ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΗΡΑΝ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥΣ ΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ;
Στα ορεινά Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, εκεί όπου η φύση υφαίνει ένα πέπλο σιωπής και μεγαλείου, κρύβεται ένα μικρό χωριό, η Πουρνιά, με μια ιστορία που συνδέει ταπεινά καλντερίμια με την καρδιά της Αθήνας.
Υπάρχουν τόποι που απαιτούν σιωπή για να τους ακούσεις, σεβασμό για να τους κατανοήσεις και υπομονή για να τους αφουγκραστείς. Στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, αγκαλιασμένα από τις πανύψηλες κορυφογραμμές του Γράμμου και του Σμόλικα, ο χρόνος δεν κυλά βιαστικά, αντίθετα, διαστέλλεται και απλώνεται σαν πέπλο πάνω από το τοπίο. Εδώ, η φύση έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, επιβάλλοντας τη δική της αρμονία. Η ανθρώπινη παρουσία, διακριτική και λιγοστή, εκτός από τον θορυβώδη Αύγουστο, στέκεται ταπεινά μπροστά στο μεγαλείο της ιστορίας και της γης που την φιλοξενεί.
Κι όμως, το ανθρώπινο χέρι είναι παντού. Η πέτρα εδώ δεν είναι απλώς ύλη, είναι αφήγηση. Στα σπίτια, στις εκκλησίες, στα δημόσια κτίρια και τα γεφύρια, η τέχνη των μαστόρων αποτυπώνει την ψυχή τους. Άγνωστα τα ονόματά τους, αλλά η τέχνη τους αθάνατη, ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου μέσα από τα θρυλικά μπουλούκια των χτιστάδων, αφήνοντας σημάδια που μιλούν ακόμα.
Ανάμεσα στα πιο όμορφα και περιποιημένα χωριά, η Πουρνιά στέκει σιωπηλή τις περισσότερες μέρες του χρόνου, με τους ελάχιστους κατοίκους της να μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κρυμμένη στις κατάφυτες πλαγιές του Σμόλικα, είχε άλλοτε το όνομα Σταρίτσιανη, μέχρι το 1927, όταν πήρε τη σημερινή της ονομασία.
Στον δρόμο προς το χωριό, πριν φανεί το πρώτο πέτρινο σπίτι, ο ταξιδιώτης συναντά το γεφύρι της Μαύρης Πέτρας, ακίνητο φρουρό του χρόνου από το 1817. Λίγο πιο πέρα, σε έναν απόκρημνο βράχο, ένας ανώνυμος καλλιτέχνης από περασμένους αιώνες ζωγράφισε τον Παντοκράτορα, αφήνοντας ένα αινιγματικό αποτύπωμα στο τοπίο.
(δείτε την Πουρνιά στην ταινία που έκανε το NEWS 24/7 για τα Μαστοροχώρια)
Στην Πουρνιά, το έδαφος είναι επικλινές και κάποια από τα χτίσματα ακροβατούν στις χαράδρες, σαν να αμφιταλαντεύονται μεταξύ ουρανού και γης.
Ένα από αυτά είναι και το καφενείο «Εξάρχεια». Από εκεί ξεκινά ένα νήμα που ενώνει το μικρό ηπειρώτικο χωριό με την καρδιά της Αθήνας.
Η Πουρνιά ήταν η γενέτειρα του Βασίλειου Έξαρχου, ενός ανθρώπου που, αν και ρίζωσε αλλού, δεν ξέχασε ποτέ τη γενέτειρά του. Μετανάστευσε στην Αθήνα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και έγινε έμπορος, ανοίγοντας ένα μπακάλικο και έναν φούρνο στη γωνία της Θεμιστοκλέους με την πλατεία Εξαρχείων. Το όνομά του έδωσε τελικά την ονομασία σε ολόκληρη τη συνοικία.
Το αρχικό κατάστημα κατεδαφίστηκε γύρω στο 1970, όμως η παρακαταθήκη του επιβιώνει. Με τη διαθήκη που υπέγραψε το 1899, όρισε τα έσοδα από το ακίνητό του να επιστρέφουν στον τόπο του. Σήμερα, το κληροδότημα Βασιλείου Εξάρχου συνεχίζει να προσφέρει στην Πουρνιά: τα πλακόστρωτα καλντερίμια, ο όμορφος φωτισμός, οι τρεις πέτρινες βρύσες – όλα μαρτυρούν το αποτύπωμα της ευεργεσίας του.
Οι κάτοικοι της Πουρνιάς ασχολήθηκαν περισσότερο με το εμπόριο και τα γράμματα, αλλά η τέχνη της πέτρας δεν έλειψε ποτέ. Οι μάστορες του χωριού έφευγαν ταξιδευτές, χτίζοντας σε όλη την Ελλάδα, πριν επιστρέψουν στις οικογένειές τους για λίγους μήνες.
Σήμερα, η μνήμη του Έξαρχου παραμένει ζωντανή, χάρη στις γυναίκες του χωριού που συντηρούν κειμήλια, χειρόγραφα και όλη την παράδοση σε έναν προσεγμένο μουσειακό χώρο. Λίγα είναι γνωστά για τον ίδιο, καθώς ούτε ο Δήμος Αθηναίων έχει διαθέσιμο αρχείο από τόσο παλιά, ούτε υπήρξαν κοντινοί συγγενείς να διηγηθούν την ιστορία του.
Η σιωπή της Πουρνιάς, ωστόσο, δεν είναι αμετάκλητη. Αν και τα όμορφα πετρόχτιστα σπίτια της στέκουν σφαλιστά τον περισσότερο καιρό, ο Δεκαπενταύγουστος με το πανηγύρι του φέρνει ξανά τη ζωή και οι ιστορίες συνεχίζονται.