ΟΙ DURAN DURAN ΣΤΑ 80S ΟΥΤΕ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΟΥΝ ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΟΙ
Κάποτε οι μεγαλύτεροι ποπ σταρ στον πλανήτη, σήμερα ποπ γαλαζοαίματοι. Ο μπασίστας τους, Τζον Τέιλορ, μίλησε στο Magazine με αφορμή το καινούριο τους άλμπουμ “Future Past”.
Μια φορά κι έναν καιρό, τις πρώτες κυριολεκτικά ημέρες των 80s, 5 αγόρια στο Μπέρμιγχαμ μόλις είχαν ενηλικιωθεί. Η έκρηξη του πανκ τους είχε πετύχει στην εφηβεία, τους φούλαρε με τη βενζίνη της αυτοπεποίθησης, τους δημιούργησε τη φιλοδοξία να γίνουν κάτι παραπάνω από μια τοπική μπάντα που θα έσβηνε μόλις η ζωή εξέφραζε πιο πιεστικές απαιτήσεις. Ήταν όμορφοι, ήθελαν να γίνουν διάσημοι, δεν είχαν κανέναν δισταγμό για κάτι πιο ποπ.
Πήραν το όνομά τους από έναν ήρωα της Barbarella του Ροζέ Βαντίμ, βάσισαν τον ήχο τους στα synths κι όχι στις κιθάρες, τρεις από αυτούς είχαν το ίδιο επώνυμο (Τέιλορ) χωρίς να είναι μεταξύ τους συγγενείς, το ξεκίνημά τους συνέπεσε με το ξεκίνημα της μουσικής τηλεόρασης και των νέων σταρ που γεννούσε το κόνσεπτ της μουσικής (και) ως εικόνας.
Πολλά ή λίγα, αυτά τα υλικά έφταναν για να φτιαχτεί ένας μύθος.
Έξι χρόνια αργότερα, το 1986, οι Duran Duran δεν ήταν απλά boy band. Ήταν φαινόμενο. Τα κορίτσια (και τα αγόρια τότε στα κρυφά) κοινωνούσαν κάτω από τα πόστερ τους, οι στιλιστικές τους υπερβολές κοπιάρονταν από «νεορομαντικούς» σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, τα βίντεο κλιπ τους -μικρά φιλμ στην πραγματικότητα- έπαιζαν από το πρωί ως το βράδυ στο MTV. Είχαν εισβάλλει στις ΗΠΑ προκαλώντας τη μεγαλύτερη εισαγόμενη φρενίτιδα μετά την Beatlemania, είχαν κατασκηνώσει στην κορυφή των τσαρτ, τους ανατέθηκε ακόμα και να γράψουν κομμάτι για ταινία Τζέιμς Μποντ (Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος).
Ήταν οριστικά το συγκρότημα που ενσάρκωνε τη δεκαετία της υπερβολής, τη δεκαετία που το (αμφισβητούμενο σήμερα) στυλ είχε περισσότερο σημασία από την ουσία. Και ήταν όλοι τους, το 1986, από 24 ως 28 ετών. «Ήταν σαν να είμαστε πάνω σε ένα άλογο που καλπάζει και τα γκέμια δεν μπορούσαν με τίποτα να το συγκρατήσουν, σαν να δίναμε για δίπλωμα οδήγησης οδηγώντας Ferrari. Ήταν σχεδόν αδύνατον να νιώσουμε άνετα με οτιδήποτε γιατί η επιτυχία είχε φέρει μεγάλη ένταση στα πάντα. Κι εμείς, μην το ξεχνάμε, ήμασταν μικρά παιδιά. Θα είμαι πάντα ευγνώμων που είχα δίπλα μου αυτούς τους τύπους να με προστατεύουν. Γιατί εγώ ήμουν θερμοκέφαλος, ένστικτο και καρδιά. Οι άλλοι π.χ. ο Σάιμον (σ.σ. Λε Μπον, φωνή-στίχοι) ή ο Άντι (σ.σ. Τέιλορ – κιθάρα) ήταν πιο περπατημένοι. Εγώ ήμουν ο Πίτερ Παν της παρέας. Κι εκείνοι μου λένε ότι σήμερα με ευγνωμονούν για την παιδικότητα και την αφέλεια μου».
Ο Τζον Τέιλορ, ο μπασίστας του γκρουπ προσπαθεί ψύχραιμα κι αυτοσαρκαστικά να συνοψίσει το ένδοξο παρελθόν από το σαλόνι του στο Λος Άντζελες. Υπήρξε ίσως ο μεγαλύτερος καρδιοκατακτητής του γκρουπ και, μάλλον, ο πιο ταλαιπωρημένος από όσα φέρνει η ζωή ενός ποπ σταρ. Μου λέει ότι η ιστορία θα δείξει αν το δικό του κούρεμα ή του Νικ (σ.σ. Ρόουντς – πλήκτρα) ήταν το πιο δημοφιλές εκείνες τις μέρες…
«Πρέπει να καταλάβεις ότι ζούσα ακόμα με τους γονείς μου, τουλάχιστον στα δύο πρώτα άλμπουμ μέχρι το 1982. Νομίζω ότι κατάλαβα πόσο διάσημος ήμουν όταν πήγα να αγοράσω ναρκωτικά στην αγαπημένη μου μπουτίκ στο Δυτικό Λονδίνο και πια δεν μπορούσα να περάσω απαρατήρητος. Εκεί που περίμενα τσεκάροντας τα ρούχα, με πήραν χαμπάρι, μαζεύτηκε τόσος πολύς κόσμος που αναγκάστηκαν να κλειδώσουν το κατάστημα, ενώ εγώ ακόμα περίμενα τον τύπο που θα μου έφερνε το σταφ. Στο τέλος, έπρεπε να φέρουν την αστυνομία για να με βγάλουν. Ευτυχώς, η δουλειά έγινε με κάποιον τρόπο και δεν έφυγα με άδεια χέρια. Ήταν τελείως τρελό», διηγείται χαμογελώντας. (Δεν επιβεβαιώνει τη φήμη του στριφνού, είναι τρομερά πρόθυμος να κάνει αυτή τη βόλτα στο παρελθόν παρότι είναι λογικό ότι έχει βαρεθεί να μιλάει για τα παλιά.)
Το 1986 δεν αναφέρθηκε τυχαία. Είναι το peak της μπάντας. Και η αρχη της πτώσης. Ήδη το γκρουπ είχε σπάσει σε δύο side projects (Arcadia και The Power Station) και τα μέλη του πια χρειάζονταν δικηγόρους για να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι. Το συγκρότημα πλήρωνε την «ασθένεια του κάτι παραπάνω» (Ο ίδιος ο Τζον, ας πούμε, έκανε αργότερα μερικές, μάλλον αποτυχημένες, απόπειρες να καθιερωθεί στο σινεμά.) Κι επιπλέον η εποχή έδειχνε να τους ξεπερνά. Όχι μόνο επειδή έρχονταν από πίσω οι πιο νέοι και πιο όμορφοι επόμενοι σταρ, αλλά και γιατί στους Duran Duran φορτώθηκαν όλες οι αμαρτίες μιας…εξόχως αμαρτωλής δεκαετίας.
Του το επισημαίνω, ρωτώντας αν του φαίνεται ειρωνικό ότι κάποτε «ακυρώθηκαν» ως επιφανειακοί, ενώ σήμερα δεν υπάρχεις αν δεν είσαι στο Instagram. «Παίξαμε απλά τον ρόλο μας στο συνεχές της ποπ. Ήρθαμε με την ώθηση που είχε δώσει στη γενιά μας το πανκ, ακόμα κι αν παίζαμε άλλου τύπου μουσική, και μας ενδιέφερε πολύ η εμφάνισή μας. Ούτε οι πρώτοι ήμασταν, ούτε οι τελευταίοι», είναι η λιτή απάντηση.
Τα 90s σκότωσαν το glam και οι Duran Duran έμειναν μοιραία εκτός κάδρου (για κάθε σπουδαίο “Come Undone” υπήρχε ένα παντελώς άστοχο άλμπουμ διασκευών σαν το Thank You), μέχρι ο καλός μύλος της ποπ ανακύκλωσης να τους αποκαταστήσει. Ο 21ος αιώνας έπαιξε ξανά με νοσταλγία κομμάτια όπως τα “Girls on Film”, “Reflex” και “Hungry Like a Wolf” κι εκείνοι έχοντας σχεδόν επιστρέψει στην αρχική τους σύνθεση συνεχίζουν να βγάζουν κομψούς δίσκους και να περιοδεύουν ως ποπ γαλαζοαίματοι. (Το είδαμε άλλωστε και στη Μαλακάσα το 2005 που τους υποδέχθηκαν ακόμα κι εκείνοι που αποκήρυτταν στα 80s.) Ενίοτε κλείνοντας και το μάτι στο παρελθόν όπως στο βίντεο για το “Girl Panic” προ δεκαετίας που τους υποδύονται τα super models εκείνης της χρυσής εποχής (η Σίντι Κρόφορντ στο ρόλο του Τζον…not bad).
Πριν λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε το 15ο στούντιο άλμπουμ τους Future Past. «Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη σύγκριση με το παρελθόν, οπότε νιώθω ότι δεν έχει και νόημα να της αντιστεκόμαστε. Δε νομίζω άλλωστε ότι κάνουμε και κάτι καινούριο. Δεν υπάρχει τίποτα πειραματικό στα καινούρια μας τραγούδια. Βρήκαμε μια πολύ καλή ισορροπία μεταξύ του ανθρώπινου στοιχείου και της τεχνολογίας σε αυτό το άλμπουμ. Δε θα το κατέτασσα σε κάποιο είδος συγκεκριμένα, έχει την ζεστασιά της ανθρώπινης επικοινωνίας κι αποτελείται από τραγούδια που μιλάνε κυρίως για την ανθρώπινη οικειότητα, τις ανησυχίες και τα συναισθήματα που γεννιούνται όσο προχωρούν οι μακροχρόνιες σχέσεις. Τι μας κάνει να διαφέρουμε από όλες τις μπάντες εκεί έξω; Οι Duran Duran είναι μια δημοκρατία 4 ανθρώπων, από τους οποίους ο καθένας έχει ίσο μερίδιο στη δημιουργική διαδικασία. Κι αυτό, πίστεψε με, διαφέρει από το μεγαλύτερο ποσοστό της μουσικής που φτιάχνεται σήμερα και είναι υπόθεση των παραγωγών κι όχι των συγκροτημάτων».
Στα credits του δίσκου, πολύς και καλός κόσμος. Τρία όμως είναι τα ονόματα που ξεχωρίζουν.
Ο βασικός παραγωγός-σπουδαίος DJ Έρολ Άλκαν, κάποτε ορκισμένος “Duranie” (όπως αποκαλούνται τα μέλη των fan clubs) που «δεν ξέρω αν μας αγαπά ακόμα, του κάναμε τη ζωή δύσκολη. Ήταν ένα στοίχημα για μας, στην αρχή λέγαμε ότι μπορεί να δουλέψουμε μαζί του μόνο για 1-2 τραγούδια. Όμως, μας κέρδισε με την απίστευτη επιμονή του στη λεπτομέρεια και μας πίεσε, ειδικά εμένα, να βγάλουμε τον καλύτερο μας εαυτό».
Ο Γκρέιαμ Κόξον, κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος των Blur: «Η παρουσία του ήταν καθοριστική. Είναι τόσο καλός κιθαρίστας, τόσο προικισμένος μουσικός που λειτούργησε ως πέμπτο μέλος του γκρουπ και μας επέτρεψε μετά από χρόνια να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να ασχοληθούμε ο καθένας με τη δουλειά του» .
Ο θρύλος Τζόρτζο Μορόντερ, guest παραγωγός σε δύο κομμάτια: «Ήταν μια τελείως διαφορετική εμπειρία. Με τον Έρολ καθημερινά προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε τον τροχό, ενώ εδώ πανηγυρίζαμε που “επιτέλους θα γράψουμε ένα Giorgio Moroder song”. Αλλά, ήταν πιο επαγγελματική η επικοινωνία. Τον σεβόμαστε τόσο που δεν φέραμε καμία αντίρρηση, “ναι, Τζόρτζο ό,τι πεις θα κάνουμε, ευχαρίστηση μας”».
Αν τα πράγματα πάνε καλύτερα, και δεν ματαιωθεί και τρίτο στη σειρά συναυλιακό καλοκαίρι, οι Duran Duran θα πάρουν τον δρόμο για τα φεστιβάλ του 2022. «Είναι μια παύση όλο αυτό το διάστημα. Μια ευκαιρία για σκέψη κι επαναξιολόγηση των πραγμάτων όπως π.χ. η αξία της ζωντανής μουσικής». Ο Τζον Τέιλορ, στα 61 του σήμερα, έχει τη διάθεση να το φιλοσοφήσει. «Το μεγάλο πρόβλημα σήμερα της εποχής είναι πόσο έχουμε χαμηλώσει τον πήχη όσον αφορά τα θέματα που διαφωνούμε ριζικά. Σε σημείο π.χ. αν ψήφισες εκείνον, παύουμε να είμαστε οι φίλοι. Είναι πάρα πολλές πια οι διαφορές που επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να έχουν με τους άλλους. Όταν ήμουν εγώ νέος, το μόνο πράγμα που ήταν μη αποδεκτό ήταν να είσαι νεοναζί – με όλα τα υπόλοιπα, κάπως τα βρίσκαμε. Για να επιστρέψω στα live, λοιπόν, όσα έγιναν εδώ στις ΗΠΑ με αφορμή τις περσινές εκλογές με έκαναν να καταλάβω την αξία της ζωντανής μουσικής. Ξέρεις, η συναυλία ως ο κοινός τόπος που μαζευόμαστε, φωνάζουμε και κάνουμε χαριτωμένα χαζά πράγματα».
Ο Τζον Τέιλορ ζει εδώ και 30 χρόνια στις ΗΠΑ, έχει πάρει πια και την αμερικάνικη υπηκοότητα. Ακολούθησε εκεί την πρώτη του σύζυγο, δεν έφυγε ποτέ ακόμα κι όταν πήρε διαζύγιο. «Δυσκολεύομαι να πω ότι νιώθω Αμερικάνος γιατί είναι τόσο αχανές μέρος που δύσκολα μπορείς να μιλήσεις συνολικά για αξίες. Αν και χαίρομαι πολύ που εμπλούτισα τα βρετανικά γονίδιά μου με την καλιφορνέζικη κουλτούρα. Μου άλλαξε το μυαλό η Αμερική, με βοήθησε να τρυπήσω αυτό το ταβάνι του “britishness” που στο τέλος της ημέρας σου υπενθυμίζει πώς ότι και να κάνεις είναι στην υπηρεσία της βασίλισσας, αφού από αυτήν θα βραβευθείς επειδή τα κατάφερες καλά. Ο ορισμός του καπιταλισμού, αν με ρωτάς, να αγωνίζεσαι τελικά για να κερδίσεις την αναγνώριση του πιο πλούσιου ανθρώπου της χώρας. Τουλάχιστον στην Αμερική, παρότι υπάρχουν κι εδώ ιστορίες τύπου Ροκφέλερ και Τραμπ, δεν υπάρχει αυτή η αίσθηση της αριστοκρατίας. Από την άλλη, για να είμαστε δίκαιοι, και το πατροπαράδοτο “αμερικάνικο όνειρο” μάλλον για λίγους ήταν πάντα. Τέλος πάντων, πολυλογώ τόση ώρα απλά για να πω ότι η Βρετανία σου στενεύει τον ορίζοντα».
Η Αμερική άλλωστε ήταν πάντα το μεγάλο όνειρο των βρετανικών συγκροτημάτων, η πιστοποίηση της καταξίωσης. «Το πρώτο κύμα – Beatles, Rolling Stones, Freddie and the Dreamers – ήταν πολύ επηρεασμένοι από την Αμερική και γι’ αυτό τη θεωρούσαν ιερό μέρος. Αυτήν την αίσθηση κληρονόμησε η γενιά μου, ακόμα με πιάνει έξαψη όταν βγαίνω στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους. Να βγούμε από την μικρή, αποκομμένη, σκοτεινή πατρίδα μας και να κυνηγήσουμε τον μεγάλο γαλάζιο ουρανό όπως μας έλεγαν οι beat ποιητές. Από την άλλη, υπήρχε η επιτυχία των Beatles: ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι μια ολόκληρη χώρα, μια ολόκληρη κουλτούρα θα περίμενε μαζί με χιλιάδες fans να υποδεχθεί στο αεροδρόμιο τέσσερις εικοσάρηδες από το Λίβερπουλ; Όσες φορές και να δεις τα στιγμιότυπα από την άφιξή τους, σου κόβεται η ανάσα. Κι όμως η Αμερική προϋπήρχε μέσα τους. Όπως και στους Stones που ό,τι έκαναν το έκαναν για να στρέψουν την προσοχή στα μπλουζ του Σικάγο και στον Muddy Waters. Ήταν συγκλονιστική, και φυσικά καθοριστική, αυτή η πολιτισμική ανταλλαγή στα 60s.
Απλά λίγο αργότερα με το πανκ οι νέοι απαίτησαν ξανά τον έλεγχο της κουλτούρας, θέλοντας να διώξουν τους δεινόσαυρους του παραδοσιακού ροκ. Ήταν περισσότερο θέμα ηλικίας κι όχι γεωγραφίας. Σαν αυτό που έκαναν οι ιμπρεσιονιστές στη ζωγραφική τον 19ο αιώνα, ο Μονέ ήταν κάτι σαν τον Τζόνι Ρότεν για την εποχή του…»
Με ρωτάει αν με κουράζει εκεί που έχει πάει η κουβέντα, φυσικά απαντάω όχι. Αντιλαμβάνομαι ότι απολαμβάνει περισσότερο να μιλάει γι’ αυτά παρά για τα κλασικά εικονογραφημένα των Duran Duran. Ίσως δε θα φανταζόταν, κιόλας, ότι θα έκανε τέτοιες συζητήσεις «από θέση», μεγαλώνοντας στα 70s στο Μπέρμιγχαμ. Γιος ενός εργάτη και μιας νοικοκυράς – γνήσιο τέκνο της εργατικής τάξης. «Θυμάμαι, ρώτησα τον πατέρα μου αν ανήκαμε στη “μεσαία τάξη” (ή αν το θέλαμε, τουλάχιστον). Μου απάντησε απλά και κατανοητά: “άκου, αν δε δουλέψω, δε θα έχεις να φας”».