ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ ΚΡΙΝΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Πού βαδίζει η ανερχόμενη δύναμη της Ευρώπης; Ανταπόκριση του The Magazine από την Πολωνία.
Προς το τέλος της συγκλονιστικής ταινίας The Green Border της Πολωνέζας σκηνοθέτιδας Agnieszka Holland, ένας από τους πρωταγωνιστές καλείται να πάρει μια σημαντική απόφαση. Ο συνοριοφύλακας Γιαν έχει δει τους συναδέλφους του να κακομεταχειρίζονται μετανάστες που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα ανάμεσα σε Λευκορωσία και Πολωνία, χτυπώντας τους, βρίζοντας τους και οδηγώντας τους παράνομα στην άλλη πλευρά των συνόρων – μια χερσαία εκδοχή των γνωστών μας “pushbacks”. Περιμένοντας να γίνει πατέρας σε λίγους μήνες, ο Γιαν είναι διχασμένος ανάμεσα στο επαγγελματικό καθήκον και την προσωπική του ηθική.
Όταν βλέπει τα φοβισμένα μάτια του Μπασίρ, πατέρα μιας οικογένειας Σύριων που έχει γίνει μπαλάκι ανάμεσα στις δύο χώρες, να κρύβονται πίσω από μια στοίβα από κιβώτια σε ένα φορτηγό, αποφασίζει να κάνει τα στραβά μάτια, μια πράξη προσωπικού εξαγνισμού που σίγουρα δεν θα ενέκριναν οι ανώτεροι του.
Μία αντίστοιχη απόφαση καλείται να πάρει η Πολωνική κοινωνία στις κοινοβουλευτικές εκλογές αυτής της Κυριακής. Το κυβερνών συντηρητικό κόμμα Pis (Νόμος και Τάξη) του Πρωθυπουργού Mateusz Morawiecki διεκδικεί μια τρίτη θητεία, κρατώντας τα ηνία της χώρας από το 2015. Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση κατεβαίνει ενωμένη ως μια πλατφόρμα κεντροαριστερών και φιλελεύθερων κομμάτων υπό την ηγεσία του πρώην προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το κυβερνών κόμμα ως φαβορί, αλλά με πεσμένα ποσοστά που ενδεχομένως θα το αναγκάσουν σε συμμαχίες προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση, με την άκρα δεξιά να αποτελεί τον πιο πιθανό εταίρο της. «Είμαστε πολωμένοι. Πολλοί νέοι, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, θέλουν να δουν την Πολωνία πιο κοντά στην ΕΕ, αλλά τα πράγματα στην επαρχία είναι διαφορετικά,» λέει ο Μαξιμίλιαν, ένας 20χρονος φοιτητής Ψυχολογίας. Ό ίδιος λέει ότι θα ψηφίσει ένα μικρό κεντρώο κόμμα, μια επιλογή που παρουσιάζει ως αντίδραση στην πόλωση.
Παρά την ταχεία οικονομική ανάπτυξη και τις τρεις δεκαετίες που πέρασαν από την πτώση του Κομμουνισμού, η Πολωνία παραμένει μια βαθιά συντηρητική χώρα με αυταρχικές τάσεις. Ο λόγος, σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Αμερικανικού περιοδικού Foreign Policy, Paul Hockenos, ο οποίος έζησε στην Πολωνία τη δεκαετία του ’90 και γνωρίζει την πολιτική της κουλτούρα, είναι η ξεχωριστή ιστορία της περιοχής. «Ήδη από τα ’90ς παρουσιάστηκε ένα είδος συντηρητισμού που συνδυάζει τον Καθολικισμό με τη δημοκρατία, αλλά είναι πολύ διαφορετικός από τη Γερμανική Χριστιανοδημοκρατία. Όπως και στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη, το άλμα από τον ολοκληρωτισμό στη δημοκρατια παραήταν μεγάλο. Δεν γνώριζαν τι είναι δημοκρατία και νόμιζαν ότι θα ήταν εύκολο εγχείρημα. Το άλμα στον αυταρχικό εθνικισμό ήταν ευκολότερο.»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταινία της Χόλαντ, η οποία έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στην Πολωνία. Η κυβέρνηση έχει στιγματίσει την «αντι-Πολωνική στάση» της σκηνοθέτιδος, υποχρεώνοντας τα χρηματοδοτούμενα από το κράτος σινεμά να δείχνουν σε κάθε προβολή του φιλμ και ένα βίντεο που παρουσιάζει την οπτική της κυβέρνησης για το προσφυγικό. Αυτό που έχει κυρίως ενοχλήσει είναι ότι η Γαλλο-Πολωνέζα σκηνοθέτης έμμεσα κατηγορεί την πατρίδα της για ρατσισμό, παρουσιάζοντας σκωπτικά τη διαφορετική αντιμετώπιση που απολαμβάνουν οι Ουκρανοί πρόσφυγες από τους ίδιους συνοριοφύλακες που έσπρωχναν Ασιάτες μετανάστες πίσω στη Λευκορωσία. Σύμφωνα με τον Paul Hockenos, μια ενδεχόμενη νίκη της αντιπολίτευσης θα φέρει μια κυβέρνηση πιο ανοιχτή στην ποικιλόμορφη κοινωνία των πολιτών της Πολωνίας, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει με το κυβερνών κόμμα, όπως φάνηκε από την έντονη αντίδραση του σε ένα απλό φιλμ: «Δεν χρειάζεται να αντιδρά σε μια ταινία, δεν είναι δουλειά των πολιτικών αυτό,» τονίζει χαρακτηριστικά.
Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΚΑΛΠΑΖΕΙ
Στο δεξιό άκρο του πολιτικού συστήματος βρίσκεται ένα σχετικά νέο κόμμα ονόματι Konfederacja (Koνφεντεράτσια/Συνομοσπονδία), το οποίο ενδέχεται να παίξει σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό κυβέρνησης. Η δημοφιλία του ανέβηκε κατακόρυφα κατά της περίοδο του εγκλεισμού, στον οποίο εναντιώθηκε σθεναρά, ενώ ένα κομμάτι των ψηφοφόρων του ρέπει προς τη συνωμοσιολογία. Πρόκειται για ένα κόμμα πολυσύνθετο, εικονοκλαστικό, αντιφατικό, που περιλαμβάνει από φανατικούς Καθολικούς, εθνικιστές και μοναρχικούς (η Πολωνική μοναρχία καταλύθηκε το 1795) έως και νεαρούς νεοφιλελεύθερους οπαδούς της ελεύθερης αγοράς (libertarians).
Ένας από αυτούς είναι και ο Ksawery (Ξαβιέρι), ένας 20χρονος φοιτητής Οικονομικών, τον οποίο συνάντησε το News247 στη συγκέντρωση του κόμματος στη παλιά πόλη της Βαρσοβίας το προηγούμενο Σάββατο. Εν μέσω κοφτών συνθημάτων όπως «Θέλουμε τον Βασιλιά» και «Ave Christus Rex», και με παλιές και νέες σημαίες της Πολωνίας να ανεμίζουν μπροστά μας, ο νεαρός φοιτητής εξηγεί ότι η δημοφιλία του κόμματος στη νεολαία οφείλεται στην υπόσχεση του για περισσότερη οικονομική ελευθερία. Μία από τις βασικές θέσεις του είναι η αντίθεση στην αύξηση του οικογενειακού επιδόματος από 500 ζλότι (περίπου 110 ευρώ) σε 800, όπως έχει υποσχεθεί το κυβερνών κόμμα. «Το (κυβερνών κόμμα) Pis έχει έντονα αντικομμουνιστικό τόνο, αλλά οι νέοι δεν θυμούνται καν τον κομμουνισμό. Θέλουν περισσότερη ελεύθερη αγορά, είναι εναντίον της γραφειοκρατιας και υπέρ της απλούστερης και λιγότερης φορολόγησης,» υποστηρίζει ο Ξαβιέρι.
Πώς όμως ένα τέτοιο κόμμα κατάφερε να έχει απήχηση σε μια συντηρητική χώρα με παραδοσιακή Καθολική κουλτούρα, και ειδικά στους νεότερους; Η εξήγηση πιθανόν οφείλεται στο γεγονός ότι μετά από μια σειρά κρίσεις, αποτελεί το μόνο ίσως πολιτικό σχηματισμό που προσφέρει ένα αισιόδοξο όραμα. «Οι νεαροί Πολωνοί έχουν περάσει πολλές δυσκολίες, καθώς ενηλικιώθηκαν σε μια κατάσταση μόνιμης κρίσης. Το κόμμα Κονφεντεράτσια προσφέρει ένα μάλλον απλοϊκό, αλλά ελκυστικό όραμα για το μέλλον – όλοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μπορούν να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο, ένα σπίτι, να κάνουν διακοπές και μπάρμπεκιου τα Σαββατοκύριακα,» εξηγεί η ερευνήτρια Zofia Wlodarczyk από την οργάνωση More in Common Poland, η οποία διερευνά το φαινόμενο της πόλωσης στην Πολωνία.
Την ίδια ημέρα το απόγευμα, οι δύο ηγέτες του κόμματος πραγματοποιούν το τελευταίο μέρος της περιοδείας τους σε ένα συνεδριακό κέντρο στο κέντρο της Βαρσοβίας. Η ατμόσφαιρα εδώ είναι πανηγυρική, αν και έχει λιγότερο κόσμο από ότι θα περίμενε κανείς. Το κοινό περιλαμβάνει πολλούς νεαρούς άντρες, ελάχιστες γυναίκες καθώς και λίγα ζευγάρια με μικρά παιδιά να παίζουν ανέμελα, αλλά και αρκετούς ξένους δημοσιογράφους. Η Γιούλια, μια ιδιωτική υπάλληλος 25 ετών, μιλάει με ενθουσιασμό για τις διακοπές της στη Ρόδο, αλλά αρνείται να φωτογραφηθεί. Όπως λέει, είναι ψηφοφόρος του κόμματος γιατί αυτό υπόσχεται λιγότερα επιδόματα σε κόσμο που δεν τα αξίζει, όπως οι μετανάστες. Ωστόσο παραδέχεται ότι το κόμμα δεν είναι δημοφιλές στις γυναίκες γιατί αρκετοί από τους υποψηφίους του έχουν κάνει αντιφεμινιστικές δηλώσεις, με επίκεντρο το θέμα των αμβλώσεων, το οποίο έχει διχάσει την Πολωνική κοινωνία. Η ίδια είναι υπέρ της άμβλωσης μόνο υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, όπως η εγκυμοσύνη μετά από βιασμό.
Ένα άλλο ζήτημα στο οποίο η ριζοσπαστική δεξιά διαφοροποιείται είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Σε μια χώρα όπου η αντίθεση στη Ρωσία είναι σχεδόν καθολική, το κόμμα Κονφεντεράτσια υποστηρίζει ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντα των Πολωνών απέναντι στους «αχάριστους» Ουκρανούς. Τους τελευταίους μήνες οι δύο χώρες βρίσκονται στα μαχαίρια, με την Πολωνία να κατηγορεί την εμπόλεμη γείτονα της ότι έχει πλημμυρίσει την Πολωνική αγορά με φθηνό σιτάρι, καταστρέφοντας τους αγρότες της. «Στην αρχή του πολέμου το θέμα της Ουκρανίας είχε γίνει σχεδόν εμμονή,» εξηγεί ο Ξαβιέρι. «Έβλεπες παντού Ουκρανικές σημαίες, οι πρόσφυγες ήταν ευπρόσδεκτοι σε κάθε σπίτι.» Τα πράγματα πλέον έχουν αλλάξει, εξηγεί, καθώς αρκετοί εκφράζουν δεύτερες σκέψεις σχετικά με την υποστήριξη στην Ουκρανία, χωρίς όμως να τάσσονται ανοιχτά υπέρ της Ρωσίας. Από την πλευρά του, το κόμμα Κονφεντεράτσια υποστηρίζει ότι οι Ουκρανοί πλέον δεν είναι πρόσφυγες αλλά οικονομικοί μετανάστες που ενδέχεται να «Ουκρανοποιήσουν» την Πολωνία. «Ο κόσμος αισθάνεται ότι τους έχουμε βοηθήσει αρκετά, αναρωτιέται γιατί τους πληρώνουμε επιδόματα και ζητάει από τις ΗΠΑ και την ΕΕ να συνεισφέρουν περισσότερα,» παρατηρεί ο νεαρός φοιτητής.
Όπως παντού στην Ευρώπη, το θέμα της μετανάστευσης, για το οποίο διεξάγεται δημοψήφισμα παράλληλα με τις εκλογές, είναι προτεραιότητα για την άκρα δεξιά. Σε αυτό συμφωνούν και τα νεότερα μέλη του κόμματος που υποδέχονται τον κόσμο στην είσοδο του χώρου. Όπως δηλώνει ένας από αυτούς, η ΕΕ επιβάλλει στην Πολωνία την παραμονή μεταναστών από την Αφρική και την Ασία οι οποίοι είναι δύσκολο να ενταχθούν, ενώ όπως σημειώνει χαμηλόφωνα, μερικοί ενδέχεται να είναι τρομοκράτες. Ο διπλανός του σπεύδει να συμπληρώσει ότι στην ΕΕ όλα δουλεύουν για τη Γερμανια, καθώς μπορεί η Πολωνία να έχει λάβει αρκετά Ευρωπαικά κονδύλια, αλλά έμμεσα έχει πληρώσει ακόμα περισσότερα.
Όλοι ωστόσο συμφωνούν ότι η δημοφιλία του κόμματος στη νεολαία σχετίζεται με την έξυπνη καμπάνια του στο Ίντερνετ και ειδικά στο Τικ Τοκ, καθώς τα δύο μεγάλα κόμματα τους φαίνονται απαρχαιωμένα και οι ηγέτες τους ηλικιωμένοι. Πράγματι, στις ομιλίες τους οι ηγέτες του κόμματος χρησιμοποιούν χιουμοριστικά memes για να χλευάσουν την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση και τα ΜΜΕ, ενώ καυτηριάζουν την υποκριτική στάση της ΕΕ σε θέματα όπως η μετανάστευση, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κλιματική αλλαγή. Λίγο πιο εκεί, ένας ψηλός Πολωνός με χαρακτηριστική Βρετανική προφορά δηλώνει στην κάμερα του France24 ότι παρότι έχει ζήσει 15 χρόνια στο Λίβερπουλ είναι υπέρ του Polexit, παρουσιάζοντας το Brexit ως παράδειγμα προς μίμηση.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ
Παρότι βρίσκεται στην άλλη άκρη της Ευρώπης, η Πολωνία έχει αρκετά κοινά με τη χώρα μας. Ένα από αυτά είναι ότι διεκδικεί πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία που αγγίζουν το 1,3 τρις ευρώ. «Είναι ένα θέμα για εσωτερική κατανάλωση προκειμένου το κυβερνών κόμμα να ενεργοποιήσει τους ψηφοφόρους του,» εξηγεί ο Adam Traczyk, διευθυντής της οργάνωσης More in Common Poland. «Κυβερνητικοί παράγοντες λένε ότι είναι δυνατό να πληρώσει η Γερμανία, αλλά γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Δεν ειναι καν ξεκάθαρο που αποσκοπούν, αλλά αυτό αποτελεί ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της Πολωνικής εξωτερικής πολιτικής. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη στρατηγική, αλλά ένα παιχνίδι με τους συμβολισμούς.» Όπως εξηγεί, παρότι είναι γνωστό ότι και στην Ελλάδα υπάρχει παρόμοιο ζήτημα, δεν υπάρχει συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες.
Αντίθετα από ότι θα περίμενε κανείς, μετά την εισβολή στην Ουκρανία το θέμα των αποζημιώσεων ανέβηκε ψηλότερα στην ατζέντα. «Η Γερμανία έγινε ο κύριος στόχος γιατί δεν βοηθούσε όσο θα έπρεπε την Ουκρανία,» εξηγεί ο Traczyk, προσθέτοντας ότι στο μυαλό μερίδας του κόσμου υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο μιας Γερμανο-Ρωσικής συμμαχίας, όπως στις αρχές του ΒΠΠ. Από την πλευρά του, ο Paul Hockenos του Foreign Policy παρατηρεί ότι πλέον οι αποζημιώσεις αποτελούν ένα συμβολικό ζήτημα: «Για την Πολωνία, η Γερμανία είναι πάντα ο μεγάλος κακός αδερφός. Για τη Γερμανία, είναι πιο σημαντικό να συμβιβαστεί με το παρελθον της και να το κρατά ζωντανό στην πολιτική της κουλτούρα από το να πληρώσει την Πολωνία ή την Ελλάδα.»
Ωστόσο για αρκετούς Πολωνούς το θέμα παραμένει ζωντανό. «Οι Ναζί προξένησαν μεγάλο κακό σε αυτή τη χώρα. Είχαμε έξι εκατομμύρια νεκρούς,» παρατηρεί ο 20χρονος Ξαβιέρι, δείχνοντας ένα μισοκατεστραμμένο τοίχο που αποτελεί ένα από τα ελάχιστα απομεινάρια της προπολεμικής Βαρσοβίας. Όπως εξηγεί, τίποτα δεν έμεινε όρθιο στην πόλη, καθώς οι Ναζί έκαψαν τα πάντα μετά την περίφημη εξέγερση της Βαρσοβίας. Ακόμα και η επονομαζόμενη «Παλιά Πόλη», παρατηρεί χαμογελώντας, στην πραγματικότητα ξαναφτιάχτηκε μετά τον πόλεμο. Ωστόσο, συμφωνεί ότι το κυβερνών κόμμα χρησιμοποιεί το θέμα προκειμένου να παρουσιάσει την αντιπολίτευση και ειδικά τον ηγέτη της Ντόναλντ Τουσκ ως πράκτορες της Γερμανίας.
Ένα άλλο κοινό στοιχείο με την Ελλάδα είναι ο έντονος ευρωσκεπτικισμός, παρά τη συμβολή της ΕΕ στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μετά την πτώση του Κομμουνισμού. Η Πολωνική οικονομία έχει κάνει άλματα τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κάνοντας αρκετούς Πολωνούς να πιστεύουν ότι η χώρα τους αποτελεί την επόμενη οικονομική υπερδύναμη της ηπείρου. Υπολογίζεται μάλιστα ότι έως το 2030 το επίπεδο διαβίωσης στη χώρα θα ξεπεράσει αυτό της Βρετανίας. Παραδόξως, αυτή η επιτυχία κάνει λιγότερο πιθανή την υιοθέτηση του ευρώ αντί του ζλότι ως εθνικό νόμισμα. Όπως εξήγησε σε ερώτηση του News 24/7 o πρώην υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της χώρας και νυν αναπληρωτής διευθυντής του Πολωνικού Οικονομικού Ινστιτούτου Konrad Szymański, μετά την κρίση χρέους στη Νότια Ευρώπη, η ένταξη της Πολωνίας στην Ευρωζώνη έχει μπει σε δεύτερο πλάνο, με τη χώρα να περιμένει πλέον τη νομισματική ένωση να πάρει την τελική της μορφή προκειμένου να πάρει τις αποφάσεις της.
Παρά την τεράστια μεταφορά Ευρωπαϊκών πόρων στην Πολωνία, που αγγίζουν τα 232 δις ευρώ έως το 2022, υπάρχει διάχυτη αντίθεση στην πορεία της Ένωσης, με αρκετούς να μιλάνε ακόμα και για το ενδεχόμενο «Polexit». Οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν έρθει αρκετές φορές σε σύγκρουση με την κυβέρνηση για θέματα κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η σύσταση των δικαστηρίων, ενώ προστριβές προκαλεί η κατακράτηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης ως μέσο πίεσης στην κυβέρνηση. Τόσο η τελευταία όσο και η άκρα δεξιά κατηγορούν την ΕΕ ότι έχει απομακρυνθεί από τις καταστατικές αρχές της, παρασυρόμενη από αχαλίνωτο φεντεραλισμό, καθώς και μια υπερβολικά φιλελεύθερη «woke» ατζέντα σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων.
Ωστόσο, ακόμα και οι νεαροί οπαδοί της ακροδεξιάς Κονφεντεράτσια επιζητούν περισσότερο μια επαναδιαπραγμάτευση με την ΕΕ, παρά μία έξοδο. Ένας από αυτούς είναι και ο Τόμας, ένας 20χρονος φοιτητής που μοιράζει φυλλάδια στη συγκέντρωση του κόμματος. Όπως εξηγεί, «το κόμμα είναι υπέρ της Πολωνίας και εναντίον οποιονδήποτε άλλου, επομένως και της ΕΕ.» Ο ίδιος υποστηρίζει τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, αλλά με πολλούς ενδοιασμούς. «Έχω ανάμεικτα συναισθήματα για την ΕΕ. Δεν μου αρέσει όταν μας επιβάλλει τις απόψεις της σε διάφορα θέματα, όπως η μετανάστευση και το κλίμα. Ωστόσο, δεν θα ψήφιζα να φύγουμε από την ΕΕ, δεν θα ήταν σοφό να το κάνουμε τώρα. Θέλουμε να την αλλάξουμε, να είναι λιγότερο παρεμβατική. Τώρα θυμίζει περισσότερο Σοβιετική παρά Ευρωπαϊκή Ένωση.»
Η ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ
Όπως συμβαίνει σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, η κλιματική αλλαγή βρίσκεται στο επίκεντρο της εκλογικής αναμέτρησης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επέφερε βαρύ πλήγμα στον ενεργειακό τομέα της Πολωνίας, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να εντείνει αντί να μειώσει την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα, με αποτέλεσμα η Πολωνία να είναι δεύτερη στην Ευρώπη όσον αφορά την ένταση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (η χώρα μας είναι τέταρτη).
Πλέον η Πολωνία επενδύει στην πυρηνική ενέργεια, καθώς πριν από τον πόλεμο ένα σημαντικό ποσοστό φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα ατμοπαραγωγής εισαγόταν από τη Ρωσία. Όπως εξηγούν οι Michał Hetmański και Michał Smoleń από το Instrat Foundation, έναν οργανισμό που μελετά την ενεργειακή μετάβαση, ο άνθρακας είναι ταυτισμένος με την Πολωνική εθνική ταυτότητα, με τον πληθυσμό σε αρκετές περιοχές να ανησυχεί για το κόστος της μετάβασης σε πιο καθαρές πηγές ενέργειας. «Ως μετακομμουνιστικη κοινωνία, έχουμε έλλειψη κοινωνικού κεφαλαίου και εμπιστοσύνης στις αρχές. Ο μέσος Πολωνός δεν είναι έτοιμος να θυσιάσει το τωρινό επίπεδο διαβίωσης του για να πετύχουμε ένα συλλογικό στόχο σε βάθος χρόνου,» εξηγεί ο Hetmański.
Σημαντική συμβολή έχει και η κυβέρνηση, η οποία καθυστερεί τη μετάβαση σε καθαρότερες μορφές ενέργειας, παρότι ο άνθρακας είναι η πιο ακριβή πηγή ηλεκτρισμού στην Ευρώπη, δεδομένου του κόστους παραγωγής και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. “Η κυβέρνηση παριστάνει ότι ο άνθρακας θα παίζει σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό μας σύστημα έως τα τέλη του 2040,” λέει ο Smoleń. Στη στάση της αυτή συμβάλλει και η φιλοκυβερνητική στάση των συνδικάτων παραγωγής άνθρακα στη Σιλεσία, μια περιοχή που συχνά κρίνει τις εκλογές.
Η πλειοψηφία των Πολωνών αναγνωρίζει την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή ως υπαρκτή απειλή, ωστόσο αρκετοί διαφωνούν με την ανάγκη λήψης κοστοβόρων μέτρων. Ένα τμήμα της κοινωνίας με αιχμή του δόρατος την άκρα δεξιά, αλλά και με την έμμεση υποστήριξη της κυβέρνησης, αντιδρά στις πολιτικές της ΕΕ για το κλίμα, με πιο εμβληματική την απαγόρευση των αυτοκινήτων με κινητήρες diesel και βενζίνης έως το 2035, θέμα για το οποίο η Πολωνική κυβέρνηση έχει προσφύγει στο ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ. Όπως εξηγεί ο Hetmański από το Instrat Foundation, η αμφισβήτηση των πολιτικών για την κλιματική αλλαγή και ο ευρωσκεπτικισμός είναι δύο ρεύματα που τρέφουν το ένα το άλλο. Σύμφωνα με τον νεαρό Ξαβιέρι, αυτός είναι ένας βασικός λόγος που το κόμμα Κονφεντεράτσια έχει απήχηση και έξω από τις μεγάλες πόλεις. «Για τους οπαδούς του, η ΕΕ πλέον είναι ταυτισμένη με τον κλιματικο ολοκληρωτισμό,» σημειώνει, προσθέτοντας ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να αλλάξει μόνη της πολλά πράγματα χωρίς να ακολουθήσουν αντίστοιχες πολιτικές η Κίνα, η Ρωσία και οι ΗΠΑ: «Όλες αυτές οι κοινοτικές οδηγίες για τα αυτοκίνητα και την υποχρέωση να αναβαθμίσεις ενεργειακά το σπίτι σου έχουν υψηλό κόστος σε περίοδο πληθωριστικής κρίσης.»
Για τους περισσότερους νέους ωστόσο, το κλίμα αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Μέλος αυτής της γενιάς είναι και η Μάγκντα, ακτιβίστρια της οργάνωσης Climate for Farming, η οποία ενημερώνει τους αγρότες σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματική αλλαγής και την πράσινη μετάβαση. «Οι αγρότες είναι οι πρώτοι που παρατηρούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, την ξηρασία και τις αλλαγές στις εποχές. Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να κάνουμε κάτι άμεσα,» εξηγεί. Ωστόσο, συμπληρώνει ότι αυτό που φοβούνται πολλές αγρότες είναι ότι τα μέτρα για την κλιματική αλλαγή συνεπάγονται και μεγαλύτερο κόστος που θα εντείνει τις οικονομικές ανισότητες, δεδομένου ότι οι αγρότες πληρώνουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους για ενέργεια από τους κατοίκους των πόλεων. «Είναι στο χέρι μας να τους πείσουμε ότι η οικολογική αγροτική παραγωγή είναι προς το συμφέρον τους σε βάθος χρόνου,» παρατηρεί με αισιοδοξία.
*Η αποστολή στην Πολωνία οργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε από την οργάνωση Clean Energy Wire