“Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΝΕ, ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΛΑΘΗ”
Μια δεκαετία μετά το Broken Circle Breakdown, το ζευγάρι-δημιουργικό δίδυμο επιστρέφει με τα μεγαλόπνοα "Οχτώ Βουνά". Η συν-σκηνοθέτης Σαρλότ Βαντερμίς μιλάει στο Magazine για το πώς είναι να σκηνοθετείς στην (κυριολεκτική) κορυφή.
Πριν 10 χρόνια, η Σάρλοτ Βαντερμίς δούλευε πάνω σε αυτό που επρόκειτο να γίνει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ανεξάρτητου ευρωπαϊκού σινεμά των ‘10s.
Η Βαντερμίς ήταν και είναι ηθοποιός, όμως τότε άρχισε σχεδόν τυχαία να συνεργάζεται στη συγγραφή του σεναρίου του Broken Circle Breakdown (στην Ελλάδα με τίτλο Ραγισμένα Όνειρα) επειδή, όπως μας λέει σήμερα, έψαχνε να βρει έναν τρόπο να περνά ουσιαστικό χρόνο με τον σύντροφό της, τον σκηνοθέτη Φέλιξ Βαν Γκρόνινγκεν.
Η ταινία έγινε τότε ένα από τα μεγάλα ανεξάρτητα σουξέ του σινεμά των early ‘10s, αλλά η Βαντερμίς συνέχισε την πορεία της ως ηθοποιός.
Μέχρι που σήμερα, μια δεκαετία μετά, όχι απλά επιστρέφει με ένα νέα σενάριο, αλλά αυτή τη φορά περνά και πίσω από την κάμερα, συν-σκηνοθετώντας. Και τι; Μια μεγαλόπνοη ιστορία ανδρικής φιλίας, γραμμένη με διακριτικότητα και φροντίδα πάνω στα αποστομωτικής ομορφιάς τοπία της χειμερινής ιταλικής ορογραμμής.
Σε αυτά τα Οχτώ Βουνά, δύο παιδικοί φίλοι ζουν μια ολόκληρη ζωή πάθους, φιλίας, αποστασιοποίησης και όλων των ενδιάμεσων διακυμάνσεων, με φόντο την άγρια, επικίνδυνη ομορφιά της αδάμαστης φύσης. Ο Πιέτρο του Λούκα Μαρινέλι (που τον είδαμε ως Μάρτιν Ίντεν στο αριστούργημα του Πιέτρο Μαρτσέλο) δε σταματά να γυρνά όλο τον κόσμο. Ο Μπρούνο του Αλεσάντρο Μπόργκι βρίσκει καταφύγιο μακριά από τον μοντέρνο πολιτισμό, ψηλά στα βουνά, στη φύση.
Γνωρίζονται από παιδιά, με κοινές εμπειρίες και πιθανώς κοινά τραύματα κιόλας. Στο πέρασμα των χρόνων, η μεταξύ τους σχέση σμιλεύεται όπως ακριβώς κι ένα φυσικό τοπίο– από τον ίδιο το χρόνο και τα φυσικά φαινόμενα. Μια σχέση γεμάτη απαλότητα αλλά και αιχμές, κοιλάδες και κορυφές.
Τα Οχτώ Βουνά παίχτηκαν στο φεστιβάλ Καννών αποσπώντας κάθε είδος αντίδρασης, ενώ στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Νοέμβριο, στο φεστιβάλ κινηματογράφου, βρέθηκε καλεσμένη η Σάρλοτ Βαντερμίς για να παρουσιάσει το φιλμ στο ελληνικό κοινό. Εκεί την συναντήσαμε κι εμείς, γεμάτη διάθεση, όρεξη και ειλικρίνεια, να μιλήσει για ένα φιλμ που πραγματικά δεν μοιάζει με άλλα πολλά– αλλά και για την διαδικασία του πώς βρέθηκε να σκηνοθετεί κάτι τόσο φιλόδοξο σε συνεργασία με τον παρτενέρ της.
Ως πρώτη φορά σκηνοθέτης, τι ήταν αυτό που βρήκες ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία;
Ήταν μια πρόταση που ήρθε στον Φέλιξ, τον παρτενέρ μου. Ήταν βιβλίο και του πρότειναν τη διασκευή. Το διάβασε, το αγάπησε κατευθείαν. Οι παραγωγοί ήθελαν να γίνει αγγλόφωνο φιλμ και το πρότειναν στον Φέλιξ επειδή είχε κάνει πρόσφατα το Beautiful Boy οπότε είχε εμπειρία. Κι είπε πως ναι, θα το παλέψω, θα το κάνω, αλλά θέλω να γίνει στην Ιταλία εκεί όπου διαδραματίζεται το βιβλίο. Μόνο εκεί βγάζει νόημα.
Ώστε έτσι προέκυψε αυτή η περίεργη μίξη, με βέλγους σκηνοθέτες σε ιταλική ταινία.
Ναι, ακριβώς. Το διάβασα λοιπόν τότε και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Το σκεφτόμασταν να γράψουμε μαζί ξανά ένα σενάριο μιας και το είχαμε κάνει παλιά. Και ένιωσα πως αυτό το βιβλίο με ενδιέφερε, πως είχα να προσθέσω κάτι. Αρχίσαμε να το γράφουμε και μετά το πρώτο προσχέδιο φάνηκε πόσο μεγάλο στόρι θα ήταν. Δεν είναι ένα παχύ βιβλίο αλλά είναι μεγάλη ιστορία, 30 χρόνια εύρος, πολλά επίπεδα, και με μια λεπτότητα όπως η ίδια η ζωή. Δεν μπορείς καν να πεις ότι έχει ακριβώς πλοκή… Δηλαδή μπορείς, πράγματα συμβαίνουν αλλά… Ξέρεις τι εννοώ;
Ναι, πρότεινα την ταινία σε φίλους εδώ στο φεστιβάλ και με ρώταγαν… «δηλαδή τι είναι; σαν το Brokeback Mountain;» ή «και άρα τι τους συμβαίνει; τι έχει η ταινία;» και τους λέω, Όχι, όχι… είναι εκεί δυο φίλοι… Έρχονται κοντά… Απομακρύνονται… Ξανά κοντά… Η ζωή!
[γελάει] Η ζωή!
Ναι, είναι δύσκολο και για εμάς, μας ρωτάνε σε συνεντεύξεις τι αφορά η ταινία, «μας λέτε σε 5 λεπτά μια εξήγηση;». Κι αν αρχίσεις να εξηγείς, οι δυο τους γνωρίζονται, ο ένας είναι παιδί από την πόλη, συναντιούνται στα βουνά, μπλέκονται, απομακρύνονται… Καταλήγει μια μακρά επεξήγηση που δεν είναι αυτό που θες να πεις για το φιλμ! Είναι περίεργο κάπως, αλλά αυτό ακριβώς είναι που μου αρέσει κιόλας σε αυτό που φτιάξαμε.
Ότι είναι δηλαδή μια τόσο μεγάλη ιστορία– για τους φίλους, την οικογένεια, τη μοίρα, τη φύση, για τη δική μας φύση, για τη σχέση μας και την αποσύνδεση με τη φύση, για την πόλη, γιατί τα διαχωρίζουμε, πώς βρίσκεις τη θέση σου στον κόσμο, για το να ακολουθείς τα βήματα του πατέρα σου ή όχι, για το πως διαχειρίζεσαι την απώλεια, για το πώς αποδέχεσαι τις επιλογές του άλλου. Όλα είναι εκεί, όλα αυτά που αντιμετωπίζεις στη ζωή!
Οπότε είπα στον Φέλιξ πως χρειάζεται σίγουρα βοήθεια. Και μετά το πρώτο προσχέδιο του σεναρίου, παρόλο που ποτέ δεν εξέφρασα καμία φιλοδοξία να σκηνοθετήσω, μου ζήτησε να κάνουμε όλο το πρότζεκτ μαζί. Γυρίσματα στο Νεπάλ, στην Ιταλία, ήταν ένα ωραίο πράγμα να μοιραστούμε. Έπρεπε να μάθουμε ιταλικά και μάθαμε. Ώστε να δουλέψουμε πάνω σε ιταλικό σενάριο και με ηθοποιούς, πολλοί εκ των οποίων δε μιλάνε αγγλικά καν. Θα έπρεπε να ζήσουμε σε μια κοινότητα στα βουνά, οι άνθρωποι εκεί σε βοηθάνε, χρειάζεσαι συνεχώς συμβουλές– χιονίζει ας πούμε, μπορούμε να πάμε από εκείνο το δρόμο; Ή πώς να κάνουμε το τάδε πράγμα.
Ακόμα δηλαδή και τόσο πρακτικά πράγματα.
Ναι, ζεις σε αυτά τα χωριά και θες να κάνεις το φιλμ να μοιάζει, να είναι αυθεντικό. Πώς το κάνεις αυτό; Δεν έρχεσαι από τη Ρώμη ή το Βέλγιο με το ελικόπτερο, κατεβαίνεις εκεί κι απλά το κάνεις. Χρειάζεται προετοιμασία, κατανόηση, να μάθεις τα μέρη, τον κόσμο, πώς επικοινωνούν, την προφορά τους, πώς μιλάνε, πώς ακούγεται η γλώσσα τους.
Όλα αυτά κάνουν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την απόφαση του Φέλιξ να μην φύγει η ταινία από την Ιταλία. Συχνά αυτό γίνεται επειδή ένας δημιουργός έχει μια προσωπική σύνδεση με έναν τόπο, αλλά εσείς έπρεπε να μάθετε τα πάντα. Από πού ήρθε αυτή η δική σας επιθυμία;
Αρχικά αγαπήσαμε το βιβλίο και την πολύ αγνή, ειλικρινή καρδιά του. Και με πόση αγάπη αντιμετωπίζει τη φύση κι όλες τις πλευρές της, τη σκληρή πλευρά του βουνού, την επικίνδυνη, αλλά και τη ρομαντική και όμορφη πλευρά. Κι είναι ένα βιβλίο χωρίς πολύ διάλογο, αλλά με πολλές περιγραφές, εμείς δηλαδή έπρεπε να εφεύρουμε πολύ διάλογο για την διασκευή. Γιατί οι σκέψεις των χαρακτήρων είναι αυτό, σκέψεις. Πώς τα κάνεις διάλογο; Γι’αυτό είχαμε και την αφήγηση, γιατί δεν θα ήταν σωστό οι χαρακτήρες να λένε τα πάντα, θα τους άλλαζε.
Δεν είναι κι οι τύποι ανθρώπων που λένε τα πάντα.
Ακριβώς αυτό, είναι σιωπηλοί. Θα σου πω ένα μυστικό τώρα. Ο Φέλιξ είχε γράψει ένα προσχέδιο του σεναρίου χωρίς την αφήγηση και είχε βάλει πιο πολλές λέξεις στα στόματα των χαρακτήρων. Κι είχα μια… αντι-αντίδραση σε αυτό. «Neh!» [σσ. με ύφο ξινισμένο και αδιάφορο] Αυτό άλλαζε τα πράγματα. Υπήρχαν τόσες εξηγήσεις. Δεν πρέπει να είναι έτσι. Θες απόσταση.
Κι ο Πιέτρο είναι ένας δύσκολος χαρακτήρας γιατί σε μια ταινία δε μπορείς να είσαι μες στο μυαλό ενός χαρακτήρα όπως στο βιβλίο. Ακούς μεν την αφήγηση, αλλά δε θέλαμε να εξηγεί τα πάντα, μπλα μπλα μπλα. Πρέπει η αφήγηση να προσθέτει ποίηση, όχι επεξήγηση. Είναι τεράστια πρόκληση από χαρακτήρας βιβλίου να γίνει χαρακτήρας ταινίας.
Αλλά από πού ξεκινήσαμε… Α, ναι. Ο τόπος. Εγώ έρχομαι από εξοχή. Μεγάλωσα εκεί. Και πάντα ήθελα να πάω στην πόλη, είχα τέτοια όνειρα. Αλλά την ίδια στιγμή ζούσαμε στην εξοχή, μαζί με ζώα, είχαμε άλογα. Ο πατέρας μου αγαπούσε τον παλιό κόσμο. Να έχει επαφή με ζώα, με τη φύση, με άλλους αγρότες. Έτσι εγώ τον παλιό κόσμο τον είχα δει, τον είχα βιώσει. Και μου άρεσε που μέσα από αυτό το βιβλίο μπόρεσα να τον βρω με διαφορετικό πια τρόπο και κάπου τελείως άλλου, στην Ιταλία. Είναι ένας παλιός τρόπος να ζεις που νιώθεις πως είναι σωστός, και θέλεις να ζήσεις ξανά έτσι, αλλά είναι πολύ δύσκολο, δεν γίνεται να τα καταφέρεις ακριβώς.
Κι ο Φέλιξ πάντα πέρναγε πολύ καιρό σε επαρχία στην κεντρική Γαλλία, έχει οικογένεια εκεί και ζούσε καιρό, πέρναγε καλοκαίρια στα δάση, δίπλα στο νερό. Κι οι δυο έχουμε σύνδεση με αυτό το φυσικό περιβάλλον κι έτσι συνδεθήκαμε κι οι δύο από τα διαφορετικά παρελθόντα μας.
Και στην περιοχή αυτή όπου γυρίστηκε η ταινία, πόσο καιρό περάσατε;
Πήγαμε το καλοκαίρι του ‘19, μετά γράψαμε το σενάριο το καλοκαίρι του ‘20, και το καλοκαίρι του ‘21 είχαμε γύρισμα. Αρχίσαμε δηλαδή να πηγαίνουμε εκεί δύο καλοκαίρια πριν τα γυρίσματα. Γιατί τον υπόλοιπο χρόνο χιονίζει, δε μπορείς να φτάσεις πουθενά, όχι να γυρίσεις ταινία. Και τελικά καταλήγουμε σε κάθε μέρος που μας ενδιέφερε να πηγαίνουμε τόσες φορές– αρχικά μόνοι μας, μετά με τους ηθοποιούς, μετά με το συνεργείο. Πας και ξαναπάς, ζεις το μέρος, ερευνάς το πώς θα βγάλουν πρακτικά νόημα οι εικόνες που έχεις όταν χτίζεις το φιλμ στη φαντασία σου. Κι ήταν ένα μεγάλο ταξίδι για μένα, δεν ήξερα ότι τα πάντα έχουν τόση προετοιμασία. Είμαι ηθοποιός! Έχω συνηθίσει το σετ…
Όταν φτάνεις εσύ είναι όλα έτοιμα.
Ναι! Αυτό κάνεις ως ηθοποιός. Ή πας, σε μακιγιάρουν, κλείνεις λίγο τα μάτια, και μετά φύγαμε. Δεν βλέπεις όλη την προετοιμασία. Κάποιοι την βλέπουν, ο Λούκα Μαρινέλι ας πούμε διαλέγει ένα πρότζεκτ και πάει εκεί μήνες πριν κι απλά ζει εκεί. Στη διάρκεια της παραγωγής μας έγινε κολλητός με το συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος ήταν κι η έμπνευση για τον χαρακτήρα του. Περπατάγανε μαζί, κανάνε βόλτες στα βουνά… Έγινε μια κατσίκα του βουνού!
Υπάρχει ένα στοιχείο που διατρέχει την ταινία, ότι την ίδια στιγμή δεν συμβαίνουν πολλά πράγματα, αλλά κάπως σα να συμβαίνουν άπειρα. Μικρά πράγματα που αντηχούν σε ολόκληρες ζωές, που αποκτούν επικές διαστάσεις στο πέρασμα του χρόνου.
Υπάρχει μια κυκλικότητα στα πράγματα.
Ναι, και πετυχαίνει το εξής: Αυτή την αίσθηση πως θα έρθουν 20 τελείως διαφορετικές φάσεις της ζωής σου που όλες θα έχουν τελικά ως σημείο αναφοράς και εκκίνησης την ίδια στιγμή.
Πράγματα που επιστρέφουν στη ζωή σου, ε; Τι στην ταινία σε έκανε να σκεφτείς αυτό;
Η σκηνή που τα παιδιά προσπαθούν να περάσουν πάνω από το κενό.
Α, ναι ναι! Η σκηνή με τον παγετώνα, φυσικά!
Ναι, και ακολουθούμε το πώς αποφάσεις και μια ολόκληρη ζωή έχει να κάνει με ένα τόσο μικρό περιστατικό. Όλοι έχουμε τέτοιες στιγμές και αν είμαστε τυχεροί το συνειδητοποιούμε κάποια στιγμή στη ζωή μας και λέμε, Ουάο, αυτό ήταν εκεί τόσο καιρό; Αυτό ήταν πίσω από όλα;
Είναι ακριβώς αυτό που λες. Είναι εντελώς η αλήθεια! Δώσαμε πολύ μεγάλη προσοχή σε αυτή τη σκηνή. Είναι ένα όμορφο χτίσιμο, περπατάνε στο βουνό μαζί με τον πατέρα, που είναι πολύ καλός με τον Μπρούνο. Χωρίς πολλές λέξεις, συνδέονται. Ο Μπρούνο τον θαυμάζει, είναι σα να θαυμάζει έναν πατέρα που δεν έχει ο ίδιος, γιατί είναι απών ο δικός του. Κι ο Πιέτρο αρχίζει να σκέφτεται πως ο Μπρούνο ίσως και να είναι καλύτερος γιος για τον δικό του πατέρα, από ό,τι κι εκείνος ο ίδιος. «Γιατί εγώ δεν κατάφερα να πηδήξω πάνω από το κενό– απέτυχα ως γιος».
Αυτό το συναίσθημα αποτυχίας… γενικά είχαμε περισσότερες σκηνές που δείχνουν πως ο Πιέτρο ποτέ δεν είναι, ή δεν νιώθει, αρκετά καλός. Αλλά τελικά μικρύναμε πολύ την περίοδο της νιότης των χαρακτήρων στην ταινία. Κι έτσι αφήσαμε έξω όλα τα άλλα στοιχεία κι αυτό καταλήγει να αποκτά τεράστια σημασία, κι είναι κάτι που το έχουν πάντα μαζί τους. Το βλέπεις στα μάτια τους, είναι πάντα εκεί.
Είναι κάτι πολύ όμορφο για μένα, και κάνει την ιστορία κυκλική. Είχαμε πολλά τέτοια στοιχεία μέσα και τα είχα ξεχάσει, αλλά είναι όπως το είπες. Είχαμε πολλά στοιχεία που κάπως επιστρέφουν πίσω στις ζωές τους. Όπως με μια ουράνια ταφή πουλιών στο Νεπάλ, που ο Μπρούνο λέει πόσο του αρέσει κι ότι «νομίζω θα ήθελα να με φάνε τα πουλιά». Το λέει μια φορά μόνο αλλά είναι κάτι που επιστρέφει αργότερα στο φιλμ. Είναι η δύναμη του σινεμά, βάζουμε μικρά στοιχεία που μένουν μαζί σου κι έχουν σημασία διαμέσου της ταινίας.
Αλλά θέλει σωστή φροντίδα. Δεν θες να το πιέσεις πολύ. Δεν θέλουμε ας πούμε μια εναρκτήρια σεκάνς που εξηγεί ποιος είναι ο καθένας και τι κουβαλά μέσα του. Θες όλο αυτό να είναι μια ανακάλυψη. Να πας μαζί τους. Θέλαμε τα πάντα να είναι φυσικά σαν την ίδια τη ζωή.
Κι είναι κι οι σιωπές που συζητήσαμε νωρίτερα. Όταν υπάρχει σιωπή, το μυαλό σου επιστρέφει σε αυτές τις στιγμές.
Είναι πανέμορφο αυτό που λες! Γιατί ναι, δεν θέλαμε να γεμίσουμε τα πάντα. Θέλω να πω, είναι ένα πυκνό φιλμ, έχει πολλά πράγματα μέσα, αλλά σου δίνει χώρο να στοχαστείς. Όχι μόνο πάνω στη δική τους ιστορία, αλλά και στη δική σου νομίζω. Σκέφτεσαι τις δικές σου φιλίες και επιλογές, τι κάνει ο κολλητός μου, πόσο καιρό έχουμε στα αλήθεια να βρεθούμε; Οικογένειες, δουλειές, προτεραιότητες… Για μένα είναι ένας στοχασμός πάνω στη ζωή. Την απώλεια, την οικογένεια, τη συγχώρεση, την αποδοχή.
Κι ήταν σημαντικό για εμάς, είχαμε προβλήματα ως ζευγάρι, υπήρχαν ζητήματα εμπιστοσύνης μεταξύ μας. Και το να δουλέψουμε πάνω σε αυτό το στόρι ήταν θεραπευτικό.
Κάποιες φορές θα έχεις χρόνο για όλες τις ιδέες σου και κάποιες άλλες απλά πρέπει να αποδεχτείς ότι δεν.
Άρα τι νιώθεις ότι πήρες από αυτό το εγχείρημα; Μιας κι ήταν η πρώτη σου φορά ως σκηνοθέτης. Τι έμαθες; Αλλά και τι πιστεύεις ότι έφερες εσύ στην όλη διαδικασία;
Ήταν καλό για τον Φέλιξ που με είχε δίπλα, καλό είναι να έχεις επιπλέον ζευγάρια μάτια και αυτιά. Εγώ άκουγα τον διάλογο πάντα με προσοχή. Ήξερα ότι εκείνος θα πρόσεχε περισσότερο κάποια πρακτικά και τεχνικά πράγματα, πως θα μπορούσε να γίνει δημιουργικός μες στο στόρι. Εμένα ένιωθα να με κατακλύζει κάποιες φορές, γιατί ως ηθοποιός μπορώ να ονειρευτώ, να χαθώ μες στο στόρι, μπορώ να κάτσω μέσα σε αυτή τη φαντασία περισσότερο. Ο σκηνοθέτης μπαίνει και μετά βγαίνει. Είναι μεριές του εγκεφάλου που πρέπει να συνδεθούν πολύ καλά, δύο διαφορετικές λειτουργίες, μια πρακτική και μια πιο φαντασιακή.
Πρέπει να είσαι μέσα στον κόσμο αυτό αλλά έχεις στο μυαλό σου ότι το κέτερινγκ φτάνει σε 40 λεπτά.
Ναι. Κι ότι έρχεται με ελικόπτερο, είμαστε στο βουνό, θα κάνει θόρυβο, δε μπορεί να αργήσει γιατί το συνεργείο πεινάει αλλά έχουμε και μια σκηνή με ένα πλάνο που θα χαθεί σε λίγο. Ακούς τι λέει ο παραγωγός, τι λέει ο ηθοποιός, κλπ. Είναι κάτι που σε κατακλύζει. Έχω πάρα πολλά να μάθω, και το πώς να συνδέω την πρακτική με τη δημιουργική μου πλευρά.
Αλλά ήταν καλό που ήμασταν δύο, οπότε μπορούσα να αφοσιωθώ σε κάτι ανά στιγμές. Τσέκαρα συνεχώς το σενάριο, τις προφορές, δουλεύαμε πολύ μαζί με τους ηθοποιούς. Όσοι μιλούσαν ιταλικά δούλευαν κυρίως μαζί μου. Συζητούσαμε με Φέλιξ, λέγαμε τι πιστεύει, εγώ εκτελούσα. Αλλά δεν ήταν ποτέ ακίνητο κιόλας, ένα μόνο πράγμα. Αλλάζαμε ευθύνες.
Πήγαν πάντως όλα πολύ καλά, πολύ οργανικά. Εγώ ήμουν καλή στη γλώσσα, στις λεπτομέρειες. Εκείνος στην οργάνωση. Και φυσικά έχει και σύνδεση μιας ολόκληρης ζωής με τον Ρούμπεν Ιμπενς, τον διευθυντή φωτογραφίας μας. Εκεί ας πούμε δεν επενέβαινα. Ήθελα πάντα να προσθέτω πράγματα όχι να επεμβαίνω. Δεν έμπαινα στη μέση [σσ. κάνει μια μανιακή φωνή] «τι κάνετε; τι λέτε;;;». Γιατί απλά κοιτάζονται και ξέρουν ότι ΟΚ, το έχουμε, χωρίς να μιλήσουν καν.
Υποθέτω κομμάτι του να είσαι αποτελεσματικός είναι να ξέρεις πού είσαι απαραίτητος και με τι τρόπο.
Ακριβώς. Εγώ ένιωσα ότι υπηρετούσα το πρότζεκτ. Ο Φέλιξ μου είπε, Είσαι ηγέτης, πάρε το χώρο σου. Το τόλμησα! Αλλά να καθοδηγήσω 50 ανθρώπους, να βάλουμε την κάμερα εδώ…; Για μένα αυτό είναι κάτι που θα ήθελα ίσως να κάνω στο επόμενο πρότζεκτ, μόνη μου, να το προσπαθήσω. Ίσως. Δεν ξέρω!
Γιατί δεν μετατρέπεσαι σε άτομο που μπορεί να το κάνει αυτό από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι μεγάλη δουλειά γιατί δε μπορείς να κάνεις λάθη. Ξέρω ότι όλοι σου λένε, Φυσικά και μπορείς να κάνεις λάθη! Αλλά στην κορυφή του βουνού, με τόσα άτομα συνεργείο; Δεν μπορείς να κάνεις λάθη. Όλα τα λάθη κοστίζουν χρόνο που δεν έχεις. Οπότε ένιωθα πολλή αβεβαιότητα με αυτό και πολύ πιο άνετη με τους ηθοποιούς, με την προετοιμασία.
Γενικά παρατηρούσα και δεν ήθελα να παρεμβαίνω γιατί φοβόμουν ότι αυτό θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ήταν μεγάλη πρόκληση να ξέρω πότε να κάνω πέρα τον εγωισμό μου, γιατί όταν είστε δύο σκηνοθέτες, το εγώ πρέπει να το βάζεις στην άκρη. Διαχειρίζεσαι τις ιδέες και το ένστικτο του άλλου, και το σέβεσαι. Κάποιες φορές θα έχεις χρόνο για όλες τις ιδέες σου και κάποιες άλλες απλά πρέπει να αποδεχτείς ότι δεν. Αν ξέρεις ότι έχουμε μόνο 5 λεπτά δε μπορείς να αρχίζεις τα γιατί να κάνουμε την ιδέα σου, πρέπει να κάνουμε την ιδέα μου, αν αρχίσεις να συζητάς έτσι δε θα πας πουθενά.
Φυσικά υπήρχαν στιγμές που απογοητευόμουν, που ήθελα να κάνουμε κάτι κι άκουγα ότι όχι, πρέπει να προχωρήσουμε, κι εγώ λέω ΦΕΛΙΞ! Στο ζήτησα, θέλω πολύ να το κάνουμε. Αλλά όταν δεν γίνεται, το αποδέχομαι γιατί είναι ΟΚ. Απλά το άφηνα. Είναι ζήτημα πρακτικό κι όχι μόνο έμπνευσης. Αν στο τέλος έλεγε ότι αναγκαστικά πρέπει να οργανωθεί η μέρα έτσι και σόρι, είναι πολύ αργά για μια δοκιμή, τότε το αποδεχόμουν. Και μετά κάποιες φορές… ξέρεις, θα είχαμε έναν μικρούλη τσακωμό [γελάει] και πολύ γρήγορα το λύναμε.
Ήταν μια πολύ καλή πρακτική εξάσκηση στο πώς να επιλύεις συγκρούσεις. Για εμάς δηλαδή, και ως ζευγάρι. Γιατί δεν θες να τσακώνεσαι μπροστά σε όλους, είναι σαχλό. «Γιατί το είπες αυτό;» ΟΚ. Προχωράμε. [γελάει]
Γιατί σας πήρε τόσο καιρό να δουλέψετε ξανά μαζί;
Γιατίιιιιιι αυτή είναι καλή ερώτηση!
Ειδικά από τη στιγμή που η άλλη σας ταινία μαζί ήταν τόσο μεγάλη επιτυχία.
Είναι σύμπτωση κάπως ότι γράψαμε μαζί εξαρχής. Ο σύζυγός μου– ο φίλος μου δηλαδή, είναι εργασιομανής κι όποτε πηγαίναμε διακοπές ήθελε να γράφει συνέχεια κι εγώ ήμουν σε φάση Συγγνώμη;;;; Είμαστε επιτέλους διακοπές! κι εκείνος [σσ. κάνει ψιλή κοροϊδευτική φωνούλα] «ναι, ξέρεις πρέπει να γράψω». ΟΚ τότε! Θα κάνουμε road trip, θα πω πού θα πάμε, και θα το κάνουμε μαζί. Θα πάρεις τον λάπτοπ σου αν θες, και θα γράψουμε μαζί.
Είναι τρελός και αφοσιωμένος στις ταινίες του. Πάντα το θαύμαζα στον παρτενέρ μου αυτό αλλά κάποιες φορές είναι δύσκολο να ζήσεις με αυτό! [γελάει σατανικά] Γιατί είναι ισχυρογνώμων και πολύ δύσκολο να του αλλάξεις γνώμη. Κι εγώ επίσης! Δεν είμαι το ευκολότερο άτομο στον κόσμο. [γελάει]
Οπότε έτσι βρήκατε ένα τρόπο να μοιραστείτε κάτι;
Ναι, γιατί δουλεύοντας μαζί… το λάτρεψα. Ήταν ας πούμε πολύ έντονες εκείνες οι διακοπές. Και το Broken Circle Breakdown είναι πολύ όμορφη ιστορία αν και τόσο λυπητερή. Με όλο αυτό το διάλογο ανάμεσα στο ζευγάρι, για το παιδί, το πώς απομακρύνθηκαν, τους τσακωμούς τους. Πανέμορφο. Πήρε πολύ καιρό τελικά.
Τον βοήθησα και στο ενδιάμεσο στο Belgica, αν και όχι επίσημα. Τον είχα βοηθήσει όμως στο σενάριο, και έπαιξα στην ταινία κιόλας. Παράλληλα έκανα πολλά δικά μου πράγματα εγώ, ήμουν πάντα πολυάσχολη, είχα πάντα σχέδια. Και τώρα τα Βουνά ήρθαν σε μια στιγμή που βγήκα από το θεατρικό γκρουπ μου, άφησα πίσω την προηγούμενη ζωή μου. Και μου αρέσει να κάνω ένα πράγμα τη φορά.
Θέλω τώρα να δημιουργήσω δικά μου πράγματα γιατί το να είμαστε πάντα μαζί όλη την ώρα… it’s a lot. Αλλά είναι μια σπουδαία εμπειρία– οπωσδήποτε θέλω να γράψω ξανά. Ο Φέλιξ μου έδωσε πολλή αυτοπεποίθηση, είναι δημιουργικό μυαλό κι εγώ είμαι καλή στο να πιστεύω σε κάτι, να το διαλέγω, και να δουλεύω σε αυτό. Εκείνος θα γυρίσει κάποια στιγμή και θα πει, α, ίσως πρέπει να αλλάξουμε αυτό, ίσως να κάνουμε πίσω εκεί, το άλλο δε δουλεύει, να να να να [κοροϊδευτικά]. «ΟΚ, τώρα σε αφήνω», του λέω και το διαβάζω μετά. Μέχρι το τέλος της διαδικασία εκείνος έγραφε λιγότερο κι εγώ περισσότερο.
Θα ήθελες να κάνεις μια ταινία όλη δική σου; Σενάριο, σκηνοθεσία, ερμηνεία; Πέρασε καθόλου από το μυαλό σου;
Κάναμε συμφωνία την επόμενη φορά να γράψουμε κάτι μαζί, εκείνος να κάνει τη σκηνοθεσία κι εγώ να παίξω. Κι αυτό είναι οπωσδήποτε μια ιδέα. Αλλά την επόμενη στιγμή λέω, το επόμενο πρότζεκτ ποιο θα είναι όμως; Οπότε κατευθείαν σκέφτομαι πως δε θα έπρεπε να είναι τίποτα προαπαιτούμενο. Θέλω να είμαι ελεύθερη κι εκείνος να είναι ελεύθερος να βρει το επόμενο πρότζεκτ του. Ίσως χωρέσω κάπου, ίσως όχι.
Απλά νιώθω πως πρέπει να κάνω κάτι για τον εαυτό μου. Είναι ωραίο να δουλεύεις σε βάθος. 3 χρόνια. Είναι ωραίο! Αλλά εγώ ως ηθοποιός έχω συνηθίσει να αφιερώνω 3 μήνες σε ένα πράγμα και να πηγαίνω από το ένα στο άλλο. Δεν έχω συνηθίσει αυτό το βάθος. Αλλά όταν είσαι μέσα… στο μοντάζ, στο post, να βλέπεις τις ίδιες σκηνές ξανά και ξανά… [γελάει] Είναι όμορφη διαδικασία, αλλά δε θα ήθελα να την κάνω όλη την ώρα. Θέλω περισσότερη τρέλα, θέλω να συνεισφέρω με ιδέες, και μου αρέσει να ερμηνεύω, μου δίνει ενέργεια. Όλα αυτά. Θέλω να βρω την ισορροπία.