ΟΣΚΑΡ – ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΕΙΡΗΝΗΣ – ΠΑΤΡΑ: ΠΟΣΕΣ «ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ» ΕΙΧΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ;
Ο πόλεμος «τελείωσε» την πανδημία, το χαστούκι τον πόλεμο, η συναυλία το χαστούκι, η Πάτρα τα επισκίασε όλα. Κι εμείς πάθαμε overdose «επίδειξης αρετής».
Λέγεται “virtue signalling”.
Υπήρχε ανέκαθεν, φυσικά, άσχετα αν εξελίχθηκε σε έναν από αυτούς τους όρους του νέου λεξιλογίου που επιχειρεί να εξηγήσει την πολύπλοκη εποχή μας (και καμιά φορά μας δημιουργεί αμηχανία όταν συλλαμβανόμαστε να αγνοούμε κάποιο καινούριο λήμμα του). Κάθε απόπειρα μετάφρασης στα ελληνικά καταλήγει αδόκιμη, ας κρατήσουμε ως πιο κοντινή την «επίδειξη αρετής». Αυτό δηλαδή που κάνουμε από το πρωί ως το βράδυ online προσπαθώντας να δείξουμε πόσο «καλές απόψεις» έχουμε, πόσο βρισκόμαστε στη «σωστή πλευρά της (κάθε) ιστορίας». Γιατί, εκσυγχρονίζοντας την κλασική ρήση του Βενιαμίν Φραγκλίνου, «στον ψηφιακό κόσμο τίποτα δεν είναι βέβαιο εκτός από το θάνατο, τους φόρους και το debate της ημέρας».
Και η εβδομάδα που πέρασε ήταν ένα ένα κάποιο αποκορύφωμα. Μέχρι το επόμενο.
Είχε τον πόλεμο που τελείωσε τη συζήτηση για την πανδημία, είχε το χαστούκι στα Όσκαρ που τελείωσε την κουβέντα για τον πόλεμο, είχε τη συναυλία στα Προπύλαια που έβαλε στην Ουκρανία αθηναϊκό ταχυδρομικό κώδικα, είχε τις εξελίξεις στην Πάτρα και τον θάνατο των τριών κοριτσιών που έκαναν μονοθεματική την επικαιρότητα.
Σκεφτείτε να μην είχε ο Γουίλ Σμιθ αυτήν την απαράδεκτη αντίδραση στην 94η τελετή απονομής των Όσκαρ, να μην είχε δώσει το περίφημο χαστούκι, να μην είχε αναγκάσει όλον τον πλανήτη να πάρει θέση βγάζοντας τα Όσκαρ από τη φορμόλη της βαρεμάρας. (Σιγά την επιφοίτηση, δηλαδή, να πεις ότι το αστείο ήταν χοντροκομμένο και η αντίδραση «ματσίλα».) Τώρα, πιθανότατα, θα βρισκόταν εν πλήρη εξελίξει η εκστρατεία ακύρωσης του Κρις Ροκ και θα είχαμε διαβάσει (ίσως και γράψει) ένα εκατομμύριο thinkpieces για τα όρια της σάτιρας. (Φοβάμαι, όχι υποστηρίζοντας το δικαίωμα του κάθε Κρις Ροκ να λέει το χειρότερο που περνάει από το μυαλό του και το δικό μας να το κράζουμε και μην τον τιμούμε με την παρουσία μας στα μέρη που εμφανίζεται).
Τώρα που όμως τα δύο cancel τράκαραν κι ο Γουίλ Σμιθ έπαθε μεγαλύτερη ζημιά, είναι εκείνος που πήγε στο συνεργείο του PR και δίκαια απολογείται, παραιτείται από την Ακαδημία, ετοιμάζεται για υπερωρίες μετάνοιας προκειμένου να σώσει την καριέρα του (παρότι μόλις κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ). Αντίθετα, ο Κρις Ροκ είδε τα εισιτήρια της επικείμενης περιοδείας του να σημειώνουν αύξηση 50% και στο πρώτο του σταντ απ μετά τα Όσκαρ στη Βοστόνη δέχθηκε ένα πολύ ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα. Αν δεν είναι αυτό τρέλα, τι είναι; Είναι…απλά Χόλιγουντ. Μπορεί το αστείο, η προσβολή, το χαστούκι να μην ήταν μέρος του σόου, αλλά μοιραία έγιναν. Ίσως όχι η καλύτερη πρώτη ύλη για να βγάζουμε τόσο μαξιμαλιστικά συμπεράσματα όσο αυτά που βγάλαμε μετά την μπούφλα του Γουίλ για τις σύγχρονες ταυτότητες, την πατριαρχία και τον ρατσισμό.
Στην περίπτωση των Προπυλαίων, μάλλον έχουν δίκιο όσοι λένε ότι πουθενά στον πλανήτη δε συζητήθηκε τόσο πολύ κάποια αντιπολεμική συναυλία από τις 24 Φεβρουαρίου και μετά που οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Ουκρανία. Εδώ το κάναμε. Ίσως γιατί στην αρχή το μήνυμα της συναυλίας ήταν κάπως θολό (προκαλώντας κάποιες άβολες σύγκρισεις με το “all lives matter” στις ΗΠΑ), σίγουρα επειδή ο πόλεμος στην Ουκρανία χρησιμοποιείται κατά κόρον για εσωτερική κατανάλωση. Από τη μία η κυβέρνηση με το μιντιακό υπηρετικό προσωπικό της ζεσταίνουν το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο εν όψει εκλογών. Από την άλλη η αντιπολίτευση αγκαλιάζει αθόρυβα τα πατροπαράδοτα αντιΝΑΤΟϊκά, αντιαμερικανικά, ίσως κι αντιδυτικά ένστικτα – πιστή στο αγαπημένο της δόγμα «μεγάλη αναστάτωση, υπέροχη κατάσταση».
Κάπως έτσι φτάσαμε μέχρι και στην αναμέτρηση δύο διαφορετικών προνομίων: του καταξιωμένου καλλιτέχνη που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του (Γιάννης Αγγελάκας) και του γόνου που ξέρει ότι προορίζεται να γίνει βασιλιάς (Μητσοτάκης τζούνιορ). Η ουσία; Η συναυλία όχι μόνο διόρθωσε την αφίσα της αλλά πέρασε κι ένα μήνυμα τόσο καθαρό που δεν επέτρεψε κανέναν αστερίσκο, αγαπημένοι καλλιτέχνες όχι μόνο δεν παγιδεύθηκαν αλλά πήραν μια σαφή θέση όπως τους χρειαζόμαστε καμιά φορά να κάνουν εκτός σόσιαλ μίντια, ο κόσμος ήταν πολύς, άσε που επιτέλους συμφωνήσαμε με τους γονείς μας για τον Γιώργο Νταλάρα. Κι έμειναν μερικοί θλιβεροί να μετρούν ουκρανικές σημαίες σε αεροφωτογραφίες και μακρινά πλάνα…
Στην υπόθεση της Πάτρας, οι καταιγιστικές εξελίξεις της εβδομάδας με την προσαγωγή και δίωξη της Ρούλας Πισπιρίγκου σέρβιραν την «αρετή» που λέγαμε και σιγοψηνόταν εδώ και δύο μήνες. Μαριναρισμένη από τα γραφικά του Ευαγγελάτου (που κάθε μέρα σπάνε το παγκόσμιο ρεκόρ cringe) και τα θεατρικά της Νικολούλη, ξεροψημένη από ένα κλίμα ριάλιτι με προδιαγεγραμμένο τέλος. Κανείς μας δεν ξέρει αν ήταν μοχλός πίεσης από τις αρχές προς τη βασική ύποπτο αυτός ο χειρισμός της υπόθεσης, ο κανιβαλισμός πάντως επιτεύχθηκε. Κι οι «ενάρετοι» συμπολίτες της κατηγορούμενης μαζεύτηκαν για ένα casual λιντσάρισμα με τις κάμερες των κινητών τους ανοιχτές. Κι αμέσως μετά, εμείς οι ακόμα πιο «ενάρετοι» προοδευτικοί ήρθαμε να σημειώσουμε ορθά τον ηθικό ξεπεσμό. Αν και (καθόλου) μεταξύ μας, όλοι σκύψαμε έστω για λίγο στο ύψος της κλειδαρότρυπας.
Κοινός παρονομαστής, μια ακατάσχετη ηθικολογία. Όλοι προσπαθούμε να ξεδιπλώσουμε καθημερινά τις γραμμές του ηθικού μας κώδικα, χωρίς απολύτως κανένα κόστος, μιλώντας μόνο με συνθήματα και βεβαιότητες, περιμένοντας κάποια βράβευση ή έστω ένα χειροκρότημα από το ανώνυμο πλήθος. Καταλήγοντας απλά να φωτίζουμε το αδιέξοδο της σύγχρονης ψηφιακής κουλτούρας: πια δε μας ενδιαφέρει να διαφωνούμε (ούτε καν να κερδίζουμε σε μια διαφωνία), αυτό που έχει σημασία είναι να μην υπάρχει αντίθετη άποψη.
Επιβεβαιώνοντας κι ένα άλλο διαχρονικό συμπέρασμα: όπου μαζεύεται πολλή αρετή, περισσεύει η υποκρισία. Σαν, όπως μας έδειξε η προηγούμενη εβδομάδα, την υποκρισία του cancel culture, την υποκρισία του αντιπολεμικού φρονήματος (όταν είναι εκ του ασφαλούς επιλεκτικό), την υποκρισία της «δίκαιης κοινωνικής οργής»…