ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΟΥ ΠΑΝΤΑ ΚΟΥΒΑΛΟΥΝ ΩΡΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΒΟΜΒΕΣ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ
Καθώς η ταινία AirHostess-737 προβάλλεται στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Δράμας, ο βραβευμένος σκηνοθέτης μας μιλά για τις βιωματικές ταινίες του, την πρεμιέρα στο Λοκάρνο και για τον ρόλο της Χάρις Αλεξίου.
Μια αεροσυνοδός που μαζί στην νέα της πτήση, κουβαλά το πτώμα της μητέρας της. Μια μητέρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα ρόλων στη διάρκεια μιας γεμάτης νεύρο και αγωνία διαδρομής στο κέντρο της Αθήνας. Ένας έφηβος προσπαθεί να κερδίσει την προσοχή μιας γυναίκας σε ένα ασφυκτικά γεμάτο τραμ στο Σαράγεβο.
Οι ήρωες του Θανάση Νεοφώτιστου είναι πάντα αληθινοί, βιωματικοί, είναι ήρωες με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς καθώς ζουν μια από τις πιο αγωνιώδεις μέρες της ζωής του. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα, φέρνοντας αυτούς τους ήρωες και τις ηρωίδες απέναντι σε κάποια τεράστια, δύσκολη απόφαση– που εκτός από την πορεία τους, ίσως τελικά καθορίσει ακόμα και το ποιοι είναι.
Οι ταινίεςου Νεοφώτιστου έχουν ταξιδέψει τα φεστιβάλ όλου του κόσμου, από τη Βενετία ως το Τορόντο κι από το Λοκάρνο ως το (σπουδαίο μικρού μήκους) Κάρλοβι Βάρι. Κι όσο κι αν –όπως μας λέει– οι αντιδράσεις μπορεί να διαφέρουν από κουλτούρα σε κουλτούρα, υπάρχει τελικά μια πανανθρώπινη αλήθεια και μια αμεσότητα που περνάει τα σύνορα.
Η νέα του ταινία, AirHostess-737, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ Λοκάρνο όπου η εμπειρία σύμφωνα με τον ίδιο τον Νεοφώτιστο, ήταν σπουδαία. Και αυτές τις μέρες προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο του φετινού φεστιβάλ Δράμας– ένα διεθνούς σημασίας φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους, στο οποίο ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι υπεύθυνος ενός εκ των τμημάτων (του γεμάτο φρέσκες και ελπιδοφόρες σπουδαστικές ταινία της διεθνούς παραγωγής).
Με αφορμή αυτή τη διπλή πρεμιέρα, θελήσαμε να μάθουμε πολλά περισσότερα για τον σκηνοθέτη–τι βιώματα μετατρέπει σε ταινίες, το όνειρο που είδε με την Αεροσυνοδό και ξύπνησε μες στον ιδρώτα, τον ρόλο του ως σκηνοθέτη αλλά και ως curator, τον σκηνικό που στήθηκε εκ του μηδενός για τις ανάγκες του γυρίσματος, αλλά και για το πώς βρέθηκε η Χάρις Αλεξίου στην ταινία.
Το AirHostess-737 είναι η νέα σου ταινία. Με τι τρόπο είναι προσωπική ταινία το AirHosessss; Ως αναφορά, ως ιδέα ή και ως βίωμα;
Την ιστορία της αεροσυνοδού την είδα ακριβώς όπως είναι, στον ύπνο μου. Ήμουν σε μια φάση που θύμωνα πολύ με τη μητέρα μου αλλά δε μπορούσα να το εκφράσω, οπότε έβλεπα άπειρα όνειρα, που τα έγραφα. Όταν είδα την αεροσυνοδό ξύπνησα με κλάματα. Είδα ότι ήμουν αεροσυνοδός και μετέφερα στο αμπάρι του αεροπλάνου όπου ταξίδευα, τη μάνα μου, σαν πτώμα, σε ένα φέρετρο. Ξαφνικά ο πιλότος μου λέει «πρέπει να ρίξουμε το φορτίο γιατί πέφτουμε» κι ενώ εγώ δεν ένιωθα ως εκεί τίποτα για τη μάνα μου, όταν μου είπε ότι θα τη ρίξει έβαλα τα κλάματα κι ήθελα να πάω να τη δω.
Η φοβερή Λένα Παπαληγούρα πρωταγωνιστεί, είναι μια γυναίκα που στην ουσία ποτέ δεν αγαπήθηκε από τη μητέρα της, και εν μέσω κάποιων αναταράξεων, ενώ κοντεύει να πέσει το αεροπλάνο, κι ενώ γκρινιάζει σε όλη την διαδρομή για κάτι καινούρια σιδεράκια που την ενοχλούν, μες στις αναταράξεις καταλαβαίνει ότι δεν είχε αποχαιρετήσει τη μάνα της όπως ήθελε. Και τρέχει πριν να είναι αργά να αποχαιρετήσει τη μάνα της κάτω στο αμπάρι.
Είναι μια ιστορία συμφιλίωσης. Έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, αν θες, μπορείς να συμφιλιωθείς με το πιο αγαπημένο σου πρόσωπο. Έτσι το βίωσα εγώ. Ένιωσα πιο βολικά να συμφιλιωθώ με μια νεκρή μάνα παρά με τη ζωντανή μου [γελάει], να πάω να της πώ ότι θέλω να τα βρούμε. Οπότε με βοήθησε, αφού το έγραφα και το εξέφρασα, να μπορέσω να συμφιλιωθώ και με την πραγματική μου μητέρα.
Είναι ποτέ περίεργο ή δύσκολο να βγάζεις προς τα έξω αυτά τα κομμάτια του εαυτού σου; Το ότι τα περνάς μέσα από το φίλτρο το αφηγηματικό, το κάνει πιο διαχειρίσιμο;
Κάποιος που με ξέρει, και ξέρει τις ταινίες μου, θα καταλάβει πού βρίσκομαι. Στην Πατησίων ήμουν το παιδί που φώναζε τη μάνα του πίσω. Ακόμα και στο Route-3, που ήταν μια πρόσκληση από το φεστιβάλ του Σαράγεβο να κάνει κάτι για εκείνους, ταυτίστηκα με το απρόσμενο ζευγάρι, με τη μουσουλμάνα και τον έφηβο. Επειδή απαγορευόταν να έρθουν σε επαφή, ταυτίστηκα γιατί κι εμένα σαν γκέι άντρας ένιωθα ότι μου απαγορεύεται να εκφραστώ ελεύθερα αν γουστάρω κάποιον. Έτσι ένιωθα. Ακόμα και σε κάτι που μοιάζει μακριά από μένα, βρίσκω πράγματα να ταυτιστώ.
Είμαι παιδί που μεγάλωσα στα ‘90s, στα ‘00s, κι επειδή για χρόνια κρυβόμουν, έκρυβα την ομοφυλοφιλία μου μέσα σε ένα πολύ συντηρητικό περιβάλλον όπου μεγάλωσα, κοινωνικά και οικογενειακά, εκεί κατάλαβα ότι το να εκφράζομαι χωρίς να κρύβω το παραμικρό, είναι πιο απελευθερωτικό για μένα. Οπότε το κάνω με μεγάλη συνείδηση. Θέλω πολύ να εκφράζω αυτό που νιώθω πραγματικά χωρίς να ντρέπομαι καθόλου.
Στην ταινία ακούμε τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου που κάνει την μητέρα, πώς προέκυψε αυτό;
Θέλαμε μια μάνα να κάνει ένα νανούρισμα, είναι λίγο συμβολικός ο ρόλος της μέσα στην ιστορία, γιατί μπαίνει σε έναν μαγικό ρεαλισμό η ταινία. Και σκεφτόμασταν ποια να βάλουμε να κάνει αυτή τη φωνή, λέγαμε θυμάμαι πως θέλαμε μια φωνή «τύπου Χάρις Αλεξίου», τόσο μητρική και βαριά. Και λέμε, ΟΚ, ας την ρωτήσουμε! Είδε την ταινία, της άρεσε, κι ήρθε και το έκανε σε μια μέρα, ως φιλική συμμετοχή δηλαδή, επειδή της άρεσε η ταινία.
Επίσης πρέπει να σου πω ότι το αεροπλάνο το χτίσαμε όλο μόνοι μας. Είναι όλο σκηνικό.
Είναι φανταστικό! Έγινε για πρακτικούς, οικονομικούς λόγους αυτό;
Δεν βρίσκαμε αεροπλάνο με τίποτα, ήταν κι η πανδημία που έκανε ακόμα χειρότερα τα πράγματα, στο αεροδρόμιο μας ζήταγαν 15 χιλιάδες τη μέρα κι εμείς είχαμε 20 χιλιάδες για όλο το γύρισμα. Οπότε μας συνέφερε να δώσουμε 6-7 χιλιάδες για να το φτιάξουμε από το να δώσουμε 15 για ένα 8ωρο– εμείς θέλαμε τρεις μέρες σίγουρα.
Κι αυτό, επειδή έχω σπουδάσει αρχιτεκτονική, είναι κάτι που το λατρεύω. Να φτιάχνω ένα μικρό σύμπαν, μου αρέσει να το ζω, αν με βγάλεις από εκεί μου λείπει, είναι σαν επιλόχιο. Όταν το γκρεμίζαμε έβαλα τα κλάματα.
Έχεις κρατήσει κομμάτι;
Έχω κρατήσει, εννοείται! Πραγματικά το ζω, όταν κάνω τις ταινίες γίνομαι η ηρωίδα. Αυτή την κοπέλα τη βλέπουμε τώρα στην ταινία, εγώ την βλέπω, συγκινούμαι, σκέφτομαι «αχ, μου λείπει αυτή η κοπέλα».
Όσο για το σετ, είμαστε πολύ περήφανοι, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι ψεύτικο. Επειδή ετοιμάζω τώρα μια μεγάλου μήκους, ήθελα να το κάνω όσο γίνεται μια μικρογραφία μιας παραγωγής μεγάλου μήκους, δηλαδή έχω βάλει και μουσική μέσα, που σε καμία άλλη δεν έχω, έβαλα αναγνωρίσιμους ηθοποιούς, ήθελα λίγο να δω στην μεγάλου πώς θα σκεφτώ.
Η μεγάλου μήκους σε τι στάδιο είναι;
Την δουλεύω πάρα πολλά χρόνια, από το ‘15, λεγόταν Ο Πέτρος κι ο Λύκος, τώρα λέγεται Το Αγόρι Με Τα Γαλάζια Μάτια, ήρθα εδώ στο Σαράγεβο, ψάχνω κάποια τελευταία χρήματα για να πάμε για γύρισμα του χρόνου. Είμαστε κοντά. Ευτυχώς τις μικρού μήκους συνέχισα όλα αυτά τα χρόνια να τις κάνω και ξεκάβλωνα καλλιτεχνικά, οπότε πάω στην μεγάλου χωρίς άγχος. Πάω, και όποτε είναι να έρθει, θα έρθει.
Εκεί, ο πρωταγωνιστής είμαι εγώ πλέον. Είναι ένα παιδί διαφορετικό, σε μια πολύ καταπιεσμένη κοινωνία στην Ήπειρο όπου μεγάλωσα κιόλας, έχει λίγο μαγικό ρεαλισμό, έχει μια κλειστή κοινότητα που πιστεύει σε δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις, και το παιδί έχει κατά κάποιο τρόπο μια ωρολογιακή βόμβα πάνω του: έχει κάτι διαφορετικό, μια διαφορετικότητα που σε αυτό το χωριό σημαίνει θάνατο. Πρέπει να αποφασίσει αν θα την αποδεχτεί ή αν θα την αφαιρέσει από πάνω του.
Μετά τη Λεωφόρο Πατησίων, το Route-3 και τώρα το Airhostess-737 κλείνεις τρεις ταινίες που με κάποιο τρόπο ακολουθούν μια αγχωτική μετακίνηση. Τις συνδέει κάτι ευρύτερο;
Είναι ταινίες τελείως ανθρωποκεντρικές, με κάποιον ήρωα ή ηρωίδα που κουβαλά μια ωρολογιακή βόμβα, που πρέπει σε 10-15 λεπτά να αποφασίσει τι θα κάνει. Κι έχουν όλες τον δρόμο σαν κάτι κοινό. Στην Πατησίων το μέσο ήταν τα πόδια, μετά ήταν ένα τραμ και τώρα ένα αεροπλάνο. Νομίζω ήταν όλο αυτό κάτι που αφορούσε εμένα στο να εξελιχθώ. Αυτό που βλέπουμε σε αυτές τις ταινίες είναι εξέλιξη δική μου, ψυχική αλλά και καλλιτεχνική.
Αυτό το στοιχείο της ωρολογιακής βόμβας όπως το λες έχει ενδιαφέρον, εντείνει πάντα την αίσθηση ότι είναι αναγκαίο να πάμε παρακάτω, να λύσουμε κάτι, να πάρουμε μια δύσκολη απόφαση.
Σε όλα λειτουργώ έτσι. Είμαι θεωρώ ένας άνθρωπος πληθωρικός και μου αρέσουν οι bigger than life ιστορίες. Θέλω να βάλω τους ήρωές μου σε δύσκολες θέσεις που μπορεί εγώ ενδεχομένως να μην μπω ποτέ, αλλά μέσα από αυτές θα λυτρωθώ. Εγώ τους βάζω το δίλημμα και λέω, λύστε το εσείς, αποφασίστε!
Κάνεις ταινίες μικρού μήκους οι οποίες ταξιδεύουν συνεχώς σε μεγάλα φεστιβάλ, τι παίρνεις εσύ από αυτά τα ταξίδια των ταινιών σου;
Εμένα στόχος μου είναι η επικοινωνία με το κοινό, γι’αυτό κάνω σινεμά. Αυτό κυνηγάω, αυτό με ικανοποιεί ως καλλιτέχνη. Οπότε όταν μια ταινία έχει τέτοια πορεία με κάνει άπειρα χαρούμενο και μου δίνει δύναμη να συνεχίσω να κάνω ταινίες. Η ταινία είναι το παιδί μου και το δίνω στο θεατή.
Ακόμα και τώρα– είχα πάει στη λέσχη Αγίας Παρασκευής με τη Λεωφόρο Πατησίων, κόσμος ακόμα το βλέπει θερμά, ταυτίζεται. Έχει τη μάνα που δεν ξέρεις αν θα πάει μπροστά εκεί που πάει ή αν θα γυρίσει πίσω στο παιδί, είναι κάπως διαχρονικό αυτό το ζήτημα, οπότε κάθε φορά θα δεις κάποιον θεατή να ταυτίζεται με διαφορετικό τρόπο. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια είναι το ίδιο ικανοποιητικό όταν βλέπεις να επικοινωνούν με το κοινό οι ταινίες.
Τι αναμνήσεις κρατάς από φεστιβάλ σαν το Τορόντο, τη Βενετία;
Η Βενετία ήταν κάτι συγκλονιστικό, δεν είχα πάει ποτέ, ήμουν σε ένα από τα κορυφαία φεστιβάλ του κόσμου και τη στιγμή της πρεμιέρας ένιωθα τόσο άβολα γιατί ξαφνικά ένιωθα μια έκθεση μεγάλη στην οποία έπρεπε κάπως να ανταποκριθώ. Το κοινό εκεί χειροκροτούσε. Η πρεμιέρα είναι πάντα δύσκολη, είναι η πρώτη επαφή με τον θεατή. Γιατί το φεστιβάλ μπορεί να διαλέγει την ταινία αλλά δεν ξέρεις αν ο θεατής θα επικοινωνήσει τόσο καλά μαζί της. Άρεσε απλά σε πέντε ανθρώπους στην προκριματική επιτροπή! Οπότε έχεις πάντα αμφιβολίες.
Αλλά θυμάμαι το Q&A για τη Λεωφόρο Πατησίων, οι πάντες πιάνονταν από το θέμα της μητρότητας. Γιατί αντέδρασε έτσι, γιατί δεν έτρεξε στο παιδί. Εξηγούσα λοιπόν εγώ ότι επειδή η μητρότητα θεωρείται τόσο βασικός ρόλος σε μια γυναίκα, ήθελα εγώ με την ταινία να το αντισταθμίσω κάπως. Να μιλήσω για το ότι αυτή η γυναίκα έχει δικαίωμα να έχει περισσότερους ρόλους από τη μητρότητα αν το θελήσεις, γιατί είμαστε άνθρωποι με πολλαπλούς ρόλους.
Στο Τορόντο πιο κουλ το κοινό, αλλά το μεγαλύτερο δέος σε προβολή ήταν στο Κλερμόν Φεράν. Είναι ένα φεστιβάλ με ένα τεράστιο σινεμά, 1500 άνθρωποι μες στην αίθουσα, έρχονται όλοι εκεί για να δουν αποκλειστικά μικρού μήκους ταινίες –ενώ στα πιο μεγάλα φεστιβάλ πολλές φορές στις μικρού μήκους πάνε απλώς άνθρωποι που δεν βρήκαν εισιτήριο για αλλού. Εκεί η αγάπη που νιώθεις από το κοινό είναι πιο μεγάλη.
Πώς σου φάνηκε το Λοκάρνο; Το AirHostess-737 έκανε πρεμιέρα εκεί, πώς ήταν η εμπειρία;
Το Λοκάρνο ήταν φοβερή εμπειρία! Πολύ οργανωμένο φεστιβάλ, ΠΑΝΑΚΡΙΒΗ πόλη και μια αίσθηση γιορτής του κινηματογράφου. Ήμασταν εξαιρετική παρέα, φίλοι και συνεργάτες χρόνιοι ή άλλοι καινούργιοι που θα γίνουν χρόνιοι και πήγαμε αποφασισμένοι να το χαρούμε. Αυτό το μοίρασμα της εμπειρίας είναι που για μένα της δίνει όλη την αξία. Αυτό το μοίρασμα και το γεγονός ότι παραδίδεις μια δημιουργία σου στον αποδέκτη της και φεύγει από εσένα. Εκεί παίρνει νόημα η δουλειά μας!
Βοήθησε πολύ και η υποδοχή της ταινίας από το κοινό που ήταν πολύ θερμή, βέβαια. Αυτό που μου έμεινε πολύ ως ανατροφοδότηση και το άκουσα από αρκετούς ανθρώπους με μεγάλη χαρά, είναι ότι η ταινία στην πορεία της (των 16 λεπτών) συνέχισε να τους εκπλήσσει και ότι προκαλούσε ένα εύρος συναισθηματικών αντιδράσεων. Αυτό θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνει σε τόσο μικρό χρόνο και να το αισθάνεσαι αυθεντικό, γι’ αυτό θεωρώ μεγάλη μας τιμή αν το καταφέραμε.
Ας μιλήσουμε λίγο για τη σχέση της Ελλάδας με τις μικρού μήκους ταινίες. Συζητάμε διαρκώς για το πόσοι εξαιρετικοί σκηνοθέτες δουλεύουν στη μικρού μήκους φόρμα στην Ελλάδα. Πού οφείλεται για σένα αυτό;
Είναι μια φόρμα πιο ιδιαίτερη που από ό,τι φαίνεται ταιριάζει στους έλληνες. Ίσως έχουμε απλά ένα ταλέντο στο να λέμε μικρές ιστορίες! Όντως οι μικρού μήκους οι ελληνικές είναι παντού και σε όλα τα καλά φεστιβάλ. Προσωπικά τη μικρού μήκους τη λατρεύω και τη θεωρώ ξεχωριστό είδος εντελώς. Όπως το ποίημα και το διήγημα– δε μπορούν να συγκριθούν.
Το πρόβλημα είναι στο σύστημα το γενικό, στο industry, ότι δεν βλέπουν τη μικρού μήκους σαν ένα είδος που αξίζει να υπάρχει από μόνο του. Όλοι λένε «α ωραία η μικρού μήκους σου, πότε θα κάνεις την μεγάλου;», σα να υπάρχει απλώς για να είναι το προηγούμενο βήμα. Εμένα ως καλλιτέχνης η ανάγκη μου είναι να εκφραστώ, κι αν αυτή τη στιγμή μπορώ να εκφραστώ με μια ταινία μικρού μήκους, θα εκφραστώ με ταινία μικρού μήκους!
Δεν αποτελεί δυστυχώς αγοραστικό προϊόν. Για μένα είναι πολύ κρίμα, επειδή εκφράζομαι και πραγματικά εκτονώνομαι σε σχέση με αυτά που θέλω να πω. Για να είμαι ειλικρινής, ίσως αν οι μικρού μήκους είχαν μες στο industry την αγοραστική αξία που τους αξίζει, και την αναγνωρισιμότητα, και μια δίοδο ώστε να μπορώ να επιβιώσω ως καλλιτέχνης στο μέλλον, τότε δεν ξέρω αν θα ένιωθα την ανάγκη να πάω στην μεγάλου μήκους.
Με ενδιαφέρει τέλος κι η άλλη πλευρά της σχέσης σου με τις μικρού μήκους ταινίες. Στο φεστιβάλ Δράμας είσαι υπεύθυνος του διεθνούς σπουδαστικού τμήματος, πώς είναι λοιπόν εκείνη η πλευρά της ενασχόλησης με τις ταινίες μικρού μήκους; Με την επιλογή και ανάδειξη έργων από άλλους, νεότερους σκηνοθέτες;
Κάποια στιγμή μου ήρθε πρόσκληση από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ, τον Γιάννη Σακαρίδη, και την δέχτηκα. Αυτό που καταλαβαίνω πλέον, την τρίτη μου πια χρονιά ως head programmer στο διεθνές σπουδαστικό Δράμας, είναι πως είναι μια μεγάλη ευκαιρία να βοηθήσω καλλιτέχνες που μου αρέσουν πολύ οι ταινίες τους, και είναι πολύ σημαντικό να μην ασχολούμαι συνέχεια μόνο με το δικό μου έργο, τα δικά μου βιώματα, μόνο με τον εαυτό μου.
Το curating το αγαπώ πολύ, είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Νιώθω ότι τους σπουδαστές θέλω με κάποιο τρόπο να τους προστατέψω– από πράγματα που εγώ όταν ήμουν σπουδαστής δεν τα ήξερα. Οπότε αυτή η δουλειά με ικανοποιεί πολύ. Έχω περίσσια αγάπη να δώσω στις σπουδαστικές ταινίες και στους σκηνοθέτες τους. Προσφέρει μια ισορροπία στα πράγματα.