικτούμενος στην εφηβεία, πανκ με σκουλαρίκια στο Λουτράκι ήμασταν μόνο τρεις, ξέρω ’γώ, καταλαβαίνεις πώς ένιωθε ο έρμος. Τότε οι άλλοι δεν με άφηναν να κάνω παρέα με τα παιδιά τους, τώρα όλοι ρωτάνε “πού είναι ο Βασίλης;”».
Ο Βασίλης σήμερα είναι εδώ. Αύριο θα είναι κάπου αλλού. Κάπου εκεί μπροστά.