ΟΤΑΝ ΤΟ ΙΡΑΝ ΖΟΥΣΕ ΧΩΡΙΣ ΧΙΤΖΑΜΠ
Ο θάνατος της Αμινί, οι κοινωνικοί περιορισμοί που επιβάλλονται, αλλά και τα οικονομικά προβλήματα στο Ιράν, θέριεψαν το κλίμα δυσαρέσκειας. Όμως, τα πράγματα κάποτε ήταν αντίστροφα, σε θρησκευτικούς. τουλάχιστον, όρους.
Οι πρόσφατες διαδηλώσεις στο Ιράν ενάντια στο θεοκρατικό καθεστώς που κυβερνά τη χώρα αφορούν την υποχρέωση που επιβάλλεται στις γυναίκες να φορούν το ισλαμικό πέπλο ή χιτζάμπ. Ή για την ακρίβεια, το χιτζάμπ και η επιβολή του δια της βίας και των φόνων, έγινε η αφορμή για την αντικαθεστωτική έκρηξη του λαού.
Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν μετά τη δολοφονία της 22χρονης Mahsa Amini, που έχασε τη ζωή της όταν ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου στη φυλακή. Αυτές τις μέρες, ανάμεσα στα αιτήματα όσων διαμαρτύρονται, είναι η χαλάρωση των αυστηρών ηθικών κανόνων που απαιτούν από τις γυναίκες να φορούν πέπλο, καθώς και η διάλυση της θρησκευτικής αστυνομίας που είναι υπεύθυνη για την επιβολή τους.
Έτσι, οι γυναίκες βρίσκονται στο επίκεντρο των διαδηλώσεων, ορθώνοντας το ανάστημά τους στις δυνάμεις καταστολής, χωρίς κανένα φόβο και παρά το γεγονός ότι στρατός και αστυνομία δε διστάζουν να στρέψουν τα πυρά τους εναντίον τους. Οι Ιρανές λύνουν τα μαλλιά τους, καίνε τα πέπλα τους σε δημόσιους χώρους, βρίσκουν συμπαράσταση από άντρες που παλεύουν στο πλευρό τους, ζητούν ισότητα και δικαιοσύνη. Τα γεγονότα θυμίζουν τα αντίστοιχα του 2015, σαφώς σήμερα σε μεγαλύτερη ένταση.
Φυσικά, τα πράγματα δεν ήταν έτσι πάντοτε για το Ιράν, που σήμερα αποτελεί σε επίπεδο διοίκησης, ένα συντηρητικό ισλαμικό καθεστώς, που διέπεται κατά βάση από φονταμενταλιστές ιεράρχες (ανοίγοντας διαύλους μέχρι και με τους Ταλιμπάν). Η χώρα βρισκόταν σε μια κοσμική κατάσταση από το 1941 και μετά, όταν και ανέλαβε το καθεστώς του Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, ο οποίος κυβέρνησε μέχρι την εκθρόνισή του στις 11 Φεβρουαρίου του 1979. Ο Παχλαβί προώθησε κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας παράλληλα στενούς δεσμούς με τη Δύση και ειδικά με τις ΗΠΑ. Σε βάθος χρόνου, “πλήρωσε” το τίμημα των σχέσεων με τις ΗΠΑ, του μη δίκαιου αναδασμού της γης, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί σταδιακά όλο και εντονότερα με τον σιιτικό κλήρο και τις συντηρητικές δυνάμεις που προσπαθούσε να κρατήσει ικανοποιημένες κατά την εξουσία του. Η Ιρανική Επανάσταση που σήμανε και το τέλος της 37χρονης βασιλείας του, ήρθε μετά την ανάδειξη φαινομένων διαφθοράς, τη βίαιη καταστολή των αντιφρονούντων καθώς και λόγω της δράσης της μυστικής υπηρεσίας Σαβάκ που είχε ως στόχο να επιβληθεί σε όλες τις μορφές πολιτικής αντιπαράθεσης με τις πλέον αυταρχικές μεθόδους.
Νωρίτερα, το 1936, ο Ρεζά Σαχ Παχλαβί, πατέρας του Μοχάμεντ, εξέδωσε το υποχρεωτικό διάταγμα Kashf-e hijab, με το οποίο απαγόρευσε οριστικά στις γυναίκες να φορούν χιτζάμπ και άλλα ισλαμικά πέπλα σε δημόσιους χώρους, σε μια πλήρη αντιδιαστολή με το σήμερα. Παράλληλα, προωθήθηκε ο δυτικός τρόπος ζωής και ένδυσης. Η αστυνομία μάλιστα προχωρούσε σε βίαιη επιβολή της απαγόρευσης της μαντίλας, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν διαμαρτυρίες από τις πιο συντηρητικές κοινότητες.
Το 1941, ο σάχης αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Mohammad Reza Pahlavi, ο οποίος κατάργησε το Kashf-e hijab και επέτρεψε στις γυναίκες να ντύνονται όπως ήθελαν, με ή χωρίς πέπλο. Πρακτικά, ο “νέος” ηγέτης, συνέχισε να προωθεί έναν κοσμικό και δυτικό τρόπο ζωής, και η κυβέρνησή του απέκλεισε από τα δημόσια αξιώματα τις γυναίκες εκείνες που επέλεγαν να φορούν μαντίλες.
Η μαντίλα έγινε σταδιακά (και) σύμβολο της αντιπολίτευσης, κατά της αναγκαστικής εκδυτικοποίησης. Γυναίκες που έρχονταν από τη μεσαία τάξη, μορφωμένες και εύπορες, άρχισαν να φορούν χιτζάμπ σε ένδειξη αντίθεσης με το καθεστώς, όλο και περισσότερο μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Παράλληλα, χιτζάμπ συνέχιζαν να φοράνε οι γυναίκες που προέρχονταν από πιο συντηρητικά σπίτια, ενώ άλλες το φορούσαν ως σύμβολο της παράδοσης και της ιρανικής “ταυτότητας”, ενάντιο στο “ξένο στοιχείο” που θεωρείτο υπαίτιο για τα οικονομικά δεινά πριν τη πτώση της δυναστείας των Παχλαβί.
Η τραγουδίστρια Googoosh παίζοντας τένις, αλλά και με Ιρανικό γυναικείο “girl band” των 70s, στις παρακάτω φωτογραφίες. Η Googoosh, είχε τιμηθεί τη δεκαετία του ’70 με βραβείο στο Σαν Ρέμο και στις Κάννες, εκπροσωπώντας την όψη ενός σύγχρονου Ιράν, επί Σάχη. Μετά την ισλαμική επανάσταση έμεινε στη χώρα της, μη μπορώντας όμως πια να δώσει συναυλίες, αναγκάστηκε να φύγει στη Δύση. Η μουσική της παραμένει αγαπητή όχι μόνο στην ιρανική διασπορά, αλλά και στην underground σκηνή της χώρας της.
12 Μαρτίου του 1979.
Ιρανές διαμαρτύρονται στη Τεχεράνη, ζητώντας ίσα δικαιώματα
Το 1979 η ισλαμική επανάσταση ανάγκασε τον σάχη να εγκαταλείψει τη χώρα. Στη θέση του ανέλαβε ο θρησκευτικός σιίτης ηγέτης Ayatollah Ruhollah Khomeini. Η επανάσταση του Χομεϊνί δεν ήταν μόνο ισλαμιστική, αλλά και αντιδυτική. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Χομεϊνί και οι ακόλουθοί του, επέβαλαν μια άκαμπτη θεοκρατία στο Ιράν, εκδιώκοντας από τις θέσεις εξουσίας τους μη θρησκευόμενους που είχαν επίσης συνεισφέρει στην επανάσταση (όπως οι κομμουνιστές).
Λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Χομεϊνί ανέτρεψε εντελώς τους νόμους του πρώτου σάχη και ανάγκασε όλες τις γυναίκες να φορούν το πέπλο. Στις 8 Μαρτίου του 1979, πολλές εκ των γυναικών που είχαν επιλέξει τη χιτζάμπ ως σύμβολο αντίστασης, βγήκαν στους δρόμους και ξεσηκώθηκαν υπέρ των ίσων δικαιωμάτων.
Η υποχρεωτικότητα της μαντίλας αποσύρθηκε για ένα χρονικό διάστημα, ωστόσο σταδιακά οι πιο συντηρητικοί Ισλαμιστές επαναστάτες εδραίωσαν την εξουσία τους, εξαλείφοντας όλους τους μετριοπαθείς από την κυβέρνηση και τα δημόσια αξιώματα, και ήταν αρκετά δυνατοί ώστε να επιστρέψουν στην επιβολή των δικών τους ηθικών νόμων στους Ιρανούς.
Το 1980 απαγορεύτηκε στις γυναίκες χωρίς πέπλο η είσοδος σε δημόσια κτίρια και το 1981 η χρήση του πέπλου έγινε ξανά υποχρεωτική. Ένας νόμος που ψηφίστηκε δύο χρόνια αργότερα καθόρισε επίσης τη σωματική τιμωρία για τις γυναίκες που έφευγαν από το σπίτι χωρίς μαντίλα: 74 μαστιγώματα.
Τις επόμενες δεκαετίες, η χιτζάμπ έγινε από σύμβολο αντίδρασης στη Δύση, ένα σύμβολο καταπίεσης του καθεστώτος των αγιατολάχ.
Τυπικά, μέχρι σήμερα, το μαστίγωμα δεν έχει καταργηθεί, αν και “προτιμάται” η χρηματική ποινή, ενώ προβλέπεται και ποινή φυλάκισης που μπορεί να διαρκέσει από 10 ημέρες έως δύο μήνες. Παρόλα αυτά, η θρησκευτική αστυνομία, η οποία έχει το “καθήκον” να επιβάλλει τον νόμο, έχει τεράστια “διακριτική ευχέρεια” για το πώς θα τους ερμηνεύσει και πώς θα εφαρμοστούν. Η σταδιακή όξυνση της καταστολής εκ μέρους της θρησκευτικής αστυνομίας, έφτασε στο σημείο να ποινικοποιείται όχι μόνο η άρνηση του χιτζάμπ, αλλά και η “λανθασμένη” χρήση του, να μην καλύπτονται πλήρως δηλαδή τα μαλλιά ή ο λαιμός, με απώτερο στόχο τη χρήση του τσαντόρ.
Οι διαδηλώσεις κατά του χιτζάμπ τα τελευταία χρόνια είναι πολυάριθμες. Οι μεγαλύτερες έλαβαν χώρα μεταξύ 2017 και 2018, εμπνευσμένες από ένα κορίτσι που σε έναν από τους μεγαλύτερους δρόμους της Τεχεράνης, έβγαλε λευκό χιτζάμπ, το τοποθέτησε πάνω από ένα ραβδί και το κυμάτισε σαν σημαία σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Η κίνηση αυτή, ήταν μια από τις μεγαλύτερες πράξεις αντίστασης που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, μέχρι φυσικά να φτάσουμε στο 2022.
Αυτή τη στιγμή οι διαδηλώσεις έχουν εξαπλωθεί σε τουλάχιστον 50 πόλεις και κωμοπόλεις της χώρας, προκαλώντας το μεγαλύτερο ξέσπασμα από το 2019. Οι αναλυτές σημειώνουν ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, υπενθυμίζοντας την οργή που ξέσπασε στο Ιράν πριν από 13 χρόνια, μετά το θάνατο της Νέντα Αγκά Σολτάν, γυναίκας -σύμβολο της αντίστασης στο θεοκρατικό καθεστώς, που έπεσε νεκρή από πυρά ελεύθερου σκοπευτή στη διάρκεια διαδήλωσης. Μόνο που πλέον, τα χαρακτηριστικά του κινήματος δεν είναι μόνο αντιθεοκρατικά, αλλά πλαισιώνονται από πιο ταξικά χαρακτηριστικά. Είναι ενδεικτικό πως οι πλούσιες περιοχές της βόρειας Τεχεράνης βρίσκονται συνήθως εκτός των περιπολιών της ομάδων θρησκευτικής “ορθότητας”, προκαλώντας ακόμη περισσότερο την οργή κατά της κυβέρνησης.
Παράλληλα, εν έτει 2022 πάνω από το 30% του ιρανικού λαού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ ο καλπάζων πληθωρισμός οδηγεί σε ανατίμηση των βασικών ειδών, σε ποσοστά της τάξης του 40%.
Κοινώς, ο άδικος θάνατος της Αμινί στις 16 Σεπτέμβρη ήταν μονάχα το σπίρτο που έβαλε φωτιά στο μπαρούτι.