ΟΤΑΝ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΞΟΝΤΩΝΕΙ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΒΙΑΣΜΟΥ
Δευτερογενής θυματοποίηση, victim blaming και άλλες πρακτικές που εφαρμόζονται στις αίθουσες των ελληνικών δικαστηρίων στις τρεις πολύκροτες υποθέσεις των τελευταίων μηνών.
«Τα θύματα του κατηγορούμενου δεν έχουν ούτε εξώφυλλα ούτε εκπομπές ούτε άλλη προβολή. Το #Metoo έχει μοναξιά, φόβο και είναι το πιο επώδυνο πράγμα που μου έχει συμβεί να λέω συνεχώς και συνεχώς τη βάναυση αυτή κακοποίηση που έχω υποστεί. Γνώριζα πόσο επώδυνη θα είναι η διαδικασία, δεν ήξερα ότι θα είναι τόσο ανέντιμη. […] Τώρα ξαναζώ αυτό τον εφιάλτη, επί 1,5 χρόνο κρίνεται η αξιοπιστία μας με βάση τη σεξουαλική μας ταυτότητα, ο συνήγορος του βιαστή μας βιάζει, λέει για λούγκρες σε μια χώρα που ο Βαγγέλης Γιακουμάκης πέθανε από την ομοφοβία. Κι εμείς πρέπει να βρεθούμε εδώ έχοντας ακούσει ότι εγώ ήρθα εδώ για να σταματήσουν οι επενδύσεις στο ελληνικό. Θα μπορούσε να ήταν μια δίκαιη δίκη».
Το συγκεκριμένο απόσπασμα προέρχεται από την κατάθεση του Ν.Σ. στη δίκη με κατηγορούμενο τον Δημήτρη Λιγνάδη. Την Τετάρτη 1 Ιούνη, ο Ν.Σ., ο πρώτος άνθρωπος που κατήγγειλε δημόσια σεξουαλική κακοποίηση με δράστη τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, βρέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και με μια ιστορικού βάρους και συναισθηματικής φόρτισης κατάθεση, χρειάστηκε να επαναλάβει με κάθε λεπτομέρεια το τραυματικό συμβάν αλλά και να εξηγήσει γιατί ο τρόπος της δικαστικής διερεύνησης του καταγγελλόμενου εγκλήματος, αφήνει εν τέλει ένα αποτύπωμα οδύνης στα θύματα. Είναι αυτό που στην κοινωνιολογική και εγκληματολογική γλώσσα κωδικοποιείται ως δευτερογενής θυματοποίηση.
Όσες και όσοι έχει τύχει από επαγγελματικό, κοινωνικό ή προσωπικό ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε δίκες που εκδικάζουν εγκλήματα σεξουαλικής βίας, έχουμε μια εμπεριστατωμένη αντίληψη και βιωμένη εμπειρία για την προβληματική αρχιτεκτονική της διαδικασίας, η οποία κατά κύριο λόγο και περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία υπό διερεύνηση εγκλημάτων εδράζεται στο victim blaming.
Στο επίκεντρο τίθενται μια σειρά από πτυχές που δεν σχετίζονται με την ουσία των υποθέσεων αλλά με την προσωπικότητα των ατόμων που καταγγέλλουν. Ερωτήσεις για την σεξουαλική ταυτότητα ή τη σεξουαλική ζωή, για το ντύσιμο, για τη συμπεριφορά, για την εικόνα στα social media, απανωτές ερωτήσεις με το ίδιο περιεχόμενο αλλά διαφορετική διατύπωση, εξαντλητικές πολύωρες ή ακόμα και πολυήμερες εξετάσεις, ειρωνικά σχόλια διανθισμένα με σεξιστικά, ομοφοβικά και τρανσφοβικά συμφραζόμενα που ενίοτε εμπίπτουν στη ρητορική μίσους, συνεχείς διακοπές κατά την κατάθεση, προσκόμιση προσωπικής αλληλογραφίας ή φωτογραφιών, υπονοούμενα ή και πρόδηλες επιθέσεις ηθικοπλαστικής διάστασης, φωνές ή ακόμα και αγγίγματα ή υποδείξεις αναπαράστασης του βιασμού, είναι ορισμένες από τις πιο συνήθεις πρακτικές που έχουν να αντιμετωπίσουν τα θύματα όταν διαβούν το κατώφλι της δικαστικής αίθουσας. Με δεδομένη την ευαλωτότητα των θυμάτων σεξουαλικής βίας, το αποτέλεσμα είναι ο σκληρός επανατραυματισμός τους.
Στην τρέχουσα συγκυρία διεξάγονται τρεις δίκες που συνδέονται με το ελληνικό #metoo, η δίκη του ιστιοπλόου, η δίκη Φιλιππίδη και η δίκη Λιγνάδη. Θα περίμενε κανείς πως μετά την χειμαρρώδη εμφάνιση του κινήματος #metoo, τον συγκλονισμό που προκάλεσε στην κοινωνία, τις ανεπάρκειες που ανέδειξε στην απόκριση του κρατικού μηχανισμού, τα δικαστήρια θα ενσωμάτωναν την ευαισθητοποίηση και θα συγχρονίζονταν με μεθοδολογίες εκδίκασης που μεριμνούν για την προστασία των θυμάτων. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί.
«Στη δίκη του ιστιοπλόου είναι εμφανής η προσπάθεια που καταβάλλει το δικαστήριο να διεξάγεται η δίκη με όρους αξιοπρέπειας και προστασίας του θύματος. Δεν καθίσταται πάντοτε εφικτό αυτό αλλά είναι ξεκάθαρη η προσπάθεια που κάνει. Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου έχει τη συνήθη επιθετική και απαξιωτική στάση προς την καταγγέλλουσα με ειρωνείες, σχόλια, γέλια και με διαρκείς υπόνοιες πως θα αποκαλυφθούν κάποια φοβερά πράγματα που θα διαψεύσουν την καταγγέλλουσα. Στη συγκεκριμένη δίκη έχουμε έναν καθ’ ομολογία δράστη, τα κακουργήματα της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια και της αποπλάνησης παιδιού έχουν ομολογηθεί. Ο αγώνας γίνεται για το έγκλημα του βιασμού. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία αμφισβήτηση ότι το θύμα είναι θύμα. Η γραμμή της υπεράσπισης είναι ότι η καταγγέλλουσα «τα ήθελε» και ότι περίπου το παιδί είναι αυτό που αποπλάνησε τον προπονητή, αυτό είναι το κυρίαρχο σχήμα. Είναι πολύ πιθανό η καταγγέλλουσα να καταθέσει εκ νέου συμπληρωματικά. Όσο επώδυνο και αν είναι αυτό όμως, είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκρινίσει και αποσαφηνίσει κάποια ερωτήματα που έχουν δημιουργηθεί στο δικαστήριο» σημειώνει η Κλειώ Παπαπαντολέων, συνήγορος υποστήριξης της κατηγορίας στη δίκη.
Η Κλειώ Παπαπαντολέων έχει χειριστεί κι άλλες υποθέσεις βιασμού και έμφυλης βίας, οπότε έχει μια σφαιρική άποψη για τα διακυβεύματα και τις διαδικασίες του ποινικού χειρισμού:
«Το φαινόμενο του βιασμού είναι ένα φαινόμενο σύνθετο, ιδίως όσον αφορά στη συστηματική κακοποίηση ανηλίκων που εκτείνεται σε βάθος χρόνου. Τα δικαστήρια συνεπώς που δικάζουν υποθέσεις τέτοιας φύσης, θα πρέπει πρωτίστως να αντιληφθούν αυτή τη συνθετότητα, αξιοποιώντας εργαλεία και από άλλες επιστήμες για την διερεύνηση του. Αυτή είναι πλέον η σύγχρονη ευρωπαϊκή νομική προσέγγιση. Δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε τον βιασμό με όρους της δεκαετίας του ’50, διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε πλήρη ατιμωρησία και μάλιστα με δικαστική βούλα. Είναι κρίσιμο λοιπόν η ποινική διερεύνηση να λαμβάνει υπόψη της και άλλα εργαλεία, όπως η ψυχολογία του θύματος, η μεθοδικότητα του δράστη, το απολύτως κρίσιμο της ηλικίας ενός θύματος, το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον.
Δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε τον βιασμό με όρους της δεκαετίας του ’50, διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε πλήρη ατιμωρησία και μάλιστα με δικαστική βούλα.- Κλειώ Παπαπαντολέων
Το πλαίσιο της εξέτασης ενός θύματος είναι κομβικό. Πρέπει να υπάρχει το κατάλληλο περιβάλλον για να μιλήσει ένας άνθρωπος και να περιγράψει με λεπτομέρειες αυτό που του έχει συμβεί. Πρέπει να νιώσει ασφάλεια και εμπιστοσύνη, γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να γίνει πιο σαφής, πιο αναλυτικός, για να μπορέσει να διαφωτίσει το δικαστήριο. Οι όροι συνεπώς και οι προϋποθέσεις κατάθεσης ενός θύματος δεν αφορούν μόνο την διασφάλιση της αξιοπρέπειάς του αλλά βοηθούν και το δικαστήριο στην ποινική αξιολόγηση των πράξεων, στην κρίση περί της ενοχής αλλά και σε περίπτωση κατάφασης αυτής στην πληρέστερη αξιολόγηση της ποινικής μεταχείρισης που πρέπει να επιβάλει. Εάν το περιβάλλον στο οποίο καταθέτει ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης είναι εχθρικό, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ανοιχτεί, γιατί η διαδικασία είναι ούτως ή άλλως εξουθενωτική και είναι πολλές οι περιπτώσεις που τα θύματα εντέλει μετανιώνουν που ζήτησαν δικαστική προστασία. Υπάρχει μια κουλτούρα σε κάθε χώρα σχετικά με τον τρόπο εξέτασης θυμάτων. Εδώ δεν υπάρχει μια κουλτούρα προστασίας του θύματος, εξαρτάται κάθε φορά από το ποιος διευθύνει τη συζήτηση και τα ανακλαστικά που έχει να βάλει φρένο σε επιθετικές και χυδαίες συμπεριφορές συνηγόρων. Δεν υπάρχει όμως ειδική εκπαίδευση των δικαστών ως προς αυτό, με συνέπεια όχι απλώς να επανατραυματίζονται τα θύματα αλλά να χάνει και ο δικαστικός μηχανισμός κρίσιμες πληροφορίες για τα διερευνώμενα εγκλήματα. Όσον αφορά τους δικηγόρους, δυστυχώς, ελλείψει και οποιασδήποτε αποτελεσματικής παρέμβασης από την πλευρά του Δικηγορικού Συλλόγου, το δικηγορικό bullying βρίσκει όλο και περισσότερους θιασώτες, ανεξαρτήτως φύλου, καθώς η ανοριακή επιθετικότητα δεν προϋποθέτει ούτε κάποια ιδιαίτερη ευφυΐα ούτε κάποια ιδιαίτερη μαεστρία. Αρκούν βασικές ελλείψεις του προσώπου σε επίπεδο μόρφωσης και αισθητικής.»
ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ
Το ζήτημα της δευτερογενούς θυματοποίησης των θυμάτων έχει συνήθως δύο ρίζες. Η μια είναι τα πρόσωπα που συνθέτουν την έδρα. Έχουμε διαπιστώσει κι από αυτή την πλευρά σε ορισμένες περιπτώσεις επιθετικότητα, εμμονή στην επανάληψη λεπτομερειών αλλά και απαιτήσεις μια εξονυχιστικής γραμμικής αφήγησης για γεγονότα που μπορεί να έχουν συμβεί αρκετά χρόνια πριν και που γνωρίζουμε ότι συχνά οι ίδιοι οι μηχανισμοί ψυχικής ανθεκτικότητας του ατόμου, τα απωθούν. Η δεύτερη και πλέον καθιερωμένη είναι από την πλευρά των συνηγόρων των κατηγορούμενων που επιδίδονται συνήθως σε μια στρατηγική ισοπέδωσης των θυμάτων με σκοπό να τα καταστήσουν αναξιόπιστα στα μάτια των δικαστών. Η ευθύνη, όμως, σε θεσμικό επίπεδο καταλήγει και πάλι στην έδρα, καθώς το άτομο που διευθύνει τη διαδικασία έχει τη δυνατότητα να την οριοθετήσει σε επίπεδα κοσμιότητας και σεβασμού. Ευθύνη φέρουν και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, οι οποίοι διαθέτουν πειθαρχικά όργανα για να επιβλέπουν την τήρηση της δεοντολογίας. Ειδικότερα, το άρθρο 35 του Κώδικα Δικηγόρων ορίζει πως:
«Ο δικηγόρος τηρεί τους κανόνες ευπρέπειας, προς τους συναδέλφους του και αποφεύγει υβριστικές, προσβλητικές ή υπαινικτικές εκφράσεις προσωπικά εναντίον αυτών που υπερασπίζονται ή εκπροσωπούν Αντιδίκους».
Το συγκεκριμένο άρθρο παρότι είναι γενικόλογο, έχει τσαλαπατηθεί δεκάδες φορές τουλάχιστον στις δίκες για έμφυλα εγκλήματα. Ελάχιστες φορές, όμως, έχουν ενεργοποιηθεί οι προβλεπόμενες διαδικασίες και παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σχετικές αναφορές στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνα για τον συνήγορο υπεράσπισης του Δημήτρη Λιγνάδη.
Το ελληνικό κράτος διαθέτει νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των θυμάτων εγκληματικής βίας από δευτερογενή θυματοποίηση και εκφοβισμό τους σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Μπορεί να μην είναι το πλέον προοδευτικό και εκσυγχρονισμένο, αλλά υπάρχει.
Με τον Νόμο 4478/2017 ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η ευρωπαϊκή οδηγία 2012/29/ΕΕ «ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ, ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΘΥΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΑΣ». Ως σκοπός του νόμου ορίζεται το «να εξασφαλίσει ότι τα θύματα αξιόποινων πράξεων τυγχάνουν της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας, προκειμένου να συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία. Τα θύματα αναγνωρίζονται και αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία, εξατομικευμένη, επαγγελματική και χωρίς διακρίσεις προσέγγιση λόγω της φυλής, του χρώματος, της εθνικότητας, της εθνότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της κοινωνικής προέλευσης, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της περιουσιακής κατάστασης, της ηλικίας, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου, της αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης αυτού, σε κάθε επαφή με τις αρμόδιες υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων ή τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από το νόμο ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή, που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Τα δικαιώματα που θεσπίζονται στον παρόντα νόμο ισχύουν για όλα τα θύματα χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως της εθνικότητας ή υπηκοότητάς τους και του καθεστώτος διαμονής τους».
Αυτή τη νομοθεσία επικαλέστηκε δια του συνηγόρου του Ιωάννη Βλάχου, ο Α. πρώτος μηνυτής και μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη Λιγνάδη, περιγράφοντας ενδελεχώς τις παραβιάσεις του με την ανοχή της έδρας κατά την ακροαματική διαδικασία και το ψυχοκοινωνικό πλήγμα που του επέφερε η εξέταση του:
«Στις 04. 03. 2022 η διαδικασία ξεκίνησε με την εξέτασή μου από την πλευρά της υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Από την πρώτη στιγμή δέχθηκα από τον συνήγορο υπεράσπισης πληθώρα ερωτήσεων που αφορούν αμιγώς την ιδιωτική μου ζωή, παντελώς και καθόλα άσχετες με την εκδικαζόμενη κατηγορία, ενώ έγινα αποδέκτης πλείστων ειρωνικών και απαξιωτικών για το πρόσωπό μου σχολίων και χαρακτηρισμών.
Υποχρεώθηκα μέχρι και τα γεννητικά μου όργανα και την πρωκτική μου περιοχή να επιδείξω με το δάχτυλό μου στο ακροατήριο, προκειμένου να ανταπεξέλθω σε ουσιαστικώς αδιάφορη, αλλά σαδιστικά επίμονη προτροπή του συνηγόρου υπεράσπισης.- Α.
Καθ` όλη την διάρκεια της πολύωρης εξέτασής μου η διευθύνουσα την διαδικασία δεν απαγόρευσε ούτε μία από τις παρελκυστικές και όλως άσχετες με την εξεταζόμενη κατηγορία ερωτήσεις, ενώ δια της ανοχής της επέτρεψε στον συνήγορο να μού επιτίθεται προσωπικά, να ασχημονεί σε βάρος μου και να με κακοποιεί λεκτικά επί ώρες, φθάνοντας μέχρι του σημείου να με αποκαλέσει «κοινό απατεώνα». Υποχρεώθηκα μέχρι και τα γεννητικά μου όργανα και την πρωκτική μου περιοχή να επιδείξω με το δάχτυλό μου στο ακροατήριο, προκειμένου να ανταπεξέλθω σε ουσιαστικώς αδιάφορη, αλλά σαδιστικά επίμονη προτροπή του συνηγόρου υπεράσπισης, την οποία επέτρεψε η Διευθύνουσα την διαδικασία, παρά την εντονότατη διαμαρτυρία του συνηγόρου μου (…)
Η διευθύνουσα την διαδικασία δεν με προστάτευσε, όταν ο συνήγορος υπεράσπισης, επιδεικνύοντας ως δήθεν τρόπαια ενδελεχούς δικηγορικής έρευνας δημόσιες φωτογραφίες μου από διάφορους τουριστικούς προορισμούς, που ο ίδιος έχω αναρτήσει στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Instagram, με καθ` υποφοράν ερωτήσεις, τις οποίες απαντούσε παραπειστικώς ο ίδιος, μού επιτέθηκε με σχόλια και σεξιστικά υπονοούμενα για την δήθεν πολυτελή διαβίωσή μου και την χρηματοδότησή της. Ακόμη και η σωματική μου διάπλαση και το γεγονός ότι γυμνάζομαι, έγινε αντικείμενο σχολίων υπό την μορφή ψευδερωτήσεων από τη μεριά της υπεράσπισης, στην καταφανή προσπάθειά της να καλλιεργήσει σεξιστικά υπονοούμενα ως προς τη προέλευση των δήθεν πολλών χρημάτων, με τα οποία, δήθεν, διάγω πολυτελή βίο «επιδεικνύοντας δημοσίως το σώμα και τα μπράτσα μου (…) Επιπροσθέτως, η αντιδικονομική διεύθυνση της διαδικασίας κατά την εξέτασή μου στο ακροατήριο ως ανήλικο θύμα βιασμού, με εξέθεσε σε δευτερογενή επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, προσβολή της προσωπικότητάς μου κι εκφοβισμό μου εκ μέρους του κατηγορούμενου, πληγώνοντάς με ψυχικά και πνευματικά στην κορυφαία στιγμή, που με εμπιστοσύνη στάθηκα ενώπιον της Δικαιοσύνης. Κατανοώ πλέον τους ενδοιασμούς θυμάτων, να καταγγείλουν εγκλήματα γενετήσιας βίας σε βάρος τους».
Πέρα από το ατομικό κόστος του επανατραυματισμού που είναι μεγάλο, υπάρχει κι ένα συλλογικό κόστος που έγκειται στην αποθάρρυνση άλλων θυμάτων από το να κάνουν καταγγελίες.
Από μόνο του το να πρέπει να ανακαλέσεις στη μνήμη σου με συνοχή και ακρίβεια ένα γεγονός που σε πλήγωσε και σε σημάδεψε, να το εξιστορήσεις σε μια σειρά από υπηρεσίες που συχνά απαρτίζονται από ανεκπαίδευτο προσωπικό σε θέματα έμφυλης βίας, να περιμένεις αναβολές, διακοπές και καθυστερήσεις που πολλαπλασιάζουν την αγωνία και απορρυθμίζουν την καθημερινότητα, να επωμίζεσαι το οικονομικό κόστος και μετά να εκθέσεις την κακοποίηση σου σε μια ψυχρή δικαστική αίθουσα, μπροστά σε άγνωστους ανθρώπους, μπροστά στον κακοποιητή είναι αρκετά βαρύ. Ενέχει μια ντροπή. Πόσο μάλλον να πρέπει να υποστείς ερωτήματα και σχολιασμούς που θέτουν στο μικροσκόπιο το σώμα σου, τα ρούχα σου, τη συμπεριφορά σου, τη σεξουαλική σου δραστηριότητα. Και στις τρεις προαναφερόμενες δίκες τα άτομα που έκαναν τις καταγγελίες έχουν ανά διαστήματα βγει από τη δικαστική αίθουσα καταρρακωμένα.
Έχουν περιέλθει σε σύγχυση ή αδυναμία, έχουν ξεσπάσει σε λυγμούς, έχουν σωματοποιήσει την πίεση σε ζαλάδες, εμετούς και κόπωση, έχουν νιώσει ότι δεν αντέχουν άλλο, έχουν δει τις φωτογραφίες τους να επιδεικνύονται ως λάφυρα στους δικαστές και τα media, έχουν αισθανθεί απειλή και παραβίαση της ιδιωτικότητας τους. Το ίδιο, βέβαια, έχει συμβεί και σε δίκες με μικρότερη δημοσιότητα. Πέρα από το ατομικό κόστος του επανατραυματισμού που είναι μεγάλο, υπάρχει κι ένα συλλογικό κόστος που έγκειται στην αποθάρρυνση άλλων θυμάτων από το να κάνουν καταγγελίες. Όταν γνωρίζεις τον εξευτελισμό και τον τραμπουκισμό που βίωσε κάποια που κατήγγειλε, θα το σκεφτείς δύο και τρεις να απευθυνθείς στις αρχές, γιατί δε θες να περάσεις τα ίδια, γιατί σου φαίνεται μάταιο ή βουνό. Μοιάζει όλο αυτό με ένα αορατοποιημένο και γερά εγκατεστημένο κύκλωμα κανονικοποίησης της σεξουαλικής βίας με θεσμικό περίβλημα.
«Με αφορμή την δικαστική εκπροσώπηση γυναικών ή ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων θυμάτων έμφυλης/σεξουαλικής βίας έχουμε αρκετές φορές αντιμετωπίσει το φαινόμενο της εκδήλωσης εμφανούς δυσπιστίας των δικαστικών λειτουργών. Στις περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις την πολύ επιφυλακτική ή όλως αρνητική στάση του δικαστηρίου έρχεται να συμπληρώσει μία απροκάλυπτα κακοποιητική συμπεριφορά από την πλευρά του συνηγόρου/πληρεξουσίου δικηγόρου του δράστη, ο οποίος κατά κατάχρηση ή/και υπέρβαση κάθε δικονομικού κανόνα προσπαθεί να εξευτελίσει κυριολεκτικά τόσο την παθούσα όσο και την/τον συνήγορό της. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ενίοτε αυτές οι επιθετικές συμπεριφορές εκτυλίσσονται ενώπιον μίας έδρας ωσεί παρούσας, η οποία σκοπίμως απέχει από οποιαδήποτε ανάκληση στην τάξη ή επιβολή δικονομικών κυρώσεων στον συνήγορο υπεράσπισης ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δράστη, κατ’ επίκληση της αντικειμενικότητας, της τήρησης ίσης αποστάσεως μεταξύ των διαδίκων και μίας δήθεν αυτορρύθμισης της διαδικασίας ώς προς τα εκλαμβανόμενα ως επουσιώδη σημεία αυτής.
Πέρα από το ατομικό κόστος του επανατραυματισμού που είναι μεγάλο, υπάρχει κι ένα συλλογικό κόστος που έγκειται στην αποθάρρυνση άλλων θυμάτων από το να κάνουν καταγγελίες.- Μαρίνα Φαρμακίδη
Παρ’ όλα αυτά οι συμπεριφορές αυτές δεν είναι επουσιώδεις ώς προς την δίκη αυτή καθεαυτήν: μειώνουν το κύρος της δικαιοσύνης όταν εκτυλίσσονται ενώπιον της, ενώ αυτή σωπαίνει και τις ανέχεται. Το κυριότερο όμως είναι ότι αυτές οι συμπεριφορές αποδυναμώνουν τα θύματα, όταν αντιθέτως θα έπρεπε η διαδικασία στο ακροατήριο, ως το επιστέγασμα του αγώνα τους για αξιοπρέπεια, ασφάλεια και ανεξαρτησία, να τα ενθαρρύνει και να τα παροτρύνει να μιλήσουν και να δομήσουν απερίσπαστα την αφήγησή τους. Πέρα από το ατομικό κόστος του επανατραυματισμού που είναι μεγάλο, υπάρχει κι ένα συλλογικό κόστος που έγκειται στην αποθάρρυνση άλλων θυμάτων από το να κάνουν καταγγελίες.
Σε μία περίοδο όπου τα περιστατικά έμφυλης βίας παρουσιάζουν παγκοσμίως και πανελλαδικώς κατακόρυφη αύξηση, φρονούμε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για την εκτύλιξη τέτοιων φαινομένων. Κάθε εμπόδιο στην αποκάλυψη της αλήθειας και στην τιμώρηση των δραστών ή στην έγκαιρη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των θυμάτων είναι μία καθοριστική συμβολή στην συγκάλυψη ή/και στην άφεση των βίαιων πράξεων ατιμώρητων και στην ενθάρρυνση συνέχισής τους· καταλήγει εκ του αποτελέσματος να είναι ή να φαίνεται ότι είναι μία αποδοχή των ενίοτε επικίνδυνων και άλλοτε ολέθριων συνεπειών των βίαιων αυτών πράξεων» υποστηρίζει η Μαρίνα Φαρμακίδη, δικηγόρος στο κέντρο Διοτίμα.
Το ζητούμενο για μια Πολιτεία που επιθυμεί να στείλει μήνυμα μη ανοχής στη σεξουαλική βία και την ατιμωρησία των δραστών, είναι να δρομολογήσει την εφαρμογή του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου μα και να ευθυγραμμιστεί με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και νομολογίες. Γιατί ξεκάθαρα υπάρχει κι άλλος τρόπος να εκδικάζονται τέτοια εγκλήματα, χωρίς να τσακίζονται ψυχικά τα θύματα. Συνιστά τεράστια παρανόηση πως το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου σε υπεράσπιση, συνεπάγεται την οικονομική, συμβολική και ψυχοκοινωνική εξόντωση των θυμάτων. Μπορεί και οφείλει να γίνεται αλλιώς.
Η Άννα Βουγιούκα, κοινωνική επιστήμονας, υπεύθυνη συνηγορίας στο κέντρο Διοτίμα, συμμετείχε σε μια εκπαιδευτική επίσκεψη στη Σκωτία και διαπίστωσε το χάσμα νομοθετικής θωράκισης και δικονομικών πρακτικών σε σχέση με όσα συμβαίνουν εδώ:
«Οι ιατροδικαστικές υπηρεσίες στη Σκωτία λειτουργούν 24/7 και καλύπτουν όλη τη χώρα. Η γυναίκα εξετάζεται σε προστατευμένο περιβάλλον με νοσηλεύτριες και γιατρίνες που έχουν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση . Αν δεν αποφασίσει να κάνει καταγγελία εκείνη τη στιγμή, το υλικό φυλάσσεται για δύο χρόνια, σε περίπτωση που το αποφασίσει αργότερα. Το άλλο, επίσης, ενδιαφέρον είναι μια θεσμική πρόβλεψη για την αποτροπή δευτερογενούς θυματοποίησης που υπάρχει όχι μόνο στη Σκωτία αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο νόμος δεν επιτρέπει στους συνηγόρους του κακοποιητή ή στους δικαστές να αναφέρουν ή να προσκομίζουν τεκμήρια για τη σεξουαλική και την προσωπική ζωή της γυναίκας ή του ατόμου που καταγγέλλει βιασμό. Ο στόχος να περιοριστεί η απώλεια της φερεγγυότητας. Απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν στοιχεία π.χ. ότι είχε ελευθεριακή ζωή, ότι δεν είχε κακή φήμη ή ότι ήταν σεξεργάτρια για αποδομήσουν τη μαρτυρία της.
Στη Σκωτία τα θύματα έχουν το δικαίωμα να καταθέσουν με κάμερα για να μην βρεθούν στον ίδιο χώρο με τον κακοποιητη, που είναι μια επιπλέον προστασία.- Άννα Βουγιούκα.
Αυτός ο νόμος θεσπίστηκε το 1986 και δηλώνει πως δεν θέλει να αναπαράγονται μύθοι για τον βιασμό. Αντίστοιχες νομοθεσίες υπάρχουν και σε ορισμένες πολιτείες στην Αμερική. Με τροποποίηση που έγινε το 2002 δεν επιτρέπεται να μιλήσεις ούτε για το τι έγινε πριν τον βιασμό. Επίσης στη Σκωτία τα θύματα έχουν το δικαίωμα να καταθέσουν με κάμερα για να μην βρεθούν στον ίδιο χώρο με τον κακοποιητη, που είναι μια επιπλέον προστασία. Από τη στιγμή που φτάνει μια υπόθεση στο δικαστήριο, υπάρχει ειδική υπηρεσία που ενημερώνει τα άτομα για την εξέλιξη της υπόθεσης τους. Δεν πας δηλαδή στο δικαστήριο μια μέρα και μαθαίνεις ότι πχ αρρώστησε ένας σύνεδρος και δεν θα γίνει. Φροντίζουν να σε ενημερώσουν έγκαιρα. Το θεωρώ σημαντικό για να μπορεί να διαχειριστεί το άτομο την αγωνία του για τα διάφορα στάδια της υπόθεσης. Καμία σχέση με αυτά που βλέπουμε και ακούμε εδώ, όπως το πρόσφατο υβρεολόγιο συνηγόρου, χωρίς καμία μέχρι στιγμής παρέμβαση από τον ΔΣΑ. Σα να λέει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με την εξύβριση και την υποτίμηση μαρτύρων. Εμείς έχουμε ένα πάγιο αίτημα για τη δημιουργία εξειδικευμένων δικαστηρίων έμφυλης βίας ή τουλάχιστον τα άτομα που εκδικάζουν τέτοιες υποθέσεις να έχουν μια σχετική κατάρτιση».
Υπάρχει, λοιπόν, τρόπος που είναι πιο ανθρώπινος, πιο φροντιστικός, πιο επουλωτικός και στο ιστορικό μεταίχμιο που διανύουμε για τα ζητήματα της έμφυλης βίας, της σεξουαλικής κακοποίησης, της ομοφοβίας, της τρανσφοβίας, ζυγίζεται η βούληση και η αποφασιστικότητα της Πολιτείας.