ΟΙ ΦΕΤΙΧΙΣΤΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΟΥ ΠΙΤΕΡ ΣΤΡΙΚΛΑΝΤ

Ο βραβευμένος σκηνοθέτης μας ξεναγεί στον προκλητικό κόσμο μουσικής, φαγητού (και στομαχικών διαταραχών) του “Flux Gourmet”, με πρωταγωνιστή τον Μάκη Παπαδημητρίου και την Γκουέντολιν Κρίστι του "Game of Thrones".

Για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει η φράση «γαστρονομικά ηχητικά τοπία», θα πρέπει να ξεκινήσουμε από λίγο πιο πίσω.

Το σινεμά που έβλεπε από μικρός ο Πίτερ Στρίκλαντ ήταν αβάν γκαρντ, πειραματικό, ένα σινεμά που στόχευε στις αισθήσεις παρά στη λογική. Ξεχάστε την αφήγηση και τη δομή– ο άνθρωπος αναζητούσε κάτι που θα συνταράξει τα αισθητήρια όργανά του.

Και το βρήκε, και μετά εμπνεύστηκε από αυτό. Δημιουργώντας σινεμά μέσα από εμμονές, σοκ, επαναλήψεις και φετίχ. Ο Στρίκλαντ πάντα ήταν ένας δημιουργός που εξερευνούσε ενδελεχώς, σε βαθμό φετιχιστικό, τον τρόπο που τα διάφορα στοιχεία του σινεμά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, από το kinky αριστούργημα “Duke of Burgundy” (σκεφτείτε “Phantom Thread” αλλά ανεβασμένο στο 11) ως το ζαλιστικά ενδο-κινηματογραφικό “Berberian Sound Studio” όπου ο κινηματογραφικός ήχος προσεγγίζεται, πετσοκόβεται και ανασυστήνεται με τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί στο σύγχρονο αφηγηματικό σινεμά.

Στο “Flux Gourmet” επεκτείνεται αυτή η προσέγγιση. Φαγητό, μουσική, κι ακόμα και το ίδιο το σώμα ως εργαλείο τέχνης και πόνου. Όπου μια ηχητική κολεκτίβα στεγάζεται σε ένα ινστιτούτο αφιερωμένο στις μαγειρικές και διατροφικές επιδόσεις και, ανάμεσα σε μάχες ισχύος και καλλιτεχνικές βεντέτες, κι ενώ ένας άλλος ένοικος αντιμετωπίζει γαστρεντερικές διαταραχές, η αρχηγός της κολεκτίβας του ζητά να χρησιμοποιήσει την κατάστασή του ως μέρος της παράστασης για να δώσει επιπλέον αίσθηση αυθεντικότητας στην τέχνη της.

«Ενώ εξερευνούσα την προσωρινή διαμονή μιας καλλιτεχνικής κολεκτίβας που ασχολείται με το φαγητό σε ένα ινστιτούτο, μου φάνηκε ενδιαφέρουσα η ιδέα της αξίας του ταμπού και του σοκ στην τέχνη, η οποία σε αυτή την περίπτωση κοίταξε τη σκοτεινή πλευρά του στομάχου και των εντέρων», λέει ο Στρίκλαντ, που για πρωταγωνιστή στην ταινία του επέλεξε τον έλληνα ηθοποιό Μάκη Παπαδημητρίου– δίπλα στην Γκουέντολιν Κρίστι του “Game of Thrones” και τον Άσα Μπάτερφιλντ του “Sex Education”. «Αυτό τελικά οδήγησε στην ιστορία ενός άνδρα που πάσχει από πολύ ιδιωτικά και ενοχλητικά στομαχικά προβλήματα – προβλήματα από τα οποία υποφέρουν πολλοί άνθρωποι, αλλά μερικές φορές ντρέπονται να αναφέρουν ακόμη και στον γιατρό τους».

Είναι οπωσδήποτε μια πολύ τολμηρή προσέγγιση, κι ο Στρίκλαντ την υπηρετεί άφοβα στην ταινία, που κυκλοφορεί τώρα στα σινεμά, έχοντας κάνει πρεμιέρα το Νοέμβριο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν που συναντήσαμε τον αγαπημένο δημιουργό για μια μεγάλη κουβέντα μαζί του. Συζητήσαμε το ταμπού του ανθρώπινου σώματος, την έννοια του φετίχ και της έκστασης, το γιουκαλίλι του Μάκη Παπαδημητρίου, το πώς είναι να κάνεις σινεμά για όλα αυτά που σε εξιτάρουν ή/και σου δημιουργούν ανασφάλεια, αλλά και –στο τέλος-τέλος– για το πώς το “Κυριακάτικο Ξύπνημα” του Κακογιάννη τον έκανε να ερωτευτεί την Ελλάδα από όταν ήταν παιδί.

Α, ναι, και για τα γαστρονομικά ηχητικά τοπία. Για το να φτιάχνεις μουσική από φαγητό. Πραγματικά, και γιατί όχι.

Ο Πίτερ Στρίκλαντ στη Θεσσαλονίκη. Aris Rammos

Η ταινία αφορά μια κολεκτίβα καλλιτεχνών που δημιουργούν ήχους από φαγητά, από ό,τι καταλαβαίνω είναι κάτι που είχες κάνει στα αλήθεια;
Ναι… ναι.

Μου το εξηγείς λίγο γιατί δεν το έχω καταλάβει ακριβώς;
Πίσω στο ‘95 με ένα μικρού μήκους φιλμ μου, που το φιλμ κόστιζε ένα κάρο λεφτά, είχα καταστραφεί. Και με βοήθησαν κατά σύμπτωση κάποιοι φίλοι εδώ, στη Θεσσαλονίκη, στο post-production. Αλλά μετά από αυτό ήθελα να είμαι ενεργός καλλιτεχνικά, αλλά ήξερα ότι δε μπορούσα με το φιλμ. Οπότε λέω, ας κάνουμε μια μπάντα! Που να εξερευνά την κινηματογραφική ατμόσφαιρα, ηχητικά πεδία γενικά.

Μαγειρεύαμε, και το καταγράφαμε με κάμερες και μικρόφωνα. Μετά παίρναμε τις ηχογραφήσεις και τους φερόμασταν σα να ήταν φαγητό. Παίρνεις τον ήχο, τον ψιλοκόβεις, τους βάζεις layers άλλων ήχων, τον μιξάραμε, τον επεξεργαζόμασταν και γενικά φερόμασταν στις συνταγές σα να ήταν μουσικές συνθέσεις. Οπότε ναι, κάναμε πολλά τέτοια. Ήταν μια τέλεια περίοδος αλλά μετά πέρασε, είχαμε άλλα να κάνουμε, χωρίσαμε.

Κι επειδή πολλά φιλμ γίνονται για μουσικούς, διάσημους βέβαια, συνήθως μουσική για στάδια, το “Bohemian Rhapsody”, το “Rocketman”, είχα την διεστραμμένη ιδέα να κάνω φιλμ για μια μπάντα που κανείς δεν έχει ακούσει. Πήρα τα άλλα δύο μέλη, γιατί ήμασταν τρεις, και τους πρότεινα να το κάνω, αλλά με ένα τρόπο που όλοι βγαίνουμε λίγο μαλάκες στο τέλος– μου έδωσαν την ευχή τους.

Έχει ενδιαφέρον πώς προσεγγίζεις το φαγητό με την κάμερα εδώ. Ζούμε σε αυτή την κουλτούρα της ινσταγκραμικής προσέγγισης του φαγητού, με τα ριάλιτι, τα φίλτρα, τις εντυπωσιασμένες λήψεις… εδώ το φαγητό στην ταινία είναι σαν ζωντανό… πώς να το πώ; Σαν επικίνδυνο.
Αααα…! Ναι, είναι το φαγητό σαν απειλή, ακριβώς. Διότι έχεις να κάνεις με αλλεργίες, με αυτοάνοσα, υπάρχουν υπόνοιες ανορεξίας… Δεν ήθελα να το φέρω ως βασικό θέμα της ταινίας αλλά ναι, εδώ το φαγητό δεν είναι αισθαντικό, είναι κίνδυνος, απειλή. Επίσης δεν είχαμε και πολύ χρόνο να γυρίσουμε το ίδιο το φαγητό. 14 μέρες είχαμε με τους ηθοποιούς, 3 μέρες με τα αντικείμενα, με το φαγητό. Όχι πολύς χρόνος. Θα μπορούσε να είναι και πιο έντονο δηλαδή, αλλά δεν πειράζει, έτσι είναι η ζωή.

Πώς δουλεύεις με τους ηθοποιούς ώστε να τους βάλεις στο τόσο συγκεκριμένο mood που θέλεις;
Θέλω να ξέρω τι τους αρέσει σαν ανθρώπους, τα ενδιαφέροντά τους, οπότε με κάποιους ηθοποιούς πάντα καταλήγω να αναπτύσσω έναν κώδικα επικοινωνίας, δε χρειάζεται να μιλήσουμε για να φτάσουμε κάπου. Με τον Μάκη Παπαδημητρίου απλά στάθηκα τυχερός, δεν τον ήξερα πριν. Απλά τον είδα σε κάποια φιλμ και βρήκα επαφή για να επικοινωνήσω μαζί του.

Σε ποια φιλμ;
Στο “Chevalier” και το “Suntan”, όπου είναι σπουδαίος. Ήμουν απλά πολύ τυχερός. Όπως και με την Αριάν Λαμπέντ επίσης, που είναι πολύ στο πνεύμα του φιλμ. Που επίσης είναι δύσκολο να μπεις. Έπρεπε να ζήσουμε μαζί.

Για πόσο καιρό;
Μέναμε εκεί, στο σπίτι που γυρίστηκε κι η ταινία. Το γύρισμα ήταν 14 μέρες, οι ηθοποιοί έφτασαν 5 μέρες πριν. Άρα πες, 3 βδομάδες μάξιμουμ. Γνωριστήκαμε, αράζαμε το απόγευμα και πίναμε, ο Μάκης έπαιζε… γιουκαλίλι; Κιθάρα; Νομίζω γιουκαλίλι ήταν. Κι ο Μάκης, δεν ξέρω αν το ξέρεις, είναι ιδιοφυία στο να λύνει τον κύβο του Ρούμπικ.

Ναι, το έχω ακούσει! Τον τεστάρατε;
Του δίναμε προβλήματα, κι ό,τι κι αν του δίναμε το έλυνε σε λιγότερο από ένα λεπτό. Παράνοια.

Αλλά γενικά με τους ηθοποιούς δουλεύουμε καλά, παρακολουθώ το πώς αντιδρούν στη μουσική που παίζω στο σετ, πώς χρησιμοποιούν το σώμα τους, τι αυτοσχεδιασμούς κάνουν… Σε λέξεις μένουν γενικά πιστοί στο σενάριο. Θυμάμαι κάποια στιγμή στην ταινία υπάρχει μια αναφορά στην αρχαία Ελλάδα κι αναφέρεται ο «γιουριπίντις» κι ο Μάκης λέει «Ευριπίδης»! Και λέω εκεί, α ναι, αυτό μπορεί να το διορθώσει ο Μάκης.

Οι ταινίες σου έχουν μια μοναδικότητα όπου δε νιώθεις πως αντιδρούν σε κάποια ευρύτερη τάση ή σε κάτι εξωτερικό…
Είναι πολύ όμορφο αυτό. Δεν ξέρω, ίσως επειδή δεν είχα ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Πολλοί σκηνοθέτες πάνε σε σχολή όποτε έχουν πολύ επαγγελματικά στάνταρ στον τρόπο τους να δουλεύουν, εγώ όχι. Ίσως συνέβη και σαν ατύχημα δηλαδή, δεν ήξερα καν τον συμβατικό τρόπο να κάνω σινεμά. Μου αρέσουν και θέματα που δεν καλύπτονται συνήθως, ή καλύπτονται και προσεγγίζονται με διαφορετικό τρόπο.

Ας πούμε στο “Flux Gourmet” υπάρχουν τα στομαχικά αέρια, κάτι που συνήθως στο σινεμά θα το βλέπαμε ως μια λαϊκή κωμωδία. Όμως υπάρχει σύνδεση με τον αληθινό κόσμο. Τόσοι άνθρωποι έχουν αλλεργίες, αυτοάνοσα, δεν μπορούν να φάνε συγκεκριμένα πράγματα. Κι είναι ενδιαφέρον, αν ας πούμε χτυπήσεις το πόδι σου κι έχεις να πας σε ένα πάρτυ, θα πεις ότι δε μπορείς να πας γιατί το χτύπησες, σωστά; Αλλά αν έχεις δριμεία αέρια στομάχου, δε μπορείς ότι δεν θα έρθω επειδή υπάρχει αυτό το γαστρεντερικό πρόβλημα ή ότι θα κλάνω όλο το βράδυ.

Ήθελα λοιπόν να προκαλέσω το κοινό, να δω αν μπορούμε όντως να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο, χωρίς χυδαίο ή κακόγουστο τρόπο. Αλλά ως ένα πολύ ανθρώπινο ζήτημα!

Πώς αντιμετωπίζεις τις αντιδράσεις στις ταινίες σου;
Δεν είναι φτιαγμένες για να σοκάρουν. Αλλά φεύγουν άνθρωποι! Το ανθρώπινο σώμα, ε;

Είναι το απόλυτο ταμπού;
Στο “In Fabric”, που απεικονίζεται αίμα περιόδου, με έβαλε σε μπλεξίματα σε διάφορα μέρη, μου λέγανε δε μπορείς να το δείξεις, δεν γίνεται. Απεικονίζω ας πούμε μια συναινετική σχέση… ΟΚ, είναι με ένα μανεκέν [γελάει] αλλά υπάρχει εκεί το αίμα, που είναι ένα απολύτως φυσικό πράγμα. Πώς μπορείς να πεις ότι αυτό είναι πιο σοκαριστικό από έναν βιασμό, από έναν ακρωτηριασμό, από έναν θάνατο… Πώς μπορείς να πεις ότι είναι πιο σοκαριστικό και πιο προκλητικό θέαμα αυτό; Πώς;!;;!!;

Είναι απλά παράξενο. Οπότε είναι κάτι που ήθελα να εξερευνήσω, αυτά τα υποκριτικά διπλά στάνταρ που υπάρχουν. Γιατί σοκάρουν κάποια πράγματα, και κάποια όχι.

Το πώς προσεγγίζουμε το σώμα γενικά είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον, το σκεφτόμουν και με την ταινία του Κρόνενμπεργκ πρόσφατα. Όλοι μιλούσαν για κάτι πολύ σοκαριστικό ενώ υπάρχει κάτι πολύ τρυφερό και ρομαντικό νομίζω στην ταινία αλλά και μόνο που είχε να κάνει με το σώμα, οδήγησε όλο τον κόσμο να την αντιμετωπίζει με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ίσως γιατι υπό μία έννοια, δεν ξέρουμε πώς να μιλήσουμε για το σώμα μας, πώς να το προσεγγίσουμε στην οθόνη.
Φυσικά! Στην κοινωνία πώς μιλάς για αυτό χωρίς να είσαι χυδαίος, άξεστος; Είναι δύσκολο πράγμα και ήθελα να πάω εκεί. Όταν συζητούσαμε με τον Μάκη για την ταινία και τον ρόλο του, ξέραμε κι οι δύο πως μπορεί να πάει πολύ λάθος όλο αυτό, να γίνουμε αντικείμενα χλευασμού, που δεν το θέλαμε φυσικά. Αλλά είχε πολύ να κάνει και με τον Μάκη τον ίδιο αυτό. Δηλαδή έναν στωικό, αξιοπρεπή ηθοποιό.

Ήθελε σωστούς ηθοποιούς, σωστή μουσική, με μια λυρική διάσταση, ώστε να πάει σε άλλη διάσταση που δεν η τυπική αμερικάνικη κολεγιακή κωμωδία. …που είναι μια χαρά, by the way! Δεν λέω ότι δεν πρέπει να υπάρχουν τα American Pie. Έχουν τη θέση τους, το πλαίσιό τους. Είναι όλα context, και ήθελα να μιλήσω για το πόσο εύκολα μπορούν όλα να πάνε λάθος.

Berberian Sound Studio


Το σινεμά σου έχει πολύ να κάνει με την ιδέα του φετίχ, ακόμα και στοιχεία όπως ο ήχος στο “Berberian Sound Studio”. Το πώς αντιμετωπίζεις πρόσωπα, ήχους, αγκαλιάζεις φετιχιστικά στοιχεία στο σινεμά το ίδιο. Κι είναι κι αυτό δύσκολη ισορροπία όπως αυτό που περιγράφεις παραπάνω, ίσως γιατί με έναν τρόπο όλοι νιώθουμε μια κάποια ανασφάλεια για τα πράγματα που φετιχοποιούμε.
Ναι! Τα φιλμ που μου αρέσουν έχουν μια φετιχιστική ποιότητα, Παρατζάνοφ ας πούμε, το “Shadows of Forgotten Ancestors” που φετιχοποιεί ορθόδοξα τελετουργικά… τους αδερφούς Κουέι, τις giallo ταινίες που είναι βαθύτατα φετιχιστικά έργα. Δεν ξέρω γιατί αντιδρώ σε αυτό αλλά… δεν ξέρω! Αυτά με σημάδεψαν, δεν ξέρω γιατί. Αλλά ναι, το έχω συνειδητοποιήσει.

Αλλά περισσότερο κι από φετίχ είναι νομίζω κάθαρση. Αυτό είναι που αγγίζω στο φιλμ αυτό. Πάντα θέλω κάτι τέτοιο στο σινεμά. Στη μουσική είναι εύκολο να το νιώσεις, πάς και βλέπεις τους Swans, τους My Blood Valentine, παραδίδεσαι σε κάτι, στη δύναμη του ήχου. Ή όπως λένε πολλοί άλλοι άνθρωποι, μπορείς να το βρεις στην εκκλησία. Ή με τα ναρκωτικά. Με το σεξ. Αλλά δε μπορείς να βάλεις σε λέξεις τι είναι η κάθαρση και γιατί είναι σημαντιή αυτή η διαδικασία.

Το λέμε και στο “Flux Gourmet”, ο χαρακτήρας της Αριάν Λαμπέντ κάποια στιγμή λέει πως «είναι μια αναζήτηση κάθαρσης για τον εαυτό σου» αλλά δεν ξέρει τι και πώς. Αλλά νομίζω αυτό είναι το θέμα κιόλας. Να μην είναι ασφαλές και εύκολο. Να μην μπορείς βάλεις σε λέξεις κάτι που δεν ξέρεις πού θα σε πάει.

Duke of Burgundy


Υπάρχει μια άγνωστη ποιότητα στο σινεμά. Αν μπορούσα να τα βάλω σε λέξεις όλα αυτά, θα έγραφα βιβλίο. Μεγάλο μέρος του να γράψεις για σινεμά είναι να διαχειρίζεσαι τη σύγχυσή του για πράγματα. Στο “Duke of Burgundy” ας πούμε είναι η σύγχυση του πώς συμβιβάζεσαι σε μια σχέση, πώς λειτουργεί αυτό. Δεν υπάρχει απάντηση οπότε πετάς αυτά τα πράγματα σε ένα κοινό για να μοιραστείς τη σύγχυσή σου. Είναι ένας τρόπος να το κοιτάς.

Υπάρχει μια μετατόπιση στις δυναμικές ισχύος σε αυτή την ταινία που δε μπορείς να την βάλεις σε αριθμούς, είναι απλώς ενέργεια. Με ενδιαφέρει πολύ να βλέπω ταινίες που παραδίδονται σε αυτή την εξερεύνηση.
Όλα τα φιλμ που αγαπώ… τεράστιο μέρος όταν ήμουν 20άρης ήταν να παρακολουθώ αμερικάνικο abstract σινεμά στρουκτουραλισμό. Σταν Μπράκατζ, Μάγια Ντέρεν, Μάικλ Σνόου, Τόνι Κόνραντ… φορμαλιστικό σινεμά, με μια συσσωρευτική δύναμη μέσα του πολύ μεγάλη. Το “Flicker” του Τόνι Κόνραντ μόλις βγήκε ως DVD extra στο “Lux Aeterna” του Γκασπάρ Νοέ. Όταν είδα το “Lux Aeterna” σκέφτηκα αμέσως πως σίιιιιγουρα είχε δει ο Νοέ το “Flicker”.

Το Flicker είναι όντως ένα τρεμόσβημα μισής ώρας, δύσκολο φιλμ, αν έχεις επιληψία δε μπορείς να το δεις. Αλλά είναι πολύ δυνατό, το συναίσθημα που νιώθεις αφού το δεις, δε μπορείς να το βάλεις σε λέξεις. Και κυνηγάς αυτό το συναίσθημα. Τα δικά μου φιλμ φυσικά έχουν αφήγηση και δομή, αλλά προσπαθώ να παντρέψω αυτά τα στοιχεία.

Αλλά ακόμα κι αν έχεις δομή και χαρακτήρες, ανταποκρίνεσαι σε συγκεκριμένα πράγματα;
…μμμμ…. Εικόνες, δωμάτια που με προκαλούν να εξερευνήσω κάτι. Ακόμα κι εδώ στη Θεσσαλονίκη, περπατάς τη νύχτα και βλέπεις πόρτες σε κάποια διαμερίσματα ή το χαμηλό φως στα μάρμαρα, ακόμα κι αυτό μπορεί να με προκαλέσει. Κάποιες φορές είναι απλώς μια ατμόσφαιρα στην οποία θες να ζήσεις και μετά βρίσκεις τους χαρακτήρες που ζουν εκεί, και μετά βρίσκεις τις εμμονές τους και μετά κάπως τους γράφεις και ανακαλύπτεις τα πάντα μαζί τους.

Δεν γράφω treatments σεναρίων ας πούμε, γιατί δε θέλω να ξέρω πού πάνε οι χαρακτήρες μου. Όταν μπεις σε αυτή τη διαδικασία, εκείνοι είναι που σε οδηγούν. Δεν τους οδηγώ εγώ. Αυτό είναι το συναρπαστικό πράγμα στο γράψιμο. Το γράφεις αλλά σχεδόν νιώθεις σα να παρακολουθείς ένα φιλμ από κάποιον άλλον.

Κυριακάτικο Ξύπνημα


[Σε αυτό το σημείο αρχίζουμε μια πιο χαλαρή κουβέντα για τις λίστες του Sight & Sound που τότε ήταν βασικό θέμα συζήτησης στους σινεφιλικούς κύκλους. Εκεί μου αποκαλύπτει πως στη δική του δεκάδα έχει ψηφίσει για μια εντελώς απρόσμενη ελληνική ταινία.]
Προσπαθούσα να είμαι ειλικρινής με τις επιλογές μου, όχι να διαλέξω το πιο αξιοπερίεργο φιλμ που θα μου έδινε «πόντους». Τα πιο πολλά που διάλεξα είναι από όταν ήμουν νέος, γιατί τότε είχαν επίδραση πάνω μου, τότε μου άφησαν σημάδι. Οπότε δεν πήγα σε επιλογές βάσει του τι θεωρείται πιο σπουδαίο, αλλά τι είχε επίδραση πάνω μου.

Διάλεξα του Κακογιάννη το “Κυριακάτικο Ξύπνημα”, που είναι μια ρομαντική κομεντί. Όταν ήμασταν μικροί το λατρεύαμε, έπαιζε στη βρετανική τηλεόραση συνέχεια. Απεικονίζει την Αθήνα ανάμεσα στον εμφύλιο πόλεμο και τη δικτατορία, ένα γλυκό σημείο στην αθηναϊκή ζωή όπου όλα έμοιαζαν γλυκά μετά τον τρόμο που είχε προϋπάρξει. Είναι ευφορικό φιλμ!

Αλλά οι θαυμαστές του Κακογιάννη θα πουνε ότι είναι πολύ ανάλαφρο. Δεν πειράζει– το λατρεύω. Ξέρω ότι δεν συνιστά αυτό κριτική αποδοχή… αλλά ως παιδί ερωτεύτηκα την Ελλάδα μέσα από αυτή την ταινία. Δεν ήθελα να αγωνιώ για ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ της λίστας.

Γενικά δεν με νοιάζει η ομοφωνία. Με νοιάζει να… κοίτα, μου ζήτησαν τη γνώμη μου, και έδωσα τη γνώμη μου. Κι έβαλα έναν σκηνοθέτη μέσα που νομίζω είναι τελείως μαλάκας… δεν θα πω ποιος, αλλά έχει κάνει σπουδαία ταινία.

Είναι λίγο σαν βραβεία όλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο παίρνει κανείς πολύ στα σοβαρά αυτές τις λίστες. Έχει ενδιαφέρον να τις διαβάζεις. Αλλά κάποιες ταινίες σε αυτές τις λίστες, για παράδειγμα του Ρενουάρ ο “Κανόνας του Παιχνιδιού”, δεν μου έκανε τίποτα. “Πολίτης Κέιν”… είναι ΟΚ…; [γελάει σκανταλιάρικα] Το είδα ίσως σε λάθος ηλικία! Τι να πω. Είναι το timing, είναι η ηλικία που είσαι, είναι τόσοι παράγοντες. Οπότε απλά έβαλα στη λίστα μου με ό,τι αγάπησα και με σημάδεψε.


Η ταινία “Flux Gourmet” του Πίτερ Στρίκλαντ κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του ‘22 στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα