Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΥΘΡΕΩΤΗΣ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ «ΜΕΓΑΛΟ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ» ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Εκεί βασίστηκε το «Εκεί Που Ζούμε» του Σωτήρη Γκορίτσα που παίζεται στους κινηματογράφους.
35αρης, παιδί χωρισμένων γονιών που διατηρούν μια πολιτισμένη σχέση μεταξύ τους, απόφοιτος Νομικής που περνά όλη τη μέρα του στην Ευελπίδων διεκπεραιώνοντας υποθέσεις για τις οποίες δεν κρατά ακριβώς όλη η Ελλάδα την ανάσα της. Παλεύει με την επισφάλεια της εποχής και του κλάδου, του χρωστάνε και χρωστά, δεν έχει πάρει ακόμα τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής (ή απλά τις αναβάλλει), δεν ξέρει ακριβώς τι του ξημερώνει το αύριο (και δεν είναι και σίγουρος αν θέλει να μάθει), σκέφτεται πώς ίσως στο εξωτερικό τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Ένας τύπος εντελώς τελείως low profile, ίσως λίγο αγχωμένος να εκπληρώνει τον ρόλο του «καλού παιδιού»: με τους πελάτες, τους γονείς, πρώην του.
Αυτός είναι ο Αντώνης Σπετσιώτης. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Περίπου.
Ο οποίος καλείται να περάσει ένα απόλυτα ασυνηθιστο 24ωρο. Τόσο στη δουλειά του σε μια υπόθεση που πηγαίνει όσο λάθος μπορεί να πάει (όχι από νομικής άποψης), όσο και σε μια εξυπηρέτηση που αναλαμβάνει να κάνει συνοδεύοντας τον πατέρα του σε μια μεταφορά γεωτρύπανου από το Χαλκούτσι στον Ορχομενό που τελικά δεν είναι και τόσο αθώα όσο φαίνεται.
Τον Αντώνη Σπετσιώτη τον επινόησε ο Χρίστος Κυθρεώτης, στο ντεμπούτο μυθιστόρημά του Εκεί Που Ζούμε (εκδ. Πατάκης, 2019). Και τον μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Σωτήρης Γκορίτσας στην ομώνυμη ταινία που παίζεται εδώ και λίγες μέρες στις αίθουσες. Και είναι πραγματικά ενδιαφέρον πώς αυτό το πρόσωπο γίνεται το καύσιμο για ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί στα ελληνικά τον 21ο αιώνα. «Δεν ήθελα να προσθέσω κανένα εξωτικό χαρακτηριστικό στον χαρακτήρα. Ξέρεις, οι συγγραφείς μπορεί εκ των υστέρων να λένε ότι είχαν σχέδιο για όλα, αλλά πολύ συχνά μια φωνή υπαγορεύει τον εαυτό της καθώς τη γράφεις. Κι αυτό είναι καμιά φορά ακαταμάχητο. Δηλαδή, εντάξει, κάνεις, αλλάζεις, κόβεις, ράβεις, αλλά κάποια στιγμή υπάρχουν πράγματα που αυτή η φωνή δεν μπορεί να τα αφηγηθεί», λέει στην άλλη άκρη της οθόνης ο συγγραφέας σε μια συζήτηση που επιτέλους γίνεται ενώ έχει αναβληθεί αρκετές φορές λόγω της πανδημίας. «Κι επίσης ο ήρωάς μου έχει πλήρη συνείδηση της συνθήκης ότι είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, χωρίς αυτό να βγαίνει, νομίζω, ως παραίτηση. Αλλά ως μια αποδοχή ήρεμη. Δηλαδή, έχει κάτι στωικό η φωνή του. Δεν σταματάει να κρίνει αυτό που βλέπει, αλλά σε ένα βαθμό το αποδέχεται. Όχι μοιρολατρικά, αλλά ξέροντας τις δυνάμεις του. Δεν έχει πολλή οργή μέσα του».
Ο Σπετσιώτης, λοιπόν, δεν είναι εκεί για να γίνει πάνω του η προβολή των φαντασιώσεων του Κυθρεώτη. Μοιάζει να είναι ο πρωταγωνιστής του «Μεγάλου Νεοελληνικού Μικροαστικού Μυθιστορήματος», κάνω ένα παιχνίδι με την εμμονή των Αμερικάνων με το “great american novel” κι ελπίζω να μην το πάρει στραβά ο δημιουργός. Δεν το παίρνει. «Προφανώς, δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο ο ίδιος, αλλά θα το θεωρούσα πολύ κολακευτικό, αν ίσχυε. Σίγουρα υπάρχουν πολλά τέτοια αναγνωρισμένα μεγάλα ελληνικά μυθιστορήματα. Γιατί, αυτό είναι το περιβάλλον που σε γενικές γραμμές δίνει τον τόνο στην Ελλάδα, το μικροαστικό. Αυτή είναι και η προέλευση του Σπετσιώτη».
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη (όπως και στη συλλογή διηγημάτων Μια Χαρά, εκδ. Πατάκης, 2014), ο ήρωας έχει την ίδια μέρα γενέθλια με τον συγγραφέα, είναι κι αυτός δικηγόρος (ο Κυθρεώτης ασκούσε το επάγγελμα πριν ξεκινήσει -τέλη του 2016, αρχές του 2017- να γράφει το βιβλίο). Άρα, το Εκεί Που Ζούμε
είναι αυτοβιογραφικό ή απλά στο πρώτο σου βήμα πάντα γράφεις γι’ αυτό που ξέρεις καλά; «Η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής έχω αποφύγει να γράψω βιβλία που θέλουν έρευνα. Δηλαδή βιβλία για περιβάλλοντα που δεν γνωρίζω καθόλου.Ένα από τα βασικά αρχικά μου κίνητρα στη γραφή ήταν να παρουσιάσω εκδοχές όλων αυτών των πραγμάτων που με την πολύ ευρεία έννοια είχα βιώσει. Πράγματα που δεν είχα απαραίτητα ζήσει εγώ ο ίδιος, αλλά τα είχα παρατηρήσει στο ευρύτερο περιβάλλον μου. Με τον καιρό αυτά μαζεύονται, μπορείς να τους δώσεις πολύ μεγάλη ποικιλία. Το μυθιστόρημα όμως δεν είναι αυτοβιογραφικό, γιατί τα γεγονότα είναι επινοημένα κατά 99%.
Το περιβάλλον του δικαστηρίου, η επαγγελματική ιδιότητα του πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, ήταν κάτι που το διάλεξα και εργαλειακά. Δηλαδή τι δουλειά κάνει αυτός ο ήρωας, πρέπει να είναι μια δουλειά στην οποία θα μπορώ να μπω βαθιά ως συγγραφέας, αφού παρακολουθώ αυτόν τον τύπο από τόσο κοντά για ένα εικοσιτετράωρο. Σε δεύτερο επίπεδο–στο επίπεδο που δεν ενδιαφέρει τον αναγνώστη–, και χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω, αυτή η επιλογή ίσως λειτούργησε για μένα ως ένας τρόπος να δικαιώσω μέσα μου την όλη εμπειρία μου με τη δικηγορία, κάτι σαν κλείσιμο λογαριασμών. Ακούγοντας σχόλια από τους πολλούς -προφανώς- φίλους δικηγόρους που έχω αλλά και από πολλούς αναγνώστες, κατάλαβα ότι η καταγραφή του βιώματος του δικηγόρου δεν είναι άσχετη με την όποια απήχηση είχε το “Εκεί Που Ζούμε”. Πήρα πολλά σχόλια από δικηγόρους διαφόρων ηλικιών, είτε δια ζώσης είτε π.χ. στο Facebook. Μερικά ήταν αρκετά συγκινητικά».
Έπειτα είναι, αναπόφευκτα, το ζήτημα της «γενιάς». Ή της «κρίσης». Ή της «γενιάς της κρίσης». Ο Κυθρεώτης ξέρει πώς το βιβλίο δε θα μπορούσε να εκτυλίσσεται 10 ή 15 χρόνια πριν. Δεν ήθελε να αποφύγει το παρόν. Το δηλώνει άλλωστε και προγραμματικά στον τίτλο, Εκεί Που Ζούμε. «Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας βγαίνει από ένα κλίμα που υπήρχε από τότε που εγώ θυμάμαι την Ελλάδα, από τα μέσα της δεκαετίας του 80. Είναι το κλίμα, ας πούμε, της Μεταπολίτευσης. Δεν ξέρω, ίσως και να πάει και πιο βαθιά αυτή η ρίζα. Τα βασικά στοιχεία είναι ένα είδος αυτοσχεδιασμού πάνω στη ζωή, μια αποστροφή για τα μακροπρόθεσμα πλάνα, μαζί με έναν μηδενισμό, κάπως “χαριτωμένο” όμως, όχι σκοτεινό. Από την άλλη, αντιμετώπισα με φόβο το ενδεχόμενο να θεωρούταν το βιβλίο ”μυθιστόρημα της κρίσης”. Η πρώτη γραφή του έγινε σε μια περίοδο που είχαν ήδη βγει πολλά μυθιστορήματα για την κρίση, και τα περισσότερα είχαν πολιτική αμεσότητα, που είχε επικριθεί ως ανεπεξέργαστη. Λειτούργησα πολύ προσεκτικά ως προς αυτό. Ήθελα να αποφύγω κάποιες κακοτοπιές που ίσως να μην κατάφερνα αν το έγραφα πέντε χρόνια πριν. Σαφώς ήθελα να αποφύγω κάθε είδους καταγγελτικότητα, είτε αριστερή, είτε δεξιά. Στο πλαίσιο αυτό για μένα δεν είχε νόημα να φτιάξω έναν τύπο που είχε καταστραφεί η ζωή του τελείως. Με ενδιέφερε πιο πολύ η μέση εμπειρία, γιατί η μέση εμπειρία ήταν που απέτυχε. Η μέση εμπειρία δεν πέρασε τη βάση. Αυτό ήταν η κρίση».
Όσον αφορά τη γενιά; Συνεχίζει…«Το βιβλίο δεν ήταν στο μυαλό μου τόσο ταυτισμένο με μια γενιά, άσχετα του πώς έχει διαβαστεί. Καταλαβαίνω ότι οι συνομήλικοι μου ταυτίζονται με αρκετά από τα πράγματα που απασχολούν τον κεντρικό ήρωα, βρίσκονται στο ίδιο σταυροδρόμι μιας συγκεκριμένης ηλικίας, έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά διλήμματα της ηλικίας και μιας εποχής. Αλλά, ήταν έξω από την πρόθεση μου ο Αντώνης να λειτουργήσει ως “εκπρόσωπος” κάποιας γενιάς. Δεν πιστεύω τόσο ότι μια γενιά μπορεί να “εκπροσωπηθεί”.
Επίσης, η συζήτηση για τις γενιές έχει γίνει πια τόσο κοινή που κινδυνεύει να χάσει τη σημασία της, αν δεν την έχει χάσει ήδη. Δηλαδή, κοντεύει η γενιά να γίνει το μόνο φίλτρο με το οποίο διαβάζουμε τα πράγματα. Αν ήθελα να συμβάλω πάντως κι εγώ σε αυτή την κατάχρηση, θα έλεγα ότι η γενιά των 40-45ρηδων αισθάνεται ριγμένη, κατά βάση από τους προηγούμενους. Δεν ξέρω αν έχουν δίκιο που αισθάνονται έτσι, πάντως έτσι το βλέπουν, οι περισσότεροι. Επειδή οι προηγούμενοι πρόλαβαν να τους υποσχεθούν πράγματα που τελικά δεν τήρησαν. Από την άλλη, οι επόμενες γενιές π.χ. οι 20ρηδες, που δεν τους υποσχέθηκε κανείς τίποτα, φαίνεται να έρχονται πολύ πιο “τσαμπουκαλεμένες”. Ίσως ο μεγάλος φόβος των 40ρηδων είναι ότι τελικά οι μικρότεροι θα τα βάλουν με τους πιο παλιούς, με αυτούς που θα έπρεπε ίσως να είχαν αντιμετωπίσει οι ίδιοι. Είναι μια γενιά που νιώθει να συμπιέζεται, “γενιά-σάντουιτς” ίσως, “ενδιάμεση γενιά”, “χαμένη γενιά”, αυτοί είναι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και στο παρελθόν, για άλλες γενιές. Στην Ελλάδα σχεδόν κάθε γενιά έχει αποκαλέσει τον εαυτό της “χαμένη γενιά”. Γι’ αυτό σου λέω, αυτή η συζήτηση με τις γενιές δεν έχει πια και πολύ νόημα».
Κάποια στιγμή μια ειδοποίηση στο Messenger είχε την υπογραφή Σωτήρης Γκορίτσας. Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης ήθελε να μεταφέρει το βιβλίο στο σινεμά. «Γούσταρα, τον εκτιμούσα ως σκηνοθέτη, και για κάθε νέο συγγραφέα είναι κάτι “ουάου” να γίνει η δουλειά του ταινία. Δεν το περίμενα, γιατί δεν πίστευα ότι το βιβλίο μου ήταν υλικό για σινεμά. Έχει πολλά φλας μπακ, πολύ μπλα μπλα, σκέψεις, ο αφηγητής είναι φλύαρος – μου φαινόταν ότι για έναν σκηνοθέτη θα ήταν πολύ μεγάλη τεχνική πρόκληση να τα μεταφέρει όλα αυτά, ή κάποια από αυτά, στην οθόνη. Ωστόσο, βρεθήκαμε, κάναμε προ Covid κάποιες συναντήσεις και του ξεκαθάρισα ότι τον εμπιστεύομαι αλλά δεν θα ήθελα να ανακατευτώ πολύ γιατί δεν είναι δουλειά μου, δεν γράφω σενάρια. Δεν ήμουν και σίγουρος άλλωστε ότι η πιστή μεταφορά είναι και η σωστή μεταφορά. Ο Γκορίτσας μου είπε ΟΚ, αλλά μου ζήτησε να έχω έναν συμβουλευτικό ρόλο, να μου στέλνει πράγματα να λέω μια δεύτερη γνώμη και συμφώνησα. Μου έστειλε όντως κάποια πρώτα σενάρια, έκανα κάποιες παρατηρήσεις τελείως στοχευμένες, αλλά όλες τις αποφάσεις τις άφησα σε εκείνον».
Η ταινία υπηρετεί το γνωριμα οικείο βλέμμα της φιλμογραφίας του Γκορίτσα, στρογγυλεύει λίγο την ιστορία (για να μεγαλώσει την απεύθυνση), έκοψε περίπου 15.000 εισιτήρια τις πρώτες δέκα μέρες της εξόδου της στις αίθουσες, έχει πλήθος cameos που θα καταλάβουν κυρίως οι μυημένοι, έναν Αργύρη Μπακιρτζή που κλέβει την παράσταση (σχεδόν ενσαρκώνοντας αυτό που όλοι φανταζόμαστε ως βαθύ ΠΑΣΟΚ) και μερικά αστεία που στοχεύουν κατευθείαν στα άκρα του κέντρου. «Είχα πάει μια φορά στα γυρίσματα στην Ευελπίδων, αλλά βαρέθηκα και δεν ξαναπήγα, δεν είχα και πολύ χρόνο. Είναι δύσκολο πράγμα, κάνουν έξι ώρες να γυρίσουν μια σκηνή. Την ταινία την είδα στην αβάν πρεμιέρ, δεν την είχα δει πιο πριν. Μου άρεσε παρότι είχα και έναν φόβο, επειδή, όπως είπα και πριν, πίστευα ότι δεν μπορούσε να μεταφερθεί εύκολα το υλικό στον κινηματογράφο. Νομίζω, ο Γκορίτσας τα κατάφερε πολύ καλά. Βασανίστηκε να βρει μια συνοχή στις παράλληλες ιστορίες π.χ. με τα δικαστήρια ή τον πατέρα του. Υπάρχει προφανώς μια διαφορετική προσέγγιση σε κάποια πράγματα, από την πιο κλειστή επίλυση της σχέσης πατέρα-γιου (που στο βιβλίο μένει πιο ανοιχτή) μέχρι διάφορες αλλαγές στο στόρι. Είναι λογικό να υπάρχουν αυτές οι διαφοροποιήσεις, αλίμονο αν δεν υπήρχαν».
Πριν κλείσουμε, μου λέει ότι του άρεσε πολύ ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος στον κεντρικό ρόλο, ενώ δε θα μπορούσε να φανταστεί κανέναν καλύτερο από Μάινα-Παπαδημητρίου στους αντίστοιχους δικούς τους. Μια κινηματογραφική διασκευή μυθιστορήματος που δούλεψε πολύ καλά και μια που δεν τα κατάφερε καθόλου; Ζητάει χρόνο, κι επιστρέφει την απάντηση σε ένα σύντομο μέιλ την επόμενη μέρα. «Νομίζω ότι Fight Club ήταν καλύτερο ως ταινία παρά ως βιβλίο, παρόλο που και το βιβλίο καλό είναι. Το ίδιο και το Trainspotting. Αντίθετα, δεν μου έχουν αρέσει καθόλου οι μεταφορές του Ροθ που έχω δει, δεν νομίζω ότι μεταφέρεται εύκολα εξάλλου.