ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ
Η φθορά της κυβέρνησης αναγκάζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη περιορίσει τις φιλοδοξίες του για αυτοδυναμία. Οι δικομματικές (ή και τρικομματικές;) κυβερνήσεις το πιο ορατό μετεκλογικό σενάριο.
Πως θα μοιάζει η επόμενη κυβέρνηση της χώρας; Θα είναι αυτοδύναμη; Θα είναι κυβέρνηση συνεργασίας δύο κομμάτων; Ίσως κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων; Κυβέρνηση 4ετίας ή έκτακτων συνθηκών; Θα προκύψει από μία η δύο εκλογικές αναμετρήσεις;
Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα δεν απαιτείται πρωτίστως γνώση της εκλογικής νομοθεσίας, πολιτική ανάλυση η στάθμιση δημοσκοπικών δεδομένων, αλλά περισσότερο… φαντασία. Βρισκόμαστε περίπου 15 μήνες πριν το «τέλος της Άνοιξης του 2023» που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προσδιορίσει ως χρόνο διενέργειας των επόμενων εκλογών και οι αβεβαιότητες είναι αισθητά περισσότερες από τις σταθερές. Έτσι ώστε αρκετά εναλλακτικά σενάρια του «σήμερα» να αποτελούν την δυνητική πραγματικότητα του «αύριο». Επιπρόσθετα ή πρόσφατη δήλωση του πρωθυπουργού, σύμφωνα με την οποία οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν είναι κάτι που πλέον αποκλείει η Νέα Δημοκρατία, περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση κι αλλάζουν τα δεδομένα.
Τα μπρος-πίσω της Ν.Δ
«Ο λαός θα υποδείξει αν η χώρα θα κυβερνηθεί από ένα ή περισσότερα κόμματα. Η χώρα θα κυβερνηθεί είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο. Αυτό δεν είναι δική μας απόφαση». Η δήλωση ανήκει στον Κυριάκο Μητσοτάκη κι έγινε την περασμένη Τρίτη σε συνέντευξή του στο Forum που διοργάνωσε ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος». Έκτοτε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου έχει καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να πείσει ότι πρωταρχικός στόχος της Νέας Δημοκρατίας για τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις παραμένει μια αυτοδύναμη δική της κυβέρνηση. Μάταια όμως. Το «παράθυρο» για κυβέρνηση συνεργασίας όπου θα μπορούσε να μετάσχει το κυβερνητικό κόμμα έχει ανοίξει.
Έγινε παράλληλα σαφές πως η αλλαγή στάσης αυτή δεν αποτελεί προϊόν μιας διαφορετικής προσέγγισης στα πολιτικά πράγματα, αλλά προϊόν ανάγκης. Ισχυρισμός που τεκμηριώνεται από τον τρόπο που αντιμετώπιζε και τις φράσεις που χρησιμοποιούσε μέχρι πρόσφατα ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τις κυβερνήσεις συνεργασίας.
«Σήμερα αυτό το οποίο χρειάζεται η χώρα πρώτα και πάνω απ’ όλα είναι πολιτική σταθερότητα. Δεν χρειάζεται πειραματισμούς, δεν χρειάζεται εφήμερες συμμαχίες οι οποίες δεν θα αντέξουν στη δοκιμασία του χρόνου» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο προωθυπουργός στην τελευταία ομιλία του στην Βουλή. Μια θέση που σίγουρα δεν συνάδει με έναν πολιτικό που είχε σε εκτίμηση τις πολυκομματικές κυβερνήσεις. Είναι μάλιστα ο ίδιος που στο παρελθόν έχει εστιάσει στα προβλήματα που δημιουργούσε στην κυβέρνηση της Ν.Δ της περιόδου 2012-2015, η παρουσία του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση.
Έτσι λοιπόν τα δεδομένα συγκλίνουν στο ότι η Νέα Δημοκρατία προχωρά στην αλλαγή του προεκλογικού της «δόγματος» αντιλαμβανόμενη ότι ο περιορισμός της πολιτικής επιρροής της και η φθορά της είναι μεγαλύτερες από αυτές που υπολόγιζε. Θυμίζουμε πως το «σχέδιο βάσης» του Μεγάρου Μαξίμου ήταν να γίνουν οι επόμενες εκλογές υποχρεωτικά με το σύστημα της απλής αναλογικής, να μην προκύψει κυβέρνηση και στην συνέχεια να γίνουν δεύτερες εκλογές με το σύστημα του κλιμακωτού μπόνους. Τον νόμο δηλαδή που η Ν.Δ ψήφισε τον Ιανουάριο του 2022. Με στόχο η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση να οδηγήσει σε μία αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ.
Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου προϋποθέτει ότι στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση το πρώτο κόμμα θα έχει ένα ποσοστό της τάξης του 38% που θα του δώσει το απαραίτητο «μπόνους» εδρών για την αυτοδυναμία. Έναν στόχο που προφανώς το Μέγαρο Μαξίμου «βλέπει» ότι είναι μακριά από τις δυνατότητές του.
Οι τελευταίες αυτές εξελίξεις συνδέονται με την γενικότερη νευρικότητα που φαίνεται να διακατέχει το κυβερνητικό επιτελείο καθώς μπαίνει στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση της τρέχουσας συνταγματικής θητείας. Αυτή εκφράζεται με μία εικόνα διαδοχικών «μπρος – πίσω». Θυμίζουμε – για παράδειγμα- ότι πριν λίγες ημέρες υπήρχαν έντονες διαρροές στον τύπο σχετικά με το ότι υπάρχει σχεδιασμός νέας αλλαγής του εκλογικού νόμου. Χρειάστηκε να υπάρξει δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Βουλή περί του αντιθέτου, ώστε αυτές να σταματήσουν.
Η προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στην προοδευτική διακυβέρνηση
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός ότι δεν έχει καν ολοκληρωθεί μια κορυφαία διαδικασία όπως το 3ο Συνέδριο του, μπορεί πλέον να επαίρεται ότι έχει το πιο σαφές εκλογικό σχέδιο. Αυτό που ακούει στο όνομα «προοδευτική διακυβέρνηση».
Όπως δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην τελευταία τηλεοπτική του συνέντευξη στο IONIAN TV «εμείς πολύ καθαρά λέμε εδώ και τρία χρόνια και παραπάνω, από τότε που θεσπίσαμε την απλή αναλογική, ότι η χώρα μπορεί να κυβερνάται με κυβερνήσεις συνεργασίας αλλά στη βάση προγραμματικής σύγκλισης, πολιτικών προγραμμάτων». Σημείωσε πως στην σημερινή συγκυρία «οι διαφορετικές κατευθύνσεις είναι αυτές της νεοφιλελεύθερης δεξιάς που εκφράζει ο κ. Μητσοτάκης και, από την άλλη, των προοδευτικών δυνάμεων» έτσι «μπορεί να υπάρξει και μετά τις εκλογές της απλής αναλογικής, που εμείς θεσπίσαμε, σταθερότητα στη χώρα με μια κυβέρνηση συνεργασίας πάνω σε προγραμματική βάση προοδευτικής σύγκλισης». Τα βασικά προγραμματικά προαπαιτούμενα που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ αφορούν την αύξηση του βασικού μισθού, την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ένα πρόγραμμα κοινωνικής στήριξης απέναντι στην ακρίβεια αλλά και την κατάργηση σειράς κυβερνητικών νοοθετημάτων που θεωρεί ότι κινούνται σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.
Από την στιγμή που το θέμα των κυβερνήσεων συνεργασίας μπαίνει με μεγαλύτερη ένταση στην πολιτική ατζέντα είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα εντείνει αντίστοχια την πολιτική πίεση προς τις πολιτικές δυνάμεις που θεωρεί ότι ανήκουν στο «προοδευτικό στρατόπεδο» και την αριστερά. Παρότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει πολλάκις εκτιμήσει ότι αυτά τα διλλήματα θα τεθούν αντικειμενικά στην μετεκλογική περίοδο. Αποδέκτες αυτής της πίεσης θα είναι πρωτίστως το Κίνημα Αλλαγής και το Μέρα 25 και σε «δεύτερο χρόνο» το ΚΚΕ.
Χαρακτηριστική ήταν μια πρόσφατη αναφορά του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ στον Νίκο Ανδρούλάκη. Όπως είπε ο Αλέξης Τσίπρας «έχει δηλώσει ότι θέλει μια σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης κυβέρνηση; Δεν νομίζω ότι ο κ. Ανδρουλάκης λοιπόν – εκτός αν ήθελε να αυτοκτονήσει πολιτικά – θα πήγαινε να συνεργαστεί με τον κ. Μητσοτάκη σε μια κυβέρνηση που κάθε άλλο παρά σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης είναι»
Η αναμονή του εκλογικού ποσοστού του ΚΙΝ.ΑΛ
Σε οποιαδήποτε συζήτηση για κυβερνήσεις συνεργασίας, το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται αντικειμενικά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Όχι μόνον για την θέση του στην πολιτική γεωγραφία ως κόμμα του κέντρου, αλλά και γιατί έχει αποκτήσει μια δυναμική που προδιαθέτει για αύξηση των εκλογικών ποσοστών του.
Το ΚΙΝ.ΑΛ μετά την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη έχει ομογενοποιήσει τον πολιτικό του λόγο συγκριτικά με το παρελθόν. Δεν μπορεί όμως ακόμη κανείς να πει πως στο εσωτερικό του υπάρχει μία ενιαία αντίληψη απέναντι στην προοπτική του σχηματισμού μιας κυβέρνησης είτε με εταίρο την Νέα Δημοκρατία, είτε με εταίρο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αντιθέτως εκτιμάται ότι υπάρχουν στελέχη του χώρου που θα μπορούσαν «να δουν» μια προοπτική συγκυβέρνησης με την Ν.Δ Βασικός εκφραστής μιας τέτοιας λογικής θεωρείται ο Ανδρέας Λοβέρδος. Τις αντιλήψεις περί «μετώπου της λογικής» εκφράζει και ο Ευάγγελος Βενιζέλος που δεν βρίσκεται μεν στο ΚΙΝ.ΑΛ όμως παραμένει παρεμβατικός στην δημόσια σφαίρα.
Αντίστοιχα υφίστανται και η τάση που κλίνει προς το ενδεχόμενο το ΚΙΝ.ΑΛ να μετέχει σε μία κυβέρνησης συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί θεωρούν ότι σε αυτή κινείται ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Χάρης Καστανίδης. Επίσης όμως και άλλα στελέχη, ακόμη και από αυτά που έχουν αναδειχθεί από την νέα ηγεσία του κόμματος.
Παρόλα αυτά ο Νίκος Ανδρουλάκης, δεν φαίνεται να είναι ευεπίφορος αυτή την περίοδο στο να εκπέμψει μηνύματα προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Αν και η συχνή χρήση του όρου «σοσιαλδημοκρατία» που περιέχεται στο λεξιλόγιό του δεν ακούγεται εύηχα στο Μέγαρο Μαξίμου. Προτεραιότητα της ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ είναι η αύξηση των εκλογικών ποσοστών του κόμματος αφού θεωρεί ότι από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει η πραγματική συζήτηση που θα περιέχει και τα ζητήματα της διακυβέρνησης.
Στην τελευταία του περιοδεία στην Πάτρα, ο Νίκος Ανδρουλάκης αναφέρθηκε στις μετεκλογικές εξελίξεις υποστηρίζοντας πως «η χώρα χρειάζεται ισχυρή προοδευτική πολιτική. Ένα άλλο σχέδιο, από αυτό που υλοποιεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας». Παράλληλα όμως φρόντισε να διατηρήσει τις αποστάσεις του και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως σχολίασε αναφορικά με το ενδεχόμενο συνεργασιών «θέλω να είμαι ξεκάθαρος και ο κ. Τσίπρας και ο κ. Μητσοτάκης, είναι δυο Πρωθυπουργοί που απέτυχαν παταγωδώς και δεν πρόκειται η Δημοκρατική Παράταξη, σε αυτό το νέο της ξεκίνημα, το ισχυρό νέο της ξεκίνημα, να δώσει σωσίβιο ούτε στον έναν ούτε στον άλλον». Τόνισε ότι πρώτιστος εκλογικός στόχος του ΚΙΝ.ΑΛ είναι μια «ισχυρή εντολή, ώστε να έχουμε τη δύναμη και να επιβάλουμε τις ιδέες και το πολιτικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας».
Ταυτόχρονα πάντως ο Νίκος Ανδρουλάκης δηλώνει ανοιχτός στον μετεκλογικό διάλογο αρκεί αυτός να μην γίνει με τους όρους του ισχύοντος διπολισμού. Σημείωσε χαρακτηριστικά πως η πόλωση «δεν επιτρέπει έναν ισχυρό και γόνιμο δημόσιο διάλογο». Πρόσθεσε πως «εμείς ξαναγινόμαστε πρωταγωνιστές και όχι ρυθμιστές όπως θέλουν κάποιοι. Πρωταγωνιστές για να επιβάλουμε έναν πραγματικό δημόσιο διάλογο, που βάζει τα προβλήματα του ελληνικού λαού στο τραπέζι με τους πραγματικούς συσχετισμούς, με τα πραγματικά δεδομένα».
Οι 5 εβδομάδες που θα κρίνουν πολλά
Αν όλα τα παραπάνω αποτελούν τα προεκλογικά σχέδια των τριών μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών, αναμένεται αυτά να «εκβάλουν» σε μία μετεκλογική περίοδο που προμηνύεται μακρά. Όπως έχει πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης -αναφερόμενος στην πιθανότητα να υπάρξουν το 2023 δύο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις- «μακάρι να μην έπρεπε να περάσουμε αυτή την περιπέτεια. Και σίγουρα αυτό δημιουργεί μια μικρή αστάθεια, 2-2,5 μηνών, τόσο θα χρειαστεί η όλη διαδικασία».
Σε αυτό το διάστημα των 4-5 εβδομάδων maximum, οι εξελίξεις αναμένονται ραγδαίες. Οι πολιτικές ηγεσίες θα αναγκαστούν να προσαρμόσουν τις τακτικές και τους στόχους τους στα δεδομένα που θα διαμορφώσουν τα αποτελέσματα των εκλογών. Δηλαδή η βούληση των πολιτών. Εκεί θα απαιτηθούν γρήγορες αποφάσεις, πιθανόν σκληρές διαπραγματεύσεις και επικαιροποίηση πολιτικών αφηγημάτων. Θα δοκιμαστούν τα αντανακλαστικά των πολιτικών ηγεσιών αλλά και η εσωτερική συνοχή των κομμάτων.
Όλα αυτά σε ένα διεθνές περιβάλλον που τίποτε δεν δείχνει πως θα είναι γαλήνιο. Η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία -ακόμη και αν βρίσκονται τότε σε ύφεση- θα έχουν αφήσει τα σημάδια τους στην παγκόσμια αγορά, Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ήδη θεωρείται οριακή σε κρίσιμους δείκτες όπως το δημόσιο χρέος. Η οικονομική δυσπραγία και η ακρίβεια, όπως προβλέπουν οι ειδικοί, θα ταλαιπωρούν και σε έναν χρόνο από τώρα την ελληνική κοινωνία.
Εύλογα λοιπόν αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη. Η φαντασία, όπως προαναφέραμε, έχει τον πρώτο λόγο.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις