ΟΧΙ, ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ ΝΑ ΜΙΛΑΝΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ

Τι συμβαίνει όταν μια ταινία μιλά για την εμπειρία ανθρώπων διαφορετικών από εμάς (όποιοι κι αν είμαστε οι «εμείς»); Είναι μια ευκαιρία.

Η θαυμάσια νέα ταινία της Pixar, Πάντα στα Κόκκινα (Turning Red) που προβάλλεται τώρα στις αίθουσες, παρουσιάζει μια σχετικά ασυνήθιστη συνθήκη στα μάτια πολλών θεατών: Είναι η ιστορία ενηλικίωσης ενός 13χρονου κοριτσιού κινεζικής καταγωγής που ζει στον Καναδά το 2002. Και ναι, η ταινία βουτά ευθέως σε κάθε συγκεκριμένη αναφορά και κάθε συγκεκριμένο (πολιτιστικό, έμφυλο, χρονικό) στοιχείο αυτής της εμπειρίας και μας την παρουσιάζει δίχως να κρατά τίποτα πίσω.

Δεν είναι αυτός ο λόγος που η ταινία είναι καλή, αλλά είναι ένας από αυτούς. (Μπήκαμε σε περισσότερες λεπτομέρειες στην κριτική μας.) Το ότι δηλαδή δεν αντιμετωπίζει φοβισμένα τον συγκεκριμένο, βιωματικό της χαρακτήρα, παρά προσκαλεί τον θεατή να κοιτάξει τον κόσμο σαν από τα μάτια αυτής της νεαρής ηρωίδας, σε μια κομβική στιγμή της εφηβείας της.

Σε μια κριτική που έχει έκτοτε κατέβει από το σάιτ αλλά παραμένει ονλάιν στο ιντερνετικό αρχείο, ο κριτικός την απορρίπτει φαινομενικά με το καλημέρα για τον χειρότερο λόγο που μπορείς να απορρίψεις μια ταινία: Δεν έμοιαζε να είναι για αυτόν. Το ότι δεν είναι όλες οι ταινίες για όλους είναι ευρύτερο ζήτημα, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν επαγγελματία, που διαβάζοντας το κείμενο καταλαβαίνεις πως δεν μπήκε καν στη διαδικασία να έρθει σε διάλογο με το φιλμ, απορρίπτοντάς το από το περιτύλιγμά του και μόνο.


«Οι καλύτερες ταινίες της Pixar παίζουν σε ένα παγκόσμιο κοινό», ξεκινάει το κείμενο, πριν φτάσει στην σκέψη πως «με το να ριζώνει την ταινία συγκεκριμένα στην ασιατική κοινότητα του Τορόντο, το φιλμ πραγματικά μοιάζει σα να φτιάχτηκε για τις φίλες της [σκηνοθέτη] Ντόμι Σι και τα κοντινά της συγγενικά πρόσωπα».

Το Turning Red είναι επί της παρούσης απλώς η αφορμή, αλλά στεκόμαστε εδώ επειδή την προσέγγιση που εκφράζουν οι παραπάνω φράσεις τη συναντάμε συχνά. Το άτοπο αυτής της ιδέας περί φαινομενικής «παγκοσμιότητας» είναι φυσικά πως σε συντριπτικό ποσοστό χρησιμοποιείται (ίσως και υποσυνείδητα) ως συνώνυμο του λευκού και του αγορίστικου. Με την παράδοση δεκαετιών του mainstream, εμπορικού σινεμά να περνά μέσα από τα μάτια τέτοιων ηρώων, δεν είναι καν παράλογο το να γίνεται ακόμα και χωρίς πρόθεση, μια ενστικτώδης σύνδεση του «νορμάλ» ή του «παγκόσμιου» με του «αγορίστικου».

Μόνο φέτος, έχουμε δει μερικούς σημαντικούς auteurs (και τον Κένεθ Μπράνα) να παραδίδουν μια δική τους βερσιόν ιστορίας ενηλικίωσης. Το Χέρι του Θεού του Πάολο Σορεντίνο, η Πίτσα Γλυκόριζα του Πολ Τόμας Άντερσον, το Μπέλφαστ του Μπράνα, αποτελούν όλα παραλλαγές πάνω στην εμπειρία της αγορίστικης ενηλικίωσης και μάλιστα –ναι– με έναν τρομερά συγκεκριμένο χαρακτήρα. Είναι ένα αγόρι στη Νάπολη το καλοκαίρι που ήρθε ο Μαραντόνα. Ένα αγόρι στο Σαν Φρανσίσκο Βάλεϊ του 1973. Ένα αγόρι στο Μπέλφαστ κατά τις εξεγέρσεις του 1969. Όχι απλά είναι όλα απόλυτα συγκεκριμένα ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τον χαρακτήρα, αλλά αυτό ακριβώς πουλάνε κιόλας: Την λεπτομέρεια, έναντι της παγκοσμιότητας.

The Hand of God Netflix

Κι όμως, σε διαφορετικά επίπεδα, αυτό είναι που εκλαμβάνεται τελικά ως παγκοσμιότητα. Κανείς δεν κατηγόρησε αυτούς τους σκηνοθέτες, ότι παραδίδουν μια ιστορία που «δεν αφορά τους πάντες». Και ούτε έπρεπε, φυσικά– κάθε άνθρωπος γράφει και μιλάει για αυτά που γνωρίζει, για αυτά που πασχίζει να επικοινωνήσει προς τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Σορεντίνο κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στη Βενετία. Η ταινία του Άντερσον μετράει πάνω από 50 βραβεύσεις και σχεδόν 200 υποψηφιότητες. Ο Μπράνα πήρε βραβείο κοινού στο Τορόντο και Χρυσή Σφαίρα σεναρίου. Κι οι τρεις τους, είναι υποψήφιοι στα επερχόμενα Όσκαρ.

Αντιθέτως, νιώθει κανείς πολύ συχνά πως, όταν παρουσιάζεται μια ταινία ριζωμένη σε μια οπτική ενός κοριτσιού ή ενός μαύρου ήρωα, πρέπει να δικαιολογεί την ύπαρξή της ένα τσικ πιο επίμονα. Σα να πρέπει να απαντήσει και την ερώτηση ενός υποθετικού (δίχως χαρακτηριστικά, μάλλον άφυλου) μέλους του κοινού: «Ναι, αλλά εμένα γιατί με νοιάζει αυτή η ιστορία;»


«Οι μαύροι θεατές παρακολουθούν σινεμά, βλέπουν ταινίες, διαβάζουν λογοτεχνία πάνω από έναν αιώνα, που αφορά κυρίως λευκούς ανθρώπους, είναι έργα κεντραρισμένα γύρω από λευκά πρόσωπα που κοιτάζουν στα μάτια άλλα λευκά πρόσωπα», μου λέει ο Μπάρι Τζένκινς πριν τρία χρόνια όταν τον συναντώ στο Λονδίνο για την πρεμιέρα του Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει. «Οι λευκοί θεατές είχαν πολύ λιγότερες ευκαιρίες να κοιτάζουν εικόνες ανθρώπων που μοιάζουν σαν εμένα. Δεν είναι αυτός ο λόγος που το κάνουμε στην ταινία, αλλά κατανοώ απόλυτα πώς μπορεί να λειτουργεί και με τέτοιο τρόπο».

Ο Τζένκινς, όπως κι ο Πολ Τόμας Άντερσον που αναφέραμε πιο πάνω, είναι ίσως οι προεξέχοντες αμερικάνοι σκηνοθέτες αυτοί τη στιγμή όσο αφορά τον τρόπο με τον οποίο καδράρουν διαρκώς πρόσωπα και βλέμματα. «Όταν πάω στην προβολή της ταινίας αύριο στο Φεστιβάλ Λονδίνου, τα 2/3 του κοινού θα είναι λευκοί άνθρωποι και θα πρέπει να κοιτάξουν ευθέως στα μάτια αυτού του χαρακτήρα που παίζει ο Στέφαν Τζέιμς, να ακολουθήσουν τη διαδρομή του, να ταυτιστούν με ό,τι αισθάνεται», συνεχίζει.

«Είναι απαραίτητο εργαλείο στο να μπορέσουμε να μοιραστούμε ό,τι συναίσθημα αφορά η ταινία. Και υπό μία έννοια είναι ένα δώρο νομίζω. Γιατί εμείς είχαμε την ευκαιρία να βιώσουμε τη δική σας εμπειρία για πολύ καιρό τώρα, και τώρα πιστεύω πως με τη δουλειά που κάνω εγώ, και τη δουλειά που κάνει ο Ράιαν και η Άβα και η Ντι κι ο Τζόρνταν κι ο Σπάικ κι όλοι αυτοί οι φοβεροί άνθρωποι που δουλεύουν αυτή τη στιγμή, τώρα μπορείτε κι εσείς να έχετε αυτή την εμπειρία».

Ο Τζόρνταν στον οποίο αναφέρεται είναι φυσικά ο Τζόρνταν Πιλ, ένας από τους καθοριστικούς δημιουργούς του νέου αμερικάνικου σινεμά της τελευταίας δεκαετίας χάρη στις εξαιρετικές ταινίες τρόμου του. Όταν κυκλοφόρησε το Get Out, μιλώντας μου στο τηλέφωνο λέει πως «πολλοί αρχικά πίστευαν πως “α, είναι αυτή η μαύρη αμερικάνικη ταινία για λίγους” αλλά διαπιστώνουμε πως τελικά την πιάνουν όλοι. Ένα από τα πιο δυνατά πράγματα στην αντίδραση που έχουμε λάβει είναι η απόδειξη πως αν η ιστορία είναι καλή τότε είναι και παγκόσμια. Όλοι βλέπουμε μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή σε μια καλά γραμμένη ιστορία».

«Για πολλά χρόνια ο κανόνας στο Χόλιγουντ ήταν πως μαύροι πρωταγωνιστές σε ταινίες δεν βοηθούν μια ταινία να ταξιδέψει σε άλλες χώρες», εξηγεί υπογραμμίζοντας μια πράγματι πολύ συνηθισμένη προκατάληψη. Τα τελευταία χρόνια αυτή είναι μια αντίληψη που πλέον πράγματι έχει αλλάξει. «Για την ακρίβεια», λέει, «υπάρχει τέτοιο μεγάλο κενό στο diversity, τέτοια έλλειψη διαφορετικών οπτικών, που τώρα φαίνεται πως μπαίνουμε σε μια εποχή όπου ο κόσμος διψά για τέτοιες ταινίες. Επειδή μοιάζουν πρωτότυπες, μοιάζουν μοναδικές, δεν μοιάζουν με την ίδια ακριβώς ταινία που παρακολουθούμε εδώ και 60 χρόνια».

Μιλώντας για εικόνες που δεν μοιάζουν πολυπαιγμένες, θυμάμαι να βλέπω τη σκηνή της αποτρίχωσης στο φοβερό Raw της Ζουλιά Ντικουρνό, η οποία πέρσι κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με το Titane. Όταν της μίλησα πριν 5 χρόνια στις Νύχτες Πρεμιέρας, έφερα στην κουβέντα τη σκηνή κι εκείνη γελώντας λέει πως είναι η σκηνή για την οποία τη ρωτάνε οι πάντες. «Ήθελα να δείξω πως ακόμα και ένα θέμα θεωρητικά καθαρά γυναικείο, μιλά σε όλους», λέει.

«Είναι πολλοί οι άνθρωποι που με ρωτάνε “α έκανες μια ταινία για μια νεαρή γυναίκα και μιλά στις γυναίκες”. Και συγγνώμη, αλλά σαν καλλιτέχνης προσπαθώ να μιλώ στους πάντες. Δε μου αρέσει το γεγονός πως σε αφήνουν ως γυναίκα σκηνοθέτη στον μικρό σου κύκλο να παίξεις με τις φίλες σου αλλά ξέρεις, μην παίξεις με τα μεγάλα αγόρια», συνεχίζει θυμωμένη πια. «Αντιδρώ σε αυτό, πολύ απλά. Και πράγματα σαν αυτή τη σκηνή αποδεικνύουν πως αυτό το σκεπτικό πάντα ήταν λάθος. Είναι μια σκηνή 100% θηλυκή και οι πάντες αντιδρούν σε αυτήν».

«Πρέπει να σταματήσουμε να διαχωρίζουμε τις ταινίες βάσει φύλου, είναι τρέλα. Και ειδικά σε σχέση με το ένα φύλο», τονίζει με νόημα. «Ξέρεις, το ένα φύλο κάνει ταινίες που έχει σημασία ο διαχωρισμός και το άλλο φύλο κάνει ταινίες παγκόσμιες. Είναι γαμημένα άδικο. Το μισώ αυτό!», λέει γελώντας.

Η ουσία του πράγματος είναι, τελικά, το σινεμά –και η τέχνη γενικότερα δηλαδή– είναι ένα θαυμάσιο όχημα το οποίο μας μεταφέρει σε κόσμους, σε εποχές, σε καταστάσεις, σε εμπειρίες. Είναι κάτι το μαγικό. Κι όσο μεγάλη ζεστασιά δημιουργεί μέσα στο κάθε άτομο από εμάς η αναγνώριση καταστάσεων, τα κοινά σημεία αναφοράς, τα παράλληλα βιώματα, άλλο τόσο συναρπαστικό μπορεί να είναι το ανακαλύπτεις κάτι καινούριο, ή να κοιτάς κάτι γνώριμο αλλά μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνία.

Το να συνεχίζουμε να κρατάμε τα μάτια μας ανοιχτά και τις κεραίες μας τεντωμένες, είναι ζωτικής σημασίας. Πώς το είπε κι ο Τζόρνταν Πιλ; «Όλοι βλέπουμε μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή σε μια καλά γραμμένη ιστορία».

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα