ΟΙ 5 ΑΡΧΑΙΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ ΠΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΑΝ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
Ο φλεγόμενος ποταμός που χρησίμευε ως τόπος βασανιστηρίου και εκείνος που βοηθούσε τους νεκρούς να ξεχνούν για πάντα τη θνητή της ζωή τους.
Ακούγεται παράξενο αλλά στην αρχαιότητα ο Άδης ήταν ένα χαρτογραφημένο μέρος. Οι αρχαίοι Έλληνες “ήξεραν” που είναι η είσοδος του, πού βρίσκεται ο Τάρταρος και τα Ηλύσια Πεδία και ποιοι ποταμοί τους περιβάλλουν. Ήξεραν ακριβώς που ήταν τοποθετημένο το κάθε τι.
Ειδικά στο τελευταίο κομμάτι, οι λεπτομέρειες που σώζονται είναι πολλές, μαζί και με τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά των πέντε μεγαλύτερων ποταμών του Κάτω Κόσμου.
ΣΤΥΓΑ
Χωρίς καμιά αμφιβολία, ο πιο διάσημος από τους ποταμούς του Κάτω Κόσμου για τους ξένους είναι η Στύγα. Η θεά του ποταμού ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, καθώς και μητέρα μίας σειράς κατώτερων θεοτήτων όπως της Νίκης, του Ζήλου, του Κράτους και της Βίας.
Η λέξη “στύξ” προέρχεται από το ρήμα “στυγέω” (μισώ, απεχθάνομαι). “Στύγα” σημαίνει στην κυριολεξία η “Μισητή”, η “Φρικαλέα”.
Ο Ησίοδος γράφει ότι η Στύγα υποστήριξε πολύ δυναμικά τον Δία στη μάχη του εναντίον των Τιτάνων και έφερε όλα τα παιδιά της να συμμετάσχουν στο πλευρό του. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ο Δίας οδήγησε τους Ολύμπιους θεούς να ορκιστούν τους αιώνιους και άθραυστους όρκους τους στα νερά του ποταμού της Στύγας ως ευχαριστία γι’ αυτήν την εκδήλωση συμπαράστασης.
Αυτό το ποτάμι υποτίθεται ότι περικύκλωνε εφτά φορές τον Κάτω Κόσμο, χωρίζοντάς τον από τον κόσμο των ζωντανών και ρέοντας ως παραπόταμος του πατέρα της Ωκεανού, του ποταμού που περιέβαλλε όλο τον επίγειο κόσμο. Ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος απεικονίζει τη Στύγα ως το ποτάμι πάνω από το οποίο ο βαρκάρης των νεκρών, ο Χάροντας, οδηγεί τις ψυχές των νεκρών (υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ταφεί σωστά) και στις όχθες του οποίου φρουρεί ο τρικέφαλος Κέρβερος.
Σύμφωνα με έναν μεταγενέστερο μύθο, είναι τα κρύα νερά της Στύγας αυτά στα οποία η νύμφη Θέτιδα βυθίζει τον γιο της Αχιλλέα, βρέφος ακόμα, για να αποκτήσει άτρωτο σώμα (εκτός φυσικά από εκείνο το σημείο στη φτέρνα του απ’ το οποίο τον κρατούσε).
ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ
Στην αρχαία λογοτεχνία, τον πλέον εξέχοντα ρόλο τον διαδραματίζει ο Αχέροντας. Ο Βιργίλιος τον αποκαλεί “κύριο ποταμό του Κάτω Κόσμου” και ισχυρίζεται ότι όλοι οι υπόλοιποι απορρέουν από αυτόν. Για μεγάλο μέρος της αρχαιότητας, αντιμετωπιζόταν ως η είσοδος στον Κάτω Κόσμο και συνδέθηκε με το πραγματικό ποτάμι στην Ήπειρο που όλοι γνωρίζουμε. Ως εκ τούτου, είναι συνηθισμένο να βλέπουμε σε διάφορες πηγές (Ευριπίδη, Αισχύλο, Πλάτωνα) τον Αχέροντα και όχι τη Στύγα ως τον ποταμό μέσω του οποίου ο Χάροντας μεταφέρει τους νεκρούς στον Κάτω Κόσμο.
Το όνομα “Αχέροντας” σημαίνει “χωρίς χαρά” και εκτός από ποτάμι, το όνομα αναφέρεται επίσης και σε μια λίμνη του Κάτω Κόσμου στην οποία καταλήγουν όλα τα ποτάμια του άλλου κόσμου -αν και η λίμνη μερικές φορές ονομάζεται και “Αχερουσία”.
Παρότι είναι ένας από τους παλαιότερους ποταμούς του Άδη που αναφέρονται στη λογοτεχνία -αναφέρεται και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια- χρειάστηκε το έργο πολύ μεταγενέστερων συγγραφέων για να μάθουμε κάποια πράγματα για αυτόν.
Για παράδειγμα, ενώ οι ποταμοί του Άδη ήταν πιθανότατα όλοι αρχικά απόγονοι του μεγάλου παγκόσμιου ποταμού Ωκεανού, η μεταγενέστερη παράδοση λέει ότι ο Αχέροντας ήταν γιος του Ήλιου και είτε της Γαίας είτε της Δήμητρας. Γράφουν επίσης ότι καταδικάστηκε να γίνει το ποτάμι των νεκρών επειδή κατά την Τιτανομαχία, προσέφερε τα νερά του στους Τιτάνες προκειμένου να τους αναζωογονήσει.
Πυριφλεγέθων
Αυτός ο ποταμός -γνωστός πιο απλά και ως Φλεγέθων- είναι ο Ποταμός της Φωτιάς, που σχετίζεται με τις νεκρικές πυρές και την τιμωρία των κολασμένων. Το φλεγόμενο ποτάμι οδηγεί στο βασίλειο του Τάρταρου, το τμήμα του Κάτω Κόσμου που χρησιμεύει ως τόπος βασανιστηρίων για τους χειρότερους αμαρτωλούς (όπως τον Σίσυφο για παράδειγμα) και ως φυλακή για τους Τιτάνες (αφότου έχασαν τη μάχη με τον Δία).
Στην εκδοχή της απαγωγής της Περσεφόνης που έγραψε ο Οβίδιος στο ποίημά του “Μεταμορφώσεις”, η Περσεφόνη εξαπατήθηκε να φάει τους σπόρους του ροδιού από τον Ασκάλαφο (γιο του θεού του ποταμού, Αχέροντα), πράγμα το οποίο την ανάγκαζε να περνάει τον μισό χρόνο της ζωής της στον Κάτω Κόσμο. Θυμωμένη, η μητέρα της Περσεφόνης, η Δήμητρα, πέταξε νερό από τον Φλεγέθοντα στο πρόσωπο του Ασκάλαφου, μεταμορφώνοντάς τον έτσι σε κουκουβάγια -αν και θα περιμέναμε ότι κάτι τέτοιο απλώς θα τον έκαιγε.
Ο Φλεγέθων αναφερόταν μαζί με τους άλλους τρεις κύριους ποταμούς στην “Οδύσσεια”, αλλά δεν ήταν και πολλά πράγματα γνωστά γι’ αυτόν έως ότου ο Πλάτων περιέγραψε τον Κάτω Κόσμο στον διάλογό του “Φαίδων”. Στην περιγραφή του, ο Φλεγέθων ρέει σε “μια απέραντη περιοχή που καίγεται από μεγάλη φωτιά και δημιουργεί μια λίμνη μεγαλύτερη από τη Μεσόγειό μας, που βράζει από νερό και λάσπη”.
Ομοίως, ο Πλάτωνας ισχυρίζεται ότι οι φλόγες του Φλεγέθωντα είναι η πηγή ηφαιστειακών εκρήξεων σε όλο τον κόσμο, με τη λάβα να προέρχεται από τα νερά του ποταμού. Ο Βιργίλιος απ’ τη δική του μεριά περιγράφει τη φυλακή του Τάρταρου να περιβάλλεται από τις φλόγες του Φλεγέθωντα, οι οποίες δημιουργούν γύρω του μία τάφρο από φωτιά.
ΚωΚΥΤΟΣ
Ο τελευταίος από τους τέσσερις μεγάλους ποταμούς του Κάτω Κόσμου που αναφέρει ο Όμηρος είναι ο Κωκυτός. Σύμφωνα με τον μύθο, οι νεκροί έπρεπε να ταφούν σωστά -με ένα νόμισμα στο στόμα για να έχουν να πληρώσουν το αντίτημο για το πλοίο του Χάροντα- προκειμένου να τους επιτραπεί η είσοδος στη χώρα των νεκρών. Διαφορετικά, οι ψυχές τους θα αναγκάζονταν να περιπλανούνται αιώνια στο κατώφλι του Οίκου του Άδη, χωρίς να τους επιτραπεί ποτέ να αναπαυθούν.
Σε όσους απαγορευόταν η είσοδος στον Κάτω Κόσμο ήταν αναγκασμένοι να στέκονται αιώνια στις όχθες του Κωκυτού και να θρηνούν την κακή τους μοίρα, εξ ου και το όνομα του ποταμού (“κωκύω”, σημαίνει “κραυγάζω μετ’ οδύνης, θρηνώ”).
Ο Κωκυτός θεωρούταν παραπόταμος της Στύγας, που εκβάλλει στον Αχέροντα. Παρά τη φτωχή περιγραφή από τον Όμηρο, ο Πλάτωνας προσθέτει ότι ο Κωκυτός περικυκλώνει τον Τάρταρο και πέφτει μέσα του στην πλευρά που βρίσκεται απέναντι από τον Φλεγέθωνα, όπου συνδέεται συγκεκριμένα με την τιμωρία των δολοφόνων.
Ουσιαστικά δεν υπάρχει μυθολογία γύρω από αυτόν τον ποταμό θεό, χωρίς καν να έχει καταγραφεί κάπου η καταγωγή του. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ίσως να ήταν ο πατέρας της νύμφης Μίνθης, η οποία ήταν η μόνη πραγματική ερωμένη του Άδη.
Μάλιστα, σε μια σκηνή ζηλοτυπίας, η Περσεφόνη ποδοπάτησε την ερωμένη του συζύγου της, και εκείνη για να γλιτώσει μεταμορφώθηκε στο φυτό “μέντα”, από όπου πήρε το όνομά του και θεωρούταν από τότε ιερό στον Άδη.
Η συσχέτιση μεταξύ αυτών των δύο προέρχεται πιθανώς από τη χρήση μέντας στις κηδείες για να καλυφθεί η μυρωδιά του νεκρού.
Λήθη
Ο πέμπτος ποταμός του Κάτω Κόσμου δεν αναφέρεται ποτέ από τον Όμηρο, αλλά παρόλα αυτά είναι πιο γνωστός και από τον Φλεγέθονα και από τον Κωκυτό. Τα νερά της Λήθης ήταν αυτά που πρόσφεραν μια πικρή παρηγοριά στους νέους κατοίκους του Βασιλείου των νεκρών. Λίγες σταγόνες απ’ αυτό και ξεχνούσαν για πάντα τη θνητή ζωή τους, κάνοντας την καινούργια και αιώνια πιο υποφερτή.
Ωστόσο, επιτύμβιες επιγραφές από τον 5ο αιώνα π.Χ. που έχουν σωθεί, δείχνουν ότι υπήρχε κι ένα ακόμη ποταμάκι, η Μνημοσύνη, τα νερά της οποίας επέτρεπαν στους νεκρούς να διατηρήσουν τις αναμνήσεις τους.
Ο ποταμός της Λήθης, σε ορισμένες περιπτώσεις, συγχέεται και με την όχι και τόσο σημαντική θεότητα Λήθη, την κόρη της Έριδας, της θεάς της διαμάχης και της διχόνοιας.
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η Λήθη τοποθετείται κατά μήκος των συνόρων μεταξύ του γενικού πληθυσμού του Άδη -που υπέφερε- και των Ηλυσίων Πεδίων, το μέρος όπου προσέφερε ευλογημένη ανάπαυση στους δίκαιους.
Στην “Αινειάδα”, ο Βιργίλιος εξηγεί ότι η πόση από τον ποταμό της Λήθης ήταν ένα βασικό βήμα που έπρεπε να γίνει πριν τη μετενσάρκωση: οι ψυχές που προορίζονται να ζήσουν ξανά έπρεπε πρώτα να πιουν από τον ποταμό πριν επιστρέψουν στον κόσμο των ζωντανών.
Ο ίδιος ποιητής, στο βιβλίο του “Γεωργικά”, ισχυρίζεται ότι ότι οι υπνωτικές ιδιότητες της παπαρούνας οφείλονται στο γεγονός ότι το λουλούδι είχε βυθιστεί κάποτε στα νερά της Λήθης.