ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΛΑΘΗ, ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΝ ΤΟΝ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Τα συμφέροντα και οι ανταγωνισμοί στην Ευρώπη πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου. Πώς το τέλος του, οδήγησε στο Β' Παγκόσμιο
Το Σαββατοκύριακο της 12ης και 14ης Ιουνίου του 1914, ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας επισκέφθηκε το Konopischt, το κυνηγετικό περίπτερο και αγαπημένη κατοικία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου.
Οι δύο ισχυροί άνδρες συναντήθηκαν για να εξετάσουν την κατάσταση στα Βαλκάνια.
Το πρόβλημα που απασχολούσε τους δύο άνδρες δεν αφορούσε την Γερμανία αλλά την Αυστρο-Ουγγαρία και όχι το Βερολίνο, επρόκειτο να προκαλέσει την κρίση που οδήγησε στον πόλεμο. Ωστόσο ο πόλεμος που είχαν κατά νου ήταν ένας πόλεμος στα Βαλκάνια και όχι σε παγκόσμια κλίμακα.
“Έχει χυθεί βασιλικό αίμα”
Εδώ, ήταν που θα ξεκινούσε ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος και η αφορμή δόθηκε όταν λίγες μέρες αργότερα, όταν στις 28 Ιουλίου δολοφονήθηκε ο ίδιος ο Φραγκίσκος ενώ πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη στο Σεράγεβο. Δύο μέρες νωρίτερα ο Αρχιδούκας είχε πραγματοποιήσει ιδιωτική επίσκεψη στην αγορά της πόλης χωρίς να σημειωθεί κάποιο επεισόδιο.
Μια ομάδα φοιτητών και μαθητευόμενων, μελών της επαναστατικής οργάνωσης, που αποκαλούνταν Νέα Βοσνία, είχε έρθει στο Σεράγεβο από τη Σερβία προκειμένου να δολοφονήσει τον διάδοχο. Μολονότι η στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών της Σερβίας τους είχε προμηθεύσει με όπλα, οι νεαροί Σέρβοι ήταν ερασιτέχνες και ανίκανοι. Ένας από αυτούς, ο Νεντέλικο Καμπρίμοβιτς, έριξε μια βόμβα στο αυτοκίνητο του αρχιδούκα. Η βόμβα κύλησε στο πίσω μέρος του αυτοκίνητου όπου και εξερράγη τραυματίζοντας τους ακόλουθους του αρχιδούκα.
Ο Αρχιδούκας και η σύζυγός του λίγο πριν τη δολοφονία τους
Οι δύο τους μετέβησαν στο δημαρχείο και στη συνέχεια αποφάσισαν να επισκεφτούν στο νοσοκομείο τους αξιωματικούς που είχαν τραυματιστεί. Στη λεωφόρο Απέλ Κε ο οδηγός του δεν έστριψε προς τη σωστή κατεύθυνση με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στον 19χρονο σπουδαστή Γαβριήλ Πρίντσιπ ο οποίος περιπλανιόταν στην περιοχή. Τους πλησίασε και τους πυροβόλησε εξ επαφής με αποτέλεσμα να καταλήξουν, εντός ολίγων λεπτών.
Ο Γαβριήλ Πρίντσιπ
Οι υπεύθυνου που είχαν οπλίσει τα χέρια του 19χρονου έπρεπε να τιμωρηθούν αυστηρά. Ένας ολόκληρος μήνας διαπραγματεύσεων μεσολάβησε προκειμένου να ορισθεί το μέγεθος και η μορφή της τιμωρίας που έπρεπε να επιβληθεί στη Σερβία και τελικά, στις 23 Ιουλίου, η Αυστρο-ουγγαρία με την προτροπή του Κάιζερ επέδωσε στη Σερβία το μοιραίο τελεσίγραφο. Αυτό δεν άφηνε πολλά περιθώρια στην Σερβία και στις 28 Ιουλίου όταν και θα εξέπνεε θα σήμαινε την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Αρχιδούκας και η σύζυγός του Σοφία νεκροί
Σχεδόν κανείς όμως δεν περίμενε πως από μία δολοφονία στα Βαλκάνια θα ξεσπούσε ένας γενικευμένος Μεγάλος Πόλεμος στην Ευρώπη που στη συνέχεια θα εξελίσσονταν σε Παγκόσμιο και θα έμενε στην Ιστορία ως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος περίπου εννέα εκατομμύρια νεκρούς στα πεδία των μαχών και άλλα δεκατρία εκατομμύρια νεκρούς από τις “παράπλευρες” επιπτώσεις του πολέμου.
Αυτόν τον πόλεμο καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ήθελε πραγματικά να τον κηρύξει, θεωρώντας πως δεν είναι αναπόφευκτος. Όταν όμως η αλυσιδωτή αντίδραση των γεγονότων εξώθησαν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα (Αντάντ και Κεντρικές Δυνάμεις) να κηρύξουν επίσημα τον πόλεμο μεταξύ 1 και 4 Αυγούστου του 1914, οι περισσότεροι πίστευαν πως θα ήταν ένας σύντομος πόλεμος λίγων μηνών, που θα κρατούσε “το πολύ ως τα Χριστούγεννα” και οι επίστρατοι θα επέστρεφαν στη θαλπωρή των σπιτιών τους.
Έτσι ο Μεγάλος Πόλεμος που στην ουσία ήταν μια μία μεγάλη ενδοευρωπαϊκή διένεξη με τα κύρια μέτωπα στη Γηραιά Ήπειρο που επεκτάθηκε ωστόσο και στην περιφέρεια, με ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων με την εμπλοκή ακόμα και αμερικανικών προσέδωσαν τελικά την έννοια του παγκόσμιου.
Οι Ενωμένες Δυνάμεις, καλούμενες και Δυνάμεις της Αντάντ (κυρίως οι Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, ως τις αρχές του 1918 η Ρωσία και, από το 1917, οι ΗΠΑ) νίκησαν τις Κεντρικές Δυνάμεις καλούμενες και Τριπλή Συμμαχία, (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία) και οδήγησαν αφενός στην κατάρρευση τεσσάρων αυτοκρατοριών και σε ριζικές αλλαγές στον χάρτη της Ευρώπης, εκ του κατακερματισμού αυτών, αφετέρου στη μεγάλη Ρωσική Επανάσταση και σε τελική φάση την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών.
Πριν τον Πόλεμο
Ένας ολόκληρος αιώνας είχε περάσει από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, το 1815, στην Ευρώπη. Μετά τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 καμιά από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχε στείλει τους στρατιώτες της σε κάποια επιχείρηση ενάντια σε μια άλλη.
Στο διεθνή χώρο υπήρχε ο έντονος ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων με αποτέλεσμα η Ευρώπη να έχει διαιρεθεί σε δύο μεγάλα στρατόπεδα: Στην Συνεννόηση (Entente) όπου συμμετείχε η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία και στη συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων όπου συμμετείχε η Γερμανία, η Αυστρο-ουγγαρία και η Ιταλία.
Entente
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αναζητούσαν απεγνωσμένα συμμάχους μεταξύ των μικρότερων κρατών με τη Γερμανία να προσεταιρίζεται τή Βουλγαρία και την Τουρκία και την Αντάντ να πιέζει την Ελλάδα και την Σερβία. Η Αγγλία μεσουρανούσε διεθνώς έχοντας αμέτρητες αποικίες σε όλες τις ηπείρους. Η Γερμανία διεκδικούσε το δικό της μερίδιο στις υποανάπτυκτες χώρες, στον ορυκτό τους πλούτο αλλά και στα πετρέλαια της Ανατολής.
Εκσυγχρονίζοντας τις ένοπλες δυνάμεις
Από τις αρχές του αιώνα όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις ρίχτηκαν σε έναν ξέφρενο αγώνα δρόμου ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού των ενόπλων τους δυνάμεων. Στη Βρετανία οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 30% μέσα στη δεκαετία 1890-1900. Το 1913 ήταν 140% υψηλότερες από ότι το 1887.
Η Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1890, δαπανούσε 90 περίπου εκατομμύρια μάρκα κάθε χρόνο για το πολεμικό της ναυτικό. Το 1913 είχε ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια μάρκα. Και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις δεν πήγαιναν πίσω. Πίσω από τις καθησυχαστικές θεωρίες για τις “Μεγάλες Χίμαιρες”, οι άρχουσες τάξεις προετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον Μεγάλο Πόλεμο.
Οι προετοιμασίες δεν ήταν μόνο στρατιωτικές.
Διπλωματικός πυρετός: Επιλέγοντας συμμάχους
Από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεχύθηκαν σε έναν διπλωματικό αγώνα δρόμου για να εξασφαλίσουν φίλους και συμμάχους, δημιουργώντας έτσι δύο μεγάλους συνασπισμούς.
Το 1882 η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία υπέγραψαν ένα σύμφωνο “αμοιβαίας συνεργασίας” τη λεγόμενη “Τριπλή Συμμαχία”.
Το 1907 η Γαλλία, η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία συνέστησαν την “Τριπλή Συνεννόηση” την λεγόμενη Αντάντ. Οι συμμαχίες και τα στρατόπεδα που αιματοκύλησαν την Ευρώπη το 1914-1918 είχαν διαμορφωθεί χρόνια πριν.
Στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μόσχα και το Βερολίνο οι άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο απλά στην άλλη πλευρά.
Τις προηγούμενες δεκαετίες η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Γερμανία είχαν χωρίσει τον πλανήτη σε αποικίες και σφαίρες επιρροής. Αλλά η προσπάθειά τους να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους όλο και πιο μακριά, τις έφερνε, αργά ή γρήγορα, αναπόφευκτα σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Πολιτικοί, οικονομικοί ανταγωνισμοί και επιδιώξεις
Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ τους.
Ειδικότερα η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εξέλιξη της βιομηχανίας της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία σχετικά με την εξασφάλιση του μονοπωλίου των διεθνών αγορών.
Ταυτόχρονα, η γαλλική πολιτική της “ρεβάνς”, δηλαδή η επιθυμία της Γαλλίας να αποκαταστήσει το γόητρό της και να ανακτήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη, (που είχε χάσει στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 – 1871) είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις της με τη Γερμανία, χαρακτηριστική επ’ αυτού ήταν και η υπόθεση Ντρέιφους.(υπήρξε ένα τεράστιο στρατιωτικοπολιτικό σκάνδαλο κατασκοπείας και ταυτόχρονα μία από τις μεγαλύτερες διεθνώς δικαστικές πλάνες που συντάραξε τη Γαλλία επί δώδεκα χρόνια, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.)
Την ίδια εποχή, η Αυστρο-ουγγαρία βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Τα νέα εθνικά βαλκανικά κράτη, που είχαν δημιουργηθεί μετά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστρο-ουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Έτσι, η Αυστροουγγαρία επιθυμούσε να διατηρηθεί το στάτους κβο των Βαλκανίων.
Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, πράγματα που έβρισκαν αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
Παγκόσμια αίτια
Η διακίνηση αγαθών και ανθρώπων δεν περιορίστηκε στο γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης. Ο ιμπεριαλισμός την περίοδο 1875-1914 αναπτύχθηκε και καθιερώθηκε. Οι μεγάλες δυνάμεις με σκοπό να υποστηρίξουν την ανερχόμενη βιομηχανία και οικονομία τους αποίκισαν νέα εδάφη για προμήθεια πρώτων υλών και για την προώθηση των προϊόντων τους. Ο αγροτικός τομέας σε αυτές τις χώρες και κύρια στην Αγγλία είχε συρρικνωθεί. Ο αποικισμός έλυνε αυτό το πρόβλημα. Αλλά συνάμα οδηγούσε και στον αποικιακό ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Η Βρετανική αυτοκρατορία περιελάμβανε τον Καναδά στη Βόρειο Αμερική, Αίγυπτο, Ινδία, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία και άλλες κτήσεις. Οι Γάλλοι έλεγχαν το ένα τρίτο της αφρικανικής ηπείρου τις παραμονές του πολέμου ενώ επεκτάθηκαν στην Άπω Ανατολή 1887-1897 στη Γαλλική Ινδοκίνα όπως επίσης και σε άλλες κτήσεις. Μεταξύ των δυο χωρών δημιουργήθηκε αντιπαλότητα στη μεταξύ τους σύγκρουση στη Φασόντα του Άνω Νείλου το 1898. Η Ρωσία είναι η μόνη αυτοκρατορία που επεκτάθηκε αποικιακά σε συνέχεια των εδαφών της στην Ασιατική ήπειρο. Η ήττα στον πόλεμο με την Ιαπωνία το 1904 περιόρισε τις ηγεμονικές φιλοδοξίες της και αύξησε τον ανταγωνισμό της με τη Βρετανία που ενθάρρυνε αυτόν τον πόλεμο.
Η Γερμανία έχοντας μείνει πίσω στον αποικισμό, για λόγους κυρίως γοήτρου εγκαινιάζει το 1897 την Weltpolitik (παγκόσμια πολιτική) της, απόφαση του νέου Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’. Δημιούργησε στόλο αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία της Βρετανίας.. Διείσδυσε οικονομικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, γεγονός που οδήγησε τις υπόλοιπες δυνάμεις να δημιουργήσουν ένα αντιγερμανικό μέτωπο. Αυτό το μέτωπο φάνηκε και στο ξέσπασμα της κρίσης του Μαρόκου το 1911 που Βρετανία, Γαλλία συνασπίστηκαν ενάντια στη Γερμανία. Η Ιταλία επεκτάθηκε μόνο στην Αφρική κυρίως για λόγους γοήτρου. Μέχρι το 1912 είχαν οριστεί οι ζώνες επιρροής όλων των μεγάλων δυνάμεων.
Ο αποικιακός ανταγωνισμός δεν ήταν αίτιο πολέμου, τα παράγωγα αυτού όμως συντέλεσαν στη δημιουργία πολεμικού κλίματος.
Ευρωπαϊκά αίτια
Πολεμικό κλίμα και συνθήκες διαμόρφωσαν και άλλοι παράγοντες που έχουν αφετηρία την Ευρώπη. Επειδή οι πολιτικές και οι οικονομικές διεργασίες δεν μπορούν να διαχωριστούν σε μια καπιταλιστική κοινωνία όπως η δυτική Ευρώπη, αυτές είναι έντονες λόγω των συνεπειών της εκβιομηχάνισης.
Η Ευρώπη αποτελούνταν από πολλές αντίπαλες “εθνικές οικονομίες” που προστατεύονταν η μία από την άλλη. Από το 1875-1914 συνταρασσόταν από τις πολιτικές διεργασίες με τη δημιουργία νέων πολιτικών κομμάτων με κύρια τα εργατικά. Η πολιτική ανέλαβε το ρόλο της θρησκείας των προηγούμενων αιώνων. Σε αυτό το έντονο πολιτικό κλίμα εξαπλώθηκε παράλληλα και η ιδεολογία του εθνικισμού στη νέα της μορφή με υποστηρικτές τους φιλελεύθερους. Αφορμή του πολέμου υπήρξε ένα γεγονός εθνικιστικού μίσους. Σέρβοι εθνικιστές δολοφόνησαν τον μετέπειτα διάδοχο της Αυστρίας Φραγκίσκο Φερδινάνδο στις 28 Ιουνίου 1914.
Απόρροια του εθνικισμού ήταν η θέληση προάσπισης των “εθνικών δικαίων” των λαών και κατ’ επέκταση το κλίμα ευφορίας που επικρατούσε για τον πόλεμο. Ενδεικτικό της παράλογης ψυχολογίας που επικρατούσε είναι το παρακάτω κείμενο:
Όσοι είχαν κατασκευάσει τη μηχανή του πολέμου και είχαν ενεργοποιήσει τους διακόπτες τώρα παρακολουθούσαν εμβρόνητοι την κίνηση των γραναζιών, ανίκανοι να πιστέψουν τι είχε συμβεί.
Σοβαρή αιτία πολέμου ήταν ο συνεχής ανταγωνισμός των εξοπλισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Οι κυβερνήσεις ενθουσιώδης έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας αγνοώντας πως ο πιο εξελιγμένος τεχνολογικά εξοπλισμός θα οδηγούσε στην καταστροφή . Βέβαια είναι αμφιλεγόμενο από τους ιστορικούς το κατά πόσο η τεχνολογική στρατιωτική υπεροχή την περίοδο 1789-1918 έδωσε τελικά συγκριτικό πλεονέκτημα στους νικητές . Σε αυτό τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, προβάδισμα πήρε η Γερμανία σε μια προσπάθεια να πάρει τη θέση της Αγγλίας.
Το προβάδισμα της Γερμανίας στους εξοπλισμούς συμβάδιζε με έναν αντίστοιχο δυναμισμό της οικονομίας της. Εδραιώθηκε σε ηγέτιδα βιομηχανική δύναμη τόσο στους παραδοσιακούς κλάδους της βιομηχανίας, όσο και στους νέους της χημικής και ηλεκτρικής βιομηχανίας κατέχοντας την πρωτοπορία στην Ευρώπη .
Καμία όμως χώρα δεν θα έμπαινε στον πόλεμο μόνη της, αν δεν ένιωθε την υποστήριξη χωρών με κοινά συμφέροντα. Δημιουργήθηκαν συνασπισμοί μεταξύ τους που τόνωσε το ηθικό και έδωσε μια σιγουριά για την επιτυχή έκβαση κάποιου πιθανού πολέμου.
Νίκη χωρίς ειρήνη: H σύνδεση με τον Β’ Παγκόσμιο
Το τέλος κάθε πολέμου επικυρώνεται με τις συνθήκες που υπογράφονται μεταξύ των αντιμαχόμενων μερών. Στην περίπτωση του τέλους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Συνθήκη των Βερσαλλιών στις 28 Ιουνίου 1919 υπογράφτηκε μονομερώς και άφησε μια γεύση αδικίας προς του ηττημένους που αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες πολέμου. Οι Γερμανοί διπλωμάτες αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις. Η Γερμανία πλήρωσε τον πόλεμο με απώλειες σε εδάφη έναντι της Γαλλίας, της Δανίας και της Πολωνίας. Μερική αποστρατικοποίηση, πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές και απαγόρευση ένωσή της με την Αυστρία. Ενδεικτικό του ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών περιόρισε προσωρινά το πρόβλημα των εξοπλισμών είναι ότι η Γερμανία το 1938 είχε διπλάσια στρατεύματα από αυτά του 1914.
Αυτή η αίσθηση “αδικίας” των Γερμανών θα τους έσπρωχνε στο μέλλον προς “επανόρθωση”. Δεν είναι τυχαίο πως από την επομένη η Γερμανία θα εκφραζόταν μέσω ακραίων καθεστώτων του φασισμού. Η Συνθήκη του Σεν Ζερμέν τον Σεπτέμβριο του 1919 καθόρισε τις τύχες της Αυστρίας και η Συνθήκη του Τριανόν τον Ιούνιο του 1920 πιστοποίησε τη διάλυση της Αυστρο-ουγγαρίας και καθόρισε την τύχη των υπόλοιπων κρατών. Με τις παραπάνω Συνθήκες επικράτησε η “Αρχή των Εθνοτήτων”. Όχι μόνο δεν περιορίστηκε ο εθνικισμός, αλλά εδραιώθηκε σχηματίζοντας τον εθνικό χάρτη της Ευρώπης που σε γενικές γραμμές παραμένει σταθερός μέχρι τις μέρες μας.
Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις υποχώρησαν ενώ αναδείχθηκε ως νέα πολιτική και οικονομική υπερδύναμη οι ΗΠΑ. Η αποικιοκρατία έχασε τη λάμψη της και θα καταργούνταν μετά από αρκετά χρόνια σε κάθε νέο κράτος ξεχωριστά.
Οι συμμαχίες πριν το πόλεμο είχαν το χαρακτηριστικό των ενώσεων κοινών συμφερόντων που όχι μόνο δεν διασφάλιζε την ειρήνη των λαών, αλλά δημιουργούσε τις συνθήκες πολέμου. Με οραματιστή τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον δημιουργήθηκε η Κοινωνία των Εθνών πρόδρομος του σημερινού Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με συμμετοχή όλων των κρατών του κόσμου με στόχο την ειρήνη. Η μη συμμετοχή της Γερμανίας της Ρωσίας και μετέπειτα την αποχώρηση των ΗΠΑ, οδήγησε στην αναποτελεσματικότητα του θεσμού, πλην όμως οι βάσεις είχαν μπει.
Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Ian Kershaw “τον Χίτλερ τον δημιούργησε ο πόλεμος και οι συνέπειες του”. Χωρίς τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο δε θα υπήρχε πολιτική καριέρα για δημαγωγούς τύπου Χίτλερ, ούτε και θα εμφανίζονταν τόσο μαζικά τα φασιστικά και τα ναζιστικά μορφώματα, που δημιουργήθηκαν μέσα από την οικονομική και κοινωνική αποσύνθεση της μεταπολεμικής περιόδου.
Η Γερμανία μετά τον πόλεμο
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τους λόγους που οδηγηθήκαμε στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο πρέπει να εξετάσουμε τη συνέβη στη Γερμανία αμέσως μετά τη τέλος του.
Από τον πόλεμο έχασαν τη ζωή τους πάνω από 2,5 εκατομμύρια Γερμανοί είχαν πεθάνει δεύτερον τα οικονομικά προβλήματα ήταν σοβαρά, συμπεριλαμβανομένου την άνοδο των τιμών, ανεργία και τον συνεχή αποκλεισμό από τους συμμάχους και τρίτων η Χώρα αντιμετώπιζε την προοπτική μιας σκληρής συνθήκης που διαπραγματευόταν στο Παρίσι.
Η συνθήκη των Βερσαλλιών
Τα νέα για τη Συνθήκη ήταν σοκ για τη νέα κυβέρνηση και το γερμανικό λαό. Στην ουσία όλοι οι όροι της Γερμανίας κατήγγειλαν τη συμφωνία. Έγινε γνωστή ως «επιβολή» (Diktat) μια και η χώρα εξαναγκάστηκε να υπογράψει. Την ημέρα της υπογραφής οι προτεσταντικές εκκλησίες κήρυξαν εθνικό πένθος.
Οι Γερμανοί ήταν έξαλλοι με την απώλεια των αποικιών, των εδαφών και του πληθυσμού σε Γαλλία, Βέλγιο και Πολωνία. Επιπλέον υπήρχε δυσφορία για τους περιορισμούς στο μέγεθος του στρατού και του ναυτικού, την απαγόρευση για αεροπορική δύναμη και τεθωρακισμένα, αλλά προβλεπόταν και αποστρατικοποίηση της Ρίνελαντ. Παράλληλα, υπήρξε η αίσθηση ότι στην περίπτωση των Γερμανών της Αυστρίας αγνοήθηκε η αρχή του αυτοπροσδιορισμού. Επίσης οι κυβερνώντες θεώρησαν άδικα τα μέτρα για τις αποζημιώσεις πολέμου. Αμεσο αποτέλεσμα της Συνθήκης ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς που την υπέγραψαν. Αυτό φάνηκε στα χαμηλά ποσοστά των κομμάτων που υποστήριξαν τη Δημοκρατία στις εκλογές του 1920.
Ηγέτες και αξιωματούχοι όλων των κρατών – μεταξύ τους ο Ελευθέριος Βενιζέλος, δεύτερος από αριστερά στη δεξιά πλευρά του τραπεζιού – διαπραγματεύονται τους όρους της ειρηνευτικής συμφωνίας
Η κατοχή της Ρουρ από τη Γαλλία
Το 1921 η επιτροπή αποζημιώσεων των συμμάχων ζητούσε από την γερμανική κυβέρνηση 6.6 δισεκατομμύρια λίρες. Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν και την περίοδο 1922-23 αθέτησαν τη συμφωνία για τις αποζημιώσεις.
Αυτό δεν έμεινε ατιμώρητο καθώς 70 χιλιάδες στρατιώτες από Γαλλία και Βέλγιο κατέλαβαν τη Ρουρ. Σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν την παραγωγή της περιοχής, που ήταν η καρδιά της βιομηχανίας σαν τρόπο αποπληρωμής. Η γερμανική κυβέρνηση ξεκίνησε παθητική αντίσταση και προκάλεσε γενική απεργία. Κάποιοι προχώρησαν και σε τρομοκρατικές ενέργειες. Η αντίδραση των Γάλλων ήταν σκληρή. Βίαιες έρευνες στα σπίτια, απαγωγές, και εκτελέσεις.
Οι οικονομικές συνέπειες της κατοχής ήταν καταστροφικές. Η απώλεια παραγωγής στη Ρουρ εξαπλώθηκε και η ανεργία εκτινάχθηκε από 2% στο 23%. Οι τιμές βγήκαν εκτός ελέγχου, αφού τα φορολογικά έσοδα κατέρρευσαν και η χρηματοδότηση του κράτους γινόταν με το τύπωμα χρημάτων.
Γάλλοι στρατιώτες στη Ρουρ
Η περίοδος Στρεσεμαν
Στις σκοτεινές ημέρες του 1923, ο Γκούσταβ Στρέσεμαν έγινε καγκελάριος και οι πολιτικές του βοήθησαν στην αλλαγή της τύχης της Βαϊμάρης. Ηταν ένθερμος υποστηρικτής της εμπλοκής της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο και υπερασπίστηκε την μάχη με υποβρύχια, σαν το μόνο τρόπο για να επικρατήσουν της Βρετανίας.
Τα επόμενα έξι χρόνια, σαν υπουργός εξωτερικών προσπάθησε να βελτιώσει τη θέση της Γερμανίας εκτός συνόρων και συνεργάστηκε με Γαλλία και Βρετανία ώστε να εξασφαλίσει αναθεώρηση κάποιων όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Η πολιτική ονομάστηκε “πολιτική της εκπλήρωσης”.
Κατάφερε αρκετά. Μετά από πίεση ΗΠΑ και Αγγλίας, η Γαλλία αποσύρθηκε από τη Ρουρ. Ο Στρέσεμαν δέχτηκε τις υποδείξεις της επιτροπής Dawes για συμβιβασμό στο θέμα των αποζημιώσεων. Ένας μετριοπαθής τρόπος πληρωμής ορίστηκε, ανεβαίνοντας από 50 εκατομμύρια λίρες σε 125 εκατομμύρια μετά από πέντε χρόνια. Πρόσθετα υπήρξε αναστολή δραστηριότητας (μορατόριουμ) στην αποπληρωμή. Το δάνειο ύψους 800 εκατομμυρίων δολαρίων τόνωσε τη Γερμανία. Τα επόμενα πέντε χρόνια υπήρξε εισροή χρημάτων από την Αμερική που βελτίωσαν την οικονομική κατάσταση.
O Γκούσταβ Στρέσεμαν
Η Συνθήκης του Λουκάρνο
Το 1925 πήρε την πρωτοβουλία που οδήγησε στη Συνθήκη της Λουκέρνης. Με αυτή τη συμφωνία η Γερμανία αναγνώριζε τα δυτικά σύνορα και υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει ειρηνικά μέσα για να εξασφαλίσει αναθεώρηση των συνόρων της στα ανατολικά. Ο Στρέσεμαν ήταν εθνικιστής και δεν ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει νόμιμες (όπως νόμιζε) διεκδικήσεις για την επιστροφή της Ντανζίγκ κι άλλων εδαφών στην Πολωνία.
Το Σεπτέμβριο του 1926 έγινε μόνιμο μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Η θέση ήταν αναγνώριση τους status και της δύναμης της.
Μέρος της πολιτικής που ακολουθούνταν, η πρώτη από τις τρεις ζώνες της Ρίνελαντ εκκενώθηκε το 1926. Τον επόμενο χρόνο η διεθνής επιτροπή ελέγχου που επιθεωρούσε τον αφοπλισμό της Γερμανίας αποσύρθηκε. Το 1929 μειώθηκε το ποσό των αποζημιώσεων στα 2 δισεκατομμύρια στερλίνες και ο χρονικός ορίζοντας αποπληρωμής ορίστηκε σε μια περίοδο 59 χρόνων. Ο Στρέσεμαν κέρδισε απόλυτη εκκένωση των συμμάχων από τη Ρίνελαντ ως τον Ιούνιο του 1930.
Όταν πέθανε τον Οκτώβριο του 1929 η φήμη του ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα και υπήρχε ελπίδα για ειρήνη στην Ευρώπη. Ο Χίτλερ σημείωσε ότι ο Στρέσεμαν “δεν μπορούσε να πετύχει περισσότερα”.
Στρέσεμαν, Σάμπερλαιν και Μπριάν κατά τη διάρκεια της συνθήκης του Λουκάρνο
Η κατάρρευση της Βαϊμάρης 1930-33
Ο θάνατος του Στρέσεμαν δεν μπορούσε να έρθει σε πιο ακατάλληλη στιγμή για τη νέα Δημοκρατία. Η εισβολή της “Μεγάλης κατάπτωσης” θα είχε δραματικές επιπτώσεις.
Η ανύψωση της γερμανικής οικονομίας ήταν αποτέλεσμα των δανείων από τις ΗΠΑ. Με αυτά είχαν χρηματοδοτηθεί κυβερνητικά έργα κι άλλες δραστηριότητες. Τα ποσοστά κερδών αυξάνοντας και κεφάλαιο έρρεε στα ταμεία. Μεγάλες εταιρίες δανείζονταν και ήταν εξαρτημένες από τα χρήματα που έδινε η Αμερική. Γερμανικές τράπεζες τα χρησιμοποίησαν για να επενδύσουν. Τα θεμέλια της οικονομίας ήταν σαθρά.
Καλά όλα αυτά, όμως το κραχ του 1929 ερχόταν και η Γερμανία θα δεχόταν μεγάλο χτύπημα. Την περίοδο 1928-29 δεν υπήρξε βιομηχανική ανάπτυξη και η ανεργία ανέβηκε στα 2,5 εκατομμύρια πολίτες. Στις 29 Οκτωβρίου του 29’ πουλήθηκαν 16.4 εκατομμύρια μετοχές! Οι τιμές κατρακύλησαν. Έτσι οι ΗΠΑ απαίτησαν εισαγωγές. Οι αμερικάνικες τράπεζες είδαν τις απώλειες του να μεγαλώνουν και άρχισαν να πιέζουν για τα βραχυπρόθεσμα δάνεια στα οποία είχε στηριχτεί η γερμανική οικονομία. Οι μεγάλες εταιρίες άρχισαν τις απολύσεις, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Το 1931 μερικές τράπεζες σε Αυστρία και Γερμανία έβαλαν λουκέτο. Το Φεβρουάριο του 1932 η ανεργία έφτασε στα 6.1 εκατομμύρια πολίτες. Στην ουσία ένας στους τρεις ήταν χωρίς δουλειά. Η μείωση εισοδήματος, έφερε κατάρρευση στα φορολογικά έσοδα. Κάποια στιγμή η κυβέρνηση δεν μπορούσε να πληρώσει επιδόματα.
Η άνοδος του Ναζισμού
Το έγκλημα και οι αυτοκτονίες αυξάνονταν. Πολλοί έχασαν την ελπίδα τους. Ο κόσμος άρχισε να εγκαταλείπει τα δημοκρατικά κόμματα και στράφηκε στα κομμουνιστικά και στο ναζισμό. Στις εκλογές του 1930 οι Ναζί κέρδισαν 107 αντιπροσώπους. Υπήρξε αντίθεση στο δημοκρατικό σύστημα και οι ναζιστές χρησιμοποιούσαν βία ενάντια στους πολιτικούς αντιπάλους. Οι ομάδες του Χίτλερ συγκρούονταν συχνά με τους κομμουνιστές.
Ο νέος καγκελάριος, κεντρώος πολιτικός Χάινριχ Μπρούνινγκ, ακολούθησε σφιχτή οικονομική πολιτική για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό και να διατηρήσει ανταγωνιστικές τις εξαγωγές. Προχώρησε σε αύξηση φορολογίας, μείωσε μισθούς και τη βοήθεια στους ανέργους. Αν και η στρατηγική φαινόταν σωστή, χειροτέρεψε τα πράγματα. Η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος επέτεινε τη σύγχυση. Ο Μπρούνινγκ δεν ήταν καθόλου δημοφιλής. Μάλιστα, ονομάστηκε «ο πεινασμένος καγκελάριος».
Το τέλος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Η δυσμένεια ήταν μεγάλη για τον Μπρούνινγκ που ήταν αδύνατο να έχει πλειοψηφία στη Ράιχσταγκ. Επικαλέστηκε το άρθρο 48 και τις ειδικές διατάξεις για να περάσει νομοσχέδια. Το 1932 το κοινοβούλιο είχε απαξιωθεί.
Κάποιοι από τους συμβούλους του προέδρου ήθελαν στη κυβέρνηση και τους Ναζί, αλλά ο Μπρούνινγκ ήταν αντίθετος. Επιδίωξη τους: Να προσπεράσουν τη Ράιχσταγκ και να εγκαταστήσουν μια δεξιά αυταρχική κυβέρνηση. Ο Χίντενμπουργκ έχασε την εμπιστοσύνη του στον καγκελάριο και τον αντικατέστησε με τον εξ ίσου μη δημοφιλή Φον Πάπεν. Το συμβούλιο των βαρόνων δεν είχε καμία στήριξη και φάνηκε στις εκλογές του 1932.
Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για τη δημοκρατία στη Γερμανία της Βαϊμάρης. Το ναζιστικό κόμμα (NSDAP) κέρδισε το 37% των ψήφων και 230 έδρες. Η πολιτική βία εντάθηκε και πολλοί σκοτώθηκαν. Το Νοέμβριο του 1932 οι Ναζί παρέμεναν η πιο μεγάλη δύναμη. Ο Φον Πάπεν αντικαταστάθηκε από τον Φον Σλέσερ στην καγκελαρία. Ο Φον Πάπεν άρχισε αμέσως την προσπάθεια ανατροπής του νέου καγκελάριου και ήρθε σε επαφή με τον Χίτλερ. Συμφώνησαν αυτός να γίνει καγκελάριος σε μια κυβέρνηση με υποστηρικτές του Πάπεν. Ο πρόεδρος Πάουλ Φον Χίντενμπουργκ αντιπαθούσε τον Χίτλερ, πείστηκε να τον ορίσει καγκελάριο στις 30 Ιανουαρίου.
Η κυριαρχία του Χίτλερ
Αυτό ήταν και το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Από το 1933 ο Χίτλερ επιβάλλει δικτατορικό καθεστώς Στις 27 Φεβρουαρίου έγινε ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ. Οι εθνικοσοσιαλιστές κατηγόρησαν τους κομμουνιστές και ενεργοποιώντας το άρθρο 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης απέκτησαν τη δύναμη που ήθελαν για να καταργήσουν θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτικών τους αντιπάλων (κυρίως των κομμουνιστών).
Την απόλυτη κατάκτηση της εξουσίας πέτυχαν με τον “Εξουσιοδοτικό νόμο” (Ermächtigungsgesetz) στις 23 Μαρτίου, ο οποίος έπρεπε να ψηφιστεί από τουλάχιστον τα δυο τρίτα της βουλής. Με την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) και την σύλληψη πολλών σοσιαλδημοκρατών βουλευτών, ο Χίτλερ κατάφερε, με τη βοήθεια του συντηρητικού “Zentrum” και του εθνικιστικού «DNVP» να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους. Ο “Εξουσιοδοτικός νόμος” παραχώρησε όλη την νομοθετική εξουσία στην Κυβέρνηση, ανεξάρτητα από κοινοβούλιο και Πρόεδρο. Με άλλα λόγια, το Κοινοβούλιο επέτρεψε την ενοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας με την νομοθετική και, με τον τρόπο αυτό, έγινε περιττό. Με την απόφαση αυτή αρχίζει στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, γνωστή και ως εποχή του “Τρίτου Ράιχ”.
Πηγές:
Norman Stone: Συνοπτική ιστορία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου
Ian Westwell: Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Sidney Rogerson: Στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου