ΟΙ “ΚΑΡΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡ” ΔΕΝ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΠΑΙΚΤΕΣ, ΑΛΛΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΓΥΡΙΣΑΝ ΠΟΤΕ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥΣ
Μιλήσαμε τον σουηδό δημοσιογράφο Μάρτιν Σίμπι, εμπνευστή του πρότζεκτ που λέει τις ιστορίες όσων έχασαν τη ζωη τους «χτίζοντας» το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2022.
Έναν χρόνο πριν όλοι ήξεραν πόσο αμαρτωλό θα ήταν το προσεχές Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ, αλλά λίγοι μιλούσαν. Η επικαιρότητα ήταν διαφορετική, η ποδοσφαιρική κοινωνία σιωπηλή, το επερχόμενο Μουντιάλ προμηνυόταν περισσότερο ως μια παραδοξότητα «στην αρχή του χειμώνα» παρά ως μια ηθικά καταδικασμένη διοργάνωση. Έναν χρόνο πριν, στις 7 Δεκεμβρίου του 2021, δημοσιεύθηκε στο Instagram η πρώτη «Κάρτα του Κατάρ». Το περιβάλλον και το design οικεία, να θυμίζουν τις κάρτες με τους παίκτες που μαζεύουμε μικρά και μεγάλα παιδιά σε κάθε μεγάλο ποδοσφαιρικό ραντεβού. Μόνο που εδώ το πρόσωπο δεν ήταν κάποιος αθλητής, αλλά ένας νεκρός μετανάστης εργάτης στο Κατάρ, τη χώρα που ανέλαβε τους αγώνες σε μια διαδικασία-μνημείο διαφθοράς. Το νούμερο στην μπροστινή όψη της κάρτας δεν ήταν κάποιος αριθμός φανέλας αλλά η ηλικία του ανθρώπου που έφυγε από τη ζωή, ενώ στο πίσω μέρος αναφερόταν με λίγες λέξεις η σπαρακτική ιστορία του. Κι όποιος έχει δει αυτές τις κάρτες, όποιος έχει διαβάσει αυτές τις ιστορίες, είναι απλά αδύνατο να δει το φετινό Μουντιάλ αποστασιοποιημένα. Ίσως είναι κι αδύνατο να το δει, τελεία.
Πίσω από το πρότζεκτ Cards of Qatar είναι η ερευνητική ομάδα Blankspot που δημιουργήθηκε το 2015 με χρηματοδότηση του κοινού (έσπασε μάλιστα το σκανδιναβικό ρεκόρ στο crowdfunding) και ασχολείται κυρίως με το διεθνές ρεπορτάζ. Εστιάζοντας σε «τυφλά σημεία» από ζητήματα που τα μεγάλα μίντια τείνουν να ξεχάσουν όπως όσα συμβαίνουν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ ή όσα ακολούθησαν τον πόλεμο στην Αιθιοπία. Επικεφαλής της δημοσιογραφικής ομάδας είναι ο σουηδός Μάρτιν Σίμπι με μακρά καριέρα στη δημοσιογραφία, κυρίως ως ανταποκριτής. Πέρασε πολύ καιρό καλύπτοντας τη Νοτιοανατολική Ασία, ενώ είναι ιδιαίτερα γνωστός για μια ιστορία που συνέβη το 2012 στην Αιθιοπία όπου βρισκόταν ερευνώντας την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τον πυροβόλησαν, τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε 11 χρόνια φυλάκιση. Τελικά, απελευθερώθηκε μετά από 14 μήνες. Μετά από εκείνη την καθοριστική εμπειρία, αποφάσισε να φτιάξει τη δική του πλατφόρμα.
Με τους θανάτους των μεταναστών εργατών στο Κατάρ, ξεκίνησαν να ασχολούνται το 2019. «Τρία χρόνια πριν, υπήρχε κάποιο debate στη Σουηδία για το Μουντιάλ του Κατάρ. Για το αν θα έπρεπε να πάει η εθνική μας ομάδα, για το αν θα έπρεπε να το παρακολουθήσουμε. Ήταν κι όλα αυτά τα νούμερα που τροφοδοτούσαν τη συζήτηση, όπως η έρευνα του Guardian που έκανε λόγο για 6500 νεκρούς, ενώ άλλες πήγες έκαναν λόγο για 10 ή και 15.000. (Την ώρα δηλαδή που οι επίσημες αναφορές από το Κατάρ μιλάνε για μόλις 3 νεκρούς.) Εμείς δε θέλαμε να μπούμε σε αυτή τη συζήτηση και να πλειοδοτήσουμε πάνω στα νούμερα, θέλαμε να μιλήσουμε για τις ιστορίες των ανθρώπων πίσω από τα στατιστικά. Να μιλήσουμε για αυτούς που πήγαν στο Κατάρ και δε γύρισαν πίσω», μου λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής στην παγωμένη Στοκχόλμη.
Και τελικά το έκαναν χρησιμοποιώντας αυτό το φοβερό εύρημα με τις κάρτες. Ιδέα της συνιδρύτριας της Blankspot, Μπριτ Στάκστον, που τη συνέλαβε καθώς θυμόταν τον γιο της να μαζεύει «χαρτάκια» Pannini σε όλα τα Μουντιάλ από το 1990 και μετά. «Συνεργαστήκαμε με τοπικούς δημοσιογράφους για να βρούμε όσες περισσότερες από τις οικογένειες που έχασαν κάποιον στη Ντόχα. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και μόλις αποκαταστάθηκαν οι μετακινήσεις, ταξίδεψα κι εγώ σε Κατάρ και Νεπάλ για περαιτέρω πληροφορίες κι έρευνα. Έτσι προέκυψαν όλες αυτές οι ιστορίες, με περίπου 100 αφηγήσεις από μέλη των οικογενειών. Και μετά ξεκίνησε η συζήτηση στα μίτινγκ μας: Ωραία, τις έχουμε, αλλά πώς θα τις δείξουμε; Γιατί θέλαμε να φτάσει αυτή η έρευνα όχι μόνο στους “συνήθεις υπόπτους” που ενδιαφέρονται για τέτοιες ιστορίες, αλλά σε μεγαλύτερο κοινό π.χ. στους ποδοσφαιρόφιλους, σε όσους θα πήγαιναν στο Κατάρ ή θα έβλεπαν τους αγώνες από την τηλεόραση».
Το Κατάρ, το μικρότερο κράτος που έχει διοργανώσει Παγκόσμιο Κύπελλο της μοντέρνας εποχής, όταν ανέλαβε τη διοργάνωση διέθετε πολύ χρήμα, ελάχιστες υποδομές και μηδαμινή αθλητική-ποδοσφαιρική κουλτούρα. Στη Ντόχα συνέρρευσαν δεκάδες χιλιάδες εργάτες από χώρες της ΝΑ Ασίας (κυρίως Ινδία, Νεπάλ, Μπαγκλαντές, Πακιστάν, Σρι Λάνκα) για να καλύψουν κάθε πιθανή θέση, ειδικευμένη κι ανειδίκευτη. Από οδηγοί, καθαριστές και μάγειρες μέχρι όσοι δουλεύουν στη βαριά βιομηχανία των κατασκευών. Στην πλειοψηφία τους πληρώνοντας κιόλας ποσά από 1000 ως 5000 δολάρια σε εταιρείες διαμεσολάβησης προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δουλειά. Τα ατυχήματα και οι θάνατοι δεν άργησαν όπως και οι διεθνείς διαμαρτυρίες για τις συνθήκες, ακόμα και για παρακρατήσεις μισθών και διαβατηρίων με σκοπό τον εκβιασμό.
Τα πρώτα χρόνια, λέει ο Σίμπι, τα πράγματα ήταν χειρότερα. Μετά, λόγω και της αυξανόμενης κατακραυγής οι συνθήκες βελτιώθηκαν κάπως. «Έγινε μια νομοθετική αλλαγή με εργασιακές μεταρρυθμίσεις. Το σύστημα kafala σταδιακά καταργήθηκε, αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός κ.ά. που όντως έκαναν καλύτερες τις συνθήκες για τους μετανάστες. Αλλά ήρθαν αργά. Έπρεπε να έχουν γίνει πολλά χρόνια πριν και θα είχαν σωθεί ζωές. Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος. Όσοι δούλευαν σε πρότζεκτ της FIFA, απολάμβαναν κατά κανόνα καλύτερες συνθήκες. Υψηλότερα ημερομίσθια, καλύτερο φαγητό, μεγαλύτερη ασφάλεια, καλύτερη διαμονή. Αλλά αυτοί δεν ήταν παρά ένα μικρό κομμάτι, σχεδόν 40.000, ενός πληθυσμού μεταναστών που έφτανε τα 2 εκατομμύρια. Οι υποδομές της FIFA ήταν περίπου ΟΚ, αλλά τι συνέβαινε με εκείνους που δούλευαν π.χ. στην κατασκευή των δρόμων που οδηγούσαν στα γήπεδα, τα ξενοδοχεία, το νέο αεροδρόμιο; Εδώ φτιάχτηκαν ολόκληρες πόλεις, σχεδόν από την αρχή. Εκεί ήταν που συναντούσες τα χειρότερα παραδείγματα κακομεταχείρισης».
Αναρωτιέμαι αν η έρευνα οδήγησε σε κάποιο «μοτίβο» σχετικά με τους θανάτους. Ο Μάρτιν Σίμπι απαντά: «Το μοτίβο είναι ότι οι θάνατοι δεν ερευνήθηκαν επαρκώς. Δε μάθαμε τα πραγματικά αίτια τους. Ως αιτία θανάτου στις περισσότερες περιπτώσεις αναφερόταν ο “φυσικός θάνατος”. Ναι, αλλά για τις οικογένειες κανένας θάνατος δεν ήταν “φυσικός”. Γιατί στην πλειοψηφία τους ήταν νέοι άνθρωποι που είχαν πάει να δουλέψουν στο εξωτερικό στην καλύτερη ηλικία τους. Και οι συνάδελφοί τους τοὺς βρήκαν νεκρούς στον ύπνο τους ή νεκρούς κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Κι έμπαινε μια σφραγίδα ή συμπληρωνόταν στα έγγραφα το “φυσικός θάνατος” για να μπορέσουν οι αεροπορικές εταιρείες να μεταφέρουν τα πτώματα πίσω στις πατρίδες τους. Κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σχεδόν όλα αυτά τα πιστοποιητικά θανάτου ήταν ψεύτικα. Με επίσημη σφραγίδα από την κυβέρνηση του Κατάρ. Όταν το κατάλαβαν αυτό οι οικογένειες, είχαν προφανώς πολλές ερωτήσεις για το τι πραγματικά συνέβη, για τις οποίες δεν πήραν ποτέ απαντήσεις. Ας πούμε, υπάρχει μια χήρα που ζει στην Ποκχάρα στο δυτικό Νεπάλ, η οποία ποτέ δεν έλαβε το πτώμα του συζύγου της. Αναγκάστηκε να αυτοσχεδιάσει μια κηδεία μαζί με τα παιδιά της, βγάζοντας τα ρούχα του από τη ντουλάπα και κάνοντας μια τελετή καύσης για να βρουν κάποιο είδος γαλήνης.
Υπάρχει και κάτι άλλο: η δουλειά στο Κατάρ είχε για τους περισσότερους ένα ψυχικό τίμημα. Το να μένεις, ας πούμε, 5-10-15 χρόνια μακριά από το σπίτι σου και την οικογένειά σου. Να μην βλέπεις τα παιδιά σου να μεγαλώνουν. Να μην κερδίζεις, επίσης, και τόσα χρήματα όσα πίστευες αρχικά ότι θα αποταμιεύσεις για να στείλεις πίσω και να βγάλεις την οικογένεια σου από την φτώχεια. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που είχαμε τόσες αυτοκτονίες: το στίγμα με το οποίο φοβούνταν ότι θα γυρνούσαν στα χωριά τους, ότι πήγαν δηλαδή στο Κατάρ αλλά δεν κατάφεραν να σώσουν τις οικογένειες τους. Υπήρχαν άλλοι που γύριζαν πίσω κάποια στιγμή κι έλειπαν τόσον καιρό που τα παιδιά τους δεν τους αναγνώριζαν. Ή δεν τα αναγνώριζαν εκείνοι. Το υψηλό κόστος σε ανθρώπινο επίπεδο. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα».
Όταν διερευνάς μια αθλητική διοργάνωση στην οποία παίζονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα, στην πραγματικότητα διηγείσαι μια ιστορία συνταρακτικής απληστίας. Προσπαθωντας να την ξεσκεπάσεις, σίγουρα δε θα βρεις ανοιχτές πόρτες και στρωμένα χαλιά. «Η βασική δυσκολία στην αρχή ήταν ότι δεν είχαμε καθόλου βοήθεια από τις πρεσβείες των χωρών καταγωγής των εργατών στο Κατάρ. Επίσης, δεν καταφέραμε να βρούμε ιστορίες από Πακιστάν και Σρι Λάνκα, οι δημοσιογράφοι με τους οποίους μιλήσαμε μας είπαν ότι το θέμα είναι πολύ ευαίσθητο. Είναι τόσα πολλά τα χρήματα που γυρίζουν πίσω σε εμβάσματα, σημαίνουν πολλά για την οικονομία αυτών των χωρών – στο Νεπάλ, για παράδειγμα, όσα στέλνουν πίσω οι μετανάστες εργάτες φτάνουν ίσως και το 30% του ΑΕΠ. Παρολ΄αυτά όταν άρχισαν να επιστρέφουν τα πρώτα φέρετρα σηκώθηκε θόρυβος και ο κόσμος άρχισε να αναρωτιέται γιατί οι οικογένειες των νεκρών δεν αποζημιώνονται από το Κατάρ, τη FiFA, τους διοργανωτές, τις κατασκευαστικές εταιρείες κτλ. Αντίθετα, ήταν οι τοπικές κυβερνήσεις που έφτιαξαν ταμεία αποζημιώσεων, στα οποία μπορούσες να αιτηθείς αν π.χ. είχες χάσει τον σύζυγό σου στο Κατάρ».
Οι τίτλοι των ιστοριών είναι συγκλονιστικοί. «Πέθανε χωρίς να δει την κόρη του», «Η μητέρα του έχει παραλύσει από την θλίψη», ακόμα και «Η σύζυγός του πιστεύει πώς ο θάνατός του δεν είχε να κάνει με τις εργασιακές συνθήκες». Μια άλλη γυναίκα στο Νεπάλ είπε στους δημοσιογράφους ότι θα ήθελε όσοι πάνε στο Κατάρ να παρακολουθήσουν τους αγώνες να εκτιμήσουν τη δουλειά που έκανε ο άνδρας της, τεχνίτης ακριβών μαρμάρων, στα πατώματα των ξενοδοχείων. «Για μένα, τα λόγια της αυτά, είναι η ουσία του όλου πρότζεκτ. Είναι η απόδοση τιμής σε αυτούς τους ανθρώπους, η διατήρηση της μνήμης τους, αλλά και το γεγονός ότι χωρίς αυτούς το τουρνουά θα ήταν αδύνατο να διεξαχθεί», λέει ο Σίμπι. Πριν βάλει την κατακλείδα με μια διαφορετική προσέγγιση: «Μόνο αν κάνουμε ρεπορτάζ για τους μετανάστες, θα τους καταλάβουμε. Γιατί είναι κακοπληρωμένοι αλλά και τι σημαίνουν αυτά τα χρήματα για τις οικογένειές τους, άρα και γιατί πήγαν να δουλέψουν στο Κατάρ. Δεν τους βλέπω ως σκλάβους και δε μου αρέσει όταν τους αποκαλούν έτσι (αν και τους φέρθηκαν έτσι σε ορισμένες περιπτώσεις). Πήραν μια γενναία απόφαση με δεδομένες τις δικές τους συνθήκες. Πήγαν στο Κατάρ για να μπορούν να πάνε τα παιδιά τους σχολείο».
Ο Μάρτιν Σίμπι δεν είναι μεγάλος fan του ποδοσφαίρου. «Το αθλητικό μου background είναι στα 100 μέτρα στίβο. Έχω συνηθίσει να προσέχω 10 δευτερόλεπτα στα σπορ, τα 90 λεπτά μου φαίνονται πάρα πολλά», λέει γελώντας. Βλέπει μόνο τα σημαντικά ματς (τελικούς κτλ.), αλλά κι εκείνα που έχουν κάποιο πολιτικό ενδιαφέρον π.χ. το Ιράν-ΗΠΑ. Δεν είναι όμως υπέρ του μποϊκοτάζ. «Μπορείς εξίσου να δεις τα ματς και να μάθεις τα ονόματα όσων σκοτώθηκαν για να γίνουν οι αγώνες. Μπορείς να κάνεις και τα δύο. Δεν είμαι σίγουρος ότι με το μποϊκοτάζ έρχεται η αλλαγή, φοβάμαι ότι έχει περάσει η εποχή που αυτό δούλεψε π.χ. με το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Δεν είμαι σίγουρος ότι το μποϊκοτάζ τώρα θα αλλάξει τις συνθήκες εργασίας των εργατών στο μέλλον στο Κατάρ». Δεν είναι, επίσης, κι από εκείνους που βάζουν τόσο πολύ στο στόχαστρο τις επιφανείς προσωπικότητες του ποδοσφαίρου επειδή δε μίλησαν. «Είδαμε πρωτοβουλίες από επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και υπήρξαν αρκετοί που μίλησαν. Έστω λίγο, έστω αργά. Αλλά δεν είναι οι μόνοι υπεύθυνοι, υπάρχουν και οι χορηγοί ή τα τηλεοπτικά δίκτυα που χρυσοπλήρωσαν το προϊόν. Μην τους πυροβολούμε λοιπόν επειδή είναι ο εύκολος στόχος. Ή έστω πιο εύκολος από αυτούς που μένουν σιωπηλοί απέναντι στις δικτατορίες ή κάνουν μπίζνες μαζί τους. Ας πούμε, η Σουηδία έχει πρεσβεία στο Κατάρ, η Σουηδία πουλάει όπλα στο Κατάρ κι αγοράζει αέριο. Δε θα ήταν κάπως παράλογο να γίνονται όλα αυτά και να μην επιτρέπαμε στην εθνική ομάδα να συμμετάσχει στη διοργάνωση; Άλλο που δεν προκρίθηκε», καταλήγει ελαφραίνοντας το δυνατό επιχείρημά του.
Αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο μοιάζει, τώρα που διεξάγεται, και με μια αδιάκοπη άσκηση διαχείρισης κρίσεων από την FIFA. Με τη νέα αρνητική δημοσιότητα επειδή π.χ. απαγόρευσε, στην ουσία, τα περιβραχιόνια One Love. Ήταν άλλωστε και οι δηλώσεις του προέδρου της, Τζάνι Ινφαντίνο, πριν την έναρξη των αγώνων που δε βοήθησαν ακριβώς. «Έριξαν αλάτι στις πληγές των ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους. Δεν μπορείς να συγκρίνεις τη δική σου ζωή – ότι μετακόμισες από την Ιταλία στην Ελβετία και ήσουν κοκκινομάλλης – με τη δική τους, για να υποστηρίξεις ότι τους καταλαβαίνεις. Είναι τελείως άκυρος τρόπος να προσεγγίσεις το ζήτημα. Άνθρωποι πέθαναν επειδή στο Κατάρ δε σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, whistleblowers είναι στη φυλακή, δεν υπάρχει ελευθερία του Τύπου, δεν υπάρχει στην ουσία δημοκρατία. Με το να κάνεις αυτού του είδους την αστεία αυτοκριτική, κάνεις τα πράγματα απλά χειρότερα. Πολύ χειρότερα».
Η Blankspot έστειλε μάλιστα κι ένα «όμορφο κουτί» στους στη FIFA, στους διοργανωτές στο Κατάρ και στους σπόνσορες. Μαζί με ερωτήσεις. Δεν απάντησε κανείς, πλην της Adidas («δεν επιλέξαμε εμείς τους διοργανωτές»). Ίσως η πιο χαρακτηριστική αντίδραση που τα λέει όλα είναι ότι στον Σίμπι δεν χορηγήθηκε δημοσιογραφική βίζα για να ταξιδέψει στο Κατάρ και να συνεχίσει το ρεπορτάζ κατά τη διάρκεια των αγώνων. Αναπόφευκτα, καταλήγουμε στο ερώτημα αν πρέπει χώρες όπως το Κατάρ να επιβραβεύονται με μεγάλες διοργανώσεις που τους βοηθούν να ξεπλένουν μέσω “sportswashing” το αυταρχικό, ανελεύθερο καθεστώς τους; «Προσπαθώ ως ερευνητής να αποφεύγω να εκφράζω έντονα τη γνώμη μου. Από την άλλη, είναι σημαντικό -για μένα- να παίζεται ποδόσφαιρο και στις δικτατορίες. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι δύναμη που μπορεί να κάνει καλό. Ξέρω ότι πολλοί ποδοσφαιρόφιλοι είναι έξαλλοι επειδή αυτή η χώρα, το Κατάρ, διοργανώνει το Παγκόσμιο Κύπελλο κι επίσης πολύ θυμωμένοι με τη FIFA. Ίσως βγει κάτι καλό για το μέλλον από αυτόν τον θυμό. Κι επίσης είναι και κάτι άλλο, για να γίνονται αυτές οι διοργανώσεις με το τόσο υψηλό κόστος σε χώρες π.χ. σαν τη Σουηδία, πρέπει κι αυτές να δηλώνουν υποψηφιότητα. Κάτι που δεν κάνουν συχνά και καταλήγουν τα τουρνουά να διεξάγονται διαδοχικά σε Ρωσία, Κατάρ και ΗΠΑ (όπου κι εκεί υπάρχουν θέματα με τους λατινοαμερικάνους μετανάστες-εργάτες για το 2026).
Πάντως, η προσοχή που έπεσε πάνω στο Κατάρ έχει σε μεγάλο βαθμό αποδυναμώσει το επιδιωκόμενο sportswashing. Δεν είναι ακριβώς ένας PR θρίαμβος αυτό το Μουντιάλ, όπως ίσως περίμεναν οι Καταριανοί. Η κληρονομιά αυτού του Παγκοσμίου είναι μια χήρα που της λείπει ο νεκρός σύζυγος της και τα παιδιά της που μεγαλώνουν χωρίς αυτόν. Στις επόμενες διοργανώσεις, ελπίζω, ότι όλοι θα σκεφτούν πώς θα αποφύγουν κάτι τέτοιο. Για να μην έχουν πεθάνει εντελώς στο κενό οι εργάτες του Κατάρ. Για να μας διδάξει κάτι η εμπειρία του Κατάρ».