Οι "αόρατοι" Εμπουμπεκίρ και Γκόντσα

ΟΙ “ΑΟΡΑΤΟΙ” ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΡΑΤΟΙ

Άνθρωποι που κέρδισαν την ελευθερία τους και τελικά, έχασαν τα πάντα. "Οι Αόρατοι" της Μαριάννας Κακαουνάκη είναι η ταινία που πρέπει να προβληθεί, το μήνυμά της πρέπει να ακουστεί και το μέλλον των αυτοεξόριστων Τούρκων, επιτέλους, να διασφαλιστεί.

Συγκλονιστικοί. Μόνο έτσι μπορούν να περιγραφούν οι “Αόρατοι” της Μαριάννας Κακαουνάκη. Το “σκληρό” πρόσωπο της πραγματικότητας, που πολλές φορές κι εμείς οι ίδιοι αποφεύγουμε να βλέπουμε, αποτυπώνεται με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο σε μόλις 80 λεπτά.

Είναι ένα ντοκιμαντέρ που έκανε -δικαίως- μεγάλο ταξίδι και σε διεθνή φεστιβάλ και για το οποίο η Μαριάννα Κακαουνάκη πρέπει να είναι περήφανη. Και είναι περήφανη.

Κατάφερε να φέρει κοντά της ανθρώπους πονεμένους, οι οποίοι μέσα στο φόβο τους για το άγνωστο -και όχι μόνο- τής άνοιξαν την πόρτα του (προσωρινού) σπιτιού τους και κατ’ επέκταση, την καρδιά τους. Οι ιστορίες των πρωταγωνιστών για κάποιους ίσως παραπέμπουν σε σενάριο ταινίας τρόμου. Είναι όμως, πέρα για πέρα για αληθινές.

Στους “αόρατους”, που θα προβληθούν στον κινηματογράφο “Δαναό” στις 16 και 17 Απριλίου, περιγράφεται η ζωή Τούρκων προσφύγων, που τόσο βίαια κλήθηκαν να αλλάξουν από τη μια ημέρα στην άλλη. Η απόπειρα πραξικοπήματος στη γειτονική χώρα το 2016 έμελλε για εκείνους να είναι καθοριστική. Κι αυτό, διότι είχαν την “ατυχία” να είναι οπαδοί του κινήματος Χιζμέτ, γνωστοί και ως “γκιουλενιστές”.

Η οικογένεια Καρά, ο Εμπουμπεκίρ και η Γκόντσα, ένα παντρεμένο ζευγάρι εκπαιδευτικών, καταλήγουν εν μία νυκτί να κατηγορούνται για τρομοκρατία, χωρίς το παραμικρό στοιχείο που να το αποδεικνύει. Έκτοτε αναζητούνταν για τρία ολόκληρα χρόνια. Στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τη “δημοκρατία” του Ερντογάν, παίρνουν μερικά από τα υπάρχοντά τους, τα τρία παιδιά τους (τον Μουσταφά, την Γκουλσούμ και τον Αλί Ιχσάν), επιβιβάζονται σε μια βάρκα και πορεύονται προς την Ελλάδα.

Σκοπός τους ήταν να διαφύγουν από την Τουρκία και όχι να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Το ταξίδι τους όμως, όπως και για χιλιάδες ακόμη πρόσφυγες, δεν ήταν “ονειρικό”. Καταφέρνουν να έρθουν στην Αθήνα και η Μαριάννα Κακαουνάκη από την πλευρά της, καταφέρνει να τους κερδίσει την εμπιστοσύνη, κάτι που όπως και η ίδια λέει στο Magazine, ήταν ίσως η μεγαλύτερα δυσκολία που αντιμετώπισε.

Και τα κατάφερε. Ο Εμπουμπεκίρ και η Γκόντσα, άνοιξαν το σπίτι τους στη Μαριάννα Κακαουνάκη και τον διευθυντή φωτογραφίας του ντοκιμαντέρ, Απόστολο Νικολαΐδη. Όμως η εικόνα που αντίκρισαν ήταν αποκρουστική, από τα έντομα που “κατοικούσαν” κι εκείνα στο διαμέρισμα. “Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα πως ήμουν πρόσφυγας”, περιγράφει ο Εμπουμπεκίρ.

Στιγμιότυπο από τα γυρίσματα της ταινίας Μαριάννα Κακαουνάκη

Δεν το έβαλαν κάτω, καθώς είναι αξιοπρεπείς. Και προσπαθούν με κάθε δυνατό τρόπο -πολλές φορές ανεπιτυχώς- να αφήσουν πίσω τους το δραματικό γεγονός που συνέβη.

Ο Αχμέτ δεν θέλει πλέον να είναι… αόρατος

Παράλληλα με τη ζωή της οικογένειας Καρά, παρουσιάζεται κι εκείνη του Αχμέτ, ενός διωγμένου γκιουλενιστή, που στην πατρίδα του ήταν γιατρός και στην Ελλάδα, μαζί με τη σύζυγό του και άλλους Τούρκους της κοινότητας, κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία και να μην είναι πλέον… αόρατος.

Ο Αχμέτ περιγράφει στο Magazine το μοιραίο μεσημέρι που του άλλαξε ριζικά τη ζωή, λίγο καιρό μετά την απόπειρα πραξικοπήματος.

“Γύρισα στο σπίτι από τη δουλειά. Λίγο αργότερα, ήρθαν αστυνομικοί και μου χτύπησαν την πόρτα. Κατάλαβα ότι ήρθαν για τη γυναίκα μου. Μπήκαν και έψαχναν όλο το σπίτι μανιωδώς, για να βρουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τις κατηγορίες ότι ήμασταν τρομοκράτες”, λέει για τα λεπτά που προηγήθηκαν, πριν τη σύλληψη της συζύγου του από τις τουρκικές αρχές.

“Πήραν τη γυναίκα μου και την πήγαν στη φυλακή. Εμένα δεν με συνέλαβαν, γιατί δεν βρήκαν κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι είμαι τρομοκράτης. Έξι μήνες μετά την πρώτη δίκη αφέθηκε ελεύθερη. Τότε πήραμε την απόφαση να φύγουμε από την Τουρκία, καθώς δεν ήμασταν ασφαλείς”.

Αυτή ήταν και η αφετηρία για το μεγάλο ταξίδι που είχαν μπροστά τους. Χρειάστηκαν δύο μήνες για να βρουν τρόπο και να διαφύγουν τελικά από την Τουρκία. Όλο αυτό το διάστημα, μαζί με άλλους συμπατριώτες τους που κατηγορούνταν άδικα για τρομοκρατία, ζούσαν καθημερινά με το φόβο.

“Ήρθαμε σε επαφή με διακινητές και κανονίσαμε να φύγουμε για την Ελλάδα. Δώσαμε 5.000 ευρώ, επιβιβαστήκαμε σε μια βάρκα και καταφέραμε να φτάσουμε στην Αθήνα”.

Ο ίδιος περιγράφει τα συναισθήματα που βίωσε όταν έφτασε στην Ελλάδα. “Μόλις πέρασα τα σύνορα, ένιωσα τη χώρα σπίτι μου”.

Η άφιξή του όμως στην Αθήνα, τον έφερε αντιμέτωπο με άλλα ζητήματα -μεταξύ άλλων- αυτά της γραφειοκρατίας. Τρεις μήνες μετά κατάφεραν να αιτηθούν άσυλο. Δεν ήθελε να νιώθει άλλο παράνομος. Ήθελε να εγκατασταθεί, να νιώσει πως βρίσκεται στη δεύτερη πατρίδα του και έκανε μεγάλες προσπάθειες για να το πετύχει.

Ο Αχμέτ στο σπίτι του στην Αθήνα

Η γλώσσα δεν στάθηκε εμπόδιο στην επίτευξη των στόχων του. Έχοντας αφήσει πίσω τη ζωή και τη δουλειά του, θέλησε να τα ανακτήσει και στην Ελλάδα, εξασκώντας τουλάχιστον το επάγγελμά του.

“Είμαστε πέντε χρόνια στην Ελλάδα. Η γυναίκα μου δουλεύει σε εταιρεία και εγώ, τα τελευταία δύο χρόνια, έκανα εντατικά μαθήματα αγγλικών, ώστε να δώσω εξετάσεις και να αναγνωριστεί το πτυχίο μου στην ιατρική, για να μπορώ να εξασκώ το επάγγελμα”.

Ο φόβος εκείνων που έμειναν πίσω

Παρόλο που εκείνος με τη γυναίκα του κατάφεραν να ξεφύγουν του καθεστώτος του Ερντογάν, αρκετοί είναι εκείνοι που έμειναν πίσω. Ο Αχμέτ έχει κρατήσει επαφή με λίγους μόνο. “Όλοι φοβούνται ακόμη και να μιλάνε γι’ αυτό, γιατί κινδυνεύουν”.

Όταν τον ρωτήσαμε τι πιστεύει πως θα γινόταν, αν δεν είχε φύγει από την Τουρκία, η απάντησή του ήταν ξεκάθαρη. “Ακούω από πολλούς που δικάστηκαν, ότι δεν μπορούν πλέον να βρουν δουλειά, γιατί θεωρούνται προδότες. Σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, όσοι δεν δουλεύουν, αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης”. Και αυτά τα λίγα λόγια του περιγράφουν με απόλυτη ακρίβεια την κατάσταση που επικρατεί στη “δημοκρατική” χώρα του Ερντογάν.

Δεν σταματά ωστόσο να ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον, τόσο για τον ίδιο, όσο και για εκείνους που έμειναν πίσω, οικειοθελώς και μη. “Ελπίζω στο μέλλον να είμαι καλύτερα. Και όλοι στην Τουρκία. Να ανακουφιστούν και να είναι ελεύθεροι”.

Το δράμα που έζησε ο ίδιος πριν περίπου έξι χρόνια έχει τρομακτικές ομοιότητες με αυτό που βιώνουν σήμερα οι Ουκρανοί και θέλησε να μας πει μια κουβέντα πάνω σε αυτό. “Λυπόμαστε πολύ για τους δικτάτορες που προσπαθούν να επιβιώσουν σκοτώνοντας ανθρώπους”.

Τα “μάτια” που τους έκαναν ορατούς

Η Μαρία Κακαουνάκη ήταν εκείνη που κατάφερε να “ξεκλειδώσει” αυτούς τους ανθρώπους, να τους κάνει να νιώσουν ασφαλείς και να πουν τις ιστορίες τους.

Μέσω μιας λιτής και παράλληλα τόσο “πλούσιας” σκηνοθετικής προσέγγισης, ανέδειξε με απόλυτη επιτυχία το ανθρώπινο ζήτημα που αντιμετωπίζουν τα τελευταία περίπου έξι χρόνια χιλιάδες αυτοεξόριστοι από την Τουρκία. Τους αγκάλιασε κι εκείνοι την εμπιστεύτηκαν.

Η δημοσιογράφος εξιστορεί στο Magazine όσα έζησε μαζί τους για έξι μήνες, όσο διήρκησαν τα γυρίσματα, τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν, αλλά και πόσο επηρεάστηκε από τις τραγικές, προσωπικές ιστορίες αυτών των ανθρώπων, που “βούτηξαν στη θάλασσα, γιατί δεν τους κρατούσε πλέον η στεριά”.

Ποιοι είναι “Οι Αόρατοι”;

Είναι ουσιαστικά οι χιλιάδες Τούρκοι που τα τελευταία χρόνια έχουν εξαναγκαστεί να φύγουν από τη χώρα τους. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται στην Ελλάδα. Εγώ τους πρωτογνώρισα το 2017. Είναι άνθρωποι απλοί, γιατροί, εκπαιδευτικοί, επιχειρηματίες, δικαστικοί, που ουσιαστικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016 κατηγορήθηκαν χωρίς στοιχεία ως τρομοκράτες.

Τότε λοιπόν εγώ άρχισα να τους γνωρίζω και να ακούω τις ιστορίες τους, αλλά αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση είναι ότι για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα δεν ήθελαν καμία δημοσιότητα, δεν ήθελαν καν να πω τις ιστορίες τους χωρίς τα ονόματά τους. Ήθελαν να παραμείνουν αόρατοι και αυτό μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, γιατί συνειδητοποίησα ότι φοβόντουσαν. Και όχι άδικα. Αλλά δεν τους πίεσα ποτέ, δεν προσπάθησα ποτέ να τους πείσω ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα, απλά άφησα χρόνο να περάσει.

Ήμουν κοντά στην κοινότητα και συνέχισα να τους συναντάω. Κάποια στιγμή κάναμε ένα ρεπορτάζ στην εφημερίδα και εκεί ένιωσα πρώτη φορά την ανάγκη να μπω σε μεγαλύτερο βάθος και να προσπαθήσω να αποτυπώσω αυτή την ιστορία, γιατί ήταν μια ιστορία σε εξέλιξη και ακόμα είναι, δεν έχει τελειώσει. Ακόμη και τώρα κάθε βδομάδα έρχονται από την Τουρκία άτομα με τον ίδιο τρόπο.

Ποια ήταν η έμπνευση για να κάνεις το ντοκιμαντέρ;

Πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι ήθελα να δοκιμάσω μια πιο κινηματογραφική προσέγγιση στη δουλειά μου, αλλά νομίζω η απόφαση ήρθε λόγω της ιστορίας και της πρόσβασης που είχα σε αυτήν.

Το ντοκιμαντέρ έκανε ένα μεγάλο “ταξίδι” και σε διεθνή φεστιβάλ και σκοπός του ήταν, μεταξύ άλλων, να γίνουν γνωστές οι τραγικές ιστορίες των ανθρώπων που συμμετέχουν. Αυτός ο σκοπός, το μήνυμα που ήθελες να ακουστεί, ακούστηκε;

Ελπίζω πως ναι. Αυτό που ήθελα είναι αρχικά, όποιος δει την ταινία να καταλάβει τι συμβαίνει στην Τουρκία. Είναι μια ιστορία που ακόμη και σήμερα, παραμένει άγνωστη, πολύς κόσμος δεν γνωρίζει.

Πήγαινα σε μεγάλα φεστιβάλ στο εξωτερικό και μετά ερχόταν κόσμος και μου έλεγαν “δεν είχαμε ιδέα τι συμβαίνει”. Για εμένα αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό, να προσπαθήσουμε να κάνουμε “ορατούς” αυτούς τους ανθρώπους και η ιστορία τους να ακουστεί.

Πολλοί είναι εκείνοι που πράγματι δεν ξέρουν τι συμβαίνει με την τουρκική κοινότητα αυτοεξόριστων. Τι θα έπρεπε να γνωρίζουν;

Ότι είναι μια ομάδα, ουσιαστικά προσφύγων, που δεν έχουν φύγει από μια εμπόλεμη ζώνη. Έχουν φύγει από μια χώρα που υποτίθεται υπάρχει δημοκρατία. Αυτό όταν το συνειδητοποιήσεις είναι τρομακτικό, το τι συμβαίνει σε μια χώρα που είναι σαν τη δική μας υποτίθεται. Όποιος δει αυτή την ταινία θα ταυτιστεί με αυτούς τους ανθρώπους, γιατί οι επιθυμίες τους δεν διαφέρουν από τις δικές μας. Θέλουν να είναι ελεύθεροι, θέλουν να έχουν δουλειά να προσφέρουν στα παιδιά τους ασφάλεια και μια καλή ζωή.

Η Μαρία Κακαουνάκη με τον Εμπουμπεκίρ Καρά Μαριάννα Κακαουνάκη


Και είναι άνθρωποι οι οποίοι έχασαν τα πάντα, όχι μόνο η οικογένεια Καρά που προφανώς έχασε πραγματικά τα πάντα, αλλά και άνθρωποι τους οποίους γνώρισα, πενθούν ουσιαστικά τη ζωή που έχασαν, η οποία όμως υπάρχει ακόμα στη χώρα τους.

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Αχμέτ είχε μπει στο Google Maps και κοιτούσε τη γειτονιά του. Και σκεφτόμουν ότι η γειτονιά αυτού του ανθρώπου υπάρχει, η δουλειά του υπάρχει, το νοσοκομείο του υπάρχει, οι φίλοι του, η οικογένειά του και αυτός είναι εδώ και κατηγορείται ως τρομοκράτης.

Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε;

Η μεγαλύτερη δυσκολία, βέβαια, ήταν να δεχτούν να συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ. Ακόμα και όταν είχαν πει το ναι, ήταν πολλές φορές που κάναμε γυρίσματα στους χώρους της κοινότητας και την επόμενη ημέρα μάς έπαιρνε κάποιος και μας έλεγε “ξέρετε, σε αυτό το πλάνο φαίνεται κάποιος που τελικά δεν θέλει να συμμετέχει”. Και αυτό ήταν το σεβαστό, ήταν η υπόσχεση που τους είχα δώσει από την αρχή.

Άλλη μια τεράστια δυσκολία ήταν η γλώσσα. Δεν είχαμε μεταφραστή στα γυρίσματα, οπότε ήταν πάρα πολύ δύσκολο για τον Απόστολο Νικολαΐδη, τον διευθυντή φωτογραφίας να προσπαθεί να καταλάβει τι τραβάει, γιατί δεν καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή τι λένε. Και αντίστοιχα στο μοντάζ.

Υπήρχαν δύο όψεις στις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε με τη γλώσσα. Υπήρχε και μια αίσθηση για αυτούς ίσως, το γεγονός ότι δεν καταλαβαίναμε, τους βοήθησε πιο πολύ στο να ξεχάσουν ότι είμαστε εκεί.

Τι ξεχωρίζεις από όλα αυτά που ζήσατε;

Θα ξεχώριζα την προβολή μαζί τους. Καταρχήν, όλα όσα έχω ζήσει μαζί τους με έχουν επηρεάσει βαθιά. Αλλά και στις δύο προβολές που έχω κάνει μαζί τους (με όλους τους πρωταγωνιστές), υπήρχε μια φοβερή ενέργεια όταν το παρακολουθούσαμε μαζί και ήταν πολύ σημαντικό. Και βέβαια νιώθω φοβερή ικανοποίηση και ευγνωμοσύνη που με εμπιστεύθηκαν να πω αυτή τη ιστορία. Ήταν τεράστιο το βάρος, οπότε είναι και ιδιαίτερη χαρά όταν βλέπεις ότι είναι και αυτοί ικανοποιημένοι, δεν το έχουν μετανιώσει και τους άρεσε.

Πώς σε έχει επηρεάσει;

Με έχει επηρεάσει πολύ. Τώρα που έχει περάσει καιρός συνειδητοποιώ ότι, παρότι είχα μπει πάρα πολύ σε αυτή την ιστορία, είχα προσπαθήσει να κρατήσω και μια απόσταση για να μπορέσω να ολοκληρώσω την ταινία όπως την είχα στο μυαλό μου. Τώρα που έχω πάρει μια απόσταση, συνειδητοποιώ πραγματικά τι έχουν περάσει αυτοί οι άνθρωποι, πόσο μαζικός είναι αυτός ο διωγμός και συγκινούμαι βαθιά για όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν χάσει τα πάντα.

Πολλές φορές αναρωτήθηκα, αν μου είχε συμβεί το ίδιο πώς θα αντιδρούσα, αν θα έδειχνα την ίδια δύναμη, την ίδια ψυχραιμία που έδειχναν αυτοί και είναι από τα πράγματα που μου έκαναν πραγματικά εντύπωση, το πώς, ενώ έχουν περάσει τραγικές καταστάσεις, παρέμεναν ψύχραιμοι και κάπως αισιόδοξοι για το μέλλον. Προσπαθούν να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για αυτό που έχουν μπροστά τους.


Συντελεστές

Σενάριο & Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κακαουνάκη Διευθυντής Φωτογραφίας: Απόστολος Νικολαΐδης Κάμερα: Απόστολος Νικολαΐδης, Μαριάννα Κακαουνάκη Μοντάζ: Μυρτώ Λεκατσά/ Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου/ Μιξάζ: Κώστας Βαρυπομπιώτης/ Ηχολήπτης: Κώστας Κουτελιδάκης/ Μοντάζ Σχεδιασμός-Ήχου Σχεδιασμός Ήχου: Βάλια Τσέρου/ Χρωματική επεξεργασία: Άγγελος Μάντζιος/ DCP Mastering: Metapost/ Παραγωγή: Μαριάννα Κακαουνάκη
Το ντοκιμαντέρ υποστηρίχθηκε από τον μη κερδοσκοπικό δημοσιογραφικό οργανισμό iMEdD.

Οι “Αόρατοι” θα προβληθούν Σάββατο και Κυριακή 16 και 17 Απριλίου, στις 17.30, στον κινηματογράφο Δαναό.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα