ΟΙ PINK FLOYD ΚΑΙ “Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ”
Το LP "The dark side of the moon" κυκλοφόρησε σαν σήμερα πριν μισό αιώνα (1/3/1973) και το Magazine παρουσιάζει ένα μικρό αφιέρωμα στην κορυφαία δισκογραφική στιγμή των Pink Floyd.
Οι Pink Floyd υπήρξαν μια από τις μεγαλύτερες μπάντες στην ιστορία όχι μόνο του ροκ, αλλά ολόκληρης της σύγχρονης μουσικής. Συνδύασαν με θαυμαστό τρόπο τις επιρροές τους από το blues και το λευκό rhythm & blues της Βρετανίας, οδηγώντας τα μέσα από την ουτοπία των παραστάσεών τους σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση μουσικής μέθης. Δημιούργησαν μοναδικά ηχητικά γλυπτά αιωρούμενοι σε καλειδοσκοπικές σφαίρες και ταξιδεύοντας στις μουσικές φόρμες του “διαστήματος”.
Υπό την καθοδήγηση του αυτοκαταστροφικού Μπάρετ στην αρχή, εξερεύνησαν την ψυχεδέλεια στον ίδιο της τον πυρήνα, ενώ αργότερα, απελευθερώνοντας το ταλέντο των Γουότερς και Γκίλμορ, οριοθέτησαν την έννοια progressive στη ροκ μουσική. Αν κάτι συνεχίζει να με εκπλήσσει στις συνθέσεις τους, αυτό είναι η ριζοσπαστική αντίληψη της μελωδίας που κάνει την εμφάνισή της πάντα μέσα από ονειρικές αρμονίες, αντικατοπτρίζοντας την περιρρέουσα εγκατάλειψη με συνεχόμενους πειραματισμούς που αρνούνται να καθηλωθούν πίσω ή μέσα σε μοτίβα.
Διαπεραστικοί, σκοτεινοί, “βιομηχανικοί” ή αιωρούμενοι, δεσμευμένοι στην αναζήτηση του ιλίγγου και ενός άλλου, δυσεύρετου τοπίου, ταξιδιώτες και λιποτάκτες μαζί, αχαλίνωτα πρωτόγονοι, περιπλανώμενοι στο πεπρωμένο της αισθητικής, μάγοι της έντασης και της θυσίας, μυστικιστές της ανατροπής, τοξικοί και ενίοτε ταξικοί άγγελοι, στρατευμένοι σε μια πάλη που ισορροπεί συνεχώς πάνω σε ένα κοσμικό τελετουργικό ενός παράλληλου κόσμου που αποκαλύπτει την ψυχή τους σε μια μοναδική αίσθηση χώρου.
Μια συγκλονιστική εσωτερική πάλη που θα ακτινοβολεί όσο θα υπάρχουν διλήμματα, εφιάλτες, διαιρέσεις, ιδεολογίες, φαντασιώσεις, δογματισμοί, διαχωριστικές γραμμές, μα πάνω απ’ όλα η ανάγκη φυγής. Οι Pink Floyd είναι ίσως οι πρώτοι που επεξεργάστηκαν τη συνείδηση του ροκ, προσεγγίζοντάς τη από τις ρωγμές που οι ίδιοι δημιούργησαν πριν αφουγκραστούν τις δονήσεις που προκάλεσαν με την παγωμένη “σιωπή” τους.
Η ακτινοβολία του έργου τους συνοψίζεται στην πρόκληση που οι ίδιοι αποδέχτηκαν, γεμίζοντας τα αυλάκια των βινυλίων τους με συγκλονιστικά μηνύματα. Οι ριζοσπαστικές νότες τους, αφυπνίζουν και ωθούν σε συνεχείς υπερβάσεις, αγγίζουν την πληρότητα του πάθους μέσα στην παντοδυναμία του ονείρου και συγκρούονται μετωπικά με κάθε εφιαλτική “μεταφορά” που αντιτίθεται στην “ευθύνη” της γνώσης. Άφθαρτη διαίσθηση, αξιοπρέπεια του πνεύματος, απομόνωση της ίδιας της αποξένωσης που οδηγεί σε ένα ανώτερο, στρατοσφαιρικό επίπεδο συνείδησης, κλείνοντας μέσα της όλο το σύμπαν.
ΟΙ PINK FLOYD ΜΕ ΤΟΝ ΣΙΝΤ ΜΠΑΡΕΤ
Ήταν Αύγουστος του 1967, όταν κυκλοφόρησε το διπλό LP “The Piper at the Gates of Dawn”. Επρόκειτο για το δισκογραφικό ντεμπούτο των Pink Floyd (τιμητική αναφορά στους blues μουσικούς από την Τζόρτζια, Pink Anderson και Floyd Council), μιας μπάντας που αρχηγός της ήταν ένας νεαρός συνθέτης ονόματι Σιντ Μπάρετ. Η ηχογράφηση του δίσκου έγινε στα στούντιο της Abbey Road, τον ίδιο καιρό που οι Beatles δούλευαν πάνω στο “Sgt Pepper’s”.
Οι συνθέσεις του Σιντ προκάλεσαν αμέσως μεγάλη αίσθηση και κομμάτια όπως το “Astronomy Domine” και το “Interstellar Overdrive” επηρέασαν ολόκληρη την ψυχεδελική σκηνή. Η εκκεντρική προσωπικότητα του Μπάρετ αποδόμησε τις blues και ψυχεδελικές φόρμες και στη συνέχεια τις επανασυνέθεσε με έναν μοναδικά πρωτοποριακό τρόπο. Οι Pink Floyd μεταμόρφωσαν την ψυχική αναζήτηση σε κοσμογονία ήχων, μέσα από έναν επώδυνο αντικομφορμισμό, που εξελίχθηκε σε αψεγάδιαστες ανατροπές, αλλά και ατίθασες “εκτροπές”.
Πολύ σύντομα ο Σιντ Μπάρετ επέλεξε να “κρύψει” τις νότες του στα καλειδοσκοπικά μονοπάτια των πενταγράμμων του LSD και της παράνοιας που ο ίδιος υιοθέτησε ως προσωπικό του καταφύγιο. Όταν ο “Piper” άρχισε να πελαγοδρομεί στους κυριευμένους από ναρκωτικά αδιέξοδους διαδρόμους του μυαλού του, ανίκανος να επικοινωνήσει με συμβατικούς τρόπους με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, ο ντράμερ της μπάντας, Νικ Μέισον, ρώτησε τον Ντέιβιντ Γκίλμορ αν ήθελε να ενταχθεί στο σχήμα.
Έτσι τον Γενάρη του ’68 οι Pink Floyd απέκτησαν πέμπτο μέλος και λίγους μήνες αργότερα έμειναν και πάλι τέσσερις, μετά την οριστική αποχώρηση του Μπάρετ. Ο Σιντ άφησε τις τελευταίες του πινελιές σε μια εξαίρεση μιας εσωτερικής παρακμής που ονειρευόταν την εξέγερση χωρίς ποτέ να ξυπνά, στο “A Saucerful of Secrets”. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν πλέον η θλίψη της πνευματικής εξάντλησης θα έχει ολοκληρώσει την πολιορκία της “φευγάτης” του διάστασης, οι υπόλοιποι Pink Floyd θα του αφιερώσουν το “Shine on you crazy diamond”, ένα ποίημα του φωτός που αιμορραγεί νοσταλγία και σεβασμό μπροστά στο ακατανόητο του ακραίου.
ΟΙ PINK FLOYD ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΣΙΝΤ ΜΠΑΡΕΤ
Η μπάντα, στην μετά Μπάρετ εποχή, συνέχισε με μια σειρά από LPs γεμάτα από τον πικρό εορτασμό της μέθης. Μια φαντασιακή δημιουργία ολοκληρωτικής “ανυπακοής” όπου οι αλληλουχίες των συνθέσεων προειδοποιούσαν τον ακροατή για τους επερχόμενους σεισμούς. Φτάνει να ακούσει κάποιος το “Let there be more light” από το LP “A Saucerful of Secrets”, ή το “Several species of small furry animals gathered together in a cave and grooving with a pict” από το διπλό “Ummagumma” ή ακόμα το “Echoes” από το “Meddle”, για να αντιληφθεί την γονιμοποίηση που συντελέστηκε μέσα στο “οικοδόμημα”.
Οι Pink Floyd απελευθέρωναν συνεχώς την ενέργεια των παραισθησιογόνων, βάζοντας φωτιά στην ταυτότητα της ψυχεδέλειας μέσα από παραμορφωμένες φόρμες, αντισυμβατικές εκρήξεις απόκοσμων ήχων και μια αβυσσαλέα ώθηση επίμονης επιθυμίας για αποδέσμευση από κάθε αντιδραστική δυναμική και επιρροή. Η ηχητική ακτινοβολία από την πανδαισία εικόνων και φαντασίας στο αμφιθέατρο της Πομπηίας (1972) ήταν η πιο ξεκάθαρη απόδειξη υπερβατικής αναζήτησης του πιο ξέφρενου αυτοσχεδιαστικού ρυθμού.
Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Όλες αυτές οι μορφές διεισδυτικής εξερεύνησης και συνεχούς δημιουργικής αναζήτησης υπαρξιστικού διεξόδου, οδήγησαν στην εκπυρσοκρότηση της μουσικής ριζοσπαστικότητας και ιδιοφυΐας του τρομερού δίδυμου Γουότερς / Γκίλμορ. Αν το “The Piper at the Gates of Dawn” ήταν το αριστούργημα του Σιντ Μπάρετ, τότε το “The Dark Side of the Moon” υπήρξε η κορυφαία στιγμή των υπόλοιπων Pink Floyd. Ο δίσκος θεωρήθηκε σταθμός στο progressive ροκ και μια από τις τελειότερες ηχογραφήσεις που έγιναν ποτέ σε στούντιο.
Όμως, πολύ περισσότερο από αυτά, “η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού” είναι μια εσωτερική επανάσταση, η αντανάκλαση των ενδόμυχων ρωγμών της πιο υποβλητικής ατμόσφαιρας που στήθηκε ποτέ στο παραπέτασμα μιας μοναδικά ορμητικής και αισθητικής έμπνευσης. Οι Pink Floyd κατάφεραν να “βυθίσουν” νότες και στίχους στο κέντρο ενός ονείρου που ήταν προορισμένο να εκσφενδονίσει στο σύμπαν το “ελεύθερο ηλεκτρόνιο”, αποκαλύπτοντας την ψυχή, διευρύνοντας την ένταση της εμπειρίας, γκρεμίζοντας και χτίζοντας καινούργιες μυθολογίες.
Η “ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ” ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ PINK FLOYD
Το “The Dark Side of the Moon” είναι ο θρίαμβος της εγκεφαλικής απελευθέρωσης απέναντι στους σκοτεινούς δρόμους της απόγνωσης. Σφυρηλατεί την γοητεία της εσωτερικότητας και σαγηνεύει με την μελωδία και τον λόγο του. Αγγίζει με τρομακτική συνέπεια τα ακραία οράματα της σύνθεσης, παραποιεί τον ρεαλισμό για να τον επιστρέψει ακόμα πιο αληθινό. Εκφράζει στον απόλυτο βαθμό την εσωτερική ευαισθησία, γεμάτη παρορμήσεις για την αναζήτηση της κρυφής διάστασης που όμως είναι τόσο κρυστάλλινη όσο και οι εντυπώσεις που αφήνει.
43 λεπτά που σμίγουν με την αρχέγονη δύναμη της μουσικής, ξεκινώντας τη “φιλοσοφική” περίοδο του συγκροτήματος, η οποία συνεχίστηκε με τα άλμπουμ “Wish you were here” (1975), “Animals” (1977) και ολοκληρώθηκε με το “The wall” (1979). Ας παραμείνουμε όμως στο “The Dark Side of the Moon”, το οποίο κυκλοφόρησε σαν σήμερα πριν ακριβώς πενήντα χρόνια, την 1η Μαρτίου του 1973, στις ΗΠΑ (στις 16/3/1973 στη Μεγάλη Βρετανία), ένα LP γεμάτο ένταση, αναγκαιότητα της πρόκλησης εκρήξεων που στόχο έχουν την ξέφρενη αναζήτηση της διανοητικής επαγρύπνησης.
Η ΗΧΗΤΙΚΗ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ ΤΩΝ PINK FLOYD
Η κατανόηση των αισθήσεων, η απόρριψη των ψευδαισθήσεων και η απεικόνιση του χαμένου πεπρωμένου, μεταμορφώνονται σε μια γνήσια τελετουργία εξιλέωσης. Ο Γουότερς, για πρώτη φορά αποκλειστικά υπεύθυνος για τους στίχους όλου του άλμπουμ, “απελευθερώθηκε” εγκεφαλικά προσφέροντας μια αφήγηση σπάνιας “άρθρωσης” πάνω σε έναν λυρικό καμβά, στον οποίο στριμώχτηκαν ο χρόνος, οι εσωτερικές συγκρούσεις, η απληστία, οι ψυχικές διαταραχές (μόνιμα συνδεδεμένες με το πεπρωμένο του Μπάρετ), η τοξική καθημερινότητα, το στρες, ο θάνατος.
Η ηχητική μυσταγωγία των Pink Floyd, καθώς το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο, μεταμορφώνεται σε μια ιεροτελεστία που σαρώνει κάθε σπιθαμή ενδοσκόπησης. Παρά το γεγονός ότι το progressive ροκ κυριαρχεί ως φόρμα, η μπάντα έχτισε έναν πολυσύνθετο χώρο, όπου τοποθέτησε πολλαπλά κάτοπτρα, τα είδωλα των οποίων “συνάντησαν” την ψυχεδέλεια, την αβάν-γκαρντ, την ηλεκτρονική και την experimental μουσική, τις ρίζες του blues ροκ, το hard ροκ και την jazz fusion.
Ο ΣΥΜΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΑΛΑΝ ΠΑΡΣΟΝΣ
Η “κοσμική” ηχοληψία του Άλαν Πάρσονς διέλυσε κάθε υποψία κωδικοποιημένου περιβάλλοντος, απογειώνοντας το τελικό αποτέλεσμα με καινοτόμες τεχνικές, οι οποίες εφαρμόζονται μέχρι σήμερα. Ο Λονδρέζος μηχανικός ήχου – που αργότερα έκανε πετυχημένη καριέρα μουσικού με τους Alan Parsons Project – είχε ήδη συνεργαστεί με τους Pink Floyd ως βοηθός ηχοληψίας στο LP “Atom Heart Mother” (1970), ενώ είχε συμμετάσχει με την ίδια ιδιότητα και στην παραγωγή του αριστουργηματικού “Abbey Road” των Beatles (1969).
Η ηχογράφηση ξεκίνησε τον Μάιο του 1972 και ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1973, πραγματοποιήθηκε δε εξ ολοκλήρου στα περίφημα ΕΜΙ Studios (γνωστά με την ονομασία Abbey Road Studios από το 1976 και μετά). Ο Πάρσονς χρησιμοποίησε πολυκάναλη ηχογράφηση (μίξεις από 16 κανάλια, σε αντίθεση με τα 4 ή 8 κανάλια που είχαν δουλέψει μέχρι τότε οι Pink Floyd), “tape loops” (δηλαδή ηχογραφημένα μοτίβα που όπου χρειαζόταν επαναλαμβάνονταν συνεχώς) και ηλεκτρονικά ηχητικά εφέ, ενώ πειραματίστηκε με αναλογικά συνθεσάιζερ, όπως το EMS VCS 3 και το Synthi A.
“THE DARK SIDE OF THE MOON”, SIDE A
Τα δέκα κομμάτια του LP (πέντε σε κάθε πλευρά του δίσκου) παρουσιάζονται ενιαία, χωρίς διακοπή ανάμεσα στο καθένα, ξεκινώντας με το “Speak to me”, έναν αβάν-γκαρντ πειραματισμό διάρκειας ενός λεπτού, στον οποίο ακούμε τους παλμούς μιας καρδιάς και στο φόντο απαντήσεις από τις ερωτήσεις που έκανε ο Γουότερς σε διάφορα άτομα στη διάρκεια της ηχογράφησης, κυρίως συνεργάτες και τεχνικούς της μπάντας, το περιεχόμενο των οποίων κλιμακώνεται καταλήγοντας σε ερωτήματα όπως το “πότε ήταν η τελευταία φορά που χτύπησες κάποιον;”, “γιατί το έκανες;”, “φοβάσαι να πεθάνεις;” και “τι πιστεύεις για τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού;”.
Αμέσως μετά ακολουθεί το “Breathe (In the air)”, ένα σχεδόν τρίλεπτο βελούδινο χαλί, υφασμένο με την ευαισθησία των Γκίλμορ και Ράιτ, όπου το progressive μοτίβο φλερτάρει με την ψυχεδέλεια, σε μια μελωδική περιπλάνηση εσωτερικότητας που αναδεικνύεται μέσα από τα υπέροχα φωνητικά του Γκίλμορ, την pedal steel κιθάρα του και τις εναλλαγές του Ράιτ από το Hammond αρμόνιο στο ηλεκτρικό πιάνο Fender Rhodes. Οι Pink Floyd περνούν στη συνέχεια σε έναν τετράλεπτο instrumental ηλεκτρονικό πειραματισμό, το “On the run” (σύνθεση των Γουότερς και Γκίλμορ), μια υπερβατική “κραυγή” μπροστά στην αγωνία του θανάτου.
Εδώ ο Πάρσονς δίνει ένα πραγματικό ρεσιτάλ, παίρνοντας τους φουτουριστικούς ήχους των EMS Synthi AKS και EMS VCS 3, τους οποίους “εξακοντίζει” στο υπερπέραν, χρησιμοποιώντας το περίφημο Φαινόμενο Ντόπλερ (το φαινόμενο, κατα το οποίο όταν ένας ήχος κινείται προς τα εμάς, φαίνεται ότι “ανεβαίνει” το τονικό του ύψος, ενώ όταν μας φτάσει και μας προσπεράσει, το τονικό του ύψος “πέφτει”), ένα εγκεφαλικό “εργαλείο” που ως αποτέλεσμα έχει ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα στο μιξάρισμα, τέτοιο, που νομίζεις ότι ακούς Βαγγέλη Παπαθανασίου από το “Albedo 0.39” ή το “Spiral”, τρία και τέσσερα χρόνια πριν αυτά ηχογραφηθούν.
“TIME” & “THE GREAT GIG IN THE SKY”
Και αμέσως μετά, ανοίγει ο ονειρικός γαλαξίας του “Time” (η τελευταία κοινή σύνθεση των τεσσάρων μελών της μπάντας), εκεί όπου ο ακροατής περνάει στην υποβλητική “ανάγνωση” της ανείπωτης μελαγχολίας μπροστά στο αμείλικτο πέρασμα του χρόνου. Η εισαγωγή είναι από μόνη της συνώνυμο της μυσταγωγίας, με τον Μέισον να “ζωγραφίζει” πάνω στα τομ-τομ και τον Γουότερς να μιμείται το τικ-τακ του ρολογιού με το μπάσο του (μια ακόμη ιδέα του Πάρσονς), μέχρι η αυλαία της έκστασης να ανοίξει με τα μαγικά φωνητικά του Γκίλμορ, που συναντούν τον πυρήνα της τέχνης στην πιο εκφραστική ολοκλήρωση αρμονίας, πριν παραδώσουν τη σκυτάλη στον Ράιτ για τις “γέφυρες”.
Η μελωδική “περιπλάνηση” του Ράιτ (με συνοδευτικά φωνητικά από τον Γκίλμορ και τέσσερις γυναικείες φωνές, τις Ντόρις Τρόι, Λέσλι Ντάνκαν, Λίζα Στράικ και Μπάρι Σεντ Τζον) δίνει με τη σειρά της τον “λόγο” στη θρυλική “Black Strat”, τη μαύρη Fender Stratocaster του Γκίλμορ, για ένα μεθυστικό σόλο δημιουργικής ευφυΐας. Μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης γέφυρας, οι Pink Floyd ενσωματώνουν στο “Time” μια επανάληψη (reprise) του “Breathe” και αμέσως μετά, τα πλήκτρα του μυθικού όρθιου Challen πιάνου στο Abbey Road στούντιο, διαμορφώνουν το “πέρασμα” σε αυτό που θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφεί ως η κορυφαία στιγμή του άλμπουμ σε ό,τι αφορά την ηχητική αισθητική και έμπνευση, το κλειδί που ανοίγει τις πύλες της αντίληψης.
Το “The great gig in the sky”, με τις υπερβατικές συμπαντικές του δονήσεις, τοποθετεί τους Pink Floyd σε μια μαγική τροχιά ακροβασίας, αποκαλύπτοντας την πεμπτουσία του progressive ροκ, πάνω σε ένα χαλί όπου συσσωρεύεται η γιορτή μιας αβυσσαλέας ιεροτελεστίας, εκφρασμένη από τα πολλαπλών αντανακλάσεων φωνητικά της Κλερ Τόρι, μια θεία περιπλάνηση που αγγίζει την τελειότητα. Η αρχικά instrumental σύνθεση του Ράιτ, συνάντησε το “πεπρωμένο” της στην 25χρονη Τόρι, μια session τραγουδίστρια την οποία πρότεινε στην μπάντα – ποιος άλλος; – ο Πάρσονς. Τα τέσσερα μέλη τής έδωσαν το μικρόφωνο με μοναδική οδηγία να αυτοσχεδιάσει.
Λένε πως όταν βγήκε από το μπουθ, ζήτησε συγνώμη από τους Pink Floyd, θεωρώντας ότι δεν είχε ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους, για να δει όμως τον Γκίλμορ και τους υπόλοιπους να την αποθεώνουν για τη συνεισφορά της στο κομμάτι. Η ίδια πληρώθηκε 30 λίρες (450 σημερινά ευρώ), αλλά το 2004 μήνυσε το συγκρότημα και την ΕΜΙ, ζητώντας το 50% των πνευματικών δικαιωμάτων του τραγουδιού, υποστηρίζοντας ότι τα φωνητικά της είχαν συνδιαμορφώσει τον τελικό χαρακτήρα του “The great gig in the sky”. Υπήρξε εξωδικαστικός συμβιβασμός και από το 2005, σε όλες τις επανεκδόσεις του δίσκου, φιγουράρει πλέον το όνομά της δίπλα σε εκείνο του Ράιτ, ως συνδημιουργού του κομματιού.
“THE DARK SIDE OF THE MOON”, SIDE B
Με το μαγικό “ταξίδι” της Τόρι ολοκληρώνεται η πρώτη πλευρά του δίσκου. Η δεύτερη ξεκινάει με το “Money”, μια επιστροφή στις ρίζες του blues, όπου κυριαρχεί η δωδεκάμετρη φόρμα (και η πεντατονική κλίμακα στο σόλο του Γκίλμορ). Το εφέ μιας ταμειακής μηχανής που ανοιγοκλείνει και ο ήχος κερμάτων που πέφτουν στο εσωτερικό της, επαναλαμβάνεται σε διάφορα σημεία του τραγουδιού, ευθεία αναφορά στον καταναλωτισμό και την απληστία. Η σύνθεση του Γουότερς, ωδή στο ηλεκτρικό blues και με αρκετά hard ροκ στοιχεία στην παρτιτούρα, απογειώνεται από το υπέροχο bluesy σόλο του Ντικ Πάρι στο τενόρο σαξόφωνο, που ακολουθείται από ένα “στεγνό” κιθαριστικό σόλο του Γκίλμορ (χωρίς καθόλου reverb ή echo).
Αντίθετα, στο τρίτο ρεφρέν, κάθε πιθανή παραμόρφωση μπαίνει σε λειτουργία και η custom Lewis κιθάρα του Γκίλμορ καθορίζει το “χαοτικό” ηχητικό αποτέλεσμα, με πρόσθετες ηλεκτρικές κιθάρες στο βάθος, αλλά και τα τύμπανα του Μέισον να ολοκληρώνουν τον διονυσιακό χαρακτήρα του τραγουδιού, πριν το τελικό fade out που μιξάρεται μαεστρικά με το Hammond αρμόνιο του Ράιτ, ο οποίος αλλάζει τελείως το ηχητικό περιβάλλον με το “Us and them” (είχε γραφτεί αρχικά το 1969 για το soundtrack της ταινίας του Μικελάντζελο Αντονιόνι, “Zabriskie Point”, αλλά απορρίφθηκε από τον σκηνοθέτη), δίνοντας ξανά την “πρωτοβουλία” στον Πάρι και το σαξόφωνό του, αυτή τη φορά σε μια jazz fusion περιπλάνηση που δένει μοναδικά με τα φωνητικά του Γκίλμορ και την ατμοσφαιρική “καταδίκη” του παραλογισμού του πολέμου μέσα από τους στίχους του Γουότερς.
Οι πολυφωνικές αρμονίες από τις Ντάνκαν, Τρόι, Σεντ Τζον και Στράικ, αποτυπώνουν στο “κάδρο” μια αίσθηση πολυεπίπεδης αναζήτησης που τείνει στο άπειρο, για να συναντηθεί με το instrumental “Any colour you like”, εκεί όπου τα συνθεσάιζερ του Ράιτ παίρνουν “φωτιά”, το ίδιο και η Black Strat του Γκίλμορ, δημιουργώντας έναν ψυχεδελικό διάλογο με πειραματικά ηχητικά εφέ που επινοούν ένα σπάνιο ανατρεπτικό πεδίο μουσικής έκφρασης, το οποίο διαρκεί τριάμισι λεπτά, αρκετά για να οδηγήσουν στην υπέρβαση κάθε γνωστής διάστασης.
Και αμέσως μετά, ακολουθεί η μελωδική κάθαρση με το “Brain damage”, μια μπαλάντα χρωμάτων και ενσυναίσθησης, ένα μικρό διαμάντι γραμμένο εξ ολοκλήρου από τον Γουότερς, που εκτός των άλλων, προσφέρει τα φωνητικά (μαζί με την γυναικεία τετράδα), ξετυλίγοντας τη βελούδινη εσωτερικότητά του στο πεντάγραμμο. Το τραγούδι είναι αφιερωμένο στον Σιντ Μπάρετ, σε αυτόν αναφέρεται ο στίχος “I’ll see you on the dark side of the moon”, μια υπόσχεση που αιμορραγεί θλίψη, αλλά και τύψεις για τη “σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού”, στην οποία βρίσκεται εγκλωβισμένος ο πρώην frontman της μπάντας.
Οι υπέροχες δεύτερες του Γκίλμορ και τα tubular bells του Μέισον, γεμίζουν τον χώρο με νοσταλγία, ενώ το γέλιο που ακούγεται στο τέλος, ανήκει στον τότε road manager των Pink Floyd, Πίτερ Γουότς. Κάπως έτσι φτάνουμε στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “Eclipse”, επίσης με στίχους, μουσική και φωνητικά του Γουότερς, μια επαναλαμβανόμενη progressive ροκ μελωδία όπου κυριαρχούν το Hammond αρμόνιο του Ράιτ και τα υπέροχα backing vocals των Ντάνκαν, Τρόι, Σεντ Τζον και Στράικ. Στο ενάμισι λεπτό το τραγούδι ολοκληρώνεται και για τα επόμενα 40 δευτερόλεπτα ακούμε τους ίδιους παλμούς της καρδιάς με τους οποίους ξεκίνησε το LP στο “Speak to me”, μέχρι να εξαφανιστούν τελείως με ένα fade out.
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
Αυτή ήταν μια μικρή παρουσίαση ενός ανατρεπτικού στη δομή του αριστουργήματος, ενός άλμπουμ που πενήντα χρόνια μετά, παραμένει τόσο ζωντανό όσο και την 1η Μαρτίου του 1973, που κόσμησε για πρώτη φορά τις βιτρίνες των δισκοπωλείων στις ΗΠΑ. Το εξώφυλλό του είναι ένα – ακόμα – έργο τέχνης, δημιουργία της θρυλικής βρετανικής ομάδας σχεδιαστών Hipgnosis και του Άγγλου εικονογράφου, Τζορτζ Χάρντι. Οι γραφίστες της Hipgnosis, Στορμ Τόργκερσον και Όμπρεϊ Πάουελ, σχεδίασαν από κοινού το ιστορικό πλέον πρίσμα με την μέσω αυτού διερχόμενη ακτίνα λευκού φωτός που αναλύεται στο φάσμα της, μια μίνιμαλ έμπνευση την οποία τελειοποίησε ο Χάρντι, “παίζοντας” με τα χρώματα και τις αποχρώσεις.
Οι αριθμοί μπορεί να μη λένε πάντα την αλήθεια, αλλά εδώ μιλούν από μόνοι τους: νούμερο 1 άλμπουμ σε πωλήσεις στη δεκαετία του ’70, νούμερο 3 άλμπουμ σε πωλήσεις όλων των εποχών με 45 εκατομμύρια αντίτυπα (πίσω μόνο από το “Thriller” του Μάικλ Τζάκσον και το “Back in black” των AC/DC), 14 φορές πλατινένιο στο Ηνωμένο Βασίλειο (όπου παραμένει το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία από εκείνα που δεν ανέβηκαν ποτέ στο νούμερο 1) και 971 εβδομάδες (εκ των οποίων οι 741 συνεχόμενες) στο chart του “Billboard 200” (με τα 200 κορυφαία LPs και EPs) στις ΗΠΑ, επίδοση που αποτελεί ρεκόρ.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Το “The dark side of the moon” είναι ένα περίπλοκο έπος “αρχιτεκτονικής” δομής, στησίματος και εκτέλεσης, με έναν εσωτερικό λόγο κατακερματισμένης φόρτισης, η μουσική σφραγίδα μιας μαγικής τροχιάς που εξερεύνησε τα όρια του άπειρου και συνάντησε την τελειότητα τόσο στη σύλληψη όσο και στην ηχογράφηση, απόδειξη της δημιουργικής ευφυΐας των Γουότερς, Γκίλμορ, Ράιτ και Μέισον, με την ευεργετική συμβολή του Πάρσονς και της Τόρι. Ιδέες, αισθήσεις και αναζητήσεις σε ένα από τα πιο ολοκληρωμένα πλέγματα καλλιτεχνικής έντασης που γνώρισε ποτέ η σύγχρονη μουσική. Κλείνουμε αυτό το αφιέρωμα στην κορυφαία στιγμή των Pink Floyd, με μερικούς στίχους του Ρότζερ Γουότερς από το “Time”:
And you run, and you run to catch up with the sun but it’s sinking
Racing around to come up behind you again
The sun is the same in a relative way but you’re older
Shorter of breath and one day closer to death
Every year is getting shorter, never seem to find the time
Plans that either come to naught or half a page of scribbled lines
Hanging on in quiet desperation is the English way
The time is gone, the song is over, thought I’d something more to say…