ΟΤΑΝ Ο ΑΝΙΚΗΤΟΣ ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ ΓΝΩΡΙΣΕ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΖΟ ΦΡΕΙΖΕΡ
Η πρώτη αναμέτρηση της πιο θρυλικής τριλογίας στην πυγμαχική ιστορία. Η παρθενική ήττα στην καριέρα του Μοχάμεντ Αλί από τον Τζο Φρέιζερ, στις 8 Μαρτίου του 1971 στο "Madison Square Garden". Οι αντίπαλοι, οι δηλώσεις, ο αγώνας.
Το ημερολόγιο έδειχνε 8 Μαρτίου του 1971, όταν στον 15ο και τελευταίο γύρο της “αναμέτρησης του αιώνα”, ο Τζο Φρέιζερ εξαπέλυσε το τρομερό αριστερό του hook πάνω στο σαγόνι του Μοχάμεντ Αλί, αναγκάζοντάς τον να σωριαστεί – για μόλις τρίτη φορά στην καριέρα του – στο καναβάτσο. Ο Αλί σηκώθηκε σχετικά γρήγορα, αλλά η τελική σφραγίδα της πρώτης επαγγελματικής ήττας στην καριέρα του είχε μόλις μπει. Σήμερα, το Magazine, 51 χρόνια μετά, θυμάται τον μεγαλύτερο πυγμαχικό αγώνα όλων των εποχών.
Χαρακτηρίστηκε ως “The Fight” (Ο Αγώνας) και θεωρείται όχι μόνο η κορυφαία πυγμαχική αναμέτρηση, αλλά και το πλέον πολυαναμενόμενο και διαφημισμένο αθλητικό γεγονός στην ιστορία. Ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά που δυο αήττητοι μποξέρ – ένας νυν και ένας πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής στην κατηγορία των βαρέων βαρών – θα ανέβαιναν στο ρινγκ για να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο με έπαθλο τον τίτλο. Η απήχηση ήταν τεράστια, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια των φίλων της πυγμαχίας και προκαλώντας το ενδιαφέρον ακόμα και όσων δεν είχαν καμία επαφή με τον αθλητισμό.
Και αυτό, επειδή πέρα από την πυγμαχία, η πολιτική, η θρησκεία, το αντιπολεμικό κίνημα, αλλά και οι χαρακτήρες των δυο μποξέρ, έδωσαν μια άλλη, ξεχωριστή διάσταση σε όσα συνέβησαν στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαία η ονομασία που συνοδεύει τον αγώνα αυτό μέχρι σήμερα: “Fight of the century”. Πριν προχωρήσουμε όμως στη “μάχη του αιώνα”, ας δούμε πρώτα μερικά στοιχεία για τους δυο πρωταγωνιστές, ξεκινώντας από τον νικητή, Τζο Φρέιζερ.
ΤΖΟ ΦΡΕΪΖΕΡ – “SMOKIN’ JOE”
Ο Τζόζεφ Γουίλιαμ Φρέιζερ γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1944 στο Μποφόρ της Νότιας Καρολίνας και ξεκίνησε το μποξ στην ηλικία των δεκαπέντε ετών. Τον ανακάλυψε ένας προπονητής πυγμαχίας στη Φιλαδέλφεια, όταν τον είδε να χτυπάει με τις γροθιές του τα κρεμασμένα από τα τσιγκέλια σφαχτά στην κρεαταγορά όπου εργαζόταν (από εκεί εμπνεύστηκε την ανάλογη σκηνή του πρώτου “Ρόκυ” ο Σιλβέστερ Σταλόνε).Το αποκορύφωμα της ερασιτεχνικής του καριέρας ήταν η κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου το 1964 στους Ολυμπιακούς αγώνες του Τόκιο στην κατηγορία των βαρέων βαρών (νίκησε στον τελικό τον Γερμανό αντίπαλό του Χανς Χούμπερ αν και είχε σπασμένο τον αριστερό του αντίχειρα).
Ο Τζο, που του άρεσε να μασάει ένα κομμάτι ταμπάκο γιατί του θύμιζε τον πάτερα του, (από εκεί προέρχεται και το “Smokin’ Joe”) ήταν μια πραγματικά ασταμάτητη δύναμη της φύσης. Δεν είχε κάποια ιδιαίτερη τεχνική, όμως οι γροθιές του μπορούσαν να διαλύσουν οποιονδήποτε αντίπαλο. Τα περιβόητα “hooks” του (κλειστά γωνιακά χτυπήματα, κροσέ δηλαδή αλλά από πολύ κοντινή απόσταση) ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο όπλο του. Γιατί το πρώτο του χαρακτηριστικό, αυτό που τον έκανε να ισοσκελίζει την έλλειψη τεχνικής του, ήταν η απίστευτη αντοχή του στα χτυπήματα των αντιπάλων του.
Ένας από τους μεγαλύτερους “αγκισέρ” (γαλλικός πυγμαχικός όρος για τους μποξέρ που αντέχουν τα χτυπήματα και απαντούν άμεσα με δικά τους) όλων των εποχών, ο σκληροτράχηλος Φρέιζερ ήταν το απόλυτο άκρο αντίθετο του Αλί, όχι μόνο σαν στιλ αλλά και σαν χαρακτήρας και προσωπικότητα. Πυγμαχούσε πάντοτε σκυφτός, κινώντας συνεχώς τα χέρια του και μόλις έβρισκε το κενό για να εξαπολύσει το “hook” του, δε σταματούσε να χτυπάει παρά μόνο όταν σώριαζε κάτω τον αντίπαλό του.
Ήταν ακριβώς το στιλ που εξόργιζε έναν “όρθιο” μποξέρ όπως ο Αλί. Έξω από τα ρινγκ, ο Τζο ήταν ένας απλός, σεμνός, χαμηλών τόνων οικογενειάρχης, που πήγαινε ανελλιπώς στην εκκλησία της περιοχής του και ήταν πάντοτε προσιτός στον απλό κόσμο. Οι αντί-Αλί φίλαθλοι βρήκαν στον Φρέιζερ τον ιδανικό εκπρόσωπό τους, αν και ο ίδιος ο Τζο κατ’ επανάληψη δήλωνε πως δεν του άρεσε να τον χρησιμοποιούν ως “αντί” οποιουδήποτε. Στη διάρκεια της καριέρας του, ηττήθηκε μόνο από δυο πυγμάχους, τον Τζορτζ Φόρμαν και τον Μοχάμεντ Αλί (αμφότεροι – όπως και ο ίδιος – χρυσοί Ολυμπιονίκες και παγκόσμιοι πρωταθλητές).
ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ – “THE GREATEST”
Ο Κάσιους Μαρσέλους Κλέι Τζούνιορ γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1942 στο Λούισβιλ του Κεντάκι και ξεκίνησε την πυγμαχία σε ηλικία δώδεκα ετών, αρχικά σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Το 1960, σε ηλικία 18 ετών, κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης (ο νεώτερος πυγμάχος στην ιστορία που το πέτυχε) στην κατηγορία των ελαφρών βαρέων βαρών (-81 κιλά). Οι πρώτες επαγγελματικές εμφανίσεις του προκάλεσαν εντύπωση περισσότερο εξαιτίας της συμπεριφοράς του, καθώς συνήθιζε να απευθύνεται με υπεροπτικό και ειρωνικό ύφος προς τους αντιπάλους του, υιοθετώντας για τον εαυτό του το παρατσούκλι “ο Μέγιστος”.
Ιστορική έχει μείνει η φράση του με την οποία αυτοχαρακτηριζόταν: “πετάω σαν πεταλούδα, τσιμπάω σαν μέλισσα”. Όπως ήταν φυσικό, η συμπεριφορά του – μέσα και έξω από το ρινγκ – προκάλεσε τόσο το θαυμασμό μέρους του φίλαθλου κοινού και των ειδικών του αθλήματος, όσο και την οργή άλλων. Ο Κάσιους Κλέι ήταν ένας χαρισματικός πυγμάχος, σίγουρα από τους κορυφαίους του αθλήματος και μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του παγκόσμιου αθλητισμού όλων των εποχών. Ένας υπέροχος χορευτής και τεχνίτης.
Το κλειδί για την επιτυχία του Κλέι ήταν η ταχύτητά του. Διέθετε γρήγορα σαν την αστραπή χέρια και το αριστερό του “jab” (χτύπημα με μικρό άλμα) μπορούσε να κρίνει έναν αγώνα. Επίσης είχε την ικανότητα να αποφεύγει τις γροθιές του αντιπάλου του χρησιμοποιώντας πολύ τα πόδια. Στη διάρκεια των αγώνων διατηρούσε τα χέρια του αρκετά χαμηλά και επιχειρούσε να αποφεύγει τα χτυπήματα περισσότερο με την κίνηση του σώματός του, αντί της συνηθισμένης παθητικής άμυνας.
Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964, διεκδίκησε για πρώτη φορά από τον Σόνι Λίστον τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, νικώντας σχετικά εύκολα στον 6ο γύρο (ο νεώτερος πυγμάχος – 22 ετών – που το πέτυχε απέναντι σε έναν εν ενεργεία παγκόσμιο πρωταθλητή, ρεκόρ που κατέρριψε αργότερα ο Μάικ Τάισον στα 20 του χρόνια). Κάπου εκεί όμως άρχισαν τα προβλήματα. Λίγες μέρες μετά τη νίκη του, ο Κλέι ανακοίνωσε πως είχε προσχωρήσει στο “Έθνος του Ισλάμ” (Nation of Islam), μια ακραία οργάνωση που αποκαλούσε “δαίμονα” τη λευκή φυλή και λίγο αργότερα ο πνευματικός του καθοδηγητής, Ελάιζα Μοχάμεντ, του έδωσε το όνομα Μοχάμεντ Αλί.
Ο ΚΑΣΙΟΥΣ ΚΛΕΪ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ
“Πλέον δε χρειάζεται να είμαι αυτός που θέλετε εσείς να είμαι. Είμαι ελεύθερος να είμαι αυτός που θέλω εγώ”, ήταν τα πρώτα του λόγια προς τους δημοσιογράφους με την καινούργια του ταυτότητα. Τα επόμενα χρόνια ο Αλί κυριάρχησε στους αγωνιστικούς χώρους όπως λίγοι πυγμάχοι στην ιστορία του αθλήματος. Κατόρθωσε να υπερασπιστεί με επιτυχία τον τίτλο του απέναντι στον Λίστον το Μάιο του 1965, επικρατώντας του αντιπάλου του με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο του αγώνα.
Ακολούθησαν και άλλες επιβλητικές νίκες επί σπουδαίων πυγμάχων όπως οι Φλόυντ Πάτερσον (τον οποίο κυριολεκτικά διέλυσε για να τον εκδικηθεί, επειδή επέμενε να τον αποκαλεί με το πρώτο του όνομα, Κάσιους Κλέι), Χένρι Κούπερ και Μπράιαν Λόντον. Για να καταλάβετε για τι “μηχανή” μιλάμε, στις 14 Νοεμβρίου του 1966, στην αναμέτρησή του με τον Κλίβελαντ Γουίλιαμς, σε μόλις τρεις γύρους, πρόλαβε να χτυπήσει τον αντίπαλό του περισσότερες από εκατό φορές, τον σώριασε τέσσερις φορές, ενώ ο ίδιος δέχθηκε μόλις τρία χτυπήματα.
Τον Απρίλιο του 1967, στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, αρνήθηκε να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό για θρησκευτικούς λόγους, λέγοντας την ιστορική φράση “I ain’t got no quarrel with them Viet Cong – no Viet Cong ever called me nigger” (δεν έχω καμία διένεξη με τους Βιετκόνγκ, κανένας από αυτούς δε με αποκάλεσε ποτέ αράπη). Για τη στάση του αυτή, αντιμετώπισε έντονη κριτική από μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης, ενώ μετά από δίκη, του αφαιρέθηκαν ο τίτλος του πρωταθλητή και η πυγμαχική άδεια.
Αποκλείστηκε από κάθε αθλητική διοργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για τριάμισι χρόνια, ενώ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης, ποινή που αναιρέθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Αλί ξεχώρισε γενικά για τη στάση του απέναντι σε θέματα σχετικά με την ελευθερία και τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, ασκώντας αξιοσημείωτη επίδραση κυρίως ανάμεσα στη νεολαία και ειδικότερα την προοδευτική – και εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ – πανεπιστημιακή κοινότητα.
ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ Ο ΦΡΕΪΖΕΡ
Όσο συνέβαιναν όλα αυτά, οι διοργανωτές αγώνων επαγγελματικού μποξ προσπαθούσαν να βρουν τον διάδοχο του Αλί. Και δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν στο πρόσωπο – ή μάλλον στις γροθιές – του Τζο Φρέιζερ. Στις 16 Φεβρουαρίου του 1970 ο Φρέιζερ κέρδισε τον Τζίμι Έλις στη Νέα Υόρκη και πήρε επίσημα τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή βαρέων βαρών. Ο Αλί δεν είδε με καλό μάτι την εξέλιξη αυτή και σε κάθε ευκαιρία τόνιζε στα μίντια πως ο μοναδικός και πραγματικός πρωταθλητής ήταν ο ίδιος.
Αυτό φυσικά που προσπαθούσε να πετύχει, ήταν να αρθεί η απαγόρευση που του είχε επιβληθεί και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον Φρέιζερ σε ένα τελικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών μέσα στο ρινγκ. Τον Αύγουστο του 1970 – και ενώ εκκρεμούσε ακόμα η έφεση του Αλί – η πολιτεία της Τζόρτζια εξέδωσε μια πυγμαχική άδεια στο όνομά του, ενώ ένα μήνα αργότερα, στην εκδίκαση της έφεσης, ο Αλί δικαιώθηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε πως η αφαίρεση της πυγμαχικής του άδειας ήταν παράνομη και καταχρηστική.
Ο ΑΛΙ ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Ο δικαστής διέταξε άμεση επανόρθωση και η Πυγμαχική Επιτροπή της Πολιτείας της Νέας Υόρκης υποχρεώθηκε να θέσει και πάλι σε ισχύ την άδεια του πρώην παγκόσμιου πρωταθλητή. Στις 26 Οκτωβρίου, στην επανεμφάνισή του μετά από 3,5 χρόνια, ο Αλί αντιμετώπισε τον Τζέρι Κουάρι και “καθάρισε” μετά από τρεις γύρους. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, πέτυχε την 31η σερί νίκη του απέναντι σε έναν από τους ισχυρότερους μποξέρ της εποχής, τον Αργεντίνο Όσκαρ Μποναβένα, μετά από έναν δραματικό αγώνα που κρίθηκε με τεχνικό νοκ άουτ στον 15ο γύρο.
Με αυτόν τον τρόπο κέρδισε το δικαίωμα να διεκδικήσει τον παγκόσμιο τίτλο από τον Φρέιζερ και η μεγάλη συνάντηση ορίστηκε για τις 8 Μαρτίου του 1971. Ο Αλί είχε μπροστά του τρεις μήνες για να προετοιμάσει το come-back του. Το γεγονός ότι και οι δυο αντίπαλοι “ξεκινούσαν” από τη θέση του παγκόσμιου πρωταθλητή (ο μεν Φρέιζερ ως κάτοχος, ο δε Αλί ως πρώην αλλά χωρίς να έχει χάσει τον τίτλο σε αγώνα), πρόσθεσε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, στην έτσι κι αλλιώς πολυαναμενόμενη αναμέτρηση.
ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Η μεγάλη συνάντηση κανονίστηκε να πραγματοποιηθεί στο “Madison Square Garden” της Νέας Υόρκης. Ο κάθε ένας από τους δυο μποξέρ είχε συμφωνηθεί να εισπράξει 2,5 εκατομμύρια δολάρια ανεξαρτήτως αποτελέσματος, το μεγαλύτερο ποσό που είχε δοθεί μέχρι τότε στην ιστορία του αθλητισμού για έναν μόνο αγώνα. Οτιδήποτε είχε σχέση με την επικείμενη “σύγκρουση” Φρέιζερ-Αλί, βρισκόταν στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής. Το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και ο γραπτός Τύπος ασχολούνταν καθημερινά με το γεγονός πολλές εβδομάδες πριν.
Η ένταση και η προσμονή μεγάλωναν μέρα με τη μέρα. Τα 20.455 εισιτήρια που διατέθηκαν, έγιναν ανάρπαστα. Τα πιο ακριβά, οι “ringside seats”, δηλαδή οι θέσεις γύρω από το ρινγκ, κόστιζαν 150 δολάρια (περίπου 875 σημερινά ευρώ), ενώ οι συνολικές εισπράξεις (μόνο από τα εισιτήρια) ανήλθαν στο 1,5 εκατομμύριο δολάρια (περίπου 8.750.000 σημερινά ευρώ). Τον αγώνα παρακολούθησαν από τους τηλεοπτικούς δέκτες τους περίπου 300 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιο ρεκόρ τηλεθέασης για την εποχή.
50 χώρες είχαν αγοράσει τα δικαιώματα, ενώ η μετάδοση και ο σχολιασμός έγιναν σε 12 διαφορετικές γλώσσες. Ο αγώνας μεταδόθηκε επίσης και μέσω κλειστού τηλεοπτικού και κινηματογραφικού κυκλώματος, με χρήση του pay per view (μόνο στις ΗΠΑ, υπολογίστηκε ότι 2,5 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν την αναμέτρηση με αυτόν τον τρόπο, αριθμός ρεκόρ για την εποχή). Στο Λονδίνο, 90.000 άνθρωποι είδαν τον αγώνα μέσα στη νύχτα σε κινηματογράφους, ενώ συνολικά στη Μεγάλη Βρετανία, οι τηλεθεατές μέσω του BBC1, ανήλθαν στα 27,5 εκατομμύρια, αριθμός που τότε αντιστοιχούσε στον μισό πληθυσμό της χώρας!
Τα κέρδη μόνο από το pay per view, σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία, άγγιξαν τα 46 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 275 εκατομμύρια σημερινά ευρώ). Άλλα χαρακτηριστικά νούμερα ήταν τα 5,5 εκατομμύρια τηλεθεατές στην Ιταλία και τα 2 εκ. τηλεθεατές στη Νότια Κορέα. Σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ ξέσπασαν ταραχές στους κινηματογράφους που έδειχναν τον αγώνα, όταν λόγω τεχνικών προβλημάτων, διακόπηκε η μετάδοση στη διάρκεια του τρίτου γύρου. Σε ό,τι αφορά το στοίχημα, ο Φρέιζερ παιζόταν 6 προς 5 σε σχέση με τον Αλί.
Η ατμόσφαιρα πριν την έναρξη του αγώνα ήταν απόλυτα ηλεκτρισμένη. Οι 20.445 θεατές που είχαν κατακλύσει το “Madison Square Garden” ήταν συνεχώς όρθιοι φωνάζοντας συνθήματα υπέρ των δυο αντιπάλων. Πολλοί διάσημοι της εποχής βρίσκονταν μέσα στο γήπεδο. Ο Φρανκ Σινάτρα, που δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει μια ringside seat, μπόρεσε τελικά να βρεθεί σε περίοπτη θέση, αφού το περιοδικό “Life” του ανέθεσε τη φωτογράφηση της αναμέτρησης.
Ανάμεσα στους επίσημους ήταν ο Γούντι Άλεν, ο Μάικλ Κέιν, ο Μπιλ Κόσμπι, ο Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ, η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ο Ντάστιν Χόφμαν, η Νταϊάνα Ρος, ο Χιού Χέφνερ, ο Μάιλς Ντέιβις, η Νταϊάν Κίτον, ο Εντ Σάλιβαν και ο Σούγκαρ Ρέι Ρόμπινσον (πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής του μποξ). Ο Μπαρτ Λάνκαστερ ήταν ένας από τους σχολιαστές της τηλεόρασης, κάτι που έκανε για πρώτη φορά στη ζωή του, ύστερα από πρόσκληση του διοργανωτή του αγώνα, Τζέρι Περέντσιο. Οι υπόλοιποι σχολιαστές ήταν ο Ντον Ντάνφι και ο Άρτσι Μουρ, πρώην πυγμάχος.
Διαιτητής της συνάντησης ορίστηκε ο Άρθουρ Μαρκάντε Σίνιορ, ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών. Ο Αλί είχε πλεονέκτημα 9 πόντων στο ύψος (1.91 έναντι 1.82 του αντιπάλου του) και 18 πόντων στο άνοιγμα των χεριών (2.03 έναντι 1.85 του Φρέιζερ), ενώ ζύγιζε 97.5 κιλά. Ο Φρέιζερ ζυγίστηκε στα 93.2 κιλά. Τόσο ο Αλί, όσο και ο Φρέιζερ, ήταν αήττητοι μέχρι εκείνη τη στιγμή, 31-0 (25 νοκ-άουτ) το ρεκόρ του πρώτου, 26-0 (23 νοκ-άουτ) το ρεκόρ του δεύτερου.
Όλοι σχεδόν οι ειδικοί έδιναν ως φαβορί τον Φρέιζερ, θεωρώντας ότι όσο καλή προετοιμασία και αν είχε κάνει ο Αλί, σε αγώνα τόσο υψηλών απαιτήσεων, θα έπαιζε σημαντικό ρόλο η πάνω από τρία χρόνια απουσία του διεκδικητή από τα ρινγκ. Τέσσερις μέρες πριν τον αγώνα, στις 4 Μαρτίου, σε τηλεοπτική τους εμφάνιση, οι δημοσιογράφοι Χάουαρντ Κόσελ και Τζίμι Μπρέσλιν, καθώς και ο Τζόε Λούις, “θρύλος” των βαρέων βαρών, προέβλεψαν σωστά ότι νικητής του αγώνα θα ήταν ο Φρέιζερ.
ΦΡΕΪΖΕΡ VS ΑΛΙ – Ο ΑΓΩΝΑΣ (8/3/1971)
Το βράδυ της 8ης Μαρτίου του 1971, ο Άρθουρ Μαρκάντε είπε τους κανόνες στους δυο αντίπαλους και αμέσως μετά ήχησε το καμπανάκι για την έναρξη του αγώνα των 15 γύρων. Ο Αλί ήταν καλύτερος στους δυο πρώτους γύρους, ρίχνοντας αμέτρητα jabs (θυμίζουμε, χτυπήματα με μικρό άλμα) στο πρόσωπο του κοντύτερου Φρέιζερ. Όμως ένας αγώνας εναντίον του Smokin’ Joe ήταν πραγματικός πόλεμος. “Αν τον χτυπήσεις, θα του αρέσει. Αν τον ρίξεις κάτω, απλά θα τον λυσσάξεις”, είχε δηλώσει για τον Φρέιζερ ο μεγάλος Τζορτζ Φόρμαν.
Στα τελευταία δευτερόλεπτα του τρίτου γύρου, ο Φρέιζερ κατάφερε ένα τρομερό hook (θυμίζουμε, κλειστό γωνιακό χτύπημα, κροσέ δηλαδή αλλά από πολύ κοντινή απόσταση) στο σαγόνι του Αλί. Από τον τέταρτο γύρο και μετά, ο Φρέιζερ άρχισε να κυριαρχεί. Ο Αλί σταμάτησε να “χορεύει” και έγινε φανερό το πόσο πολύ τον είχε επηρεάσει η μακρόχρονη απουσία του. Την ίδια στιγμή, ο Φρέιζερ θύμιζε μανιακό. Έριχνε σε κάθε γύρο τόσα χτυπήματα (όχι μόνο αριστερά hooks, αλλά και τρομερές γροθιές στο σώμα του Αλί, ρίχνοντάς τον συνεχώς στα σκοινιά), όσα ρίχνουν μποξέρ της ίδιας κατηγορίας σε έναν ολόκληρο αγώνα.
Ο 6ος γύρος ολοκληρώθηκε και η πρόβλεψη του Αλί αποδείχτηκε τελείως λανθασμένη (είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους πριν τον αγώνα, πως θα τελείωνε τον αντίπαλό του με νοκ-άουτ σε εκείνο τον γύρο). Μόλις ακούστηκε το καμπανάκι της λήξης, ο Φρέιζερ του χάρισε ένα ειρωνικό χαμόγελο. Ο Αλί, από εκείνο το σημείο και μετά, ήταν φανερά κουρασμένος και παρά το γεγονός ότι έριξε μια σειρά από δυνατά χτυπήματα στον Φρέιζερ, φαινόταν ότι πλέον δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον ρυθμό που είχε επιβάλλει ο ίδιος στο πρώτο τρίτο της συνάντησης.
Στο 1 λεπτό και 59 δευτερόλεπτα του 8ου γύρου, ο Φρέιζερ, αμέσως μετά από ένα καθαρό αριστερό hook στο σαγόνι του Αλί, τον άρπαξε από τους καρπούς και τον έφερε στη μέση του ρινγκ, αμέσως όμως ο Αλί τον αγκάλιασε, μέχρι που ο Μαρκάντε τους χώρισε για μια ακόμα φορά. Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως το “μομέντουμ” του αγώνα άλλαξε ολοκληρωτικά στον 9ο γύρο, μετά από ένα απίστευτο μπαράζ αριστερών-δεξιών hooks που εξαπέλυσε ο Φρέιζερ εναντίον του Αλί.
11ος ΓΥΡΟΣ – Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Ήδη από τον 8ο γύρο, ο Αλί δεν μπορούσε να συνεχίσει το γνωστό του στιλ – όρθια στάση και συνεχές κυνήγι του αντιπάλου – και ο Φρέιζερ άρχισε να τον πετάει στα σκοινιά. Αυτό προκάλεσε την έκπληξη των θεατών, ήταν κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά στην καριέρα του Αλί. Στο 9ο δευτερόλεπτο του 11ου γύρου, ο Φρέιζερ έριξε ένα ακόμα αριστερό hook στον Αλί, ο οποίος αμέσως μετά γλίστρησε (από νερά που υπήρχαν στη γωνία του Φρέιζερ) και ακούμπησε το καναβάτσο με το γόνατο και τα γάντια του.
Αμέσως σηκώθηκε και ο Μαρκάντε τού σκούπισε τα γάντια φωνάζοντας “no knockdown”. Καθώς απέμεναν 49 δευτερόλεπτα για να ολοκληρωθεί ο 11ος γύρος, ο Αλί που βρισκόταν παγιδευμένος σε μια γωνιά του ρινγκ, δέχτηκε ένα αριστερό hook στο πρόσωπο που τον αιφνιδίασε και τον άφησε χωρίς άμυνα. Ο Φρέιζερ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και προσγείωσε ένα ακόμα αριστερό hook, πολύ πιο δυνατό αυτή τη φορά, κάνοντας τα γόνατα του Αλί να λυγίσουν.
Όλοι πίστεψαν πως ο “Greatest” θα έπεφτε, αλλά αυτός κρατήθηκε και άρχισε να τρέχει για να αποφύγει τον Φρέιζερ που τον ακολουθούσε προσπαθώντας να τον αποτελειώσει. Τελικά, παρά το ότι έχασε δυο φορές ακόμα την ισορροπία του, κατάφερε να αντέξει μέχρι το καμπανάκι, κάνοντας κωμικές κινήσεις – ότι δήθεν τα πόδια του έτρεμαν – προσπαθώντας να δείξει στους θεατές ότι και στο χτύπημα που μόλις είχε δεχθεί, έκανε θέατρο. Όμως λίγοι πείστηκαν από την “παράστασή” του. Ο Φρέιζερ είχε προειδοποιήσει.
Στους δυο επόμενους γύρους οι δυο μποξέρ, εξαντλημένοι από τον αγώνα, χαλάρωσαν λίγο, προσπαθώντας να μαζέψουν δυνάμεις για το φινάλε. Στον 14ο γύρο ο Αλί έκανε ένα σοβαρό λάθος τακτικής: ξόδεψε ό,τι είχε και δεν είχε, εξαπολύοντας μια φοβερή επίθεση και δίνοντας μερικές από τις καλύτερες γροθιές του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όταν ξεκίνησε ο 15ος γύρος, και οι τρεις κριτές έδιναν μπροστά τον Φρέιζερ (8-6-0, 10-4-0, 7-6-1). Απέμεναν τρία λεπτά για να ολοκληρωθεί ο δραματικός αγώνας.
15ος ΓΥΡΟΣ – ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ HOOK ΠΟΥ ΕΚΡΙΝΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ
Μόλις στο 25ο δευτερόλεπτο του 15ου γύρου, ο Αλί άφησε τελείως εκτεθειμένη τη δεξιά του πλευρά. Αν κοιτάξετε στο βίντεο, θα δείτε πως τα χέρια του θυμίζουν αργή κίνηση. Ο Φρέιζερ δε χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. Έστειλε έναν αριστερό κεραυνό πάνω στο σαγόνι του αντιπάλου του, γκρεμίζοντάς τον με ορμή, ανάσκελα, με τα πόδια στον αέρα. Ήταν μόλις η τρίτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο στη διάρκεια της καριέρας του Αλί. Ο πληγωμένος εγωισμός του, τον έκανε να σηκωθεί αμέσως επάνω και να αντέξει μέχρι και τη λήξη του αγώνα.
Όμως όλα είχαν τελειώσει. Ο Αλί, ζαλισμένος και επηρεασμένος, αλλά και με εμφανώς πρησμένο σαγόνι, δεν μπόρεσε να αντιδράσει στο επιθετικό κρεσέντο του Φρέιζερ, που δε σταμάτησε να εξαπολύει τρομερά χτυπήματα μέχρι να ακουστεί το τελευταίο καμπανάκι. Η απόφαση ήταν ομόφωνη (9-6-0, 11-4-0, 8-6-1 οι βαθμολογίες των τριών κριτών, όλες υπέρ του “Smokin’ Joe”). Ο Τζο Φρέιζερ είχε υπερασπιστεί με επιτυχία τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, ενώ ο Μοχάμεντ Αλί είχε γνωρίσει την πρώτη ήττα της καριέρας του.
ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Ο αγώνας ήταν τόσο βίαιος που οι δυο πυγμάχοι μεταφέρθηκαν κατευθείαν στο νοσοκομείο για νοσηλεία. Ο Αλί δεν παραδέχτηκε ποτέ δημόσια την ήττα του, δηλώνοντας ότι το αποτέλεσμα είχε διαμορφωθεί από την “απόφαση του λευκού ανθρώπου” (όλοι οι κριτές ήταν λευκοί). Ο Φρέιζερ διατήρησε για 22 μήνες ακόμα τον τίτλο, για να τον χάσει με τη σειρά του τον Ιανουάριο του 1973 από τον Τζορτζ Φόρμαν στο Κίνγκστον της Τζαμάικας, με τεχνικό νοκ-άουτ μόλις στον δεύτερο γύρο, σε έναν αγώνα που έμεινε γνωστός ως “The Sunshine Showdown”.
Φρέιζερ και Αλί συναντήθηκαν ακόμα δυο φορές στο ρινγκ, τον Ιανουάριο του 1974 στο “Ali vs Freizer II” (ξανά στο Madison Square Garden) και τον Οκτώβριο του 1975 στο περίφημο “Thrilla in Manila” (στις Φιλιππίνες). Στην πρώτη από αυτές τις δυο αναμετρήσεις, ο νικητής θα κέρδιζε το δικαίωμα να διεκδικήσει τον παγκόσμιο τίτλο από τον Φόρμαν. Ο Αλί πήρε τη ρεβάνς από τον Φρέιζερ και στη συνέχεια, τον Οκτώβριο του 1974, πήρε και τον τίτλο από τον Φόρμαν στο θρυλικό “The Rumble in the Jungle” (στην Κινσάσα του Ζαΐρ).
Στη δεύτερη (συνολικά τρίτη) αναμέτρησή τους, οι ρόλοι πλέον είχαν αντιστραφεί. Ο Αλί ήταν ο παγκόσμιος πρωταθλητής και ο Φρέιζερ ο διεκδικητής. Και εκεί, νικητής αναδείχθηκε ο Αλί με τεχνικό νοκ-άουτ, διατηρώντας τον τίτλο του. Και οι δυο είναι σήμερα μέλη του International Boxing Hall of Fame, ενώ αμφότεροι έχουν φύγει από τη ζωή, ο Φρέιζερ το 2011 και ο Αλί το 2016. Οι προσωπικές τους σχέσεις υπήρξαν πάντοτε θέμα συζήτησης. Ξεκίνησαν ως φίλοι, ο Φρέιζερ είχε δανείσει χρήματα στον Αλί, όταν του αφαίρεσαν την πυγμαχική άδεια, ενώ είχε υποστηρίξει δημόσια και την άρνησή του να πολεμήσει στο Βιετνάμ.
Όλα όμως άλλαξαν μετά το “Fight of the century”. Ο Αλί εκεί είχε αυτοχαρακτηριστεί ως “ο επαναστάτης και ο πρωταθλητής του κινήματος των δικαιωμάτων των πολιτών”, λέγοντας πως ο Φρέιζερ ήταν η “ελπίδα των λευκών”, ένα πιόνι στις επιδιώξεις τους. Γι’ αυτό και τον αποκαλούσε υποτιμητικά “Uncle Tom” (Μπάρμπα Θωμά, από τον ήρωα του μυθιστορήματος “Η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά” της Χάριετ Μπίτσερ Στόου, μια έκφραση που τη χρησιμοποιούσαν οι μαύροι για να μειώσουν εκείνους τους μαύρους που ήταν υποτελείς και πιστοί στους λευκούς αφέντες τους).
Ο Φρέιζερ, για να του το ανταποδώσει, τον αποκαλούσε Κλέι, κάτι που εξόργιζε τον Αλί. Με αυτή την επιθετική του τακτική, ο Αλί, που παρουσιαζόταν ως ήρωας των καταπιεσμένων της φυλής του, κατάφερε να στρέψει μεγάλη μερίδα μαύρων εναντίον του Φρέιζερ, ο οποίος ποτέ δεν είχε τοποθετηθεί ανοιχτά για ρατσιστικά θέματα. Από τότε και για πολλά χρόνια, οι εκατέρωθεν δηλώσεις τους, θύμιζαν παιδικές “κοκορομαχίες”, με αρκετές από αυτές να έχουν μείνει στην ιστορία. Χρειάστηκε να περάσουν ολόκληρες δεκαετίες, μέχρι να επέλθει η συμφιλίωση.
Το 2009, ο Φρέιζερ είχε πει σε συνέντευξή του στο ESPN, ότι δεν κρατούσε πλέον κακία στον Αλί. Δυο χρόνια μετά, όταν ο Φρέιζερ πέθανε, ο Αλί – ήδη με την ασθένεια του Πάρκινσον – παραβρέθηκε στην κηδεία του στην Φιλαδέλφεια. Όταν ο αιδεσιμώτατος Τζέσε Τζάκσον ολοκλήρωσε την εκφώνηση του επικήδειου και ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να σταθούν όρθιοι και να δείξουν την αγάπη τους στον Φρέιζερ, ο Αλί σηκώθηκε και χειροκρότησε συγκινημένος τον παλιό μεγάλο του αντίπαλο.
ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΚΟΚΟΡΟΜΑΧΙΕΣ!
– Αλί: “Έφαγε τέτοιο ξύλο ο Τζο που όπως βλέπετε είναι ακόμα στο νοσοκομείο” (στην έξοδό του από το νοσοκομείο όπου βρισκόταν για νοσηλεία μετά τον αγώνα και ενώ ο Φρέιζερ παρέμενε ακόμα σε αυτό).
– Φρέιζερ: “Αυτοαποκαλείται ο Μέγιστος. Αλλά δεν είναι ο Μέγιστος. Αποστολή μου είναι να του δείξω πόσο έξω έχει πέσει ο παρανοημένος εγωισμός του. Και να του το χτυπήσω στα μούτρα” (λίγες μέρες πριν τον αγώνα).
– Αλί: “Ο Φρέιζερ; Πρόκειται για έναν άσχημο γορίλα, έναν μπάρμπα-Θωμά”.
– Φρέιζερ: “Εμένα αποκάλεσε μπάρμπα-Θωμά; Ποιος; Αυτός που προσέλαβε λευκό δικηγόρο για να βγει από τη φυλακή;”
– Αλί: “Κατά κάποιο τρόπο ο Τζο έχει δίκιο. Είπα πολλά υποτιμητικά γι’ αυτόν στο παρελθόν που δε θα έπρεπε. Ζητώ συγνώμη γι’ αυτό, λυπάμαι. Ήταν όλα για να προωθήσω τον αγώνα” (στους New York Times το 2001). Ο Φρέιζερ όταν το πληροφορήθηκε, απάντησε πως δε δέχεται τη συγνώμη γιατί δεν απευθύνεται στον ίδιο, αλλά στην εφημερίδα. Και όταν ο Αλί το έμαθε, πήρε πάλι τους New York Times και είπε στον συντάκτη που είχε κάνει και την προηγούμενη δήλωση: “Άμα ξαναδείς τον Φρέιζερ, πες του ότι παραμένει ένας άσχημος γορίλας” (!!!).
– Φρέιζερ: “Ξεχείλισα από οργή όταν είδα τον Αλί να ανάβει τον βωμό με την ολυμπιακή φλόγα στην Ατλάντα. Πολύ θα ήθελα να τον πετάξω μέσα” (!!!).
Πέρα όμως από όλα αυτά, το σίγουρο είναι ότι οι δυο τους, εκείνο το βράδυ της 8ης Μαρτίου του 1971 στο Madison Square Garden, έθεσαν καινούργια πρότυπα στην πυγμαχία. Η αντιπαλότητά τους δημιούργησε την πιο δραματική και θρυλική τριλογία της πυγμαχικής ιστορίας. Οι μποξέρ πάντοτε θα αγωνίζονται, αλλά ελάχιστοι θα το κάνουν με τις ικανότητες, τη θέληση, το κουράγιο και την αποφασιστικότητα του Τζο Φρέιζερ και του Μοχάμεντ Αλί…
Βίντεο: Φρέιζερ vs Αλί Ι, ολόκληρος ο αγώνας (8/3/1971). Το κρίσιμο αριστερό hook του Φρέιζερ, στο 1:03:30.