ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ, ΠΑΡΤΙ, ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ, ΘΑΝΑΤΟΣ: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ 24 ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΣΙΝΤ ΒΙΣΙΟΥΣ
45 χρόνια από τη μέρα που ο μπασίστας των Sex Pistols, Σιντ Βίσιους, θα έφευγε από υπερβολική δόση ηρωίνης, προτού καν συμπληρώσει τα 22 του χρόνια.
Όταν ο Σιντ Βίσιους βγήκε απ’ τη φυλακή του Ράικερς Άιλαντ της Νέας Υόρκης την 1η Φεβρουαρίου 1979, το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να ξεχάσει.
Κατά τη διάρκεια των 54 ημερών που είχε περάσει πίσω απ’ τα κάγκελα είχε μείνει αναγκαστικά χωρίς ηρωίνη, ήταν σαν να είχε υποβληθεί σε κάτι σαν στεγνό πρόγραμμα με το ζόρι. Και μπορεί να είχε απαλλαγεί έστω προσωρινά από την κακή του συνήθεια, όμως το να μείνει καθαρός δεν ήταν ποτέ μέσα στις προθέσεις του.
Ο Σιντ Βίσιους είχε βρεθεί μέσα στη διαβόητη φυλακή του Μπρονξ επειδή είχε παραβιάσει τους όρους της εγγύησης των 50.000 δολαρίων, που είχε καταβάλει λόγω της κατηγορίας ότι είχε δολοφονήσει την κοπέλα του, Νάνσυ Σπάνγκεν. Τώρα όμως ήταν ελεύθερος.
Έχοντας φτάσει στο Μανχάταν, θα συναντήσει έναν φίλο του φωτογράφο, που μαζί έκαναν ναρκωτικά, τον Πίτερ Γκράβελ. Θα του ζητήσει να φέρει μαζί του εκείνο το βράδυ ηρωίνη αξίας 200 δολαρίων σε μια μικρή συγκέντρωση που θα γινόταν για να γιορτάσει την απελευθέρωσή του. Η διεύθυνση ήταν στην Bank Street, εκεί που βρισκόταν το διαμέρισμα της επίδοξης ηθοποιού Μισέλ Ρόμπινσον, μιας από τις πολλές γυναίκες που έβλεπε ο ίδιος μετά τον θάνατο της Σπάνγκεν. Ένας θάνατος για τον οποίο δεν θα προλάβαινε να δικαστεί ποτέ καθώς μέχρι το επόμενο πρωί θα ήταν νεκρός σε ηλικία μόλις 21 ετών.
Στους μήνες που ακολούθησαν τον θάνατό του, θα έρχονταν στο φως πολλά στοιχεία που θα έδειχναν ότι ο Βίσιους είχε μία -ας την πούμε κομψά- “αυτοκαταστροφική νοοτροπία” εκείνη τη νύχτα. Η μητέρα του, Ανν Μπέβερλι, η οποία ήταν και εκείνη για χρόνια εθισμένη στην ηρωίνη, δημοσίευσε μια χειρόγραφη επιστολή που ισχυρίστηκε ότι βρήκε μέσα στο δερμάτινο μπουφάν του, στην οποία γινόταν αναφορά και στη Σπάνγκεν.
Έγραφε: ‘Είχαμε κάνει μία συμφωνία θανάτου και πρέπει να κρατήσω το δικό μου μέρος. Σε παρακαλώ θάψε με δίπλα στο μωρό μου. Θάψε με με το δερμάτινο μπουφάν, το τζιν και τις μπότες μου. Αντίο”.
Η μητέρα της Νάνσυ Σπάνγκεν, Ντέμπορα, ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει κι εκείνη μια παρόμοια επιστολή από αυτόν, στην οποία κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν πέθανε και ο ίδιος μαζί με την κόρη της. Η κοπέλα του είχε βρεθεί νεκρή με τραύμα από μαχαίρι το μοιραίο πρωινό της 12ης Οκτωβρίου 1978 σε δωμάτιο του ξενοδοχείο Chelsea όπου έμεναν μαζί. Και εκείνο το βράδυ το είχαν περάσει καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών και αλκοόλ.
“Είχα υποσχεθεί στο μωρό μου ότι θα αυτοκτονούσα αν της συνέβαινε κάτι και μου είχε υποσχεθεί κι εκείνη ότι θα έκανε το ίδιο”, έγραψε ο Βίσιους. “Αυτή είναι η τελευταία δέσμευση που κάνω στην αγάπη μου”.
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν τον θάνατο της Σπάνγκεν και όσο βρισκόταν στο ξενοδοχείο Chelsea με εγγύηση, είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο επειδή έκοψε τα χέρια του με μια σπασμένη λάμπα. Κατά τη διάρκεια μιας από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, όταν ρωτήθηκε πού ήθελε να είναι, ο ίδιος απάντησε “κάτω από το έδαφος”. Οπότε, η αυτοκαταστροφική του διάθεση ήταν εκεί.
Ωστόσο, όταν ο Γκραβέλ έφτασε στο διαμέρισμα της οδού Bank Street 63 εκείνο το βράδυ μετά την αποφυλάκιση και μπλέχτηκε στην ίδια παρέα με τον Βίσιους, τη Ρόμπινσον, τη Μπέβερλι και πέντε ακόμη στενούς φίλους, βρήκε τον Σιντ με πολύ καλή διάθεση, δραστήριο, και αισιόδοξο για το μέλλον.
Ο Γκραβέλ, θα πει σήμερα, 45 χρόνια μετά, στον δημοσιογράφο της Independent, Μαρκ Μπομόντ:
“Η τελευταία αίσθηση που πήρα από αυτόν ήταν κάπως θετική. Κυρίως μιλούσε για το πώς επρόκειτο να απαλλαγεί από την κατηγορία της δολοφονίας και το πως θα πήγαινε κεντρικά στη Νέα Υόρκη για να ηχογραφήσει αυτό το άλμπουμ, το οποίο θα πλήρωνε για όλα τα νομικά του έξοδα και τα πάντα. Στη λίστα με τα τραγούδια ήταν και το ’I Fought the Law’, το οποίο το αργότερα οι Clash και θυμάμαι ότι ήταν εκεί και το ‘YMCA’. Μ’ αυτά ασχολούταν εκείνο το βράδυ”.
Ο Τζέρι Όνλι των Misfits και ο Χάουι Πίρο των Blessed ήταν μεταξύ των φίλων που έφυγαν πριν η παρέα ξεκινήσει τα ναρκωτικά, αλλά ο Γκραβέλ έμεινε και είδε από πρώτο χέρι πώς η ηρωίνη έφερε τον όλεθρο στο πρόσφατα αποτοξινωμένο κορμί του Βίσιους.
“Πήρε ένα μάτσο ηρωίνη και άρχισε να γίνεται μπλε”, θυμάται. “Τον συνεφέραμε και έμεινα μαζί του για περίπου ακόμη τρεις ή τέσσερις ώρες, μέχρι τις δύο το πρωί ή και λίγο αργότερα. Όταν έφυγα, ήταν καλά. Είχε σηκωθεί, έπινε τσάι… Ήταν λίγο αδύναμος κτλ, αλλά γενικά ήταν εντάξει. Δεν είχε πεθάνει από εκείνο το σουτάρισμα ηρωίνης, ας το θέσω έτσι”.
Την επόμενη μέρα, ο Γκράβελ έλαβε μια κλήση από έναν φίλο που του μετέφερε τα άσχημα νέα: “Βγήκα έξω και ήταν ήδη γραμμένο στις απογευματινές εφημερίδες: ‘Ο Σιντ Βίσιους είναι νεκρός’. Δεν μπορούσα να το πιστέψω”.
Κάποιοι άλλοι πάντως έμειναν λιγότερο έκπληκτοι. “Με το που εθιστείς στην ηρωίνη, πού πιστεύεις ότι σε οδηγεί αυτό;”, ρωτά ρητορικά τον Βρετανό δημοσιογράφο ο μακροχρόνιος φίλος του Βίσιους, Τζέι Γουόμπλ, ο οποίος είχε κάνει και το ντοκιμαντέρ “In Search of Sid” το 2009. “Όταν παίρνεις ναρκωτικά και πίνεις υπερβολικά, μπαίνεις σε έναν κόσμο κόλασης”.
Το γεγονός ότι ο Βίσιους πέθανε από υπερβολική δόση σε τόσο νεαρή ηλικία “εδραίωσε τη θέση του στο πάνθεον των τραγικών ροκ εν ρολ φιγούρων”, γράφει ο δημοσιογράφος της Independent. “Αλλά αν υπήρχε κάτι αναπόφευκτο στη μοίρα του Σιντ, αυτό είχε τις ρίζες του στην ανατροφή του”
Ο Τζον Σάβατζ, συγγραφέας της “πανκ βίβλου” του 1991 “England’s Dreaming”, θα πει χαρακτηριστικά:
“Δεν νομίζω ότι ο Σιντ είχε πάρει σωστές βάσεις για τη ζωή του. Γνώρισα τη μητέρα του και τη συμπάθησα, αλλά δεν νομίζω ότι τον μεγάλωσε σωστά”.
Μαζί του θα συμφωνήσει και ο Τζέι Γουόμπλ. Ο ίδιος συνάντησε για πρώτη φορά τον Βίσιους (ακόμη τότε ως Τζον Σάιμον Ρίτσι) στο Kingsway College of Further Education του Λονδίνου γύρω στο 1974. Ήταν δύο προβληματικοί έφηβοι ενθουσιασμένοι από το φωνητικό χάρισμα του συμφοιτητή τους, Τζον Λάιντον.
“Μια μονογονεϊκή οικογένεια με τη μητέρα εθισμένη δεν πρόκειται να καταλήξει κάπου καλά”, θα πει χαρακτηριστικά.
Ο Γκραβέλ θα πει σήμερα ότι εκείνο το βράδυ ρώτησε τον Σιντ αν σκότωσε τη Νάνσι και ότι εκείνος του απάντησε πώς δεν θυμόταν.
Έχοντας δημοσιεύσει πολλά δοκίμια σχετικά με την ανεπαρκή έρευνα της αστυνομίας για τον θάνατο της Νάνσυ Σπάνγκεν και ψάχνοντας τα πιθανά σενάρια του τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ, ο Γκραβέλ πιστεύει πια ότι ο παλιός του φίλος ήταν πιθανότατα ένοχος.
Απ’ την άλλη, ο Σάβατζ δεν είναι πεπεισμένος. “Πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ο Σιντ να μην σκότωσε τη Νάνσυ, αλλά ήταν τόσο χάλια εκείνο το βράδυ απ’ τις ουσίες που μάλλον νόμιζε ότι τη σκότωσε”, λέει.
Και υπάρχουν και μερικά ερωτηματικά ακόμη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν ζωντανός όταν ο Γκραβέλ τον άφησε το βράδυ της αποφυλάκισής του, ο φωτογράφος αναρωτιέται αν αυτός και η Μισέλ Ρόμπινσον μπορεί να πήραν αργότερα μια ακόμη δόση, αυτή που θα αποδεικνυόταν μοιραία.
“Μόλις είχε βγει από μια ψυχιατρική πτέρυγα και έπαιρνε όλα τα είδη ναρκωτικών. Δεν ήξερα αν του είχε δώσει κάτι προηγουμένως ή αν είχαν πάρει Valium ή αν πήραν κάτι άλλο αργότερα. Εκείνη εξαφανίστηκε μετά από όλα αυτά και δεν έχει μιλήσει ποτέ για την υπόθεση”.
Η Μισέλ Ρόμπινσον και η μητέρα του ήταν αυτές που θα τον έβρισκαν νεκρό το επόμενο πρωί του τελευταίου πάρτι που θα έκανε ποτέ στη ζωή του. Και όπως μέχρι σήμερα παραμένει μυστήριο ο θάνατος της κοπέλας του, έτσι παραμένει κι ο δικός του. Σαρανταπέντε χρόνια μετά, κανείς δεν ξέρει αν γέμισε επίτηδες με υπερβολική δόση τις φλέβες του ή αν ο θάνατός του ήταν ένα ακόμη ατύχημα δίπλα στα δεκάδες παρόμοια ατυχήματα απ’ τα οποία βρίθει η ροκ μυθολογία.